των Benny Safdie & Josh Safdie. Με τους Robert Pattinson, Benny Safdie, Buddy Duress, Taliah Webster, Jennifer Jason Leigh, Peter Verby, Barkhad Abdi, Gladys Mathon
Run Connie, Run!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Και οι Θεοί τρελάθηκαν!!!
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθέτησαν τα αδέλφια Safdie. Προηγήθηκαν οι ταινίες «Φέρτε και λίγο δενδρολίβανο» (Daddy Longlegs, 2009) και «Heaven Knows What» (2014). Πριν από αυτές, ο Josh είχε γυρίσει μόνος του την ταινία «The Pleasure of Being Robbed» (2008). Στην Ελλάδα τους ανακαλύψαμε μέσω του Λευτέρη Αδαμίδη, όταν ηγούνταν του τμήματος «Ημέρες Ανεξαρτησίας» στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τους είχε καλέσει μάλιστα στη Θεσσαλονίκη. Γενικώς, τα αδέλφια τα πάνε πολύ καλά με την Ελλάδα. Πίσω από τη συγκεκριμένη ταινία βρίσκεται το Hercules Film Fund, ένα fund ειδικού σκοπού που διευθύνεται από τον Πάρι Κασιδόκωστα - Λάτση. Γι' αυτό ίσως και ο πρωταγωνιστής της ταινίας υποτίθεται ότι είναι ελληνικής καταγωγής. Και ο Robert Pattinson, που τον υποδύεται, ήρθε στην Ελλάδα πριν λίγες μέρες, για να προωθήσει την ταινία!
Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Σ' αυτήν ο Josh Safdie είναι και συνσεναριογράφος και ο ένας από τους δύο μοντέρ (μαζί με τον Ronald Bronstein, με τον οποίο συνέγραψαν το σενάριο) ενώ ο αδελφός του, ο Benny είναι ο ένας εκ των πρωταγωνιστών. Να σημειώσουμε πως ο ρόλος του Connie Nikas γράφτηκε αποκλειστικά για τον Robert Pattinson και πως η επόμενη ταινία των δύο αδελφών θα έχει τον τίτλο «Uncut Gems» και θα πρωταγωνιστεί σε αυτήν ο Jonah Hill. Τέλος, στους τίτλους... τέλους ακούγεται ένα τραγούδι που έγραψε και τραγούδησε, εμπνευσμένος από την ταινία, ο θρύλος της μουσικής, Iggy Pop.
Η υπόθεση: Ο Κόνι (εκ του Κωνσταντίνος) Νίκας είναι ένας ελληνικής καταγωγής νεαρός, που έτυχε να ανήκει στους φτωχούς αυτού του κόσμου. Είναι απίστευτα προστατευτικός απέναντι στον μικρότερο αδελφό του, τον Νικ (εκ του Νικόλαος) Νίκας (σ.σ.: μουάχαχαχαχαχα), ο οποίος πάσχει από πνευματική υστέρηση. Θα τον... αρπάξει από μια συνεδρία με έναν ψυχίατρο, ελευθερώνοντάς τον, και μαζί θα προχωρήσουν σε μια ληστεία τράπεζας! Όλα βαίνουν καλώς, αλλά τελικά, όχι, όλα πάνε σκατά! Η αστυνομία τους στριμώχνει, τα χρήματα μαρκάρονται από κόκκινη μπογιά που σκάει και ο Νικ συλλαμβάνεται αφού τραυματίζεται.
Προφυλακισμένος, τρώει άγριο ξύλο και τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο όπου φυλάσσεται από την αστυνομία, τυλιγμένος με γάζες σε όλο του το κεφάλι. Ο Κόνι γλυτώνει. Προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να βγάλει τον αδελφό του με εγγύηση. Δεν τα καταφέρνει. Και μετά αποφασίζει να... απαγάγει τον αδελφό του από το νοσοκομείο. Το τι θα ακολουθήσει θα είναι μια από τις πιο παράξενες νύχτες που έχει ζήσει ποτέ κάποιος στη Νέα Υόρκη!
Η άποψή μας: Σαν να συνάντησε το «Μετά τα μεσάνυχτα» (After Hours, 1985) του Martin Scorsese το «Εκτός ορίων» (Crank, 2006) των Neveldine – Taylor είναι ετούτη η σπιντάτη κατάδυση στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ναι, είναι μια περιπέτεια η ταινία, με μπόλικη βία κι ακόμα περισσότερο διεστραμμένο χιούμορ, αλλά δεν είναι περιπέτεια από αυτές που κυριαρχούν στα μούλτιπλεξ. Κι αυτό γιατί αν ξύσει κανείς λίγο την επιφάνεια θα βρει από κάτω μια εξαιρετική, πικρή, κριτική ματιά στο σύγχρονο αστικό τοπίο των άσχημων μεγαλουπόλεων, των γεμάτων αποξενωμένων ανθρώπων, όπου ο παραλογισμός είναι το στοιχείο που κυριαρχεί.
O Robert Pattinson μπορεί να δίνει και την καλύτερη ερμηνεία της έως τώρα καριέρας του, όντας ένας άνθρωπος που μεγάλωσε χωρίς αγάπη και φροντίδα, έχει τις καλύτερες προθέσεις, αγαπά και προστατεύει τον αδελφό του, αλλά δεν μπορεί παρά να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο σε κρίσιμες καταστάσεις. Και να διαλέγει πάντα τον λάθος δρόμο, την λάθος κίνηση, τη λάθος έκφραση. Η σχέση του με τον απαχθέντα (δεν σας λέω περισσότερα γιατί θα σας χαλάσω μια από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές της ταινίας) βγάζει πολύ γέλιο, η σχέση του με την πιτσιρίκα αφροαμερικάνα, που μπαίνει στην περιπέτεια από καθαρή βαρεμάρα, λέει πολλά για την αμερικάνικη κοινωνία (ακόμα και η επιλογή των αδελφών να κλέψουν την τράπεζα φορώντας μάσκες αφροαμερικάνων δηλώνει πολλά περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία καταγγελίας), η ηχητική μπάντα είναι σπουδαία, τα δάνεια από την αισθητική των seventies είναι καλοδεχούμενα, γενικώς απορώ γιατί μερικοί συνάδελφοι ξίνισαν απέναντι σε τούτη την ταινία μετά την προβολή της στις Κάννες.
Εντάξει, δεν μας δείχνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί – έτσι κι αλλιώς αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα για τον σύγχρονο κινηματογράφο, mainstream και μη. Αλλά, ρε παιδί μου, αυτή η κάθοδος στην κόλαση, στον Άδη, του Κόνι, για να σώσει τον αδελφό του και εντέλει να σώσει τον εαυτό του, μπορεί να μην είναι απολύτως πρωτότυπη, είναι όμως απολύτως κινηματογραφική. Φυλακές, ψυχιατρεία, εργοστάσια, νεκροταφεία, που έλεγε και ο Πανούσης. Ένα αστικό τοπίο από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, ένας λαβύρινθος χωρίς κανέναν Μίτο της Αριάδνης για να σε βγάλει στο φως, μια ζωή που πατάει και λιώνει τους μη προνομιούχους του κόσμου ετούτου. Κι ένα πλαστικό μπουκάλι Sprite γεμάτο... acid, γεμάτο παραισθησιογόνο, μια πιθανή διέξοδος, ένα εισιτήριο για ένα καλύτερο μέλλον. Ή η είσοδος για τον Αχέροντα! Όπως το γυάλινο μπουκάλι Coca Cola που πέφτει από τον ουρανό στην τρομερή κωμωδία από τη Νότια Αφρική που μνημονεύουμε στον υπότιτλο αυτού του κειμένου.
Ωραιότατη ήταν αυτή η ταινία και άφησε υποσχέσεις για ένα ακόμα καλύτερο μέλλον. Κάτι μας λέει πως αυτά τα αδέλφια δεν θα μας διαψεύσουν.
Η υπόθεση: Ο Κόνι (εκ του Κωνσταντίνος) Νίκας είναι ένας ελληνικής καταγωγής νεαρός, που έτυχε να ανήκει στους φτωχούς αυτού του κόσμου. Είναι απίστευτα προστατευτικός απέναντι στον μικρότερο αδελφό του, τον Νικ (εκ του Νικόλαος) Νίκας (σ.σ.: μουάχαχαχαχαχα), ο οποίος πάσχει από πνευματική υστέρηση. Θα τον... αρπάξει από μια συνεδρία με έναν ψυχίατρο, ελευθερώνοντάς τον, και μαζί θα προχωρήσουν σε μια ληστεία τράπεζας! Όλα βαίνουν καλώς, αλλά τελικά, όχι, όλα πάνε σκατά! Η αστυνομία τους στριμώχνει, τα χρήματα μαρκάρονται από κόκκινη μπογιά που σκάει και ο Νικ συλλαμβάνεται αφού τραυματίζεται.
Προφυλακισμένος, τρώει άγριο ξύλο και τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο όπου φυλάσσεται από την αστυνομία, τυλιγμένος με γάζες σε όλο του το κεφάλι. Ο Κόνι γλυτώνει. Προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να βγάλει τον αδελφό του με εγγύηση. Δεν τα καταφέρνει. Και μετά αποφασίζει να... απαγάγει τον αδελφό του από το νοσοκομείο. Το τι θα ακολουθήσει θα είναι μια από τις πιο παράξενες νύχτες που έχει ζήσει ποτέ κάποιος στη Νέα Υόρκη!
Η άποψή μας: Σαν να συνάντησε το «Μετά τα μεσάνυχτα» (After Hours, 1985) του Martin Scorsese το «Εκτός ορίων» (Crank, 2006) των Neveldine – Taylor είναι ετούτη η σπιντάτη κατάδυση στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ναι, είναι μια περιπέτεια η ταινία, με μπόλικη βία κι ακόμα περισσότερο διεστραμμένο χιούμορ, αλλά δεν είναι περιπέτεια από αυτές που κυριαρχούν στα μούλτιπλεξ. Κι αυτό γιατί αν ξύσει κανείς λίγο την επιφάνεια θα βρει από κάτω μια εξαιρετική, πικρή, κριτική ματιά στο σύγχρονο αστικό τοπίο των άσχημων μεγαλουπόλεων, των γεμάτων αποξενωμένων ανθρώπων, όπου ο παραλογισμός είναι το στοιχείο που κυριαρχεί.
O Robert Pattinson μπορεί να δίνει και την καλύτερη ερμηνεία της έως τώρα καριέρας του, όντας ένας άνθρωπος που μεγάλωσε χωρίς αγάπη και φροντίδα, έχει τις καλύτερες προθέσεις, αγαπά και προστατεύει τον αδελφό του, αλλά δεν μπορεί παρά να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο σε κρίσιμες καταστάσεις. Και να διαλέγει πάντα τον λάθος δρόμο, την λάθος κίνηση, τη λάθος έκφραση. Η σχέση του με τον απαχθέντα (δεν σας λέω περισσότερα γιατί θα σας χαλάσω μια από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές της ταινίας) βγάζει πολύ γέλιο, η σχέση του με την πιτσιρίκα αφροαμερικάνα, που μπαίνει στην περιπέτεια από καθαρή βαρεμάρα, λέει πολλά για την αμερικάνικη κοινωνία (ακόμα και η επιλογή των αδελφών να κλέψουν την τράπεζα φορώντας μάσκες αφροαμερικάνων δηλώνει πολλά περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία καταγγελίας), η ηχητική μπάντα είναι σπουδαία, τα δάνεια από την αισθητική των seventies είναι καλοδεχούμενα, γενικώς απορώ γιατί μερικοί συνάδελφοι ξίνισαν απέναντι σε τούτη την ταινία μετά την προβολή της στις Κάννες.
Εντάξει, δεν μας δείχνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί – έτσι κι αλλιώς αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα για τον σύγχρονο κινηματογράφο, mainstream και μη. Αλλά, ρε παιδί μου, αυτή η κάθοδος στην κόλαση, στον Άδη, του Κόνι, για να σώσει τον αδελφό του και εντέλει να σώσει τον εαυτό του, μπορεί να μην είναι απολύτως πρωτότυπη, είναι όμως απολύτως κινηματογραφική. Φυλακές, ψυχιατρεία, εργοστάσια, νεκροταφεία, που έλεγε και ο Πανούσης. Ένα αστικό τοπίο από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, ένας λαβύρινθος χωρίς κανέναν Μίτο της Αριάδνης για να σε βγάλει στο φως, μια ζωή που πατάει και λιώνει τους μη προνομιούχους του κόσμου ετούτου. Κι ένα πλαστικό μπουκάλι Sprite γεμάτο... acid, γεμάτο παραισθησιογόνο, μια πιθανή διέξοδος, ένα εισιτήριο για ένα καλύτερο μέλλον. Ή η είσοδος για τον Αχέροντα! Όπως το γυάλινο μπουκάλι Coca Cola που πέφτει από τον ουρανό στην τρομερή κωμωδία από τη Νότια Αφρική που μνημονεύουμε στον υπότιτλο αυτού του κειμένου.
Ωραιότατη ήταν αυτή η ταινία και άφησε υποσχέσεις για ένα ακόμα καλύτερο μέλλον. Κάτι μας λέει πως αυτά τα αδέλφια δεν θα μας διαψεύσουν.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Νοεμβρίου 2017 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική