του Todd Haynes. Με τους Oakes Fegley, Julianne Moore, Millicent Simmonds, Michelle Williams, Jaden Michael, Tom Noonan, James Urbaniak, Amy Hargreaves
Δεν έχει σημασία αυτό που κοιτάς, αλλά αυτό που βλέπεις...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
The sound of silence...
Με τα... αστέρια τα «βάζει» ο Todd Haynes στη νέα του ταινία, που διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπως είχε κάνει και πριν δύο χρόνια με το «Carol», για το οποίο είχε τιμηθεί με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (έστω κι εξ ημισείας) η Rooney Mara. Ο sui generis Αμερικάνος σκηνοθέτης έχει γυρίσει λίγες ταινίες σε σχέση με τα χρόνια που είναι ενεργός κινηματογραφικά. Αυτή είναι μόλις η 7η μεγάλου μήκους ταινία του για να καταλάβετε σε 26 χρόνια καριέρας (την πρώτη του μεγάλου μήκους, το «Poison», τη γύρισε το 1991!!!). Σημειώστε πως στις τέσσερις από τις επτά ταινίες του πρωταγωνιστεί η Julianne Moore – κάτι που συμβαίνει κι εδώ!
Το σενάριο τούτης της ταινίας υπογράφεται από τον Brian Selznick, ο οποίος βασίστηκε για τη συγγραφή του στο δικό του ομώνυμο βιβλίο του 2011. Ένα βιβλίο με μπόλικο κείμενο αλλά και πολλές σελίδες κόμικ χωρίς λόγια. Να θυμίσουμε ότι ο Selznick είχε γράψει και το «The Invention of Hugo Cabret», το 2008, το οποίο έγινε ταινία με την υπογραφή του Martin Scorsese και τίτλο απλώς «Hugo» το 2011. Τέλος, να αναφέρουμε πως η πιτσιρίκα Millicent Simmonds, που υποδύεται την κωφάλαλη Rose, κάνει εδώ το κινηματικό της ντεμπούτο και είναι κωφάλαλη και στην πραγματικότητα.
Η υπόθεση: Ιούνιος 1977. Ο 12χρονος Μπεν ζει με τον αδελφό του και τη θεία του λίγα μίλια μακριά από το σπίτι του, που βρίσκεται στο Gunflint Lake της Μινεσότας. Η μητέρα του, που ήταν βιβλιοθηκάριος, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ – κι ας ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του για την ταυτότητά του. Μια νύχτα κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, ενώ ο Μπεν μιλάει στο τηλέφωνο, ένας κεραυνός θα πέσει στο σπίτι, το ρεύμα θα περάσει από την τηλεφωνική γραμμή και ο Μπεν θα ξυπνήσει στο νοσοκομείο όντας (προσωρινά;) κουφός. Έχοντας βρει όμως έναν σελιδοδείκτη σε ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, στο οποίο είναι γραμμένες οι λέξεις «Με αγάπη, Ντάνι», αποφασίζει να το σκάσει, να πάει στη Νέα Υόρκη και να ψάξει για το βιβλιοπωλείο απ' όπου είναι ο σελιδοδείκτης, με την ελπίδα να βρει τον πατέρα του...
Οκτώβριος 1927. Η πιτσιρίκα Ρόουζ είναι κωφάλαλη. Το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Μπρόντγουεϊ, για να συναντήσει το είδωλό της, τη μεγάλη αστέρα του θεάτρου και του κινηματογράφου, την Λίλιαν Μέιχιου. Η Λίλιαν είναι, πέρα όλων των άλλων, η μητέρα της! Οι γονείς της Ρόουζ είναι χωρισμένοι. Και η υποδοχή που επιφυλάσσει η Λίλιαν στην Ρόουζ δεν είναι αυτή που περιμένει η μικρή. Το ξανασκάει λοιπόν για να βρει τον αδελφό της, τον Γουόλτερ. Ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα βιβλιοπωλείο! Με ποιον κοσμικό τρόπο μπορεί να έχουν σχέση η Ρόουζ με τον Μπεν;
Η άποψή μας: Αν θεωρήσουμε ότι το «Hugo» αποτελούσε μια ερωτική επιστολή προς τον κινηματογράφο γενικότερα, τούτη η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή στον βωβό κινηματογράφο ειδικότερα. Ιδίως οι σκηνές με τη Ρόουζ όταν είναι πιτσιρίκα, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο, είναι κανονικά μια ταινία βωβού κινηματογράφου! Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο Haynes είναι μεγαλεπήβολο. Να είναι Scorsese και Spielberg μαζί, με ολίγη από... Kaufmann (του «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη»)! Καθόλου η τυπική «παιδική» ταινία, έτσι; Είναι φορές που σε ταινίες τα επιμέρους συστατικά δεν πιάνουν υψηλές επιδόσεις, στο σύνολο όμως κολλάνε και δίνουν αριστουργήματα. Όπως ποδοσφαιρικές ομάδες, με όχι καλούς παίκτες, που όμως είναι πραγματικές ομάδες, έχουν ομαδικό πνεύμα, πνεύμα νικητή. Και υπάρχει και η... αντίθετη περίπτωση: η ομάδα να έχει πρωτοκλασάτους παίκτες αλλά το σύνολο να μην πείθει.
Εδώ, ο Haynes προδόθηκε από τις φιλοδοξίες του και το μέγεθός τους. Επιμέρους, τα πράγματα είναι μέχρι και συναρπαστικά! Κι ας είναι δομημένα από όχι ακριβώς πρωτότυπα υλικά. Θέλω να πω, μια χαρά ταιριάζει ο Όσκαρ Ουάιλντ και το γνωστότερο τσιτάτο του «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια» στην ταινία. Μια χαρά και το «Space Oddity» του David Bowie – επαναλαμβανόμενο: αυτό πιστεύει ο Μπεν, πως ο μπαμπάς του είναι διαστημάνθρωπος! Έξοχες οι ηχητικές σφήνες από το «Also sprach Zarathustra» του Strauss, για πάντα συνυφασμένες με την «Οδύσσεια του διαστήματος». Γενικά, η ηχητική μπάντα είναι άψογη – και το βασικό score του εκ των μονίμων συνεργατών του Haynes, Carter Burwell, είναι απίθανο και μιλάει κατευθείαν στην καρδιά.
Γενικά, η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ταινία: είπαμε, έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν βωβό κινηματογράφο ως επί τω πλείστον. Σκηνογραφία (άψογη αναπαράσταση της Νέας Υόρκης των 20's και των 70's), διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, όλα χτυπάνε κορυφή. Λείπει όμως το γαμημένο συναίσθημα. Ή έτσι δείχνει τουλάχιστον. Κι ας γίνονται φιλότιμες προσπάθειες να... εκμαιευτεί. Ιδίως στο φινάλε. Λείπει εκείνο το υλικό που θα απογειώσει την ταινία. Λείπει εκείνο που θα τη φτάσει στα αστέρια. Τρομερή η ιστορία με τους λύκους, απίθανης λεπτομέρειας η μακέτα της Νέας Υόρκης σε ένα μουσείο, αναφορές για τη σημασία των μουσείων, αναφορές για τη σημασία της φιλίας, too much. Συναρπαστική (εν δυνάμει) ταινία που πονάει περισσότερο η μη επίτευξη του στόχου της καθώς χάνει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ: να συγκινήσει τον θεατή.
H ηθοποιός – φετίχ του Haynes, η Julianne Moore διαθέτει έναν υποστηρικτικό ρόλο: οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι δύο πιτσιρικάδες. Αλλά, ρε παιδιά, πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή του «Safe», ε; Εκείνο, μάλιστα, ήταν ένα αριστούργημα από τα λίγα! Ετούτο εδώ δεν είναι επ' ουδενί μια κακή ταινία. Σίγουρα πάντως δεν το λες αριστούργημα – κι ας είχε τις δυνατότητες να είναι...
Η υπόθεση: Ιούνιος 1977. Ο 12χρονος Μπεν ζει με τον αδελφό του και τη θεία του λίγα μίλια μακριά από το σπίτι του, που βρίσκεται στο Gunflint Lake της Μινεσότας. Η μητέρα του, που ήταν βιβλιοθηκάριος, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ – κι ας ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του για την ταυτότητά του. Μια νύχτα κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, ενώ ο Μπεν μιλάει στο τηλέφωνο, ένας κεραυνός θα πέσει στο σπίτι, το ρεύμα θα περάσει από την τηλεφωνική γραμμή και ο Μπεν θα ξυπνήσει στο νοσοκομείο όντας (προσωρινά;) κουφός. Έχοντας βρει όμως έναν σελιδοδείκτη σε ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, στο οποίο είναι γραμμένες οι λέξεις «Με αγάπη, Ντάνι», αποφασίζει να το σκάσει, να πάει στη Νέα Υόρκη και να ψάξει για το βιβλιοπωλείο απ' όπου είναι ο σελιδοδείκτης, με την ελπίδα να βρει τον πατέρα του...
Οκτώβριος 1927. Η πιτσιρίκα Ρόουζ είναι κωφάλαλη. Το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Μπρόντγουεϊ, για να συναντήσει το είδωλό της, τη μεγάλη αστέρα του θεάτρου και του κινηματογράφου, την Λίλιαν Μέιχιου. Η Λίλιαν είναι, πέρα όλων των άλλων, η μητέρα της! Οι γονείς της Ρόουζ είναι χωρισμένοι. Και η υποδοχή που επιφυλάσσει η Λίλιαν στην Ρόουζ δεν είναι αυτή που περιμένει η μικρή. Το ξανασκάει λοιπόν για να βρει τον αδελφό της, τον Γουόλτερ. Ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα βιβλιοπωλείο! Με ποιον κοσμικό τρόπο μπορεί να έχουν σχέση η Ρόουζ με τον Μπεν;
Η άποψή μας: Αν θεωρήσουμε ότι το «Hugo» αποτελούσε μια ερωτική επιστολή προς τον κινηματογράφο γενικότερα, τούτη η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή στον βωβό κινηματογράφο ειδικότερα. Ιδίως οι σκηνές με τη Ρόουζ όταν είναι πιτσιρίκα, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο, είναι κανονικά μια ταινία βωβού κινηματογράφου! Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο Haynes είναι μεγαλεπήβολο. Να είναι Scorsese και Spielberg μαζί, με ολίγη από... Kaufmann (του «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη»)! Καθόλου η τυπική «παιδική» ταινία, έτσι; Είναι φορές που σε ταινίες τα επιμέρους συστατικά δεν πιάνουν υψηλές επιδόσεις, στο σύνολο όμως κολλάνε και δίνουν αριστουργήματα. Όπως ποδοσφαιρικές ομάδες, με όχι καλούς παίκτες, που όμως είναι πραγματικές ομάδες, έχουν ομαδικό πνεύμα, πνεύμα νικητή. Και υπάρχει και η... αντίθετη περίπτωση: η ομάδα να έχει πρωτοκλασάτους παίκτες αλλά το σύνολο να μην πείθει.
Εδώ, ο Haynes προδόθηκε από τις φιλοδοξίες του και το μέγεθός τους. Επιμέρους, τα πράγματα είναι μέχρι και συναρπαστικά! Κι ας είναι δομημένα από όχι ακριβώς πρωτότυπα υλικά. Θέλω να πω, μια χαρά ταιριάζει ο Όσκαρ Ουάιλντ και το γνωστότερο τσιτάτο του «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια» στην ταινία. Μια χαρά και το «Space Oddity» του David Bowie – επαναλαμβανόμενο: αυτό πιστεύει ο Μπεν, πως ο μπαμπάς του είναι διαστημάνθρωπος! Έξοχες οι ηχητικές σφήνες από το «Also sprach Zarathustra» του Strauss, για πάντα συνυφασμένες με την «Οδύσσεια του διαστήματος». Γενικά, η ηχητική μπάντα είναι άψογη – και το βασικό score του εκ των μονίμων συνεργατών του Haynes, Carter Burwell, είναι απίθανο και μιλάει κατευθείαν στην καρδιά.
Γενικά, η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ταινία: είπαμε, έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν βωβό κινηματογράφο ως επί τω πλείστον. Σκηνογραφία (άψογη αναπαράσταση της Νέας Υόρκης των 20's και των 70's), διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, όλα χτυπάνε κορυφή. Λείπει όμως το γαμημένο συναίσθημα. Ή έτσι δείχνει τουλάχιστον. Κι ας γίνονται φιλότιμες προσπάθειες να... εκμαιευτεί. Ιδίως στο φινάλε. Λείπει εκείνο το υλικό που θα απογειώσει την ταινία. Λείπει εκείνο που θα τη φτάσει στα αστέρια. Τρομερή η ιστορία με τους λύκους, απίθανης λεπτομέρειας η μακέτα της Νέας Υόρκης σε ένα μουσείο, αναφορές για τη σημασία των μουσείων, αναφορές για τη σημασία της φιλίας, too much. Συναρπαστική (εν δυνάμει) ταινία που πονάει περισσότερο η μη επίτευξη του στόχου της καθώς χάνει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ: να συγκινήσει τον θεατή.
H ηθοποιός – φετίχ του Haynes, η Julianne Moore διαθέτει έναν υποστηρικτικό ρόλο: οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι δύο πιτσιρικάδες. Αλλά, ρε παιδιά, πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή του «Safe», ε; Εκείνο, μάλιστα, ήταν ένα αριστούργημα από τα λίγα! Ετούτο εδώ δεν είναι επ' ουδενί μια κακή ταινία. Σίγουρα πάντως δεν το λες αριστούργημα – κι ας είχε τις δυνατότητες να είναι...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Ιανουαρίου 2018 από την Seven Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική