του Ανδρέα Μορφονιού. Με τους Φάνη Μουρατίδη, Σπύρο Παπαδόπουλο, Άννα - Μαρία Παπαχαραλάμπου6ς, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Μελέτης Ηλίας, Νίκος Παντελίδης, Μαίρη Ευαγγέλου
Κάθε πρωί σκαρώναμε μαζί με το Μηνά...
του zerVo (@moviesltd)
Εμβληματικό το πιο ονειροπόλο και ταξιδιάρικο τραγουδάκι στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου, δια χειρός Μάνου Λοίζου, μια αξέχαστη ερμηνεία του Γιάννη του Καλατζή, που περιέργως εδώ στην ταινία ακούμε την φωνή του, όχι όμως στο συγκεκριμένο κομμάτι, όπως θα στοιχημάτιζε ο καθένας. Τω καιρώ εκείνω, κορύφωση Χούντας γαρ, που το μυαλό επιθυμούσε να φύγει μακρυά, το νησιωτικό αυτό, τροπικό τοπίο της Καραϊβικής, δίχως να έχει γίνει ακόμη ευρέως γνωστό στα μέρη μας από τους διασημότερους των πρεσβευτών του, τον τοτινό Μπομπ Μάρλευ και τον σημερινό Γιουσέιν Μπολτ, αποτελούσε για τον κοινό νου το πέρας του ορίζοντα. Τον τερματισμό κάθε ταξιδιού που εκκινούσε κάθε πρωί που ο κοσμάκης κινούσε να πάει στην δουλειά, κι η φαντασία, φυλακισμένη, αρμένιζε ελεύθερη στα πέλαγα και τους ωκεανούς. Ζωγραφίζοντας με ελπίδα την ζωή που ανοίγεται μπροστά, σκιτσάροντας το μέλλον όσο το δυνατόν πιο ηλιόλουστο γίνεται. Η μοίρα όμως είναι εκείνη που γελά πάντα τελευταία. Αν της την σκάσεις και την "κάνεις" χορτασμένος, μόνο τότες θα την έχεις βάλει πλάτη φίλε...
Αδέλφια είναι μα δεν μιλιούνται για χρόνια. Ο Τίμος από μικρός έδειχνε πως θα ξεχωρίσει. Αγέρωχος, άνετος, χωστός, ετοιμόλογος, πανεύκολα εξελίχθηκε σε αστέρι της μικρής οθόνης, με τα γκομενάκια να κάνουν ουρά γύρω του, μήπως και αποσπάσουν μέρος μόνο από την λάμψη του, φωτοστέφανο που τον ακολουθεί σε κάθε του εμφάνιση, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από τους αμέτρητους φανατικούς του οπαδούς! Όσο για τον λίγα χρόνια μεγαλύτερο, τον Άκη, μια ζωή η ίδια μιζέρια. Φοβισμένος παιδιόθεν, ελάχιστα επικοινωνιακός, κλειστός χαρακτήρας, που δεν του αρέσουν τα ρίσκα, κληρονόμησε κάποτε το πατρικό ταξί κι από τότε κρύβεται πίσω από ένα τιμόνι: Μακρυά από τα χρέη που η τράπεζα του έχει φουσκώσει, πέρα από την γκρίνια της κυράς, που του τα φοράει και βγαίνει και από πάνω, στην απέναντι γωνιά από την στρυφνή πεθερά που ποτέ της δεν τον συμπάθησε για γαμπρό. Μοναδικό φως του το παιδί του, που ούτε κι αυτό καλά καλά δεν τον αφήνουν τα ζόρια να ευχαριστηθεί. Πέραν τούτου ο Άκης δεν έχει τίποτα! Μηδέν! Όλα τα καλά με την μεριά του Τίμου, πήγαν. Παράδες, δόξα, φήμη! Μόνο ένα αγαθό έχει απολέσει ο αεικίνητος σούπερ σταρ. Δυστυχώς και το πιο πολύτιμο. Την υγειά του...
Η συνάντηση, μετά από καιρό, των δύο αδελφών στην κηδεία της λατρεμένης μητέρας τους, θα είναι καταστροφική. Κανένα κοινό στοιχείο, καμία πιθανότητα επανένωσης, αφού κυρίως ο μεγάλος, έχει τους λόγους του να κάνει πέρα τον φανφαρόνο μπρο. Κάτι η ανάγκη, κάτι τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που απαιτεί εδώ και τώρα η μπάνκα, κάτι το γυναικάκι που πήρε των μελαχρινών ομματιών της, παρέα με τον άριστα σμιλεμένο της πισινό και την έκανε για την μάνα της, ο Άκης θα ρίξει μούτρα και θα φωνάξει για αδελφικό SOS. Εννοείται πως η απάντηση που θα πάρει θα είναι κάτι παραπάνω από θετική - όπως και σωτήρια - το κίνητρο του Τίμου όμως, έχει ρίζες βαθύτερες και πιο δραματικές. Αφού μόλις έχει πληροφορηθεί από τον γιατρό του, πως χάρη στο μικρόβιο που του τρώει τα σωθικά, οι ημέρες του είναι μετρημένες...
Πενήντα, εκατό, εκατόν είκοσι μετά βίας. Άντε άλλες δέκα παραπάνω, αν αποφασίσει να τσαλακώσει την ομορφάδα του, ρίχνοντας μέσα του χημικά, όπως προστάζει η θεραπεία. Καμία υποχώρηση όμως φίλε! Θα πέσουμε όρθιοι και με το κεφάλι ψηλά, θα υποστηρίξει ο πιο διάσημος παρουσιαστής της TV, φροντίζοντας για τον χρόνο που απομένει να παίξει το ματσάκι όπως ο ίδιος κεφάρει, σύμφωνα με τον κανόνα της όμορφης τρέλας που ακολούθησε πιστά από πιτσιρικάς και όπως αποδείχθηκε, ήταν εκείνος που τον οδήγησε στα μεγαλεία. Και κανείς τριγύρω του δεν πρόκειται να μάθει το παραμικρό, τουλάχιστον τώρα, για μετά έχει ο Θεός. Άλλωστε γνωρίζει πάρα πολύ καλά και το ποιος ζει και το ποιος, οσονούπω, πεθαίνει...
Μακάβριο φαντάζεσαι το σκηνικό της μαύρης ετούτης δραμεντί και πολύ σωστά το ζυγίζεις. Εννοείται πως δεν το έχουμε δει για πρώτη φορά να σκαρφίζεται στον σινεμά, από τον καιρό του Bucket List όταν τα μελλοθάνατα γερόντια έστησαν πανηγύρι γύρω από τον Χάρο, όσο και πιο πρόσφατα, στον Truman, όταν ο Ισπανός ασθενής, αρνήθηκε τις προτάσεις της ιατρικής επιστήμης, μην και κερδίσει ελάχιστες ώρες ακόμη επιβίωσης. Φιλμ λατινικό, που πασιφανώς δανείζει ιδέες στον σεναριογράφο Γιώργο Φειδά (ρούκι στο σελιλόιντ, πετυχημένο όνομα στο γυαλί) τουλάχιστον στο πως να ζωγραφίσει τον βασικό, δραματικότερο σαφώς χαρακτήρα του στόρι του, τον μεσήλικα που ενώ έχει φτάσει στο ζενίθ μιας τεράστιας καριέρας, νιώθει την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του στο άκουσμα του τραγικού μαντάτου. Κι εκεί που περιμένει κάποιος να σβήσει το αστεράτο χαμόγελο από τα χείλη του, συμβαίνει το αναπάντεχα ακριβώς αντίθετο. Όσα φάμε, όσα πιούμε και όσα αρπάξουν οι γδυτές γκρούπις που μας περιβάλλουν.
Έτερος άξονας της πλοκής, μην πας μακρυά, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Όχι του διπλανού διαμερίσματος, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, αλλά εκείνος που κοιμάται στο μέσα δωμάτιο του σπιτιού σου αδελφέ. Ένας τύπος που η οικονομική κρίση τον έχει ρημάξει, τον έχει κατακερματίσει ψυχικά, τον έχει διαλύσει σωματικά, τον έχει καταστρέψει ολοσχερώς, μη αφήνοντας του, ούτε καν τις ελάχιστες στιγμές γαλήνης, να απολαύσει την παρέα του γιου του. Που να το περίμενε - αν και θα έπρεπε, το βασικότερο αξίωμα της ανθρώπινης οντότητας είναι πως το αίμα ουδέποτε νερώνει - ότι η χείρα βοηθείας, στην ουσία έχει την μορφή προσφοράς, με δωρητή τον στενότερο συγγενικά μεν, αλλά και κάποιον που ξέρει πως αποχαιρετά και παλεύει όσο μπορεί, αυτό που του απέμεινε ατόφιο, την ευτυχία του δηλαδή, να την μεταλαμπαδεύσει, να την κληροδοτήσει.
Δεν είναι λίγες οι φορές που στο δίωρης, σχεδόν, χρονικής διάρκειας πόνημα του Ανδρέα Μορφονιού (επίσης πρωτάρη πίσω από την φιλμική κλακέτα, με πορεία θαυμαστή στα Μέγκα Τσάνελ) η κάμερα παγιδεύεται σε μονοπάτια τηλεοπτικής ευκολίας και διεξόδων. Πέραν της απρόσεχτης και μάλλον στο πόδι φτιαγμένης νεκροταφειακής εισαγωγής, το πράγμα στρώνει για τα καλά, μπαίνοντας σε καλούπια που θέλουν να θυμίσουν κωμωδία, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού το σπαραχτικό δεδομένο τα συγκρατεί. Κι αυτό δεν είναι κατ ανάγκη ούτε κακό, ούτε δυσμενές για την πορεία του έργου, μιας και ο σκηνοθέτης βρίσκει την κατάλληλη χημεία για να εξελίξει το θέμα του, άλλοτε πιο εμπνευσμένα, άλλοτε, χμ, καλώντας τον Από Μηχανής, κοιτάζοντας μόνιμα πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου στο ψάξιμο της αισιόδοξης ηλιαχτίδας. Κανένας πεσιμισμός, τουλάχιστον από το υποκείμενο που με γοργό ρυθμό οδεύει για το...Τρίτο, υψώνοντας στον ουρανό την παντιέρα του Ζαμανφού! Μια χαρά ήταν. Αλλουνού η σειρά τώρα...
Τυχερός στο πρωταγωνιστικό τραπουλόχαρτο που σηκώνει ο Μορφονιός, βρίσκει έναν έτερο μορφονιό για Βαλέ, τον Φάνη Μουρατίδη, που για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία και εμφανίσεων στο εκράν, δίνει επιτέλους μια ερμηνεία της προκοπής, ικανή να αναδείξει το υποκριτικό τάλαντο του. Μέχρι τώρα από σκιασμένος έως άκυρος, δίπλα στην Παπαδοπούλου ή τον Χαραλαμπόπουλο, ο δημοφιλής ηθοποιός, δεν... Εδώ αβανταρισμένος δεδομένα από τον ρόλο του "επεράσαμε όμορφα" dead man walking, βγάζει από την μια την άνεση και τον αέρα που χαρακτηρίζει τις κινήσεις του και από την άλλη μια συγκινητική θωριά, που δεν μας είχε συνηθίσει μέχρι ώρας. Σε αυτό το σημείο γίνεται λοιπόν αντιληπτή, η τεράστια σημασία του υποστηρικτικού ρόλου, που εδώ ανήκει σε έναν πραγματικά χαρισματικό καλλιτέχνη, τον οποίο δυστυχώς δεν τον έχουμε χαρεί στο πανί όπως θα του έπρεπε. Ο Σπύρος, αντιστρέφοντας εδώ το πρόσωπο που είχε παίξει στο Πεθαίνοντας στην Αθήνα του Παναγιωτόπουλου (εκλεκτική συγγένεια με τον Μορφονιό, με σαφείς επιρροές στις προοπτικές λήψεις, έχοντας παίξει κι ο ίδιος σε ταινία του) αποδίδει όμορφα τον αδελφό που η τύχη δεν του έχει χαριστεί ποτέ, αφού ίσως κι αυτός δεν την πολυσυμπάθησε. Η δυσχέρεια άλλωστε που βιώνει η δική του περσόνα, είναι εκείνη που αναδεικνύει σε μεγαλύτερο επίπεδο τα πάθη που περνά το άλλο του αδελφικό μισό. Η σκηνή που ενδεχόμενα βουρκώνεις δίχως τον Παπαδόπουλο, που δεν εγκαταλείπει σε κανένα σημείο του φιλμ, το γνώριμα ελκυστικό στυλ της αφέλειας, θα ήταν πολύ αλλιώς. Έκπληξη θετική στην περιφέρεια η δίμετρα εκφραστική Παπαχαραλάμπους που κερδίζει για πλάκα την περιορισμένη θηλυκή μάχη από την άνευρη Κοτσαηλίδου.
Αξιοπρεπής λαϊκός σινεμάς από τα χέρια ενός σκηνοθέτη που δείχνει να θέλει να ακολουθήσει διαδρομή και στην Έβδομη Τέχνη και που στο επόμενο βήμα του είναι βέβαιο πως θα αποφύγει τα λάθη της πρεμιέρας. Φαντάζομαι τα έχει εντοπίσει και ο ίδιος και δεν χρειάζεται να τα ξαναλέμε, αρκούμενοι και μόνο στο θετικότατο στοιχείο του σωστού ισοζυγίου σύγχρονου χιούμορ / καλά στημένου μελοδράματος. Από θέματα τέτοια κοινωνικά, έχει μπόλικα να επενδύσει, έχοντας πέσει για τα καλά πλέον στην θάλασσα και ακολουθώντας την κυματώδη ρότα για να βγει στην δική του Τζαμάικα...
Η συνάντηση, μετά από καιρό, των δύο αδελφών στην κηδεία της λατρεμένης μητέρας τους, θα είναι καταστροφική. Κανένα κοινό στοιχείο, καμία πιθανότητα επανένωσης, αφού κυρίως ο μεγάλος, έχει τους λόγους του να κάνει πέρα τον φανφαρόνο μπρο. Κάτι η ανάγκη, κάτι τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που απαιτεί εδώ και τώρα η μπάνκα, κάτι το γυναικάκι που πήρε των μελαχρινών ομματιών της, παρέα με τον άριστα σμιλεμένο της πισινό και την έκανε για την μάνα της, ο Άκης θα ρίξει μούτρα και θα φωνάξει για αδελφικό SOS. Εννοείται πως η απάντηση που θα πάρει θα είναι κάτι παραπάνω από θετική - όπως και σωτήρια - το κίνητρο του Τίμου όμως, έχει ρίζες βαθύτερες και πιο δραματικές. Αφού μόλις έχει πληροφορηθεί από τον γιατρό του, πως χάρη στο μικρόβιο που του τρώει τα σωθικά, οι ημέρες του είναι μετρημένες...
Πενήντα, εκατό, εκατόν είκοσι μετά βίας. Άντε άλλες δέκα παραπάνω, αν αποφασίσει να τσαλακώσει την ομορφάδα του, ρίχνοντας μέσα του χημικά, όπως προστάζει η θεραπεία. Καμία υποχώρηση όμως φίλε! Θα πέσουμε όρθιοι και με το κεφάλι ψηλά, θα υποστηρίξει ο πιο διάσημος παρουσιαστής της TV, φροντίζοντας για τον χρόνο που απομένει να παίξει το ματσάκι όπως ο ίδιος κεφάρει, σύμφωνα με τον κανόνα της όμορφης τρέλας που ακολούθησε πιστά από πιτσιρικάς και όπως αποδείχθηκε, ήταν εκείνος που τον οδήγησε στα μεγαλεία. Και κανείς τριγύρω του δεν πρόκειται να μάθει το παραμικρό, τουλάχιστον τώρα, για μετά έχει ο Θεός. Άλλωστε γνωρίζει πάρα πολύ καλά και το ποιος ζει και το ποιος, οσονούπω, πεθαίνει...
Μακάβριο φαντάζεσαι το σκηνικό της μαύρης ετούτης δραμεντί και πολύ σωστά το ζυγίζεις. Εννοείται πως δεν το έχουμε δει για πρώτη φορά να σκαρφίζεται στον σινεμά, από τον καιρό του Bucket List όταν τα μελλοθάνατα γερόντια έστησαν πανηγύρι γύρω από τον Χάρο, όσο και πιο πρόσφατα, στον Truman, όταν ο Ισπανός ασθενής, αρνήθηκε τις προτάσεις της ιατρικής επιστήμης, μην και κερδίσει ελάχιστες ώρες ακόμη επιβίωσης. Φιλμ λατινικό, που πασιφανώς δανείζει ιδέες στον σεναριογράφο Γιώργο Φειδά (ρούκι στο σελιλόιντ, πετυχημένο όνομα στο γυαλί) τουλάχιστον στο πως να ζωγραφίσει τον βασικό, δραματικότερο σαφώς χαρακτήρα του στόρι του, τον μεσήλικα που ενώ έχει φτάσει στο ζενίθ μιας τεράστιας καριέρας, νιώθει την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του στο άκουσμα του τραγικού μαντάτου. Κι εκεί που περιμένει κάποιος να σβήσει το αστεράτο χαμόγελο από τα χείλη του, συμβαίνει το αναπάντεχα ακριβώς αντίθετο. Όσα φάμε, όσα πιούμε και όσα αρπάξουν οι γδυτές γκρούπις που μας περιβάλλουν.
Έτερος άξονας της πλοκής, μην πας μακρυά, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Όχι του διπλανού διαμερίσματος, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, αλλά εκείνος που κοιμάται στο μέσα δωμάτιο του σπιτιού σου αδελφέ. Ένας τύπος που η οικονομική κρίση τον έχει ρημάξει, τον έχει κατακερματίσει ψυχικά, τον έχει διαλύσει σωματικά, τον έχει καταστρέψει ολοσχερώς, μη αφήνοντας του, ούτε καν τις ελάχιστες στιγμές γαλήνης, να απολαύσει την παρέα του γιου του. Που να το περίμενε - αν και θα έπρεπε, το βασικότερο αξίωμα της ανθρώπινης οντότητας είναι πως το αίμα ουδέποτε νερώνει - ότι η χείρα βοηθείας, στην ουσία έχει την μορφή προσφοράς, με δωρητή τον στενότερο συγγενικά μεν, αλλά και κάποιον που ξέρει πως αποχαιρετά και παλεύει όσο μπορεί, αυτό που του απέμεινε ατόφιο, την ευτυχία του δηλαδή, να την μεταλαμπαδεύσει, να την κληροδοτήσει.
Δεν είναι λίγες οι φορές που στο δίωρης, σχεδόν, χρονικής διάρκειας πόνημα του Ανδρέα Μορφονιού (επίσης πρωτάρη πίσω από την φιλμική κλακέτα, με πορεία θαυμαστή στα Μέγκα Τσάνελ) η κάμερα παγιδεύεται σε μονοπάτια τηλεοπτικής ευκολίας και διεξόδων. Πέραν της απρόσεχτης και μάλλον στο πόδι φτιαγμένης νεκροταφειακής εισαγωγής, το πράγμα στρώνει για τα καλά, μπαίνοντας σε καλούπια που θέλουν να θυμίσουν κωμωδία, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού το σπαραχτικό δεδομένο τα συγκρατεί. Κι αυτό δεν είναι κατ ανάγκη ούτε κακό, ούτε δυσμενές για την πορεία του έργου, μιας και ο σκηνοθέτης βρίσκει την κατάλληλη χημεία για να εξελίξει το θέμα του, άλλοτε πιο εμπνευσμένα, άλλοτε, χμ, καλώντας τον Από Μηχανής, κοιτάζοντας μόνιμα πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου στο ψάξιμο της αισιόδοξης ηλιαχτίδας. Κανένας πεσιμισμός, τουλάχιστον από το υποκείμενο που με γοργό ρυθμό οδεύει για το...Τρίτο, υψώνοντας στον ουρανό την παντιέρα του Ζαμανφού! Μια χαρά ήταν. Αλλουνού η σειρά τώρα...
Τυχερός στο πρωταγωνιστικό τραπουλόχαρτο που σηκώνει ο Μορφονιός, βρίσκει έναν έτερο μορφονιό για Βαλέ, τον Φάνη Μουρατίδη, που για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία και εμφανίσεων στο εκράν, δίνει επιτέλους μια ερμηνεία της προκοπής, ικανή να αναδείξει το υποκριτικό τάλαντο του. Μέχρι τώρα από σκιασμένος έως άκυρος, δίπλα στην Παπαδοπούλου ή τον Χαραλαμπόπουλο, ο δημοφιλής ηθοποιός, δεν... Εδώ αβανταρισμένος δεδομένα από τον ρόλο του "επεράσαμε όμορφα" dead man walking, βγάζει από την μια την άνεση και τον αέρα που χαρακτηρίζει τις κινήσεις του και από την άλλη μια συγκινητική θωριά, που δεν μας είχε συνηθίσει μέχρι ώρας. Σε αυτό το σημείο γίνεται λοιπόν αντιληπτή, η τεράστια σημασία του υποστηρικτικού ρόλου, που εδώ ανήκει σε έναν πραγματικά χαρισματικό καλλιτέχνη, τον οποίο δυστυχώς δεν τον έχουμε χαρεί στο πανί όπως θα του έπρεπε. Ο Σπύρος, αντιστρέφοντας εδώ το πρόσωπο που είχε παίξει στο Πεθαίνοντας στην Αθήνα του Παναγιωτόπουλου (εκλεκτική συγγένεια με τον Μορφονιό, με σαφείς επιρροές στις προοπτικές λήψεις, έχοντας παίξει κι ο ίδιος σε ταινία του) αποδίδει όμορφα τον αδελφό που η τύχη δεν του έχει χαριστεί ποτέ, αφού ίσως κι αυτός δεν την πολυσυμπάθησε. Η δυσχέρεια άλλωστε που βιώνει η δική του περσόνα, είναι εκείνη που αναδεικνύει σε μεγαλύτερο επίπεδο τα πάθη που περνά το άλλο του αδελφικό μισό. Η σκηνή που ενδεχόμενα βουρκώνεις δίχως τον Παπαδόπουλο, που δεν εγκαταλείπει σε κανένα σημείο του φιλμ, το γνώριμα ελκυστικό στυλ της αφέλειας, θα ήταν πολύ αλλιώς. Έκπληξη θετική στην περιφέρεια η δίμετρα εκφραστική Παπαχαραλάμπους που κερδίζει για πλάκα την περιορισμένη θηλυκή μάχη από την άνευρη Κοτσαηλίδου.
Αξιοπρεπής λαϊκός σινεμάς από τα χέρια ενός σκηνοθέτη που δείχνει να θέλει να ακολουθήσει διαδρομή και στην Έβδομη Τέχνη και που στο επόμενο βήμα του είναι βέβαιο πως θα αποφύγει τα λάθη της πρεμιέρας. Φαντάζομαι τα έχει εντοπίσει και ο ίδιος και δεν χρειάζεται να τα ξαναλέμε, αρκούμενοι και μόνο στο θετικότατο στοιχείο του σωστού ισοζυγίου σύγχρονου χιούμορ / καλά στημένου μελοδράματος. Από θέματα τέτοια κοινωνικά, έχει μπόλικα να επενδύσει, έχοντας πέσει για τα καλά πλέον στην θάλασσα και ακολουθώντας την κυματώδη ρότα για να βγει στην δική του Τζαμάικα...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Δεκεμβρίου 2017 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική