της Valeska Grisebach. Με τους Meinhard Neumann, Syuleyman Alilov Letifov, Vyara Borisova, Reinhardt Wetrek, Veneta Frangova, Kevin Bashev
Αχ Ευρώπη εσύ μας μάρανες...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Τουλάχιστον είναι... Ενωμένη (μουάχαχαχαχαχα)
Αυτή η ταινία έκανε την Παγκόσμια Πρεμιέρα της στο τμήμα Un Certain Regard του περασμένου Φεστιβάλ Καννών, συνέχισε τη φεστιβαλική πορεία της στα φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, του Μονάχου, του Τορόντο, της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, ενώ κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ της Σεβίλης, το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ New Horizons της Πολωνίας όπως επίσης και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (Fipresci), το οποίο κέρδισε επιπλέον και στο Φεστιβάλ Motovun της Κροατίας. Το εκλεκτικό Φεστιβάλ Βιέννης Viennale έδωσε στη σκηνοθέτρια Valeska Grisebach carte blanche για να επιλέξει ορισμένες αγαπημένες της ταινίες ενώ παρουσίασε και αφιέρωμα στο έργο της. Η ταινία προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του περασμένου Νοέμβρη, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Ταυτόχρονα, το Γουέστερν (Western) βρέθηκε ανάμεσα στις τρεις φιναλίστ για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η ταινία αποτελεί μια συμπαραγωγή Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας και αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Valeska Grisebach, 11 χρόνια μετά την προηγούμενή της! Να σημειώσουμε πως η σκηνοθέτιδα εργάστηκε ως σύμβουλος σεναρίου στο «Toni Erdmann» της Maren Ade, που αντιστοίχως, έχει ρόλο παραγωγού σε τούτη την ταινία. Να σημειώσουμε πως όλοι οι ηθοποιοί που εμφανίζονται στην ταινία είναι ερασιτέχνες.
Η υπόθεση: Μια ομάδα οικοδόμων από τη Γερμανία προσλαμβάνεται για μια εργολαβία που έχει να κάνει με ένα έργο στη Βουλγαρία, έξω από ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Ουσιαστικά, μισθώνονται για να κατασκευάσουν ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο μέσω του οποίου υποτίθεται πως θα βελτιωθεί η υποδομή όλης της περιοχής. Με λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης φυσικά. Από την ομάδα των Γερμανών ξεχωρίζουν δύο: ο καλότροπος, μοναχικός πενηντάρης Μάινχαρτ, που πιάνουν τα χέρια του κι έχει καταταγεί και στην Λεγεώνα των Ξένων παλαιότερα, και ο τσαμπουκαλής, χωρίς τρόπους, γερμαναράς Βίνσεντ. Όσο ο Μάινχαρτ προσπαθεί να πλησιάσει τους ντόπιους, να τους καταλάβει, να σεβαστεί τις συνήθειές τους και τον τρόπο ζωής τους, άλλο τόσο ο Βίνσεντ κάνει του κεφαλιού του, δεν δίνει σημασία σε τίποτε, λειτουργεί ως... κατακτητής και θέλει απλά να τελειώσει η δουλειά. Και να... πηδήξει και καμιά ντόπια, αν του κάτσει. Εντωμεταξύ η ζέστη του καλοκαιριού δεν βοηθάει τα πράγματα...
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της ταινίας: «Γουέστερν». Εντάξει, έχει άλογα, έχει σκληρούς άντρες (όχι ακριβώς καουμπόηδες), έχει κώδικες τιμής αλλά δεν έχει καμία σχέση με την... Άγρια Δύση! Με την Ανατολή έχει να κάνει, με τα ταλαίπωρα Βαλκάνια, που όμως προβάλλουν πλέον ως νέο Ελ Ντοράντο (χμ...) για τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες του βορρά. Και ιδού το πρώτο παράδοξο: ενώ το χωριό έχει ουσιαστικά ερημώσει από νεολαία, μιας που όλοι έχουν φύγει μετανάστες για δουλειά σε Αμερική, Γερμανία και... Ελλάδα (μουάχαχαχα, ισχύει και αυτό), οι Γερμανοί πηγαίνουν στη Βουλγαρία για δουλειά! Όπως λέει και ο προφανώς φασίστας Βίνσεντ «70 χρόνια μετά είμαστε και πάλι εδώ»! Το φόκους της ταινίας είναι πάνω στον Μάινχαρτ. Οι ηθικοί του κώδικες δεν έχουν καμία σχέση με εκείνους που (ας πούμε ότι) έχει ο Βίνσεντ. Ο Μάινχαρτ είναι άπατρης (καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι πήγε να δουλέψει στη Λεγεώνα των Ξένων), δεν νιώθει νοσταλγία για καμία «πατρίδα», πατρίδα του είναι όλη η γη, σύντροφός του ο κάθε άνθρωπος. Νιώθει καλά εκεί που βρίσκεται πλέον.
Με τους ντόπιους, τους πιο πολλούς τουλάχιστον τα πάει εξαιρετικά κι ας υπάρχει πραγματικό πρόβλημα επικοινωνίας και συνεννόησης. Βλέπετε, στο χωριό ελάχιστοι μιλάνε γερμανικά ή έστω αγγλικά κι άντε να βγάλεις άκρη στη σύγχρονη αυτή μικρογραφία της Βαβέλ. Αποκτά φίλο που ονοματίζει «αδελφό» του, φλερτάρει με μια όμορφη γυναίκα της ηλικίας του, μαθαίνει ήθη και έθιμα του χωριού, μαθαίνει να καβαλάει άλογο, μαθαίνει να πασταλιάζει καπνό (ρε τι μου θύμισε η συγκεκριμένη σκηνή...), μαθαίνει να αγαπάει την απόλυτα άναρχη φύση, την τόσο μακρινή από την τακτοποιημένη στην υπόλοιπη Ευρώπη, που έχει περάσει... Διαφωτισμό. Υπάρχει όμως και ο Βίνσεντ. Ο εθνικιστής. Ο κατακτητής. Ο αρπάζων και δεν πληρώνων. Που έχει βάλει στο μάτι την νεαρή, όμορφη του χωριού. Ε, για να του τη βγει, ο Μάινχαρτ του την παίρνει κι ας είναι ολοφάνερο πως η συνομήλική του είναι για εκείνον. Τελικά, όμως και οι δύο άντρες θα βγουν ηττημένοι από όλη την περιπέτεια. Ο Βίνσεντ από τον Μάινχαρτ και ο Μάινχαρτ από τους χωριανούς που δεν τον χωνεύουν. Τουλάχιστον, θα δεχτεί την ήττα του με αξιοπρέπεια. Κι έναν χορό που μόλις μαθαίνει να χορεύει.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ταινία της Grisebach, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, λέει αυτά που θέλει καθαρά και σταράτα. Για μια Ευρώπη κατακερματισμένη, περισσότερο από ποτέ. Για ανθρώπους που κουβαλούν στερεότυπα, που μεγάλωσαν με αυτά, που πρώτα προτάσσουν το τι είναι εθνικά και κρύβονται πίσω από αυτό. Συγκρατημένη σκηνοθεσία, χωρίς υπερβολές, χωρίς υστερίες, με δάνεια από το σινεμά του Antonioni και του Forman. Μια μικρή, θετική έκπληξη.
Η υπόθεση: Μια ομάδα οικοδόμων από τη Γερμανία προσλαμβάνεται για μια εργολαβία που έχει να κάνει με ένα έργο στη Βουλγαρία, έξω από ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Ουσιαστικά, μισθώνονται για να κατασκευάσουν ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο μέσω του οποίου υποτίθεται πως θα βελτιωθεί η υποδομή όλης της περιοχής. Με λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης φυσικά. Από την ομάδα των Γερμανών ξεχωρίζουν δύο: ο καλότροπος, μοναχικός πενηντάρης Μάινχαρτ, που πιάνουν τα χέρια του κι έχει καταταγεί και στην Λεγεώνα των Ξένων παλαιότερα, και ο τσαμπουκαλής, χωρίς τρόπους, γερμαναράς Βίνσεντ. Όσο ο Μάινχαρτ προσπαθεί να πλησιάσει τους ντόπιους, να τους καταλάβει, να σεβαστεί τις συνήθειές τους και τον τρόπο ζωής τους, άλλο τόσο ο Βίνσεντ κάνει του κεφαλιού του, δεν δίνει σημασία σε τίποτε, λειτουργεί ως... κατακτητής και θέλει απλά να τελειώσει η δουλειά. Και να... πηδήξει και καμιά ντόπια, αν του κάτσει. Εντωμεταξύ η ζέστη του καλοκαιριού δεν βοηθάει τα πράγματα...
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της ταινίας: «Γουέστερν». Εντάξει, έχει άλογα, έχει σκληρούς άντρες (όχι ακριβώς καουμπόηδες), έχει κώδικες τιμής αλλά δεν έχει καμία σχέση με την... Άγρια Δύση! Με την Ανατολή έχει να κάνει, με τα ταλαίπωρα Βαλκάνια, που όμως προβάλλουν πλέον ως νέο Ελ Ντοράντο (χμ...) για τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες του βορρά. Και ιδού το πρώτο παράδοξο: ενώ το χωριό έχει ουσιαστικά ερημώσει από νεολαία, μιας που όλοι έχουν φύγει μετανάστες για δουλειά σε Αμερική, Γερμανία και... Ελλάδα (μουάχαχαχα, ισχύει και αυτό), οι Γερμανοί πηγαίνουν στη Βουλγαρία για δουλειά! Όπως λέει και ο προφανώς φασίστας Βίνσεντ «70 χρόνια μετά είμαστε και πάλι εδώ»! Το φόκους της ταινίας είναι πάνω στον Μάινχαρτ. Οι ηθικοί του κώδικες δεν έχουν καμία σχέση με εκείνους που (ας πούμε ότι) έχει ο Βίνσεντ. Ο Μάινχαρτ είναι άπατρης (καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι πήγε να δουλέψει στη Λεγεώνα των Ξένων), δεν νιώθει νοσταλγία για καμία «πατρίδα», πατρίδα του είναι όλη η γη, σύντροφός του ο κάθε άνθρωπος. Νιώθει καλά εκεί που βρίσκεται πλέον.
Με τους ντόπιους, τους πιο πολλούς τουλάχιστον τα πάει εξαιρετικά κι ας υπάρχει πραγματικό πρόβλημα επικοινωνίας και συνεννόησης. Βλέπετε, στο χωριό ελάχιστοι μιλάνε γερμανικά ή έστω αγγλικά κι άντε να βγάλεις άκρη στη σύγχρονη αυτή μικρογραφία της Βαβέλ. Αποκτά φίλο που ονοματίζει «αδελφό» του, φλερτάρει με μια όμορφη γυναίκα της ηλικίας του, μαθαίνει ήθη και έθιμα του χωριού, μαθαίνει να καβαλάει άλογο, μαθαίνει να πασταλιάζει καπνό (ρε τι μου θύμισε η συγκεκριμένη σκηνή...), μαθαίνει να αγαπάει την απόλυτα άναρχη φύση, την τόσο μακρινή από την τακτοποιημένη στην υπόλοιπη Ευρώπη, που έχει περάσει... Διαφωτισμό. Υπάρχει όμως και ο Βίνσεντ. Ο εθνικιστής. Ο κατακτητής. Ο αρπάζων και δεν πληρώνων. Που έχει βάλει στο μάτι την νεαρή, όμορφη του χωριού. Ε, για να του τη βγει, ο Μάινχαρτ του την παίρνει κι ας είναι ολοφάνερο πως η συνομήλική του είναι για εκείνον. Τελικά, όμως και οι δύο άντρες θα βγουν ηττημένοι από όλη την περιπέτεια. Ο Βίνσεντ από τον Μάινχαρτ και ο Μάινχαρτ από τους χωριανούς που δεν τον χωνεύουν. Τουλάχιστον, θα δεχτεί την ήττα του με αξιοπρέπεια. Κι έναν χορό που μόλις μαθαίνει να χορεύει.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ταινία της Grisebach, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, λέει αυτά που θέλει καθαρά και σταράτα. Για μια Ευρώπη κατακερματισμένη, περισσότερο από ποτέ. Για ανθρώπους που κουβαλούν στερεότυπα, που μεγάλωσαν με αυτά, που πρώτα προτάσσουν το τι είναι εθνικά και κρύβονται πίσω από αυτό. Συγκρατημένη σκηνοθεσία, χωρίς υπερβολές, χωρίς υστερίες, με δάνεια από το σινεμά του Antonioni και του Forman. Μια μικρή, θετική έκπληξη.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Ιανουαρίου 2018 από την One From The Heart
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική