Πολυξένη, μια ιστορία από την Πόλη
της Δώρας Μασκλαβάνου. Με τους Κάτια Γκουλιώνη, Ozgur Emre Yildirim, Λυδία Φωτοπούλου, Ακύλλα Καραζήση, Νίκο Χατζόπουλο, Αλέξανδρο Μυλωνά, Υβόννη Μαλτέζου, Ερρίκο Λίτση, Νίκο Καραθάνο, Κώστα Ξυκομηνό, Μίνα Χειμώνα
Έρωτας στα χρόνια του σκοταδιού
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα, δε χώρας πουθενά»...
Η Δώρα Μασκλαβάνου γεννήθηκε στην Kαβάλα και σπούδασε στην Aθήνα. Εργάστηκε ως ηθοποιός, παρουσιάστρια – παραγωγός στο κρατικό ραδιόφωνο, σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ, σεναριογράφος, μοντέζ και σκηνοθέτις στον κινηματογράφο. Η πρώτη μεγάλου μήκους της με τίτλο «Κι αύριο μέρα είναι» (2001) έγινε δεκτή με ευμενή σχόλια από κριτικούς, ενώ η δεύτερη με τίτλο «Κι αν φύγω… θα ξανάρθω» (2005) ταξίδεψε σε διεθνή φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Στο βιογραφικό της περιλαμβάνεται η συν-συγγραφή του σενάριου του «Άδικου Κόσμου» του Φίλιππου Τσίτου που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν 2011. Η Πολυξένη, μια ιστορία από την Πόλη είναι η τρίτη της μεγάλου μήκους ταινία.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Η φωτογραφία είναι του συντρόφου της Δώρας Μασκλαβάνου, του Κλαούντιο Μπολιβάρ και τη μουσική υπογράφει ο Νίκος Κυπουργός.
Η υπόθεση: Ένα ζευγάρι επιφανών Κωσταντινοπολιτών υιοθετεί μια ορφανή Ελληνοπούλα, απ’ τον «άγιο» τόπο της καταγωγής τους. Της προσφέρουν ένα ισχυρό όνομα και επιζητούν την αφοσίωσή της στα γειρατιά τους. Έτσι, το 1957, η 12χρονη τότε Πολυξένη, αποχωρίζεται αναγκαστικά το μικρότερο αδερφό της στο ορφανοτροφείο και ξεκινά μια νέα ζωή με άριστες προδιαγραφές. Μορφώνεται, ονειρεύεται και διεκδικεί τη ζωή, χωρίς να μπορεί να υποψιαστεί και να διαχειριστεί το σχέδιο εξόντωσης που στήνεται πίσω απ’ την πλάτη της με στόχο την κληρονομιά της. Ναι, η Πολυξένη κληρονομεί ένα τεράστιο όνομα και μια μεγάλη περιουσία όταν αρχικά πεθαίνει ο «πατέρας» της και κατόπιν η «μητέρα» της... Το κορίτσι «λεία», ζει για πάντα, με την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας. Ερωτεύεται τον Κερέμ αναγνωρίζοντας σ’ αυτόν την κοινή μοίρα του ταπεινού, μοναχού ανθρώπου. Μια άνιση, απαγορευμένη και αδιέξοδη αγάπη, που γκρεμίζεται βίαια. Και η Πολυξένη θυσιάζεται ανελέητα στο «πανηγύρι της ματαιοδοξίας» ενός περιβάλλοντος αθλίων ανθρώπων.
Η άποψή μας: Καιρό είχε να με «ρίξει» τόσο πολύ μια ταινία. Με έριξε στα τάρταρα! Σαν να ένωσε η Μασκλαβάνου από τη μια τη «Φωλιά του κούκου» και από την άλλη το «Frances»! Κατασκευαστικά η ταινία γενικώς πιάνει υψηλές επιδόσεις σε ότι αφορά τη σκηνοθεσία, τη διεύθυνση φωτογραφίας, τη μουσική και τις ερμηνείες. Το μοντάζ έχει προβλήματα. Αρκετά προβλήματα. Και σοβαρά προβλήματα, τα οποία δεν ξεφεύγουν από το βλέμμα του γυμνασμένου θεατή. Οι υπόλοιποι δεν θα δώσουν σημασία. Σε ότι αφορά όμως το σενάριο, εδώ έχουμε διπλό... πρόβλημα. Από τη μια, δεν δίνει στιγμή στον θεατή την ευκαιρία να χαμογελάσει έστω. Και δεν μιλάμε για μελόδραμα: τουλάχιστον το μελόδραμα θα ήταν ελκυστικό, θα μπορούσε κάποιος να επιλέξει την ταινία και να πει: «πάω να ρίξω ένα καλό κλάμα».
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα βαρύ δράμα, βαρύ και ασήκωτο, τόσο που σου πιάνεται η ψυχή – και δεν σου δίνει την ευκαιρία η ταινία να το εκτονώσεις όλο αυτό. Από την άλλη, θαρρείς πως το σενάριο γράφτηκε... βιαστικά. Θέλω να πω, πολλά πράγματα δεν έχουν συνοχή, δεν βγάζουν νόημα, δεν προχωράνε, μένουν στη μέση, αφήνονται στην τύχη τους. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια ακόμα εκδοχή της «Ρόζας της Σμύρνης», που αναπάντεχα έκοψε χιλιάδες εισιτήρια την περσινή σεζόν. Πρόκειται για μια ταινία, που γυρίστηκε έχοντας το μεγάλο κοινό κατά νου, χωρίς να ξεπουλήσει τα καλλιτεχνικά της κριτήρια και τις επιδιώξεις της. Άλλο όμως οι προθέσεις κι άλλο το τελικό αποτέλεσμα.
Εδώ, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε και να πούμε πως έχουμε απλά την ιλιγγιώδη κάθοδο μιας γυναίκας προς την κόλαση, με σπασμένα φρένα. Και να το σημειώσω κι αυτό και κλείνω: μια γυναίκα που δεν μπορεί να αγαπηθεί από τον θεατή, να ταυτιστεί μαζί της. Ναι, είναι μόνη εναντίον όλων. Ναι, αγαπάει κι αδιαφορεί. Ναι, θέλει να ζήσει έτσι όπως της επιτάσσει η καρδιά της. Αλλά (ίσως και εξαιτίας της ερμηνείας της πρωταγωνίστριας) δεν αφήνει να τη συμπαθήσουν ούτε και οι πλέον καλοπροαίρετοι. Και εντάξει, έξυπνο το λίιιιγο παραπάνω κενό ανάμεσα στο «Πολυ» και το «Ξένη» του ονόματος της πρωταγωνίστριας, που υποδηλώνει το πόσο... ξένη είναι η ηρωίδα μας από τα πάντα, εντέλει, όμως, κινδυνεύει να είναι μια ξένη και για τους θεατές...
Η υπόθεση: Ένα ζευγάρι επιφανών Κωσταντινοπολιτών υιοθετεί μια ορφανή Ελληνοπούλα, απ’ τον «άγιο» τόπο της καταγωγής τους. Της προσφέρουν ένα ισχυρό όνομα και επιζητούν την αφοσίωσή της στα γειρατιά τους. Έτσι, το 1957, η 12χρονη τότε Πολυξένη, αποχωρίζεται αναγκαστικά το μικρότερο αδερφό της στο ορφανοτροφείο και ξεκινά μια νέα ζωή με άριστες προδιαγραφές. Μορφώνεται, ονειρεύεται και διεκδικεί τη ζωή, χωρίς να μπορεί να υποψιαστεί και να διαχειριστεί το σχέδιο εξόντωσης που στήνεται πίσω απ’ την πλάτη της με στόχο την κληρονομιά της. Ναι, η Πολυξένη κληρονομεί ένα τεράστιο όνομα και μια μεγάλη περιουσία όταν αρχικά πεθαίνει ο «πατέρας» της και κατόπιν η «μητέρα» της... Το κορίτσι «λεία», ζει για πάντα, με την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας. Ερωτεύεται τον Κερέμ αναγνωρίζοντας σ’ αυτόν την κοινή μοίρα του ταπεινού, μοναχού ανθρώπου. Μια άνιση, απαγορευμένη και αδιέξοδη αγάπη, που γκρεμίζεται βίαια. Και η Πολυξένη θυσιάζεται ανελέητα στο «πανηγύρι της ματαιοδοξίας» ενός περιβάλλοντος αθλίων ανθρώπων.
Η άποψή μας: Καιρό είχε να με «ρίξει» τόσο πολύ μια ταινία. Με έριξε στα τάρταρα! Σαν να ένωσε η Μασκλαβάνου από τη μια τη «Φωλιά του κούκου» και από την άλλη το «Frances»! Κατασκευαστικά η ταινία γενικώς πιάνει υψηλές επιδόσεις σε ότι αφορά τη σκηνοθεσία, τη διεύθυνση φωτογραφίας, τη μουσική και τις ερμηνείες. Το μοντάζ έχει προβλήματα. Αρκετά προβλήματα. Και σοβαρά προβλήματα, τα οποία δεν ξεφεύγουν από το βλέμμα του γυμνασμένου θεατή. Οι υπόλοιποι δεν θα δώσουν σημασία. Σε ότι αφορά όμως το σενάριο, εδώ έχουμε διπλό... πρόβλημα. Από τη μια, δεν δίνει στιγμή στον θεατή την ευκαιρία να χαμογελάσει έστω. Και δεν μιλάμε για μελόδραμα: τουλάχιστον το μελόδραμα θα ήταν ελκυστικό, θα μπορούσε κάποιος να επιλέξει την ταινία και να πει: «πάω να ρίξω ένα καλό κλάμα».
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα βαρύ δράμα, βαρύ και ασήκωτο, τόσο που σου πιάνεται η ψυχή – και δεν σου δίνει την ευκαιρία η ταινία να το εκτονώσεις όλο αυτό. Από την άλλη, θαρρείς πως το σενάριο γράφτηκε... βιαστικά. Θέλω να πω, πολλά πράγματα δεν έχουν συνοχή, δεν βγάζουν νόημα, δεν προχωράνε, μένουν στη μέση, αφήνονται στην τύχη τους. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια ακόμα εκδοχή της «Ρόζας της Σμύρνης», που αναπάντεχα έκοψε χιλιάδες εισιτήρια την περσινή σεζόν. Πρόκειται για μια ταινία, που γυρίστηκε έχοντας το μεγάλο κοινό κατά νου, χωρίς να ξεπουλήσει τα καλλιτεχνικά της κριτήρια και τις επιδιώξεις της. Άλλο όμως οι προθέσεις κι άλλο το τελικό αποτέλεσμα.
Εδώ, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε και να πούμε πως έχουμε απλά την ιλιγγιώδη κάθοδο μιας γυναίκας προς την κόλαση, με σπασμένα φρένα. Και να το σημειώσω κι αυτό και κλείνω: μια γυναίκα που δεν μπορεί να αγαπηθεί από τον θεατή, να ταυτιστεί μαζί της. Ναι, είναι μόνη εναντίον όλων. Ναι, αγαπάει κι αδιαφορεί. Ναι, θέλει να ζήσει έτσι όπως της επιτάσσει η καρδιά της. Αλλά (ίσως και εξαιτίας της ερμηνείας της πρωταγωνίστριας) δεν αφήνει να τη συμπαθήσουν ούτε και οι πλέον καλοπροαίρετοι. Και εντάξει, έξυπνο το λίιιιγο παραπάνω κενό ανάμεσα στο «Πολυ» και το «Ξένη» του ονόματος της πρωταγωνίστριας, που υποδηλώνει το πόσο... ξένη είναι η ηρωίδα μας από τα πάντα, εντέλει, όμως, κινδυνεύει να είναι μια ξένη και για τους θεατές...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Δεκεμβρίου 2017 από την Seven Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική