του Paul Thomas Anderson. Με τους Daniel Day-Lewis, Lesley Manville, Vicky Krieps, Richard Graham, Camilla Rutherford, Harriet Sansom Harris, Brian Gleeson, Julia Davis, Nicholas Mander
Kiss me, my girl, before I am sick
του gaRis (@takisgaris)
Στη Βικτωριανή Αγγλία, οι ράφτρες στο λονδρέζικο East End, μετά από μια εξαντλητική εβδομάδα, συνηθίζουν να κάθονται σπίτι, με το θολό μυαλό να φαντάζεται αόρατες κλωστές που διαπερνούν αέναα το βελόνι. Στην Καλιφόρνια, 21ος αιώνας. Ο Paul Thomas Anderson ζει με τη σύντροφό του Maya Rudolph και τα παιδιά τους αναζητώντας έμπνευση για την 8η ταινία μεγάλου μήκους του έχοντας υποσχεθεί στον κόσμο μια κωμωδία. Το Punch Drunk Love (2002) ήδη κατέχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των fans, όσο για το τελευταίο Inherent Vice (2014), ένα προσωπικό στοίχημα αφηγηματικής αποκοτιάς τον έφερε σε δημιουργικό σταυροδρόμι. Είναι βράδυ. Κάθιδρος και εμπύρετος, ανοίγει τα βλέφαρα και καδράρει τη Maya να τον κοιτά σα μάνα -νοσοκόμα, με μια συμπόνοια που του αιχμαλώτισε ακαριαία τη συγκίνηση. Τούτη η αόρατη κλωστή, που κρατά το αδύναμο αρσενικό στο δίχτυ του θηλυκού, εκεί που η σύγκρουση των φύλων και οι εξουσιαστικές εμμονές υποχωρούν για χάρη της επούλωσης κάθε πληγής που επιφέρει αυτή η επώδυνη συνθήκη, αυτό που λέμε Σχέση, γαμήλια ή απλά συντροφική, να ποια είναι η αφετηρία του Phantom Thread, της δευτέρας παρουσίας του δυσεπανάληπτου καλλιτεχνικού διδύμου Anderson -Daniel Day Lewis.
Cyril: Don't pick a fight with me, you certainly won't come out alive. I'll go right through you and it'll be you who ends up on the floor. Understood?
Το γράφω «δυσεπανάληπτο» ώστε να αφήσω μια χαραμάδα ελπίδας για μια επόμενη συνύπαρξη καθότι ο Daniel που δεν έχει δει ποτέ την τελική κόπια ως σήμερα, έχει τραβήξει αυλαία μόλις στα 60 του, συνεπεία της ψυχικής ταλαιπωρίας μιας ακόμη μεταμόρφωσής του, εδώ στον Reynolds Woodcock (πιπεράτο ευφυολόγημα δικής του σύλληψης, όπως και ένα μάτσο ατάκες του σεναρίου) Λονδρέζου μόδιστρου υψηλής ραπτικής των 50s, εκδοχή του θρυλικού σπανιόλου Cristobal Balecianga. Ο οίκος Woodcock ευημερεί χάρη στην αψεγάδιαστη τεχνική του Reynolds, ο οποίος επιμελώς κρύβει ραβασάκια δίχως παραλήπτη στις δημιουργίες του, απολειφάδια ενός οίστρου πλήρους εγωκεντρικού, τελειομανίας, συναισθηματικού ασκητισμού και συντριβής - κατάλοιπο θανάτου του φαντάσματος της μητέρας του. Ο έτερος, στέρεος και αδιαπραγμάτευτα μετριοπαθής πυλώνας του Οίκου είναι η αδερφή του Cyril (LesleyManville, μούσα του Mike Leigh και πρώην σύζυγος του Gary Oldman). Ρυθμιστής του ασταθούς και απρόσιτου Reynolds, προβλέπει τα χούγια του με δεξιοτεχνία, ειδικότερα ό,τι έχει να κάνει με τις οκαζιόν μούσες του, με αλφάδι πάντοτε τη διάσωση του ονόματος και την ικανοποίηση του ευγενούς πελατολογίου.
Alma: Why are you not married?
Reynolds Woodcock: I make dresses.
Alma: [chuckling] You cannot be married when you make dresses?
Reynolds Woodcock: I'm certain I was never meant to marry. I'm a confirmed bachelor. I'm incurable.
Τον ομφάλιο λώρο μεταξύ των αλληλοσυμπληρούμενων Reynolds έρχεται να διαρρήξει η Alma (η λουξεμβούργια νεόκοπη Vicky Krieps), ταπεινή σερβιτόρα μπρεκφαστάδικου με γερμανοειδή προφορά από όπου ψαρεύει ο μόδιστρος και με συνοπτικές διαδικασίες εγκαθιδρύει στο ατελιέ, βάνοντας φωτιά στα σχεδιαστικά του κέφια. Κύκνειος λαιμός, μα μικρό στήθος και λίγη κοιλίτσα, κανένα πρόβλημα για τον μάστορα που υπάρχει αποκλειστικά για να ζυμώνει φορέματα στα γυναικεία κορμιά ως θείος συνδημιουργός. Το ρολόι όμως αρχινά να μετρά αντίστροφα σύντομα, όπως με όλες τις προηγούμενες κατακτήσεις του. Όλα τώρα αρχίζουν να φταίνε. Ο θόρυβος που κάνει μπροστά του όταν πίνει το τσάι ή καθώς κρατσανίζει τη βουτυρωμένη φρυγανιά στο πρωινό. Του είναι πνεύμα αντιλογίας και τον ταΐζει σπαράγγια, όχι μαγειρεμένα κατά τα ιδιότροπα γούστα του. Διώχνει τη Cyril από το σπίτι ένα βράδυ για να τον έχει αποκλειστικά δικό της, έκπληξη που αντιθέτως τον εξοργίζει. Η βόμβα αποχώρησής της είναι έτοιμη να σκάσει. Ώσπου, εντελώς αναπάντεχα, ο Reynolds ένα βράδυ αρρωσταίνει, χάνοντας κάθε πλέγμα προστασίας του ευάλωτου ανδρισμού του. Η Alma θα γίνει για αυτόν η μάνα - νοσοκόμα, η συγκατάνευση στην αδυναμία ενός χαρακτήρα οχυρωμένου στο κέλυφος του μοναστισμού. Η Alma γυρνά καθοριστικά τη πλάστιγγα προς τη μεριά της.
Alma: I want you flat on your back. Helpless, tender, open with only me to help. And then I want you strong again. You're not going to die. You might wish you're going to die, but you're not going to. You need to settle down a little.
Το κάθαρμα η Vicky Krieps (προφέρεται “creeps”) τοιουτοτρόπως κλέβει την ταινία από τη σιδηρά Manville και τον ανυπέρβλητο Day Lewis που έμαθε ραπτική, μιλώντας τη ντοπιολαλιά του onscreen πρώτη φορά ξανά μετά από τριάντα χρόνια και ακούμπησε τον ανατετμημένο χαρακτήρα του στην άκρη της γλώσσας, στα ματοτσίνορα και τα ακροδάχτυλα του ασκητικού του κορμιού. Αυτή η Krieps λοιπόν, με κυριολεκτικά πλήρη άγνοια καλλιτεχνικής συντριβής, έστειλε οντισιόν - βιντεάκι χωρίς να ξέρει ποιος είναι ο Anderson, μίλησε για πρώτη φορά στον Daniel ως Reynolds και κατόρθωσε να ερμηνεύσει άφοβα, σχεδόν ασεβώς, με ένστικτο επιβίωσης και πλήρως χειραφετημένα την Alma. Όσο κι αν οι δολοφονικοί διάλογοι μεταξύ Day Lewis - Manville είναι ατόφιες καλλιγραφίες υποκριτικής, είναι το πινγκ-πονγκ Daniel - Vicky που κόβει την ανάσα. O Paul Thomas Anderson, σε χρέη και κινηματογραφιστή, βρίσκεται παντού. Ακόμη και στα κοστούμια - κοσμήματα του Mark Bridges (The Artist) που αναπνέουν κάλλος και στιλπνότητα ως τις νότες του ωριμότερου από ποτέ Johnny Greenwood (Radiohead), στην 4η συνεργασία και ευτυχέστερη κολεγιά του με τον auteur. Η ταινία είναι μυρωμένη με μια βιρτουοζιτέ υπνωτιστική. Ένας βισκοντισμός Γατοπάρδου με ένα μη-μου-άπτου στρεβλό βουαγιερισμό Vertigo. Ο τρισεύγενος εξάδελφος του ελεεινού χωριατόπαιδου Fifty Shades of Grey. Η ετεροθαλής αδελφή του Mother! στην οποία απαντά με παρρησία πως υπάρχει κι άλλη οδός στο μυστήριο της ερωτικής σχέσης από την άνευ όρων θυσία της Γυναίκας.
Alma: Reynolds has made my dreams come true. And I had given him what he desires most in return.
Dr. Robert Hardy: And what's that?
Alma: Every piece of me.
Το Phantom Thread είναι μια ιδιοφυής πραγματεία που παρεισφρέει ως βιτριολικού χιούμορ – αντίδοτο στην τοξικότητα της ασφυκτικής #TimesUp ρητορικής που διαφεντεύει την πάλη των φύλων στα 2018. Ξεκάθαρα η πιο πέρσοναλ κατάθεση καλλιτεχνικής ανωτερότητας ενός Paul Thomas Anderson με πλήρως οργανική επιβολή επί των εκφραστικών του μέσων. Με τονικές εξάψεις που σαστίζουν. Με χαρακτηρολογική ελλειπτικότητα που ξενίζει. Με επιμονή σε εκβάσεις που στριφογυρίζουν ελικοειδώς χωρίς εμφανή κάθαρση. Με φακό σε κατάδυση εντός του τρίσβαθου της ψυχικής αναδρομής που ενδεχομένως να φαντάζει ανηλεής στο μέσο θεατή, απαιτώντας επαναληπτικές επισκέψεις σε δαύτο το μικροσύμπαν για να βρει τις αλήθειες ή τα παροράματά του. Όπως και να έχει, είμαι ευτυχής να μεγαλώνω παρέα με τον Paul. Αισθάνομαι ότι έχει καταστεί μια γαργαλιστικά ένοχη πολυτέλεια για το κινηματογραφικό μου αισθητήριο και υπό αυτή την έννοια αισθάνομαι ευγνώμων που για άλλη μια φορά με ταξίδεψε στο χρόνο αναγνωρίζοντας μια τόσο παραμελημένα εύθραυστη έκφανση της ιδιωτικότητάς μου.
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Φεβρουαρίου 2018 από την UIP!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική