Ο γιος της Σοφίας Poster ΠόστερΟ γιος της Σοφίας

της Ελίνας Ψύκου. Με τους Viktor Khomut, Valery Tcheplanowa, Θανάση Παπαγεωργίου, Αρτέμη Χάβαλιτς, Χρήστο Στέργιογλου, Ηρώ Μαλτέζου


«Δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει»...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Shi-di-ri-di-duy, shi-di-ri-di-da-na...

Γεννημένη στην Ελλάδα το 1977, η Ελίνα Ψύκου σπούδασε κινηματογράφο και κοινωνιολογία στην Αθήνα, και συνέχισε τις σπουδές της στην πολιτιστική ιστορία στο Παρίσι. Η πρώτη της ταινία, «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Forum της Berlinale το 2013, για να πάρει μέρος και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς. «Ο γιος της Σοφίας» κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του Tribeca Film Festival. Τα μέλη της κριτικής επιτροπής με πρόεδρο τον Willem Dafoe απένειμαν στην ταινία το συγκεκριμένο βραβείο με το εξής σκεπτικό: «Όταν βλέπαμε αυτές τις ταινίες, ψάχναμε για κάτι που να μην έχουμε ξαναδεί. Συμφωνήσαμε ομόφωνα ότι μία ταινία μας προκάλεσε να δούμε με ένα νέο τρόπο και γοητευτήκαμε από τον αναπάντεχο ανθρωπισμό των δύσκολων χαρακτήρων της. Η σκηνοθεσία ήταν σίγουρη και το ύφος της μοναδικό και αναμένουμε με ενδιαφέρον και την επόμενη ταινία της Ελίνας Ψύκου. Το Βραβείο για την Καλύτερη Ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού απονέμεται στην ταινία ''Ο γιος της Σοφίας''».

Ο γιος της Σοφίας Poster Πόστερ
Στη συνέχεια η ταινία προβλήθηκε ανάμεσα σε άλλα στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο όπου κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας CICAE από τη Διεθνή Ένωση Καλλιτεχνικών Αιθουσών, στο Φεστιβάλ Eurasian Bridges στη Γιάλτα όπου απέσπασε το Grand Prix της διοργάνωσης, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, της Τζεοντζού στη Νότια Κορέα, αλλά και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ της Στοκχόλμης, του Βανκούβερ και της Γκιχόν. Στην Ελλάδα, η ταινία έκανε την εγχώρια πρεμιέρα της λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η υπόθεση: Ο Μίσα είναι ένα 11χρονο αγόρι από τη Ρωσία. Δέκα χρόνια μετά τη βάπτισή του, δύο χρόνια από τότε που αποχωρίστηκε από τη μητέρα του, Σοφία, κι αφού έχει βιώσει το θάνατο του πατέρα του, ο Μίσα θα ξανασυναντηθεί με τον μοναδικό γεννήτορά του στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 2004, λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Έχουν περάσει μόλις τρεις μήνες αφότου η Ρουσλάνα κέρδισε τον Σάκη Ρουβά (ο οποίος όμως πήγε εξαιρετικά καλά) και την Γιουροβίζιον με το τραγούδι της «Wild Dances» και σκάρτα δυο μήνες αφότου η Εθνική Ποδοσφαίρου της Ελλάδας κατέκτησε το Euro στην Πορτογαλία!

Ο Μίσα αλλιώς τα περίμενε τα πράγματα κι αλλιώς τα βρίσκει. Η μητέρα του εργάζεται το πρωί σε μια βιοτεχνία κατασκευής λούτρινων παιχνιδιών και το βράδυ δουλεύει ως οικιακή βοηθός για τον κύριο Νίκο, στο σπίτι του οποίου και διαμένει. Ο κύριος Νίκος είναι ένας συντηρητικός γηραιός κύριος, τηλεοπτικός αστέρας κατά την περίοδο της χούντας, οπότε και είχε παιδική εκπομπή και νυν συνταξιούχος, που συμμετέχει ως κομπάρσος σε ταινίες και τηλεοπτικά πρότζεκτ. Ο Μίσα δεν βλέπει με καλό μάτι τη σχέση της μητέρας του με τον κύριο Νίκο, που είναι διαφορετική από αυτήν που του λέει η μάνα του. Ασφυκτιά. Και θέλει να ξεφύγει. Τόσο στην κυριολεξία όσο και μέσω της φαντασίας του...

Η άποψή μας: Ελάχιστοι είναι οι θρίαμβοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας – και όλοι είναι συνυφασμένοι με ένα αθλητικό γεγονός: κερδίσαμε το Ευρωμπάσκετ το 1987, κερδίσαμε το Euro το 2004, διοργανώσαμε (με επιτυχία, λέει...) τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004. Για καλλιτεχνικούς θριάμβους κανείς δεν δίνει σημασία. Ποιος βγήκε στους δρόμους για να πανηγυρίσει το γεγονός ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1998 για το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» ή για το γεγονός ότι ο Γιώργος Λάνθιμος έφτασε μια ανάσα για να κερδίσει το ξενόγλωσσο Όσκαρ το 2011 για τον «Κυνόδοντα»; Αυτοί οι θρίαμβοι λοιπόν αποτελούν καλή αφορμή για τους σκηνοθέτες μας να γυρίσουν ταινίες, έχοντάς τους ως σημαίνοντα και σημαινόμενα.

Ο Γραμματικός έκανε τους αριστουργηματικούς «Απόντες» με το Ευρωμπάσκετ στο background, ο Μπουλμέτης το πάει ακόμα πιο μακριά, βαφτίζοντας την επόμενη ταινία του «1968», περιγράφοντας τις ιστορίες του με φόντο τον θρίαμβο της μπασκετικής ΑΕΚ εκείνης της χρονιάς στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο. Η Ψύκου διαλέγει την Ολυμπιάδα. Και κατά μία έννοια η ταινία της συγγενεύει με εκείνη της Εξάρχου και το «Park» της. Ευτυχώς, δεν είναι τόσο... αντιπαθητική ταινία. Δυστυχώς, φαίνεται να έχει γυριστεί έχοντας υπόψιν της την ίδια λογική: με γνώμονα το κοινό των φεστιβάλ και το κοινό χωρών του εξωτερικού. Σίγουρα πάντως, όχι με γνώμονα το ελληνικό κοινό...

Αν κάτι εντυπωσιάζει στην Ψύκου, αυτό είναι η αυτοπεποίθησή της. Η σιγουριά της ως δημιουργού. Η επιμονή της να φέρει εις πέρας την αποστολή της, ακόμα κι αν τα εμπόδια τα θέτει η ίδια στον εαυτό της με το σενάριό της! Η σύλληψη της αρχικής ιδέας είναι απλά σπουδαία. Το 2004 είναι η τελευταία χρονιά όπου οι Έλληνες ζούσαμε ο καθένας το δικό του παραμύθι μέσα στην ευμάρεια και τη... φούσκα της καλοπέρασης, που ακολούθως θα έσκαγε βιαίως. Μέχρι και Ολυμπιακούς θα διοργανώναμε εκεί όπου γεννήθηκαν! Σπουδαίο σλόγκαν. Φιλοξενήσαμε αθλητές και παράγοντες από όλο τον κόσμο. Κι άρχισε να «φουσκώνει» το θέμα των μεταναστών. Σ' αυτό το πλαίσιο η δημιουργός μας συστήνει τους τρεις (συν έναν) βασικούς πρωταγωνιστές της.

Ο πιτσιρίκος Μίσα έρχεται στην Ελλάδα από τη Ρωσία κουβαλώντας το αρκουδάκι, τον... Μίσα (ή... Μιχαήλ, όπως τονίζει ο κύριος Νίκος), τη μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1980, που έγιναν στη Μόσχα, τότε που υπήρχε ακόμα ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών). Θέλει τη μαμά του. Τη θέλει μόνο για εκείνον. Μπαίνει σε ένα σπίτι, σε μια πόλη, σε μια χώρα, όπου όλα είναι ξένα για εκείνον. Ένα σπίτι φορτωμένο με σύμβολα που δεν τον αφορούν, μια πόλη γεμάτη αρχαία που δεν τον αγγίζουν, μια χώρα στην οποία δεν νιώθει άνετα ως φιλοξενούμενος. Κι έναν γηραιό τύπο, που θέλει να γίνει πατέρας του! Με το ζόρι! Που προσπαθεί να του μάθει ελληνικά... στα ελληνικά! Που ακούει παραμύθια σε ένα παλιό κασετόφωνο, ηχογραφημένα με τη φωνή του. Όσο ο μικρός ζει έναν εφιάλτη, ο κύριος Νίκος ζει το δικό του παραμύθι! Και στη μέση, η Σοφία. Η γυναίκα που και οι δύο διεκδικούν. Η γυναίκα που ο Μίσα εκμεταλλεύεται συναισθηματικά και ο κύριος Νίκος εκμεταλλεύεται ερωτικά και οικονομικά! Η μητέρα, που είναι απούσα. Η μητέρα, που παντρεύτηκε τον κύριο Νίκο για να δώσει ένα σπιτικό στον Μίσα. Η μητέρα, που ψάχνει ο Μίσα τα βράδια μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους του σπιτιού, βρίσκοντας κλειδωμένη την πόρτα. Και είναι και ο Βίκτωρ, ο Ουκρανός μετανάστης. V for Vendetta; Μπα, V for Victory! Με το νου του δηλαδή. Ο Βίκτωρ είναι ο Μίσα, λίγα χρόνια μετά. Συμβιβασμένος με τη νέα πραγματικότητα, προσαρμοσμένος στη χώρα, πουλάει το κορμί του αλλά όχι τα όνειρά του! Ναι, σε λίγα χρόνια μπορεί εκείνος να χαρίσει χρυσό μετάλλιο στη... χώρα του, όπως οι παλαιστές, οι πυγμάχοι, οι αθλητές πολεμικών τεχνών, οι αρσιβαρίστες από το πρώην ανατολικό μπλοκ...

Μέχρις εδώ, όλα καλά. Είπαμε, η Ψύκου δείχνει και σιγουριά και αυτοπεποίθηση, τόσο μεγάλη ώστε κάνει και ένα inside joke, μια αναφορά στην προηγούμενη ταινία της! Ο Αντώνης Παρασκευάς λοιπόν στην τηλεόραση μιλάει στις ειδήσεις για την εξαφάνιση του μικρού Μίσα. Ok, όποιοι το έπιασαν, το έπιασαν. Και κάνει... μαγικά πράγματα όταν επενδύει στο μαγικό ρεαλισμό: η σκηνή του ονείρου του Μίσα, όπου ο ίδιος ως αρκούδος σκαρφαλώνει σε γιγαντιαία φασολιά, περιτριγυρίζει διαδρόμους και καταλήγει να βρει τη μαμά αρκούδα, κι όλα αυτά υπό τους ήχους του «Wild Dances» σε διασκευή νανουρίσματος, είναι θεϊκή! Όπως επίσης η σκηνή όπου ο Μίσα κατεβαίνει στο υπόγειο (;;;; - από δεύτερο όροφο πολυκατοικίας, με σκάλες, κατευθείαν σε υπόγειο;) του διαμερίσματος, μαζί με τον κύριο Νίκο, και βλέπει όλα αυτά τα props και τα memorabilia από τις εκπομπές που γύριζε ο «Παραμυθάς» στα φόρτε του, είναι εξαιρετική. Αλλά... Έτσι κι αλλιώς φλερτάρει με το γκροτέσκο η δημιουργός, έρχεται όλο αυτό με τα γενέθλια του κύριου Νίκου και το πράγμα ξεφεύγει.

Θέλω να πω, σοφόν το σαφές. Θέλω να πω, καλός ο μαξιμαλισμός, αλλά κάπου γκόσαμε. Θέλω να πω, έτρεμα με την ιδέα ότι στο πλαίσιο του τεχνητού «είμαστε με τους καταπιεσμένους μετανάστες και εναντίον του εθνικόφρονα, παπάρα γέρου» περίμενα πως κάποιο από τα καλόπαιδα, ιδίως ο Βίκτωρ, θα... βίαζε τον ημιπαράλυτο παππού. Όπως ακριβώς από τη σκηνή του φόνου και μετά στον «Παρασκευά» χάνει το παιχνίδι, έτσι κι εδώ την παθαίνει με τον ίδιο τρόπο! Κρίμα. Το θετικό είναι πως ταλέντο υπάρχει.

Την επόμενη φορά λοιπόν, ας υπάρχει και ολοκληρωμένο σενάριο, που δεν θα αδιαφορεί για το ελληνικό κοινό. Σ' αυτό δεν πρέπει να απευθύνονται οι ελληνικές ταινίες κατά κύριο λόγο;

Ο γιος της Σοφίας Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Νοεμβρίου 2017 από την One From The Heart

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική