του Θόδωρου Γιαχουστίδη
8η ανταπόκριση – Πέμπτη 9 Νοεμβρίου
Η μέρα του «Djam»!!!
Η μέρα του «Djam»!!!
Λοιπόν, σήμερα Πέμπτη, θα πάω να δω τη νέα ταινία του Alexander Payne, «Μικρόκοσμος», που προβάλλεται στο «Ολύμπιον», παρουσία (φαντάζομαι) του σκηνοθέτη. Εσείς, όμως, μην χάσετε την ευκαιρία να δείτε το «Djam». Μια από τις καλύτερες ταινίες που προβάλλονται φέτος στο φεστιβάλ μας! Μια ταινία που μας έκανε να συγκινηθούμε μέχρι δακρύων όταν την είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Μια γαλλική ταινία που «βρωμάει» Ελλάδα! Θα με θυμηθείτε!
Εκτός από το «Djam» (που θα πιάσει σχεδόν το 90% του χώρου σήμερα!) στην καθημερινή μας ανταπόκριση θα αναφερθούμε σε άλλες δύο ταινίες. Σύνολο λοιπόν, το καθιερωμένο μας τριάρι! Επαναλαμβάνουμε, δεν θα διαβάσετε εδώ απόψεις και κριτικές προσεγγίσεις για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος αλλά και του ελληνικού φεστιβάλ. Η δεοντολογία πάνω από όλα...
Εκτός από το «Djam» (που θα πιάσει σχεδόν το 90% του χώρου σήμερα!) στην καθημερινή μας ανταπόκριση θα αναφερθούμε σε άλλες δύο ταινίες. Σύνολο λοιπόν, το καθιερωμένο μας τριάρι! Επαναλαμβάνουμε, δεν θα διαβάσετε εδώ απόψεις και κριτικές προσεγγίσεις για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος αλλά και του ελληνικού φεστιβάλ. Η δεοντολογία πάνω από όλα...
Η ταινία «Djam» του Tony Gatlif δεν ήταν η καλύτερη που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Με διαφορά, όμως, αποτέλεσε την πλέον αγαπημένη μας! Εκεί, προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, ως μοναδική νέα ταινία του προγράμματος «Cinéma de la plage». Ουσιαστικά, είναι ένα πρόγραμμα που δομείται από ταινίες οι οποίες προβάλλονται στην παραλία των Καννών, κάτι σαν θερινός κινηματογράφος με δωρεάν είσοδο. Και επιλέχτηκε τούτη η ταινία για προφανείς λόγους. Μπόλικη μουσική, χορός, ευθυμία παντού. Εμείς είδαμε την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της, μάθαμε όμως πως στην επίσημη προβολή, στην παραλία, έγινε πανικός, καθώς μετά την προβολή δόθηκε και συναυλία! Πανικός 100% δικαιολογημένος! Ο γεννημένος στην Αλγερία Michel Dahmani, γνωστός ως Tony Gatlif, έχει αραβικές και τσιγγάνικες ρίζες και είναι Γάλλος υπήκοος. Και όπως κάθε του ταινία, έτσι και τούτη, είναι γεμάτη μουσική και τραγούδια! Στο φεστιβάλ μας προβάλλεται ως «Ειδική Προβολή». Και φαντάζομαι στην αποψινή προβολή της θα παραβρεθούν τόσο ο σκηνοθέτης όσο κυρίως η λατρεμένη πρωταγωνίστρια!
Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό εξάρτημα. Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου σίγουρα υπάρχουν τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια νεαρή Γαλλίδα, χαμένη στο διάστημα, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας
Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το εφετινό φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα. Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα. Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς.
Υπάρχουν όμως στα αραβικά συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif. Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά! Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό! Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το τέλος της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο.
Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής. Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού τα χάνει όλα λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να φωτίσει ακόμα περισσότερο η Ντζαμ. Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ.
Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα την ταινία του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την ανοιχτή θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες.
Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Την αγάπησα τόσο πολύ γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. (Σημείωση: ότι ακολουθεί έξω από την παρένθεση έχει γραφτεί στις Κάννες και ήταν... προφητικό κατά μία έννοια!). Ουφ, θα έρθει στην Ελλάδα και τα ξαναλέμε! Και δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ταινία για να είναι ταινία έναρξης του ερχόμενου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου. Εννοείται με συναυλία μετά στην Αποθήκη στο Λιμάνι κι όχι τα συνηθισμένα ξενέρωτα πάρτι. Αυτά.
(η ταινία προβάλλεται την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και σε επανάληψη την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου στις 17.45 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό εξάρτημα. Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου σίγουρα υπάρχουν τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια νεαρή Γαλλίδα, χαμένη στο διάστημα, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας
Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το εφετινό φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα. Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα. Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς.
Υπάρχουν όμως στα αραβικά συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif. Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά! Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό! Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το τέλος της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο.
Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής. Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού τα χάνει όλα λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να φωτίσει ακόμα περισσότερο η Ντζαμ. Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ.
Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα την ταινία του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την ανοιχτή θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες.
Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Την αγάπησα τόσο πολύ γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. (Σημείωση: ότι ακολουθεί έξω από την παρένθεση έχει γραφτεί στις Κάννες και ήταν... προφητικό κατά μία έννοια!). Ουφ, θα έρθει στην Ελλάδα και τα ξαναλέμε! Και δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ταινία για να είναι ταινία έναρξης του ερχόμενου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου. Εννοείται με συναυλία μετά στην Αποθήκη στο Λιμάνι κι όχι τα συνηθισμένα ξενέρωτα πάρτι. Αυτά.
(η ταινία προβάλλεται την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και σε επανάληψη την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου στις 17.45 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η Laura Mora Ortega γεννήθηκε στο Μεντεγίν της Κολομβίας πριν από 36 χρόνια. Είναι απόφοιτη της σχολής κινηματογράφου της Μελβούρνης. Όσο βρισκόταν στην Αυστραλία, σκηνοθέτησε δύο βραβευμένες ταινίες μικρού μήκους: το «West» και το «Brotherhood». Έχει σκηνοθετήσει πολλά διαφημιστικά και μουσικά βίντεο, καθώς και διαδικτυακές σειρές για διάφορες εταιρείες. Το «Ο Χεσούς πρέπει να πεθάνει» (Matar a Jesús) είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, σε σενάριο που βασίζεται σε δικά της τραγικά και τραυματικά βιώματα: είδε τον πατέρα της να δολοφονείται μπροστά της! Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο και μετά προβλήθηκε στα φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν, Ζυρίχης, Βαρσοβίας και Σικάγου, πριν έρθει στο φεστιβάλ μας όπου προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Η υπόθεση: Η Λίτα (υποκοριστικό για το Πάολα) είναι μια 22χρονη κοπέλα που ζει στο Μεντεγίν. Το μεγάλο της πάθος είναι το να βγάζει φωτογραφίες, κάτι που το σπουδάζει στο πανεπιστήμιο όπου ο πατέρας της είναι ένας από τους καθηγητές ιστορίας. Μια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι μαζί με τον πατέρα της, τον βλέπει να δολοφονείται μπροστά στο σπίτι τους, βγαίνοντας από το αμάξι για να ανοίξει την γκαραζόπορτα! Ο δολοφόνος είναι ένας νεαρός που εξαφανίζεται πάνω σε μια μοτοσικλέτα! Η οικογένεια της Λίτα πέφτει σε βαθύ πένθος. Η Λίτα, περισσότερο από τη μητέρα της και τον αδελφό της θέλει να πάρει εκδίκηση. Ιδίως όταν διαπιστώνει πως η αστυνομία δεν κάνει απολύτως τίποτε! Λίγους μήνες αργότερα συναντά τυχαία τον φονιά, τον Χεσούς, κι ενώ πνίγεται από την παρόρμηση να τον εκδικηθεί με τον ίδιο τρόπο, αποφασίζει να τον γνωρίσει προτού γίνει και η ίδια εγκληματίας...
Η άποψή μας: Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως τούτη η ταινία αποτελεί το flipside της ταινίας του Fatih Akin «In the Fade». Γιατί και σε αυτήν την (κολομβιανή) παραγωγή, μια νεαρή γυναίκα, για να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα της, φτάνει ένα βήμα πριν να οδηγηθεί σε αυτοδικία. Μόνο που εδώ, η δημιουργός δίνει κάποια ελαφρυντικά στο δράστη: είναι φτωχός, μπορεί να τον αναγκάσανε κιόλας να κάνει αυτό που έκανε και κάθε μέρα ζει ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, καθώς κινδυνεύει να δολοφονηθεί, κυριολεκτικά ανά πάσα στιγμή. Για τους φασίστες στην ταινία του Akin, όμως, δεν μπορεί να σταθεί ούτε μισό ελαφρυντικό... Η δημιουργός σκηνοθετεί με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Δεν εξωραΐζει καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί πράγματα, δεν προσπαθεί να καταδικάσει κιόλας άκριτα: προσπαθεί να καταλάβει! Ένα πελώριο «γιατί;» βρίσκεται μέσα στην ψυχή της και την κατατρώει σαν σαράκι. Η ανάγκη για εκδίκηση είναι τεράστια μέσα της, αλλά πάνω από όλα θέλει να καταλάβει. Και... καταλαβαίνει!
Αστή αυτή, με δυνατότητα να σπουδάσει, που μπορεί να ασχοληθεί με πράγματα όπως η αναλογική φωτογραφία. Χαμίνι αυτός, φτωχοδιάβολος, με πολύ μικρές πιθανότητες να φτάσει στα 30 χρόνια του, καθώς το πιο πιθανό είναι να τον «φάει» κάποια σφαίρα ή κάποιο μαχαίρι. Είναι όμως νέοι και οι δύο, γεμάτοι ζωή, που προσπαθούν να το διασκεδάσουν. Αλλά δύο τόσο διαφορετικοί κόσμοι στην ίδια πόλη. Ακόμα και τα τσιγαριλίκια που κάνουν έχουν διαφορετικό σκοπό. Η κύρια διαφορά τους είναι άλλη: εκείνη μπορεί να ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, εκείνος όχι. Επίσης, εκείνη νομίζει πως σε μια αστική δημοκρατία μπορεί να εμπιστεύεται τα όργανα της τάξης, την αστυνομία, για να φέρουν αποτέλεσμα στις έρευνές τους. Η διαφθορά όμως είναι τόσο μεγάλη που οι μπάτσοι απλά, κλέβουν ρολόγια από νεκρούς! Συμπαθέστατη ταινία, με καλό ρυθμό και μερικές εξαιρετικές σκηνές, όπως εκείνη όπου ο Χεσούς και η Λίτα κατεβαίνουν με το μηχανάκι του, βράδυ πια από τους λόφους όπου βρέθηκαν, στη γεμάτη φώτα πόλη. Όμως, η πορεία είναι προβλέψιμη. Το φινάλε είναι πολύ όμορφο, συμβολικότατο, αλλά προβλέψιμο. Και ο άνθρωπος που παίζει τον Χεσούς δεν παίζει καλά, έχει λάθος φωνή – και όπως όλο το υπόλοιπο καστ, δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, κάτι που στην περίπτωσή του φαίνεται.
Στην τελική, πάντως, το μήνυμα έχει τη σημασία του: τι νόημα έχει να εκδικούμαστε δολοφόνους όταν υπάρχει μια κοινωνία τόσο σκληρή, τόσο άδικη, που παράγει δολοφόνους; Το ευκταίο λοιπόν θα ήταν να θεραπεύσουμε το αίτιο, όχι το σύμπτωμα...
(η ταινία προβάλλεται την την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 21.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Λίτα (υποκοριστικό για το Πάολα) είναι μια 22χρονη κοπέλα που ζει στο Μεντεγίν. Το μεγάλο της πάθος είναι το να βγάζει φωτογραφίες, κάτι που το σπουδάζει στο πανεπιστήμιο όπου ο πατέρας της είναι ένας από τους καθηγητές ιστορίας. Μια μέρα, επιστρέφοντας στο σπίτι μαζί με τον πατέρα της, τον βλέπει να δολοφονείται μπροστά στο σπίτι τους, βγαίνοντας από το αμάξι για να ανοίξει την γκαραζόπορτα! Ο δολοφόνος είναι ένας νεαρός που εξαφανίζεται πάνω σε μια μοτοσικλέτα! Η οικογένεια της Λίτα πέφτει σε βαθύ πένθος. Η Λίτα, περισσότερο από τη μητέρα της και τον αδελφό της θέλει να πάρει εκδίκηση. Ιδίως όταν διαπιστώνει πως η αστυνομία δεν κάνει απολύτως τίποτε! Λίγους μήνες αργότερα συναντά τυχαία τον φονιά, τον Χεσούς, κι ενώ πνίγεται από την παρόρμηση να τον εκδικηθεί με τον ίδιο τρόπο, αποφασίζει να τον γνωρίσει προτού γίνει και η ίδια εγκληματίας...
Η άποψή μας: Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως τούτη η ταινία αποτελεί το flipside της ταινίας του Fatih Akin «In the Fade». Γιατί και σε αυτήν την (κολομβιανή) παραγωγή, μια νεαρή γυναίκα, για να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα της, φτάνει ένα βήμα πριν να οδηγηθεί σε αυτοδικία. Μόνο που εδώ, η δημιουργός δίνει κάποια ελαφρυντικά στο δράστη: είναι φτωχός, μπορεί να τον αναγκάσανε κιόλας να κάνει αυτό που έκανε και κάθε μέρα ζει ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, καθώς κινδυνεύει να δολοφονηθεί, κυριολεκτικά ανά πάσα στιγμή. Για τους φασίστες στην ταινία του Akin, όμως, δεν μπορεί να σταθεί ούτε μισό ελαφρυντικό... Η δημιουργός σκηνοθετεί με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Δεν εξωραΐζει καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί πράγματα, δεν προσπαθεί να καταδικάσει κιόλας άκριτα: προσπαθεί να καταλάβει! Ένα πελώριο «γιατί;» βρίσκεται μέσα στην ψυχή της και την κατατρώει σαν σαράκι. Η ανάγκη για εκδίκηση είναι τεράστια μέσα της, αλλά πάνω από όλα θέλει να καταλάβει. Και... καταλαβαίνει!
Αστή αυτή, με δυνατότητα να σπουδάσει, που μπορεί να ασχοληθεί με πράγματα όπως η αναλογική φωτογραφία. Χαμίνι αυτός, φτωχοδιάβολος, με πολύ μικρές πιθανότητες να φτάσει στα 30 χρόνια του, καθώς το πιο πιθανό είναι να τον «φάει» κάποια σφαίρα ή κάποιο μαχαίρι. Είναι όμως νέοι και οι δύο, γεμάτοι ζωή, που προσπαθούν να το διασκεδάσουν. Αλλά δύο τόσο διαφορετικοί κόσμοι στην ίδια πόλη. Ακόμα και τα τσιγαριλίκια που κάνουν έχουν διαφορετικό σκοπό. Η κύρια διαφορά τους είναι άλλη: εκείνη μπορεί να ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, εκείνος όχι. Επίσης, εκείνη νομίζει πως σε μια αστική δημοκρατία μπορεί να εμπιστεύεται τα όργανα της τάξης, την αστυνομία, για να φέρουν αποτέλεσμα στις έρευνές τους. Η διαφθορά όμως είναι τόσο μεγάλη που οι μπάτσοι απλά, κλέβουν ρολόγια από νεκρούς! Συμπαθέστατη ταινία, με καλό ρυθμό και μερικές εξαιρετικές σκηνές, όπως εκείνη όπου ο Χεσούς και η Λίτα κατεβαίνουν με το μηχανάκι του, βράδυ πια από τους λόφους όπου βρέθηκαν, στη γεμάτη φώτα πόλη. Όμως, η πορεία είναι προβλέψιμη. Το φινάλε είναι πολύ όμορφο, συμβολικότατο, αλλά προβλέψιμο. Και ο άνθρωπος που παίζει τον Χεσούς δεν παίζει καλά, έχει λάθος φωνή – και όπως όλο το υπόλοιπο καστ, δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, κάτι που στην περίπτωσή του φαίνεται.
Στην τελική, πάντως, το μήνυμα έχει τη σημασία του: τι νόημα έχει να εκδικούμαστε δολοφόνους όταν υπάρχει μια κοινωνία τόσο σκληρή, τόσο άδικη, που παράγει δολοφόνους; Το ευκταίο λοιπόν θα ήταν να θεραπεύσουμε το αίτιο, όχι το σύμπτωμα...
(η ταινία προβάλλεται την την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 21.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Ο Warwick Thornton είναι ένας από τους ελάχιστους Αβορίγινες σκηνοθέτες στον κόσμο! Η ταινία «Γλυκιά πατρίδα» (Sweet Country) είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Με αυτήν έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας, όπου κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Κι όλα αυτά οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του ταινία, το «Samson and Delilah», με την οποία έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών του 2009 και κέρδισε εκεί το βραβείο «Χρυσή Κάμερα» καλύτερης ταινίας από πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη! Στο φεστιβάλ μας προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Η υπόθεση: Ο Σαμ, ένας μεσήλικας Αβορίγινας, εργάζεται για έναν ιεροκήρυκα στην άγονη ενδοχώρα της Βόρειας Επικράτειας της Αυστραλίας. Όταν ο Χάρι, ένας απεχθής βετεράνος πολέμου, μετακομίζει σε ένα γειτονικό ράντζο, ο ιεροκήρυκας στέλνει τον Σαμ, τη γυναίκα του και την ανιψιά του, για να τον βοηθήσουν να στήσει το μαντρί του, μετά από αίτημά του. Ο Χάρι βιάζει τη γυναίκα, χωρίς να το μάθει ο Σαμ. Λίγο καιρό αργότερα ο Χάρι ζητάει βοήθεια από άλλο λευκό της περιοχής, ο οποίος του στέλνει τον γηραιό επιστάτη του και τον πιτσιρίκο Φίλομακ. Ο Χάρι αλυσοδένει τον Φίλομακ, ο μικρός το σκάει, ο Χάρι τον ψάχνει και τα ίχνη τον οδηγούν στο σπίτι του ιεροκήρυκα. Πεπεισμένος ότι ο Σαμ κρύβει τον Φίλομακ, είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Ο Σαμ όμως προλαβαίνει, τον πυροβολεί και τον αφήνει στον τόπο! Έτσι, ο Σαμ καταλήγει να είναι καταζητούμενος για τον φόνο ενός λευκού και αναγκάζεται να το σκάσει με τη γυναίκα του διασχίζοντας την επικίνδυνη ενδοχώρα, μέσα από τις επιβλητικές αλλά τελείως αφιλόξενες ερήμους. Ξοπίσω του ένας λοχίας που είναι αποφασισμένος να τον πιάσει και να αποδώσει δικαιοσύνη...
Η άποψή μας: «Φοβάμαι για το μέλλον αυτής της χώρας» λέει ο Sam Neill στο φινάλε τούτης της πολύ ενδιαφέρουσας ταινίας. Κι ενώ ο σκηνοθέτης της και δημιουργός της κουβαλάει πολύ βάρος από τα όσα έχουν τραβήξει οι ιθαγενείς πρόγονοί του, είναι σαν να μας κλείνει το μάτι και να λέει: «Φοβάμαι για το μέλλον αυτού του κόσμου». Γιατί πολλά έχουν αλλάξει από το 1929 είναι η αλήθεια, αλλά η ουσία παραμένει. Και ο κόσμος μας ο τωρινός είναι γεμάτος φτώχεια, ρατσισμό, μισαλλοδοξία, βία, και οι ισχυροί επιβάλλουν το νόμο τους στους αδύνατους με κάθε τρόπο – και η δικαιοσύνη υπάρχει μόνο «για τα μάτια του... κόσμου». Έτσι, για να μην αισθανόμαστε στα φανερά πως ζούμε στη ζούγκλα. Ποια ζούγκλα; Χειρότερα είναι τα πράγματα! Αλλά εννοείται πως το να ζεις υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ελλάδα του 2017 είναι καλύτερο από το να ζεις ως ιθαγενής στην Αυστραλία του 1929. Σωστά;
Ο Thornton γυρίζει ένα γουέστερν αλά αυστραλέζικα. Ένα γουέστερν όπου τον ρόλο των Ινδιάνων τον έχουν οι Αβορίγινες. Ένα γουέστερν όμως όπου μας παρουσιάζεται με κάθε άθλια λεπτομέρεια το πόσο υπέροχα συμπεριφέρονταν οι λευκοί κατακτητές στους μαύρους κατακτημένους. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχουν γυριστεί και πολλά γουέστερν που να κάνουν κάτι αντίστοιχο για τους Ινδιάνους. Ιδίως στα παλιά γουέστερν, οι Ινδιάνοι παρουσιάζονταν απλά ως οι... κακοί! Όχι εδώ, όμως, όχι σε τούτη την ταινία. Εδώ υπάρχει πλήρης αντιστροφή. Ο μόνος θετικός ήρωας από τη μεριά των λευκών είναι ο ιεροκήρυκας! Και ο δικαστής σε δεύτερο βαθμό. Σαν να μας λέει ο Thornton πως η δικαιοσύνη αργά αλλά σταθερά κατόρθωσε εντέλει να διαμορφώσει τη σημερινή Αυστραλία, που τόσο πολύ διαφέρει από αυτήν που παρακολουθούμε στην ταινία. Από ένα σημείο και μετά η ταινία γίνεται γουέστερν καταδίωξης δίνοντας στο σκηνοθέτη, που είναι παράλληλα και διευθυντής φωτογραφίας στο φιλμ, να δείξει την αλλόκοτη για το δυτικό μάτι, μα τόσο υπέροχη, μορφολογία της πατρίδας του. Με τα παράξενα δέντρα, τις πεδιάδες τις γεμάτες αλάτι, την ξηρασία που δίνει μια απόκοσμη χροιά σε εκείνον τον κόσμο (να τος και πάλι!). Ο φακός του πιάνει και αστραπή και ουράνιο τόξο. Ωραίος! Μα πιο ωραίος είναι ο μοντέρ της ταινίας. Σε επιλεγμένες στιγμές της εισάγει μερικά πολύ λειτουργικά flashback και flashforward, αποκαλύπτοντας την τύχη μερικών περιφερικών ηρώων ή στιγμές τους από παλιότερα χρονικά πλαίσια, τότε που θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ευτυχισμένοι.
Δυνατό φιλμ, με πολύ καλές ερμηνείες συν τοις άλλοις, στην οποία η συμμετοχή των δύο ιερών τοτέμ του αυστραλέζικου σινεμά, των Bryan Brown και Sam Neill είναι εκ των ουκ άνευ.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Ο Σαμ, ένας μεσήλικας Αβορίγινας, εργάζεται για έναν ιεροκήρυκα στην άγονη ενδοχώρα της Βόρειας Επικράτειας της Αυστραλίας. Όταν ο Χάρι, ένας απεχθής βετεράνος πολέμου, μετακομίζει σε ένα γειτονικό ράντζο, ο ιεροκήρυκας στέλνει τον Σαμ, τη γυναίκα του και την ανιψιά του, για να τον βοηθήσουν να στήσει το μαντρί του, μετά από αίτημά του. Ο Χάρι βιάζει τη γυναίκα, χωρίς να το μάθει ο Σαμ. Λίγο καιρό αργότερα ο Χάρι ζητάει βοήθεια από άλλο λευκό της περιοχής, ο οποίος του στέλνει τον γηραιό επιστάτη του και τον πιτσιρίκο Φίλομακ. Ο Χάρι αλυσοδένει τον Φίλομακ, ο μικρός το σκάει, ο Χάρι τον ψάχνει και τα ίχνη τον οδηγούν στο σπίτι του ιεροκήρυκα. Πεπεισμένος ότι ο Σαμ κρύβει τον Φίλομακ, είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Ο Σαμ όμως προλαβαίνει, τον πυροβολεί και τον αφήνει στον τόπο! Έτσι, ο Σαμ καταλήγει να είναι καταζητούμενος για τον φόνο ενός λευκού και αναγκάζεται να το σκάσει με τη γυναίκα του διασχίζοντας την επικίνδυνη ενδοχώρα, μέσα από τις επιβλητικές αλλά τελείως αφιλόξενες ερήμους. Ξοπίσω του ένας λοχίας που είναι αποφασισμένος να τον πιάσει και να αποδώσει δικαιοσύνη...
Η άποψή μας: «Φοβάμαι για το μέλλον αυτής της χώρας» λέει ο Sam Neill στο φινάλε τούτης της πολύ ενδιαφέρουσας ταινίας. Κι ενώ ο σκηνοθέτης της και δημιουργός της κουβαλάει πολύ βάρος από τα όσα έχουν τραβήξει οι ιθαγενείς πρόγονοί του, είναι σαν να μας κλείνει το μάτι και να λέει: «Φοβάμαι για το μέλλον αυτού του κόσμου». Γιατί πολλά έχουν αλλάξει από το 1929 είναι η αλήθεια, αλλά η ουσία παραμένει. Και ο κόσμος μας ο τωρινός είναι γεμάτος φτώχεια, ρατσισμό, μισαλλοδοξία, βία, και οι ισχυροί επιβάλλουν το νόμο τους στους αδύνατους με κάθε τρόπο – και η δικαιοσύνη υπάρχει μόνο «για τα μάτια του... κόσμου». Έτσι, για να μην αισθανόμαστε στα φανερά πως ζούμε στη ζούγκλα. Ποια ζούγκλα; Χειρότερα είναι τα πράγματα! Αλλά εννοείται πως το να ζεις υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ελλάδα του 2017 είναι καλύτερο από το να ζεις ως ιθαγενής στην Αυστραλία του 1929. Σωστά;
Ο Thornton γυρίζει ένα γουέστερν αλά αυστραλέζικα. Ένα γουέστερν όπου τον ρόλο των Ινδιάνων τον έχουν οι Αβορίγινες. Ένα γουέστερν όμως όπου μας παρουσιάζεται με κάθε άθλια λεπτομέρεια το πόσο υπέροχα συμπεριφέρονταν οι λευκοί κατακτητές στους μαύρους κατακτημένους. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχουν γυριστεί και πολλά γουέστερν που να κάνουν κάτι αντίστοιχο για τους Ινδιάνους. Ιδίως στα παλιά γουέστερν, οι Ινδιάνοι παρουσιάζονταν απλά ως οι... κακοί! Όχι εδώ, όμως, όχι σε τούτη την ταινία. Εδώ υπάρχει πλήρης αντιστροφή. Ο μόνος θετικός ήρωας από τη μεριά των λευκών είναι ο ιεροκήρυκας! Και ο δικαστής σε δεύτερο βαθμό. Σαν να μας λέει ο Thornton πως η δικαιοσύνη αργά αλλά σταθερά κατόρθωσε εντέλει να διαμορφώσει τη σημερινή Αυστραλία, που τόσο πολύ διαφέρει από αυτήν που παρακολουθούμε στην ταινία. Από ένα σημείο και μετά η ταινία γίνεται γουέστερν καταδίωξης δίνοντας στο σκηνοθέτη, που είναι παράλληλα και διευθυντής φωτογραφίας στο φιλμ, να δείξει την αλλόκοτη για το δυτικό μάτι, μα τόσο υπέροχη, μορφολογία της πατρίδας του. Με τα παράξενα δέντρα, τις πεδιάδες τις γεμάτες αλάτι, την ξηρασία που δίνει μια απόκοσμη χροιά σε εκείνον τον κόσμο (να τος και πάλι!). Ο φακός του πιάνει και αστραπή και ουράνιο τόξο. Ωραίος! Μα πιο ωραίος είναι ο μοντέρ της ταινίας. Σε επιλεγμένες στιγμές της εισάγει μερικά πολύ λειτουργικά flashback και flashforward, αποκαλύπτοντας την τύχη μερικών περιφερικών ηρώων ή στιγμές τους από παλιότερα χρονικά πλαίσια, τότε που θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ευτυχισμένοι.
Δυνατό φιλμ, με πολύ καλές ερμηνείες συν τοις άλλοις, στην οποία η συμμετοχή των δύο ιερών τοτέμ του αυστραλέζικου σινεμά, των Bryan Brown και Sam Neill είναι εκ των ουκ άνευ.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική