του Θόδωρου Γιαχουστίδη
4η ανταπόκριση – Κυριακή 5 Νοεμβρίου
Αναπάντεχα συναπαντήματα
Αναπάντεχα συναπαντήματα
Και τελειώνει η πρώτη γύρα προβολών το πρωί του Σαββάτου, είναι μεσημέρι, πρέπει κάτι να φάμε και περπατάμε τώρα στους χώρους του Λιμανιού, που είναι γεμάτος κόσμο, για να πάμε κάπου στο κέντρο να τσιμπήσουμε το κατιτίς μας! Και βλέπω μπροστά μου ένα ψηλό παλικάρι, με αμάνικο φουσκωτό, πράσινο μπουφάν και δίπλα του, μια κοπέλα να την κρατά από το χέρι και να περπατάνε αμέριμνοι, ανάμεσα στον κόσμο. Α, και το παλικάρι έχει και την πιο χαρακτηριστική... κόμμωση στο ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου! Ναι, κυρίες και κύριοι, ανάμεσά μας βρέθηκε ο στράικερ του ΠΑΟΚ, Αλεξάντρ Πρίγιοβιτς! Τώρα, τι ακριβώς γύρευε στο Λιμάνι, μια μέρα πριν από το μεγάλο ντέρμπι των Δικεφάλων με την ΑΕΚ, τι να σας πω. Να είδε φεστιβαλική ταινία; Να επισκέφτηκε το γνωστό μαγαζί που βρίσκεται εκεί πέρα; Να έκανε μια τουρ στο θωρηκτό Αβέρωφ; Μάλλον το δεύτερο, αλλά θα σας γελάσω και δεν το θέλω... Εντωμεταξύ, γίνεται χαμός με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά και με την επιτροπή της ΕΡΤ για το 1,5%, δεν έχω όμως καθόλου χρόνο για να το ψάξω παραπάνω και να εμβαθύνω. Σε αυτά εξπέρ είναι ο Σπύρος Ταραβίρας – ψαχτείτε!
Με τρεις ταινίες θα ασχοληθούμε στη σημερινή ανταπόκριση. Μία που έχουμε ήδη δει σε προηγούμενα φεστιβάλ και δύο που είδαμε στο δικό μας φεστιβάλ και λέμε τη γνώμη μας γι' αυτές. Επαναλαμβάνουμε, δεν θα διαβάσετε εδώ απόψεις και κριτικές προσεγγίσεις για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος αλλά και του ελληνικού φεστιβάλ. Η δεοντολογία πάνω από όλα...
Με τρεις ταινίες θα ασχοληθούμε στη σημερινή ανταπόκριση. Μία που έχουμε ήδη δει σε προηγούμενα φεστιβάλ και δύο που είδαμε στο δικό μας φεστιβάλ και λέμε τη γνώμη μας γι' αυτές. Επαναλαμβάνουμε, δεν θα διαβάσετε εδώ απόψεις και κριτικές προσεγγίσεις για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος αλλά και του ελληνικού φεστιβάλ. Η δεοντολογία πάνω από όλα...
Της... αυτοδικίας γίνεται στη νέα ταινία του πολύ πολύ αγαπημένου μας Fatih Akin «Aus dem Nichts» (In the Fade). Πλάκα πλάκα, αυτή είναι η ένατη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του τουρκικής καταγωγής Γερμανού σκηνοθέτη, που αγαπάει το Αμβούργο (όπου γεννήθηκε) και την Ελλάδα (κι εμείς τον αγαπάμε, τα αισθήματα είναι αμοιβαία)! Και είναι μόλις η δεύτερη ταινία του, που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών! Η προηγούμενη με την οποία διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα ήταν η ταινία «Η άκρη του ουρανού» (Auf der anderen Seite, 2007). Μάλιστα, εκείνη η ταινία κέρδισε το βραβείο σεναρίου και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής! Τούτη εδώ έφυγε από τις Κάννες με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, για την Diane Kruger. Και στο φεστιβάλ μας προβάλλεται στο τμήμα Special Screening ή αλλέως πως, Ειδικές Προβολές!
Η υπόθεση: Η Κάτια είναι μια Γερμανίδα που ζει στο Αμβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον κουρδικής καταγωγής Νούρι Σεκέρτσι, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών. Εκεί θα τον παντρευτεί. Έξι χρόνια μετά, ο Νούρι έχει βγει από τη φυλακή, δουλεύει ως νομοταγής πολίτης και επιχειρηματίας, η Κάτια κρατάει τα λογιστικά του βιβλία κι έχουν αποκτήσει μαζί κι έναν αξιολάτρευτο γιο, τον Ρόκο. Μια μέρα η Κάτια θα αφήσει τον Ρόκο στο γραφείο του πατέρα του για να πάει με την κολλητή της σε ένα σπα. Επιστρέφοντας, θα μάθει τα άσχημα νέα: έκρηξη βόμβας διέλυσε το γραφείο και σκότωσε τον Νούρι και τον Ρόκο! Η Κάτια είναι συντετριμμένη, τόσο που θέλει να βάλει τέλος στη ζωή της. Όταν η αστυνομία, με τη βοήθεια της Κάτιας, παύει να ψάχνει στην κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ως κίνητρο της βομβιστικής επίθεσης, αλλά συλλαμβάνει δύο νεοναζί ως υπαίτιους, υποκινούμενους από ρατσιστικό μίσος, η Κάτια παίρνει κουράγιο για να τους δει να τιμωρούνται. Θα τιμωρηθούν όμως; Μπορεί η δικαιοσύνη να τη δικαιώσει; Ή θα χρειαστεί να πάρει η ίδια το νόμο στα χέρια της;
Η άποψή μας: Μετά την αστοχία της «Μαχαιριάς» και το μικρό αλλά γλυκύτατο «Βερολίνο, Αντίο», που είδαμε (οι λίγοι που το είδαμε) φέτος στις αίθουσες της χώρας μας, ο Akin επιστρέφει σε ακόμα μεγαλύτερη φόρμα με τούτη τη δραματική ταινία. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Diane Kruger, παίζει για πρώτη φορά την Γερμανίδα σε γερμανική παραγωγή, όντας... Γερμανίδα. Η γυναίκα έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες, κυρίως όμως γαλλικές ή και χολιγουντιανές παραγωγές. Κλείνουμε την παρένθεση. Τούτη η ταινία έχει σαφή διακριτά μέρη. Στην αρχή, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Akin μας παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές της ταινίας του και με λιτές λεπτομέρειες μας βάζει στον κόσμο τους. Δεν φαφλατίζει, δεν απεραντολογεί, είναι καίριος, άμεσος, μας συστήνει τους ήρωές του και δεν μπορούμε παρά να τους συμπαθήσουμε. Ναι ρε παιδί μου, κι ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά άνθρωπος μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να γίνει συνειδητοποιημένος πολίτης, θετικός για το κοινωνικό σύνολο, καλός οικογενειάρχης, όλα αυτά. Και μετά έρχεται η έκρηξη. Και η απώλεια. Και ο θάνατος. Και στο κάδρο κυριαρχεί πλέον η Kruger. Που πνίγεται μέσα στη θλίψη. Που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έγινε και γιατί έγινε. Που δεν μπορεί να συνέλθει. Που είναι διαλυμένη. Αλλά που έχει τη διαύγεια να υπερασπιστεί τη μνήμη του άνδρα της και του παιδιού της. Όταν η αστυνομία αφήνει υπονοούμενα ότι ο άνδρας της έμπλεξε ξανά με τα ναρκωτικά και πως η έκρηξη είχε ως κίνητρο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντιδράει. Λογικά.
Και αντιπροτείνει κάτι που της φαίνεται απολύτως λογικό επίσης: τη βόμβα την έβαλαν νεοναζί. Έτσι κι αλλιώς, καθώς έφευγε από το γραφείο, μίλησε με μια κοπέλα που άφησε το ποδήλατό της έξω από το γραφείο. Μια κοπέλα με χαρακτηριστικά... Άριας φυλής. Δεν την πιστεύει όμως κανείς. Και προχωράει σε μια πράξη, που εκείνη τη στιγμή της φαίνεται η πιο... λογική (και πάλι, αυτό το άτιμο το μυαλό – spoiler alert!!!). Και με κάποιο τρόπο συναντά την ταινία «Η ψυχή και το σώμα», που άνοιξε την αυλαία του εφετινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η σκηνή που βγαίνει η Kruger από το γεμάτο αίμα μπάνιο της θα μπορούσε να είχε παρθεί από το «Carrie» ή από ταινία του Argento! Από αυτό το σημείο και μετά, η λογική της ταινίας αλλάζει. Γίνεται ένα δικαστικό δράμα. Και ο Akin χάνει για λίγο την ισορροπία του. Το ασπρόμαυρο κυριαρχεί στη δικαστική αίθουσα, το ασπρόμαυρο κυριαρχεί και σε ότι αφορά τους συμμετέχοντες στη δίκη. Οι νεοναζί κατηγορούμενοι (η κοπέλα με το ποδήλατο όπου ήταν παγιδευμένη η βόμβα και ο σύντροφός της) και ο δικηγόρος τους σκιαγραφούνται ως το απόλυτο κακό και η Kruger και ο δικός της δικηγόρος ως το απόλυτο καλό.
Λογικό (υπερβολική χρήση της λέξης, αλλά ναι, απολύτως δικαιολογημένα): σκατά στους φασίστες και δεν μπορεί φασίστας να είναι καλός άνθρωπος. Αλλά να, ίσως θα μπορούσε να το δουλέψει λίγο περισσότερο αυτό το τμήμα ο σκηνοθέτης. Ήταν εύκολο γι' αυτόν να το αφήσει έτσι όπως τελικά μας το παρουσιάζει. Τέλος πάντων. Στις σκηνές του δικαστηρίου κάνει μεγάλη εμφάνα και ο Γιάννης Οικονομίδης, ο γνωστός σκηνοθέτης μας, που υποδύεται έναν χρυσαυγίτη (!!!) ο οποίος δίνει άλλοθι στους κατηγορούμενους (ότι και καλά, την εποχή που έγινε η επίθεση, βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του, στην Ελλάδα), όταν ο ίδιος ο πατέρας του νεοναζί τον κατηγορεί ξεκάθαρα ως βέβαιο οργανωτή της επίθεσης (πάρα πολύ καλός για άλλη μια φορά ο Ulrich Tukur στον μικρό του ρόλο). Και μετά; Η δικαιοσύνη όντας τυφλή (ή κάνοντας τα στραβά μάτια εκεί που θέλει) βγάζει απόφαση που σπιλώνει τη μνήμη των νεκρών και που δεν δικαιώνει αυτούς που έμειναν πίσω. Και σας ρωτώ: εσείς τι θα κάνατε στη θέση της Kruger; Θα συγχωρούσατε τους ενόχους; Μπράβο, αυτό θα σας έκανε καλούς Χριστιανούς. Ή θα ζητούσατε να πάρετε εκδίκηση; Κι εδώ μπαίνει και πάλι το ακανθώδες ζήτημα της αυτοδικίας. Κι άλλη παρένθεση εδώ: στο «120 χτύποι το λεπτό» τα μέλη της γαλλικής Act Up, βλέποντας πως η κυβέρνηση Μιτεράν και η δικαιοσύνη δεν κάνουν τίποτε για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του Aids, προβαίνουν σε δυναμικές αντιδράσεις. Μεταξύ αυτών, πετάνε μπαλόνια ή καπότες γεμάτες με ψεύτικο αίμα, σε ανευθυνο-υπεύθυνους. Δεν είναι αυτό... αυτοδικία; Δεν αντιδρούν σε κάτι που μπορεί να στερήσει τη ζωή τους, που τους αδικεί κατάφωρα, παίρνοντας το νόμο στα χέρια τους; Έχουν άδικο; Δεν ασκούν βία; Ναι, οι γραμμές είναι πολύ λεπτές, αλλά εδώ κολλάει ένα παλιό σύνθημα των αναρχικών: «καμιά πράξη βίας δεν είναι αδικαιολόγητη σε έναν κόσμο τελείως αδικαιολόγητο», εντάξει; Αυτοδικία, λοιπόν. Το ποιος θα αποφασίσει αν είναι «σωστή» ή «λάθος» έχει να κάνει με το από ποια μεριά του φράχτη βρίσκεσαι. Εδώ, ευτυχώς, σε αντίθεση με τις σκηνές στο δικαστήριο, ο Akin το παλεύει το θέμα, όπως και η πρωταγωνίστριά του. Ο άνδρας της σκοτώθηκε, το παιδί της σκοτώθηκε, η δικαιοσύνη την πρόδωσε και οι δολοφόνοι βρίσκονται εκεί έξω (στην Ελλάδα συγκεκριμένα!!!), να κρύβονται (γνωστά θρασύδειλα), μέχρις ότου αποφασίσουν να προχωρήσουν σε κάποια άλλη πράξη βίας, για την οποία υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μείνουν για άλλη μια φορά ατιμώρητοι. Οπότε, τι κάνεις; Πώς πολεμάς τον φασισμό;
Αν βάλει απλά τα εκρηκτικά και σκοτώσει τους ενόχους, όπως σχεδιάζει αρχικά η Kruger, θα εξισωθεί με αυτούς στα βλέμματα κάποιων θεατών – όχι όλων, αλλά λέμε. Δεν μπορεί όμως και να τους αφήσει και ατιμώρητους. Οπότε... Συγκλονιστική ταινία, που σε στιγμές θυσιάζει τη λεπτότητα υπέρ του μηνύματος. Αυτό.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 5 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Rosebud.21 χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Η Κάτια είναι μια Γερμανίδα που ζει στο Αμβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον κουρδικής καταγωγής Νούρι Σεκέρτσι, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών. Εκεί θα τον παντρευτεί. Έξι χρόνια μετά, ο Νούρι έχει βγει από τη φυλακή, δουλεύει ως νομοταγής πολίτης και επιχειρηματίας, η Κάτια κρατάει τα λογιστικά του βιβλία κι έχουν αποκτήσει μαζί κι έναν αξιολάτρευτο γιο, τον Ρόκο. Μια μέρα η Κάτια θα αφήσει τον Ρόκο στο γραφείο του πατέρα του για να πάει με την κολλητή της σε ένα σπα. Επιστρέφοντας, θα μάθει τα άσχημα νέα: έκρηξη βόμβας διέλυσε το γραφείο και σκότωσε τον Νούρι και τον Ρόκο! Η Κάτια είναι συντετριμμένη, τόσο που θέλει να βάλει τέλος στη ζωή της. Όταν η αστυνομία, με τη βοήθεια της Κάτιας, παύει να ψάχνει στην κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ως κίνητρο της βομβιστικής επίθεσης, αλλά συλλαμβάνει δύο νεοναζί ως υπαίτιους, υποκινούμενους από ρατσιστικό μίσος, η Κάτια παίρνει κουράγιο για να τους δει να τιμωρούνται. Θα τιμωρηθούν όμως; Μπορεί η δικαιοσύνη να τη δικαιώσει; Ή θα χρειαστεί να πάρει η ίδια το νόμο στα χέρια της;
Η άποψή μας: Μετά την αστοχία της «Μαχαιριάς» και το μικρό αλλά γλυκύτατο «Βερολίνο, Αντίο», που είδαμε (οι λίγοι που το είδαμε) φέτος στις αίθουσες της χώρας μας, ο Akin επιστρέφει σε ακόμα μεγαλύτερη φόρμα με τούτη τη δραματική ταινία. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Diane Kruger, παίζει για πρώτη φορά την Γερμανίδα σε γερμανική παραγωγή, όντας... Γερμανίδα. Η γυναίκα έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες, κυρίως όμως γαλλικές ή και χολιγουντιανές παραγωγές. Κλείνουμε την παρένθεση. Τούτη η ταινία έχει σαφή διακριτά μέρη. Στην αρχή, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Akin μας παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές της ταινίας του και με λιτές λεπτομέρειες μας βάζει στον κόσμο τους. Δεν φαφλατίζει, δεν απεραντολογεί, είναι καίριος, άμεσος, μας συστήνει τους ήρωές του και δεν μπορούμε παρά να τους συμπαθήσουμε. Ναι ρε παιδί μου, κι ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά άνθρωπος μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να γίνει συνειδητοποιημένος πολίτης, θετικός για το κοινωνικό σύνολο, καλός οικογενειάρχης, όλα αυτά. Και μετά έρχεται η έκρηξη. Και η απώλεια. Και ο θάνατος. Και στο κάδρο κυριαρχεί πλέον η Kruger. Που πνίγεται μέσα στη θλίψη. Που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έγινε και γιατί έγινε. Που δεν μπορεί να συνέλθει. Που είναι διαλυμένη. Αλλά που έχει τη διαύγεια να υπερασπιστεί τη μνήμη του άνδρα της και του παιδιού της. Όταν η αστυνομία αφήνει υπονοούμενα ότι ο άνδρας της έμπλεξε ξανά με τα ναρκωτικά και πως η έκρηξη είχε ως κίνητρο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντιδράει. Λογικά.
Και αντιπροτείνει κάτι που της φαίνεται απολύτως λογικό επίσης: τη βόμβα την έβαλαν νεοναζί. Έτσι κι αλλιώς, καθώς έφευγε από το γραφείο, μίλησε με μια κοπέλα που άφησε το ποδήλατό της έξω από το γραφείο. Μια κοπέλα με χαρακτηριστικά... Άριας φυλής. Δεν την πιστεύει όμως κανείς. Και προχωράει σε μια πράξη, που εκείνη τη στιγμή της φαίνεται η πιο... λογική (και πάλι, αυτό το άτιμο το μυαλό – spoiler alert!!!). Και με κάποιο τρόπο συναντά την ταινία «Η ψυχή και το σώμα», που άνοιξε την αυλαία του εφετινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η σκηνή που βγαίνει η Kruger από το γεμάτο αίμα μπάνιο της θα μπορούσε να είχε παρθεί από το «Carrie» ή από ταινία του Argento! Από αυτό το σημείο και μετά, η λογική της ταινίας αλλάζει. Γίνεται ένα δικαστικό δράμα. Και ο Akin χάνει για λίγο την ισορροπία του. Το ασπρόμαυρο κυριαρχεί στη δικαστική αίθουσα, το ασπρόμαυρο κυριαρχεί και σε ότι αφορά τους συμμετέχοντες στη δίκη. Οι νεοναζί κατηγορούμενοι (η κοπέλα με το ποδήλατο όπου ήταν παγιδευμένη η βόμβα και ο σύντροφός της) και ο δικηγόρος τους σκιαγραφούνται ως το απόλυτο κακό και η Kruger και ο δικός της δικηγόρος ως το απόλυτο καλό.
Λογικό (υπερβολική χρήση της λέξης, αλλά ναι, απολύτως δικαιολογημένα): σκατά στους φασίστες και δεν μπορεί φασίστας να είναι καλός άνθρωπος. Αλλά να, ίσως θα μπορούσε να το δουλέψει λίγο περισσότερο αυτό το τμήμα ο σκηνοθέτης. Ήταν εύκολο γι' αυτόν να το αφήσει έτσι όπως τελικά μας το παρουσιάζει. Τέλος πάντων. Στις σκηνές του δικαστηρίου κάνει μεγάλη εμφάνα και ο Γιάννης Οικονομίδης, ο γνωστός σκηνοθέτης μας, που υποδύεται έναν χρυσαυγίτη (!!!) ο οποίος δίνει άλλοθι στους κατηγορούμενους (ότι και καλά, την εποχή που έγινε η επίθεση, βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του, στην Ελλάδα), όταν ο ίδιος ο πατέρας του νεοναζί τον κατηγορεί ξεκάθαρα ως βέβαιο οργανωτή της επίθεσης (πάρα πολύ καλός για άλλη μια φορά ο Ulrich Tukur στον μικρό του ρόλο). Και μετά; Η δικαιοσύνη όντας τυφλή (ή κάνοντας τα στραβά μάτια εκεί που θέλει) βγάζει απόφαση που σπιλώνει τη μνήμη των νεκρών και που δεν δικαιώνει αυτούς που έμειναν πίσω. Και σας ρωτώ: εσείς τι θα κάνατε στη θέση της Kruger; Θα συγχωρούσατε τους ενόχους; Μπράβο, αυτό θα σας έκανε καλούς Χριστιανούς. Ή θα ζητούσατε να πάρετε εκδίκηση; Κι εδώ μπαίνει και πάλι το ακανθώδες ζήτημα της αυτοδικίας. Κι άλλη παρένθεση εδώ: στο «120 χτύποι το λεπτό» τα μέλη της γαλλικής Act Up, βλέποντας πως η κυβέρνηση Μιτεράν και η δικαιοσύνη δεν κάνουν τίποτε για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του Aids, προβαίνουν σε δυναμικές αντιδράσεις. Μεταξύ αυτών, πετάνε μπαλόνια ή καπότες γεμάτες με ψεύτικο αίμα, σε ανευθυνο-υπεύθυνους. Δεν είναι αυτό... αυτοδικία; Δεν αντιδρούν σε κάτι που μπορεί να στερήσει τη ζωή τους, που τους αδικεί κατάφωρα, παίρνοντας το νόμο στα χέρια τους; Έχουν άδικο; Δεν ασκούν βία; Ναι, οι γραμμές είναι πολύ λεπτές, αλλά εδώ κολλάει ένα παλιό σύνθημα των αναρχικών: «καμιά πράξη βίας δεν είναι αδικαιολόγητη σε έναν κόσμο τελείως αδικαιολόγητο», εντάξει; Αυτοδικία, λοιπόν. Το ποιος θα αποφασίσει αν είναι «σωστή» ή «λάθος» έχει να κάνει με το από ποια μεριά του φράχτη βρίσκεσαι. Εδώ, ευτυχώς, σε αντίθεση με τις σκηνές στο δικαστήριο, ο Akin το παλεύει το θέμα, όπως και η πρωταγωνίστριά του. Ο άνδρας της σκοτώθηκε, το παιδί της σκοτώθηκε, η δικαιοσύνη την πρόδωσε και οι δολοφόνοι βρίσκονται εκεί έξω (στην Ελλάδα συγκεκριμένα!!!), να κρύβονται (γνωστά θρασύδειλα), μέχρις ότου αποφασίσουν να προχωρήσουν σε κάποια άλλη πράξη βίας, για την οποία υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μείνουν για άλλη μια φορά ατιμώρητοι. Οπότε, τι κάνεις; Πώς πολεμάς τον φασισμό;
Αν βάλει απλά τα εκρηκτικά και σκοτώσει τους ενόχους, όπως σχεδιάζει αρχικά η Kruger, θα εξισωθεί με αυτούς στα βλέμματα κάποιων θεατών – όχι όλων, αλλά λέμε. Δεν μπορεί όμως και να τους αφήσει και ατιμώρητους. Οπότε... Συγκλονιστική ταινία, που σε στιγμές θυσιάζει τη λεπτότητα υπέρ του μηνύματος. Αυτό.
(η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 5 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Ολύμπιον και σε επανάληψη το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Rosebud.21 χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Έχουμε λίγο απελπιστεί με το θέμα «ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος». Ευτυχώς, η πρώτη ταινία του συγκεκριμένου... είδους που είδαμε φέτος στο φεστιβάλ δεν ήταν σίγουρα κακή. Μιλάμε για το «Infinity Baby» του Bob Byington. Μια ταινία, που έχει από πίσω της την Faliro House του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου. Μια ταινία, που προβλήθηκε στο φεστιβάλ μας στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Μια... ασπρόμαυρη ταινία!
Η υπόθεση: Στο κοντινό μέλλον, μια εταιρία που πειραματίζεται με βλαστοκύτταρα «κατασκευάζει» μέσω μετάλλαξης και εντελώς κατά λάθος, χίλια περίπου μωρά, τα οποία δεν μεγαλώνουν ποτέ! Είναι τα «Αιώνια Μωρά», όπως χαρακτηρίζονται – και αυτό είναι και το όνομα που παίρνει η εταιρία. Πρόεδρος και διευθύνοντας σύμβουλος της εταιρίας είναι ο γεμάτος έπαρση Νίο, στην εταιρία δουλεύει ως «γενικών καθηκόντων», ο ανιψιός του Νίο, ο Μπεν και οι Μάλκολμ και Λάρι είναι δύο υπάλληλοι που λειτουργούν κάπως ως... πελαργοί, καθώς παραδίδουν τα μωρά σε αυτούς που ενδιαφέροντα να τα μεγαλώσουν! Με το αζημίωτο! Τα πλεονεκτήματα των συγκεκριμένων μωρών είναι πως δεν μεγαλώνουν ποτέ, πως τρώνε ελάχιστα, πως η πάνα τους χρειάζεται αλλαγή μόνο μία φορά την εβδομάδα και πως αυτό που κάνουν – κυρίως – είναι να κοιμούνται. Και ο Μπεν, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αιώνιο μωρό, καθώς δεν δείχνει ικανός να ωριμάσει σε ότι αφορά στις σχέσεις του με τις γυναίκες...
Η άποψή μας: Εδώ, κάτι καλό συμβαίνει. Εδώ, βλέπεις μια ταινία στην οποία και δεν βαριέσαι και όντως υπάρχουν στιγμές όπου πραγματικά γελάς! Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με ότι συμβαίνει συνήθως σε ταινίες του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Η κωμωδία είναι πεντακάθαρη και το καλό είναι πως η ταινία διαχειρίζεται και διαπραγματεύεται πραγματικά δεκάδες σοβαρότατα πράγματα, τα οποία συμπυκνώνει σε μια διάρκεια μόλις 71 λεπτών, οπότε και δεν πλατειάζει και δεν ξεχειλώνει και παραδόξως αναλύει αρκούντως – τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά. Πχ, αυτή καθαυτή η ιδέα των «Αιώνιων Μωρών»! Μωρά που αυτός που θα τα «αγοράσει» και θα τα φροντίζει, ουσιαστικά θα έχει τα καλά τους κι όχι τα... κακά τους (μουάχαχαχαχαχα). Γιατί να ανησυχείς για το πως θα μεγαλώσει το παιδί σου, τι ανατροφή θα του προσφέρεις, σε ποιο σχολείο θα πάει κι άλλα τέτοια φοβερά και τρομερά ζητήματα; Παίρνεις ένα αιώνιο μωρό (σημείωση: το μωρό που χρησιμοποίησαν για τα σχετικά πλάνα οι άτιμοι οι δημιουργοί είναι πραγματικά γλυκύτατο!) και ξεμπερδεύεις!
Εδώ, μπαίνει και μπλέκει όμορφα η ιστορία με τον Μπεν, τον οποίο υποδύεται σούπερ, ο Kieran Culkin. Ο Μπεν είναι μεν ενήλικας αλλά είναι ουσιαστικά ένα αρσενικό κλισέ, ένα... παιδί που δεν λέει να μεγαλώσει και να ωριμάσει. Του αρέσουν οι γυναίκες αλλά μόλις προχωρήσει λίγο μέσα στον χρόνο μια σχέση κι αρχίζει να τίθεται ζήτημα γάμου και τεκνοποιίας, ο Μπεν «κλωτσάει». Και χρησιμοποιεί έναν πονηρό τρόπο για να απαλλάσσεται από τις σχέσεις του: συστήνει τις κοπέλες του στη «μητέρα» του. Το περισσότερο πάντως γέλιο βγάζουν οι δύο υπάλληλοι που παραδίδουν τα μωρά: ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος! Οι Kevin Corrigan και Martin Starr βγάζουν πάρα πολύ γέλιο με τη συμπεριφορά τους και τις ατάκες τους. Ο δεύτερος... τυφλώνεται από τα κακάκια ενός από τα μωρά. Μην αγχώνεστε: δεν έχουμε εδώ το χιούμορ ταινίας όπως το «American Pie». Χιούμορ δηλαδή για πιτσιρικάδες, που προκύπτει συχνά πυκνά με σχόλια για τις σωματικές εκκρίσεις και απεκκρίσεις. Όχι. Εδώ το γέλιο είναι αποτέλεσμα εγκεφαλικής διαδικασίας. Και πάλι δεν καπελώνει την ταινία. Πχ, ο μουσάτος «ηλίθιος» μετατρέπεται σε πρώτης τάξεως πατέρα στο φινάλε της ταινίας, καθώς το σενάριο γίνεται πολύ τρυφερό. Κι έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει, ντεμέκ απευθυνόμενος στην κόρη του, αλλά εντέλει είναι ένα σχόλιο που κάνει ο σκηνοθέτης για τούτη την ταινία αλλά και για όλη του τη φιλμογραφία. Το ενδιαφέρον λοιπόν στις ταινίες είναι να βλέπεις εκείνες όπου οι ήρωες αλλάζουν από την αρχή στο τέλος. Τους συμβαίνουν πράγματα που τους διαφοροποιούν, τους βελτιώνουν, τους ωριμάζουν. Μπορεί να μην ισχύει στην περίπτωση των περισσότερων ηρώων στη συγκεκριμένη ταινία, σίγουρα όμως ισχύει για τον μουσάτο φίλο μας.
Καλά περάσαμε η αλήθεια είναι!
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Στο κοντινό μέλλον, μια εταιρία που πειραματίζεται με βλαστοκύτταρα «κατασκευάζει» μέσω μετάλλαξης και εντελώς κατά λάθος, χίλια περίπου μωρά, τα οποία δεν μεγαλώνουν ποτέ! Είναι τα «Αιώνια Μωρά», όπως χαρακτηρίζονται – και αυτό είναι και το όνομα που παίρνει η εταιρία. Πρόεδρος και διευθύνοντας σύμβουλος της εταιρίας είναι ο γεμάτος έπαρση Νίο, στην εταιρία δουλεύει ως «γενικών καθηκόντων», ο ανιψιός του Νίο, ο Μπεν και οι Μάλκολμ και Λάρι είναι δύο υπάλληλοι που λειτουργούν κάπως ως... πελαργοί, καθώς παραδίδουν τα μωρά σε αυτούς που ενδιαφέροντα να τα μεγαλώσουν! Με το αζημίωτο! Τα πλεονεκτήματα των συγκεκριμένων μωρών είναι πως δεν μεγαλώνουν ποτέ, πως τρώνε ελάχιστα, πως η πάνα τους χρειάζεται αλλαγή μόνο μία φορά την εβδομάδα και πως αυτό που κάνουν – κυρίως – είναι να κοιμούνται. Και ο Μπεν, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αιώνιο μωρό, καθώς δεν δείχνει ικανός να ωριμάσει σε ότι αφορά στις σχέσεις του με τις γυναίκες...
Η άποψή μας: Εδώ, κάτι καλό συμβαίνει. Εδώ, βλέπεις μια ταινία στην οποία και δεν βαριέσαι και όντως υπάρχουν στιγμές όπου πραγματικά γελάς! Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με ότι συμβαίνει συνήθως σε ταινίες του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Η κωμωδία είναι πεντακάθαρη και το καλό είναι πως η ταινία διαχειρίζεται και διαπραγματεύεται πραγματικά δεκάδες σοβαρότατα πράγματα, τα οποία συμπυκνώνει σε μια διάρκεια μόλις 71 λεπτών, οπότε και δεν πλατειάζει και δεν ξεχειλώνει και παραδόξως αναλύει αρκούντως – τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά. Πχ, αυτή καθαυτή η ιδέα των «Αιώνιων Μωρών»! Μωρά που αυτός που θα τα «αγοράσει» και θα τα φροντίζει, ουσιαστικά θα έχει τα καλά τους κι όχι τα... κακά τους (μουάχαχαχαχαχα). Γιατί να ανησυχείς για το πως θα μεγαλώσει το παιδί σου, τι ανατροφή θα του προσφέρεις, σε ποιο σχολείο θα πάει κι άλλα τέτοια φοβερά και τρομερά ζητήματα; Παίρνεις ένα αιώνιο μωρό (σημείωση: το μωρό που χρησιμοποίησαν για τα σχετικά πλάνα οι άτιμοι οι δημιουργοί είναι πραγματικά γλυκύτατο!) και ξεμπερδεύεις!
Εδώ, μπαίνει και μπλέκει όμορφα η ιστορία με τον Μπεν, τον οποίο υποδύεται σούπερ, ο Kieran Culkin. Ο Μπεν είναι μεν ενήλικας αλλά είναι ουσιαστικά ένα αρσενικό κλισέ, ένα... παιδί που δεν λέει να μεγαλώσει και να ωριμάσει. Του αρέσουν οι γυναίκες αλλά μόλις προχωρήσει λίγο μέσα στον χρόνο μια σχέση κι αρχίζει να τίθεται ζήτημα γάμου και τεκνοποιίας, ο Μπεν «κλωτσάει». Και χρησιμοποιεί έναν πονηρό τρόπο για να απαλλάσσεται από τις σχέσεις του: συστήνει τις κοπέλες του στη «μητέρα» του. Το περισσότερο πάντως γέλιο βγάζουν οι δύο υπάλληλοι που παραδίδουν τα μωρά: ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος! Οι Kevin Corrigan και Martin Starr βγάζουν πάρα πολύ γέλιο με τη συμπεριφορά τους και τις ατάκες τους. Ο δεύτερος... τυφλώνεται από τα κακάκια ενός από τα μωρά. Μην αγχώνεστε: δεν έχουμε εδώ το χιούμορ ταινίας όπως το «American Pie». Χιούμορ δηλαδή για πιτσιρικάδες, που προκύπτει συχνά πυκνά με σχόλια για τις σωματικές εκκρίσεις και απεκκρίσεις. Όχι. Εδώ το γέλιο είναι αποτέλεσμα εγκεφαλικής διαδικασίας. Και πάλι δεν καπελώνει την ταινία. Πχ, ο μουσάτος «ηλίθιος» μετατρέπεται σε πρώτης τάξεως πατέρα στο φινάλε της ταινίας, καθώς το σενάριο γίνεται πολύ τρυφερό. Κι έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει, ντεμέκ απευθυνόμενος στην κόρη του, αλλά εντέλει είναι ένα σχόλιο που κάνει ο σκηνοθέτης για τούτη την ταινία αλλά και για όλη του τη φιλμογραφία. Το ενδιαφέρον λοιπόν στις ταινίες είναι να βλέπεις εκείνες όπου οι ήρωες αλλάζουν από την αρχή στο τέλος. Τους συμβαίνουν πράγματα που τους διαφοροποιούν, τους βελτιώνουν, τους ωριμάζουν. Μπορεί να μην ισχύει στην περίπτωση των περισσότερων ηρώων στη συγκεκριμένη ταινία, σίγουρα όμως ισχύει για τον μουσάτο φίλο μας.
Καλά περάσαμε η αλήθεια είναι!
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Κλείνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με άλλη μια αμερικάνικη ανεξάρτητη ταινία – ήταν να μην πάρουμε... φόρα! Το «Κολόμπους» (Columbus) αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νοτιοκορεάτη καλλιτέχνη που είναι γνωστός με ένα μόνο όνομα: Kogonada. Έχει συμπεριληφθεί από το περιοδικό Filmmaker στην περίφημη λίστα με τα 25 πρόσωπα του ανεξάρτητου κινηματογράφου για τα έργα και τις κριτικές που του ανατέθηκαν από την Criterion Collection και το περιοδικό Sight & Sound. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς.
Η υπόθεση: Ο Τζιν είναι ένας κορεατικής καταγωγής νεαρός άνδρας. Δεν έχει και πολύ καλές σχέσεις με τον διάσημο αρχιτέκτονα πατέρα του. Όταν όμως ο τελευταίος παθαίνει εγκεφαλικό λίγο πριν ξεκινήσει μια ομιλία του, ο Τζιν καταφθάνει στο Κολόμπους της Ιντιάνα, καθώς τον ενημερώνει σχετικά μια από τις πιο ταλαντούχες μαθήτριες του πατέρα του και παλιό φλερτ (;) του Τζιν, η Έλενορ. Το Κολόμπους έχει χαρακτηριστεί ως «η Αθήνα στην κοιλάδα» ή «η Μέκκα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής». Ο Τζιν περιμένει το μοιραίο χωρίς ιδιαίτερη αγωνία, απλώς από υποχρέωση: ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Η Κέισι είναι μια πιτσιρίκα, γέννημα-θρέμμα του Κολόμπους, που δουλεύει στην κεντρική βιβλιοθήκη της πόλης. Η Κέισι έχει μια πολύ καλή σχέση με τη μητέρα της – καμία σχέση με τη... σχέση που έχει ο Τζιν με τον πατέρα του. Η μητέρα της Κέισι είναι χρήστης meth. Η Κέισι νιώθει ότι πρέπει να μείνει μαζί της, κι ας χαραμίζει τις όποιες προοπτικές να πάει να σπουδάσει και να ξεφύγει, καθώς είναι έξυπνη και εύστροφη. Ο Τζιν και η Κέισι θα συναντηθούν και θα έρθουν κοντά χάρη στην αγάπη τους για τα μοντέρνα κτίρια, την επιθυμία τους για μια άλλη ζωή και την έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσά τους...
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι πράγματι υπέροχη να τη βλέπεις και να την ακούς. Ο Kogonada έχοντας στόχο να αποτίσει φόρο τιμής στον Yasujiro Ozu και ιδιαίτερα στην ταινία του Ιάπωνα μετρ, το «Tokyo Story», τα καταφέρνει σε αυτό το επίπεδο. Το αποτέλεσμα είναι ένα οπτικοακουστικό ποίημα, που όμως σακατεύεται τόσο πολύ από τους ρυθμούς του, έτσι ώστε να υπάρχουν μπόλικες στιγμές κατά τη διάρκειά του, που παθαίνεις πλάκα μεν με αυτό που βλέπεις, αλλά απλά δεν σε ενδιαφέρει. Ή... βαριέσαι. Τόσο απλά. Το καστ είναι συμπαθέστατο (κι εδώ, όπως στο «Infinity Baby», βασικό ρόλο έχει ένας από την οικογένεια Culkin – εδώ είναι ο συμπαθέστατος Rory), έχουμε υπέροχη πραγματικά φωτογραφία, απίστευτες γωνίες λήψεις και κάδρα (μιας που η ταινία ασχολείται και με την αρχιτεκτονική) τόσο τέλεια στη δομή, στο στήσιμο, στη σύνθεσή τους, που μπορεί κάθε ένα από αυτά να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης!
Τεράστια, μοντέρνα κτίρια, μικροί άνθρωποι που ζουν σε αυτά. Ναι, πολλές φορές το έργο των ανθρώπων είναι πολύ μεγαλύτερο από τους ίδιους τους ανθρώπους, τόσο ώστε να τους εξαφανίζει. Τελικά, η εικαστική πλευρά της ταινίας σε κρατάει ως θεατή μακριά από το δράμα. Παρά το γεγονός ότι η ιστορία ως ιστορία έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Τέκνα ισχυρών προσωπικοτήτων κουβαλάνε πικρία και απογοητεύσεις αλλά διαχειρίζονται διαφορετικά τη σχέση τους με τον γεννήτορα που τους πρόδωσε. Οι κουβέντες του Τζιν με την Κέισι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, το φλερτ τους είναι εκεί, έτοιμο να φωτίσει την οθόνη, αλλά φευ. Το ενδιαφέρον δράμα λειτουργεί ως ντεκόρ για να στηθούν τα άψογα πλάνα κι όχι το αντίθετο. Θέλω να πω, είναι υπέροχο να βλέπεις τη βροχή έτσι όπως μας την παρουσιάζει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης αλλά είναι σαν να είπε: «εδώ θα βάλω ένα γαμάτο πλάνο βροχής». Οι προοπτικές υπάρχουν για να δούμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα από τον συγκεκριμένο. Αρκεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην ουσία και στη συσκευασία. Γιατί στη συγκεκριμένη ταινία η αισθητική δεν είναι το μήνυμα. Και το μήνυμα απλά δεν το λαμβάνουμε ποτέ...
(η ταινία έχει άλλες δύο επαναληπτικές προβολές στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα: τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου στις 23.00 και την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 13.00 – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Ο Τζιν είναι ένας κορεατικής καταγωγής νεαρός άνδρας. Δεν έχει και πολύ καλές σχέσεις με τον διάσημο αρχιτέκτονα πατέρα του. Όταν όμως ο τελευταίος παθαίνει εγκεφαλικό λίγο πριν ξεκινήσει μια ομιλία του, ο Τζιν καταφθάνει στο Κολόμπους της Ιντιάνα, καθώς τον ενημερώνει σχετικά μια από τις πιο ταλαντούχες μαθήτριες του πατέρα του και παλιό φλερτ (;) του Τζιν, η Έλενορ. Το Κολόμπους έχει χαρακτηριστεί ως «η Αθήνα στην κοιλάδα» ή «η Μέκκα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής». Ο Τζιν περιμένει το μοιραίο χωρίς ιδιαίτερη αγωνία, απλώς από υποχρέωση: ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Η Κέισι είναι μια πιτσιρίκα, γέννημα-θρέμμα του Κολόμπους, που δουλεύει στην κεντρική βιβλιοθήκη της πόλης. Η Κέισι έχει μια πολύ καλή σχέση με τη μητέρα της – καμία σχέση με τη... σχέση που έχει ο Τζιν με τον πατέρα του. Η μητέρα της Κέισι είναι χρήστης meth. Η Κέισι νιώθει ότι πρέπει να μείνει μαζί της, κι ας χαραμίζει τις όποιες προοπτικές να πάει να σπουδάσει και να ξεφύγει, καθώς είναι έξυπνη και εύστροφη. Ο Τζιν και η Κέισι θα συναντηθούν και θα έρθουν κοντά χάρη στην αγάπη τους για τα μοντέρνα κτίρια, την επιθυμία τους για μια άλλη ζωή και την έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσά τους...
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι πράγματι υπέροχη να τη βλέπεις και να την ακούς. Ο Kogonada έχοντας στόχο να αποτίσει φόρο τιμής στον Yasujiro Ozu και ιδιαίτερα στην ταινία του Ιάπωνα μετρ, το «Tokyo Story», τα καταφέρνει σε αυτό το επίπεδο. Το αποτέλεσμα είναι ένα οπτικοακουστικό ποίημα, που όμως σακατεύεται τόσο πολύ από τους ρυθμούς του, έτσι ώστε να υπάρχουν μπόλικες στιγμές κατά τη διάρκειά του, που παθαίνεις πλάκα μεν με αυτό που βλέπεις, αλλά απλά δεν σε ενδιαφέρει. Ή... βαριέσαι. Τόσο απλά. Το καστ είναι συμπαθέστατο (κι εδώ, όπως στο «Infinity Baby», βασικό ρόλο έχει ένας από την οικογένεια Culkin – εδώ είναι ο συμπαθέστατος Rory), έχουμε υπέροχη πραγματικά φωτογραφία, απίστευτες γωνίες λήψεις και κάδρα (μιας που η ταινία ασχολείται και με την αρχιτεκτονική) τόσο τέλεια στη δομή, στο στήσιμο, στη σύνθεσή τους, που μπορεί κάθε ένα από αυτά να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης!
Τεράστια, μοντέρνα κτίρια, μικροί άνθρωποι που ζουν σε αυτά. Ναι, πολλές φορές το έργο των ανθρώπων είναι πολύ μεγαλύτερο από τους ίδιους τους ανθρώπους, τόσο ώστε να τους εξαφανίζει. Τελικά, η εικαστική πλευρά της ταινίας σε κρατάει ως θεατή μακριά από το δράμα. Παρά το γεγονός ότι η ιστορία ως ιστορία έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Τέκνα ισχυρών προσωπικοτήτων κουβαλάνε πικρία και απογοητεύσεις αλλά διαχειρίζονται διαφορετικά τη σχέση τους με τον γεννήτορα που τους πρόδωσε. Οι κουβέντες του Τζιν με την Κέισι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, το φλερτ τους είναι εκεί, έτοιμο να φωτίσει την οθόνη, αλλά φευ. Το ενδιαφέρον δράμα λειτουργεί ως ντεκόρ για να στηθούν τα άψογα πλάνα κι όχι το αντίθετο. Θέλω να πω, είναι υπέροχο να βλέπεις τη βροχή έτσι όπως μας την παρουσιάζει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης αλλά είναι σαν να είπε: «εδώ θα βάλω ένα γαμάτο πλάνο βροχής». Οι προοπτικές υπάρχουν για να δούμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα από τον συγκεκριμένο. Αρκεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην ουσία και στη συσκευασία. Γιατί στη συγκεκριμένη ταινία η αισθητική δεν είναι το μήνυμα. Και το μήνυμα απλά δεν το λαμβάνουμε ποτέ...
(η ταινία έχει άλλες δύο επαναληπτικές προβολές στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα: τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου στις 23.00 και την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου στις 13.00 – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)