του Θόδωρου Γιαχουστίδη
68η Berlinale: Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου
Διαζύγιο βόμβα – διαβάστε το πριν το κατεβάσουν!
Διαζύγιο βόμβα – διαβάστε το πριν το κατεβάσουν!
Εντάξει παιδιά, χαμός έτσι; Εδώ στο Βερολίνο κάνει κρύο, χθες έπεσε και λίγο χιονάκι, τα πεζοδρόμια είναι γλιστερά αλλά οι άνθρωποι του δήμου έχουν ρίξει χαλικάκια για να μην πέφτουν κάτω κάτοικοι και επισκέπτες σαν τα κοτόπουλα. Η πόλη διαρκώς αλλάζει. Πάντα κάτι γκρεμίζεται και πάντα κάτι χτίζεται στη θέση του γκρεμισμένου! Στην περιοχή του Μνημείου του Ολοκαυτώματος ξηλώθηκαν τα παράταιρα και αντιαισθητικά είναι η αλήθεια μαγαζάκια, τα τουριστικά που πουλούσαν currywurst κι άλλα διάφορα. Και στην πλατεία Ποντζντάμερ, στο κέντρο, εκεί που χτυπάει η η καρδιά του φεστιβάλ, πάλι κάτι χτίζουν. Φαντάζομαι πως – καλά να είμαστε – αν έρθουμε και του χρόνου στο φεστιβάλ, το κτίριο θα έχει ολοκληρωθεί! Μόνο το αεροδρόμιό τους δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται ποτέ! Κάτι μου λέει πως το μετρό στη Θεσσαλονίκη θα είναι έτοιμο πιο νωρίς! Αλήθεια! Όλοι μιλάνε για σκανδαλάρα ολκής! Εκατομμύρια, τι λέω, δισεκατομμύρια ευρώ έχουν ριχθεί για να κατασκευαστεί ένα υπερσύγχρονο αεροδρόμιο στο Βερολίνο, αλλά ακόμα δεν έχει τελειώσει. Κι όλο πάει προς τα πίσω. Συμβαίνουν λοιπόν και εις την Εσπερίαν... Κατά τα άλλα, η Γενοβέφα μας, το Τζενάκι, η Aniston ρε παιδιά, παίρνει διαζύγιο από τον Justin Theroux! Και οι κακές γλώσσες όλο και ξεψαρώνουν και αναφέρουν πως μάλλον θα γυρίσει στην αγκάλη του πρώτου μεγάλου της έρωτα, του Brad Pitt! Βρε τι γίνεται στον κόσμο! Κι εμείς εδώ, βλέπουμε ταινίες. Α, πήγα για λίγο και στη συνέντευξη τύπου για το «Damsel» (δεν την είδα ακόμα την ταινία) και ο λαός προσκυνούσε τον πρωταγωνιστή Robert Pattinson και λιγότερο εννοείται την σαφώς πιο ταλαντούχα συνάδελφό του και συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία, Mia Wasikowska. Τι να κάνεις, συμβαίνουν αυτά...
Στις ταινίες μας τώρα. Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα αποδείχτηκε η ταινία «Black 47» του Lance Daly, η οποία προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, εκτός συναγωνισμού. Ο Lance Daly δεν είναι κάποιος τυχαίος σκηνοθέτης. Αυτή είναι η 6η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Και μπορεί καμία από τις ταινίες του να μην έχει προβληθεί εμπορικά στην Ελλάδα (αυτό μπορεί να αλλάξει με τούτη την ταινία...) αλλά η τρίτη του, το φεστιβαλικό «Kisses» (2008) έχει αγαπηθεί πολύ από φανατικούς σινεφίλ που την έχουν ανακαλύψει. Η ταινία κατά μία έννοια αποτελεί «διεύρυνση» της μικρού μήκους ταινίας «An Ranger» του 2008, σε σκηνοθεσία του P.J. Dillon, που εδώ κρατάει ρόλο συνσεναριογράφου.
Η υπόθεση: Ιρλανδία, 1847. Αφού πολέμησε για το Βρετανικό Στέμμα στον πόλεμο του Αφγανιστάν (σ.σ.: ναι, είχαν και τότε πόλεμο στη συγκεκριμένη περιοχή), ο Μάρτιν Φίνι επιστρέφει στην γενέτειρά του, στην Ιρλανδία, ως λιποτάκτης. Αυτό που αντικρίζει δεν είναι καθόλου αυτό που περίμενε. Η Ιρλανδία μοιάζει κατεστραμμένη. Μια αρρώστια έχει καταστρέψει τις καλλιέργειες πατάτας – το λαχανικό δηλαδή που αποτελεί τη βάση της διατροφής για τους Ιρλανδούς – με αποτέλεσμα να έχει κυριεύσει τη χώρα μεγάλος λοιμός, εξαιτίας του οποίου πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους! Η οικογένεια του Μάρτιν δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί. Η μητέρα του βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα της πείνας και τον αδελφό του τον κρεμάσανε οι Άγγλοι ως στασιαστή. Το σχέδιο του Μάρτιν να μεταναστεύσει στην Αμερική μαζί με την νύφη του και τα παιδιά της αποτυγχάνει οικτρά. Μην έχοντας πλέον κανέναν στόχο στη ζωή του, απελπισμένος στα όρια της αυτοκτονίας, αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Έτσι, αρχίζει μεθοδικά να ξεπαστρεύει αρχικά ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο των δικών του, και κατόπιν ανθρώπους από όλη την κοινωνική και πολιτική ιεραρχία της Ιρλανδίας. Για να σταματήσουν το μακελειό, οι Βρετανοί προσλαμβάνουν τον Άγγλο επιθεωρητή της αστυνομίας, Χάνα, για να τον βρει και να τον σταματήσει. Οι δυο τους υπηρέτησαν μαζί στο Αφγανιστάν...
Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή του «Braveheart», με τους Ιρλανδούς να παίρνουν τη θέση των Σκοτσέζων! Η αλήθεια είναι πως ο σκηνοθέτης δεν κινείται σε ακραιφνώς... εμπορικά μονοπάτια. Μας κάνει γνωστή μια μαύρη σελίδα από την ιστορία της Ιρλανδίας. Και είναι παράξενο που κανείς σκηνοθέτης μέχρι σήμερα δεν είχε ασχοληθεί με ένα θέμα τόσο πολύ ενδιαφέρον και τόσο δυνατό και με πάμπολλες οπτικές. Και πάλι οι Άγγλοι ρε παιδί μου κι εδώ, να είναι τα καθίκια της υπόθεσης! Ο κόσμος στην Ιρλανδία να πεθαίνει σαν τις μύγες από την πείνα και οι Άγγλοι το βιολί τους. Μπίζνες, φράγκα, εκμετάλλευση, ο στρατός να προστατεύει τους πλούσιους και τα συναφή! Και ο λαός, απελπισμένος, χωρίς ηγέτες, χωρίς κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να στραφεί. Ο Daly αφηγείται αργά. Να διευκρινίσω όμως κάτι: όταν λέω αργά δεν εννοώ πως ένα πλάνο πχ ενός αλόγου που διασχίζει την ιρλανδική ύπαιθρο, ε, δεν διαρκεί 200 χρόνια! Απλά, δεν είναι οι ρυθμοί χολιγουντιανοί. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα διαθέτει στιγμές πραγματικά συγκλονιστικές! Η χιονισμένη ύπαιθρος, μαζί κι ένα χαμόσπιτο, ένας καβαλάρης, λήψη από πάνω και ιδού με απλό τρόπο καθαρή μαγεία! Ο θεατής μπαίνει στο νόημα, η αφήγηση δεν πλατειάζει, καταλαβαίνουμε ποιοι είναι οι καλοί, ποιοι οι κακοί και ποιοι οι... επαμφοτερίζοντες. Ποιοι δηλαδή θα ξεκινήσουν έτσι και θα καταλήξουν αλλιώς. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο James Frecheville, στο ρόλο του Φίνι. Ο ρόλος του δεν είναι απαιτητικός. Θέλω να πω, αρκεί να δείχνει άγριος και αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση και να ξεστομίζει απειλές και ομορφιές στα ιρλανδικά. Και βεβαίως, να είναι μια μηχανή θανάτου, που σκοτώνει, σκοτώνει, σκοτώνει. Η σκηνή με το γουρούνι και τον αποκεφαλισμό ενός άλλου γουρουνιού, δίποδου, είναι σκηνή ανθολογίας! Απίστευτο πως ταίριαξαν και έβγαλαν τη συγκεκριμένη σκηνή! Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα για τον Hugo Weaving. Ο θεούλης Αυστραλός ηθοποιός είναι άψογος στο ρόλο του και κινείται εξαιρετικά στην γκρίζα ζώνη μεταξύ καλού και κακού. Στο καστ συναντάμε τον πιτσιρικά Barry Keoghan (της φήμης του «Ιερού ελαφιού» και της «Δουνκέρκης»), τον Jim Broadbent σε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο και κυρίως βλέπουμε τον αγαπημένο μας Stephen Rea. Σε ταινία που να προβλήθηκε σε κινηματογράφους της χώρας μας έχουμε να τον δούμε από το 2012 και το «Underworld: Η αναγέννηση». Εδώ, σε μια χαρακτηριστική στιγμή, έχει μια πολύ σημαδιακή στιχομυθία με τον πλούσιο Jim Broadbent. Τα πίνουν μαζί σε ένα πανδοχείο όπου δουλεύει ως υπηρέτρια ιρλανδικής καταγωγής, η οποία λόγω της δουλειάς της έχει γλυτώσει από τις κακουχίες. Λέει ο Broadbent: «Μμμ, κοίτα τι ωραία κοπέλα, μοιάζει με Αγγλίδα παρθένα». Και του λέει ο θεός Rea: «Κοίτα, αν πάρεις μια Αγγλίδα παρθένα, την βάλεις σε ένα μέρος όπου δεν θα έχει να φάει, όπου θα βιώνει κακουχίες, όπου ουσιαστικά δεν θα είναι ελεύθερη, όπου θα κοιμάται στον στάβλο με τα γουρούνια κι όπου δεν θα έχει καμία ελπίδα και καμία προοπτική, ε, δεν θα μοιάζει και πολύ με όμορφη Αγγλίδα παρθένα, σωστά;». Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, με ιστορικό υπόβαθρο, σαν ένα ιρλανδέζικο γουέστερν, με δυνατές ερμηνείες και την πρέπουσα κινηματογραφική γραφή. Και η Αμερική, τότε, ένα μέρος διαφυγής, μια σύγχρονη Γη της Επαγγελίας...
Η υπόθεση: Ιρλανδία, 1847. Αφού πολέμησε για το Βρετανικό Στέμμα στον πόλεμο του Αφγανιστάν (σ.σ.: ναι, είχαν και τότε πόλεμο στη συγκεκριμένη περιοχή), ο Μάρτιν Φίνι επιστρέφει στην γενέτειρά του, στην Ιρλανδία, ως λιποτάκτης. Αυτό που αντικρίζει δεν είναι καθόλου αυτό που περίμενε. Η Ιρλανδία μοιάζει κατεστραμμένη. Μια αρρώστια έχει καταστρέψει τις καλλιέργειες πατάτας – το λαχανικό δηλαδή που αποτελεί τη βάση της διατροφής για τους Ιρλανδούς – με αποτέλεσμα να έχει κυριεύσει τη χώρα μεγάλος λοιμός, εξαιτίας του οποίου πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους! Η οικογένεια του Μάρτιν δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί. Η μητέρα του βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα της πείνας και τον αδελφό του τον κρεμάσανε οι Άγγλοι ως στασιαστή. Το σχέδιο του Μάρτιν να μεταναστεύσει στην Αμερική μαζί με την νύφη του και τα παιδιά της αποτυγχάνει οικτρά. Μην έχοντας πλέον κανέναν στόχο στη ζωή του, απελπισμένος στα όρια της αυτοκτονίας, αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Έτσι, αρχίζει μεθοδικά να ξεπαστρεύει αρχικά ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο των δικών του, και κατόπιν ανθρώπους από όλη την κοινωνική και πολιτική ιεραρχία της Ιρλανδίας. Για να σταματήσουν το μακελειό, οι Βρετανοί προσλαμβάνουν τον Άγγλο επιθεωρητή της αστυνομίας, Χάνα, για να τον βρει και να τον σταματήσει. Οι δυο τους υπηρέτησαν μαζί στο Αφγανιστάν...
Η άποψή μας: Θα μπορούσε να είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή του «Braveheart», με τους Ιρλανδούς να παίρνουν τη θέση των Σκοτσέζων! Η αλήθεια είναι πως ο σκηνοθέτης δεν κινείται σε ακραιφνώς... εμπορικά μονοπάτια. Μας κάνει γνωστή μια μαύρη σελίδα από την ιστορία της Ιρλανδίας. Και είναι παράξενο που κανείς σκηνοθέτης μέχρι σήμερα δεν είχε ασχοληθεί με ένα θέμα τόσο πολύ ενδιαφέρον και τόσο δυνατό και με πάμπολλες οπτικές. Και πάλι οι Άγγλοι ρε παιδί μου κι εδώ, να είναι τα καθίκια της υπόθεσης! Ο κόσμος στην Ιρλανδία να πεθαίνει σαν τις μύγες από την πείνα και οι Άγγλοι το βιολί τους. Μπίζνες, φράγκα, εκμετάλλευση, ο στρατός να προστατεύει τους πλούσιους και τα συναφή! Και ο λαός, απελπισμένος, χωρίς ηγέτες, χωρίς κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να στραφεί. Ο Daly αφηγείται αργά. Να διευκρινίσω όμως κάτι: όταν λέω αργά δεν εννοώ πως ένα πλάνο πχ ενός αλόγου που διασχίζει την ιρλανδική ύπαιθρο, ε, δεν διαρκεί 200 χρόνια! Απλά, δεν είναι οι ρυθμοί χολιγουντιανοί. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα διαθέτει στιγμές πραγματικά συγκλονιστικές! Η χιονισμένη ύπαιθρος, μαζί κι ένα χαμόσπιτο, ένας καβαλάρης, λήψη από πάνω και ιδού με απλό τρόπο καθαρή μαγεία! Ο θεατής μπαίνει στο νόημα, η αφήγηση δεν πλατειάζει, καταλαβαίνουμε ποιοι είναι οι καλοί, ποιοι οι κακοί και ποιοι οι... επαμφοτερίζοντες. Ποιοι δηλαδή θα ξεκινήσουν έτσι και θα καταλήξουν αλλιώς. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο James Frecheville, στο ρόλο του Φίνι. Ο ρόλος του δεν είναι απαιτητικός. Θέλω να πω, αρκεί να δείχνει άγριος και αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση και να ξεστομίζει απειλές και ομορφιές στα ιρλανδικά. Και βεβαίως, να είναι μια μηχανή θανάτου, που σκοτώνει, σκοτώνει, σκοτώνει. Η σκηνή με το γουρούνι και τον αποκεφαλισμό ενός άλλου γουρουνιού, δίποδου, είναι σκηνή ανθολογίας! Απίστευτο πως ταίριαξαν και έβγαλαν τη συγκεκριμένη σκηνή! Τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα για τον Hugo Weaving. Ο θεούλης Αυστραλός ηθοποιός είναι άψογος στο ρόλο του και κινείται εξαιρετικά στην γκρίζα ζώνη μεταξύ καλού και κακού. Στο καστ συναντάμε τον πιτσιρικά Barry Keoghan (της φήμης του «Ιερού ελαφιού» και της «Δουνκέρκης»), τον Jim Broadbent σε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο και κυρίως βλέπουμε τον αγαπημένο μας Stephen Rea. Σε ταινία που να προβλήθηκε σε κινηματογράφους της χώρας μας έχουμε να τον δούμε από το 2012 και το «Underworld: Η αναγέννηση». Εδώ, σε μια χαρακτηριστική στιγμή, έχει μια πολύ σημαδιακή στιχομυθία με τον πλούσιο Jim Broadbent. Τα πίνουν μαζί σε ένα πανδοχείο όπου δουλεύει ως υπηρέτρια ιρλανδικής καταγωγής, η οποία λόγω της δουλειάς της έχει γλυτώσει από τις κακουχίες. Λέει ο Broadbent: «Μμμ, κοίτα τι ωραία κοπέλα, μοιάζει με Αγγλίδα παρθένα». Και του λέει ο θεός Rea: «Κοίτα, αν πάρεις μια Αγγλίδα παρθένα, την βάλεις σε ένα μέρος όπου δεν θα έχει να φάει, όπου θα βιώνει κακουχίες, όπου ουσιαστικά δεν θα είναι ελεύθερη, όπου θα κοιμάται στον στάβλο με τα γουρούνια κι όπου δεν θα έχει καμία ελπίδα και καμία προοπτική, ε, δεν θα μοιάζει και πολύ με όμορφη Αγγλίδα παρθένα, σωστά;». Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, με ιστορικό υπόβαθρο, σαν ένα ιρλανδέζικο γουέστερν, με δυνατές ερμηνείες και την πρέπουσα κινηματογραφική γραφή. Και η Αμερική, τότε, ένα μέρος διαφυγής, μια σύγχρονη Γη της Επαγγελίας...
«Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» είναι μία από τις ομορφότερες ιστορίες που έχει γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Πρόκειται για την ιστορία της φιλίας ανάμεσα στο άγαλμα ενός πρίγκιπα κι ενός χελιδονιού, που αποφασίζει να ξαποστάσει για ένα βράδυ επάνω του. Το άγαλμα παρατηρεί τον κόσμο και ανακαλύπτει τη φτώχεια, την ασχήμια, τη διαφθορά και την υποκρισία. Κάθε βράδυ δακρύζει για όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν γύρω του. Μαζί με το χελιδόνι αποφασίζουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, με κάθε δυνατό τρόπο. Καθόλου τυχαία λοιπόν, ο γνωστός Βρετανός ηθοποιός Rupert Everett, στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, στην οποία υπογράφει και το σενάριο και πρωταγωνιστεί, την ονομάζει «The Happy Prince». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς – με το οποίο το φεστιβάλ Βερολίνου έχει αναπτύξει εξαιρετικά καλές σχέσεις – και στο φεστιβάλ Βερολίνου προβάλλεται στο τμήμα Berlinale Special Gala.
Η υπόθεση: Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στο Λονδίνο! Έξυπνος, ετοιμόλογος, γεμάτος χιούμορ και σκανδαλώδης. Όμως, όταν δικάζεται και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση και βαριά, καταναγκαστικά έργα εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, ο Ουάιλντ κλονίζεται. Μέσα στη φυλακή γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του, το «De Profundis». Βγαίνοντας από τη φυλακή, η υγεία του είναι σε κακά χάλια, έχει χωρίσει ουσιαστικά από τη γυναίκα του και ουσιαστικά δεν του έχει μείνει τίποτε σε ότι αφορά την περιουσία ή τη φήμη του. Επιλέγει να εξοριστεί στο Παρίσι. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του, μπλέκει εκ νέου με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, γνωστό ως Μπόσι, που ουσιαστικά ήταν εκείνος που οδήγησε τον Όσκαρ στη φυλακή! Με αλλαγμένο πλέον όνομα και χωρίς φράγκο στην τσέπη του, ο Μπόσι θα ρίξει τον Ουάιλντ ακόμα πιο κάτω. Πάντως, πιστοί φίλοι του και πρώην εραστές του προσπαθούν να τον βοηθήσουν και να τον προστατέψουν από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις, κάτι που καταφέρνουν μέχρι το πικρό του τέλος μόλις στην ηλικία των 46 ετών...
Η άποψή μας: Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί αυτή η ταινία αποτέλεσε όραμα ζωής για τον Rupert Everett. Μα επειδή μέσα από την αφηγούμενη ιστορία ο Everett παρουσιάζει όλα όσα τράβηξε και ο ίδιος (όπως ο Ουάιλντ – εντάξει, σε μικρότερη κλίμακα) αλλά και άλλοι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται εξαιτίας των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Πόσο εύκολα ένα αγαπημένο από την κοινή γνώμη και από την «καλή κοινωνία» πρόσωπο πέφτει σε δυσμένεια επειδή ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της καθεστηκυίας τάξης και της αποδεκτής συμπεριφοράς. Ο Everett δεν δημιουργεί μια αγιογραφία. Μας παρουσιάζει τον Ουάιλντ ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: έναν ιδιοφυή άνθρωπο γεμάτο παρορμήσεις, που οι αποφάσεις που πήρε είτε σωστές είτε λάθος, τον οδήγησαν στον αφανισμό του. Έναν άνθρωπο, που σκάρωνε υπέροχες ιστορίες επιτόπου, που πλήρωνε σε καμπαρέ τις ζημιές του τραγουδώντας, που λύγισε αλλά δεν έσπασε και που πάντα μα πάντα αποζητούσε τις «μωβ ώρες» του, τις στιγμές δηλαδή που έκανε σεξ με νεαρούς άντρες. Τις στιγμές που τον κρατούσαν ζωντανό. Ο Everett κάνει πολύ καλή δουλειά, δεν χωράει καμία αντίρρηση επί τούτου, επειδή όμως το «Neruda» του Pablo Larrain σήκωσε ψηλά τον πήχη των βιογραφιών, λέμε πως στην καταγραφή και την αφήγηση της ιστορίας του είναι κάπως άνισος. Η σκηνή της ναπολιτάνας που μπαίνει στο όργιο των ανδρών αναζητώντας γυναίκες – πόρνες, δεν βρίσκει καμία και καθησυχάζεται από αυτό, μιας που άντρας της δεν την κερατώνει, βγάζει πολύ γέλιο! Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σπουδαίοι ηθοποιοί κάνουν το χατήρι ουσιαστικά στον Everett και παίζουν σε μικρούς ρόλους. Μιλάμε για τον Colin Firth και την Emma Watson αλλά και τον Tom Wilkinson και την Beatrice Dalle αν έχετε τον θεό σας! Όλοι συντονισμένοι στο κοινό όραμα, όλοι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό. Αγνώριστος ο Everett κάτω από στρώσεις προσθετικών που τον δείχνουν με περισσότερα κιλά και με «φουσκωμένο» κεφάλι, δίνει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία και μπρίο, παραίτηση και αιχμηρότητα. Δεν θα εκπλαγώ αν του χρόνου τέτοιον καιρό τον δούμε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι πέρα όλων των άλλων, ο Everett – Ουάιλντ βλέπει τη ζωή σαν παραμύθι ή μάλλον ακόμα καλύτερα, σαν όνειρο! «It's just a dream», μας λέει, απευθυνόμενος κατευθείαν σε μας, τους θεατές. Είναι απλά ένα όνειρο, όπως το σινεμά. Ένα όνειρο όπου κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά. Ωραία δουλειά.
Η υπόθεση: Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στο Λονδίνο! Έξυπνος, ετοιμόλογος, γεμάτος χιούμορ και σκανδαλώδης. Όμως, όταν δικάζεται και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλάκιση και βαριά, καταναγκαστικά έργα εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, ο Ουάιλντ κλονίζεται. Μέσα στη φυλακή γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του, το «De Profundis». Βγαίνοντας από τη φυλακή, η υγεία του είναι σε κακά χάλια, έχει χωρίσει ουσιαστικά από τη γυναίκα του και ουσιαστικά δεν του έχει μείνει τίποτε σε ότι αφορά την περιουσία ή τη φήμη του. Επιλέγει να εξοριστεί στο Παρίσι. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του, μπλέκει εκ νέου με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, γνωστό ως Μπόσι, που ουσιαστικά ήταν εκείνος που οδήγησε τον Όσκαρ στη φυλακή! Με αλλαγμένο πλέον όνομα και χωρίς φράγκο στην τσέπη του, ο Μπόσι θα ρίξει τον Ουάιλντ ακόμα πιο κάτω. Πάντως, πιστοί φίλοι του και πρώην εραστές του προσπαθούν να τον βοηθήσουν και να τον προστατέψουν από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις, κάτι που καταφέρνουν μέχρι το πικρό του τέλος μόλις στην ηλικία των 46 ετών...
Η άποψή μας: Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει γιατί αυτή η ταινία αποτέλεσε όραμα ζωής για τον Rupert Everett. Μα επειδή μέσα από την αφηγούμενη ιστορία ο Everett παρουσιάζει όλα όσα τράβηξε και ο ίδιος (όπως ο Ουάιλντ – εντάξει, σε μικρότερη κλίμακα) αλλά και άλλοι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται εξαιτίας των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Πόσο εύκολα ένα αγαπημένο από την κοινή γνώμη και από την «καλή κοινωνία» πρόσωπο πέφτει σε δυσμένεια επειδή ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της καθεστηκυίας τάξης και της αποδεκτής συμπεριφοράς. Ο Everett δεν δημιουργεί μια αγιογραφία. Μας παρουσιάζει τον Ουάιλντ ως αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: έναν ιδιοφυή άνθρωπο γεμάτο παρορμήσεις, που οι αποφάσεις που πήρε είτε σωστές είτε λάθος, τον οδήγησαν στον αφανισμό του. Έναν άνθρωπο, που σκάρωνε υπέροχες ιστορίες επιτόπου, που πλήρωνε σε καμπαρέ τις ζημιές του τραγουδώντας, που λύγισε αλλά δεν έσπασε και που πάντα μα πάντα αποζητούσε τις «μωβ ώρες» του, τις στιγμές δηλαδή που έκανε σεξ με νεαρούς άντρες. Τις στιγμές που τον κρατούσαν ζωντανό. Ο Everett κάνει πολύ καλή δουλειά, δεν χωράει καμία αντίρρηση επί τούτου, επειδή όμως το «Neruda» του Pablo Larrain σήκωσε ψηλά τον πήχη των βιογραφιών, λέμε πως στην καταγραφή και την αφήγηση της ιστορίας του είναι κάπως άνισος. Η σκηνή της ναπολιτάνας που μπαίνει στο όργιο των ανδρών αναζητώντας γυναίκες – πόρνες, δεν βρίσκει καμία και καθησυχάζεται από αυτό, μιας που άντρας της δεν την κερατώνει, βγάζει πολύ γέλιο! Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι σπουδαίοι ηθοποιοί κάνουν το χατήρι ουσιαστικά στον Everett και παίζουν σε μικρούς ρόλους. Μιλάμε για τον Colin Firth και την Emma Watson αλλά και τον Tom Wilkinson και την Beatrice Dalle αν έχετε τον θεό σας! Όλοι συντονισμένοι στο κοινό όραμα, όλοι υπηρετώντας το μεγάλο σκοπό. Αγνώριστος ο Everett κάτω από στρώσεις προσθετικών που τον δείχνουν με περισσότερα κιλά και με «φουσκωμένο» κεφάλι, δίνει μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία και μπρίο, παραίτηση και αιχμηρότητα. Δεν θα εκπλαγώ αν του χρόνου τέτοιον καιρό τον δούμε με μια υποψηφιότητα για Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι πέρα όλων των άλλων, ο Everett – Ουάιλντ βλέπει τη ζωή σαν παραμύθι ή μάλλον ακόμα καλύτερα, σαν όνειρο! «It's just a dream», μας λέει, απευθυνόμενος κατευθείαν σε μας, τους θεατές. Είναι απλά ένα όνειρο, όπως το σινεμά. Ένα όνειρο όπου κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά. Ωραία δουλειά.