του Θόδωρου Γιαχουστίδη
3η ανταπόκριση – Σάββατο 4 Νοεμβρίου
Βρε πως περνάει ο καιρός...
Βρε πως περνάει ο καιρός...
Κοιτάξτε τώρα φάση. Βγαίνουμε με την πρόεδρο της κριτικής επιτροπής της FIPRESCI, την Ola από την Πολωνία, to know as better και να κάνουμε σχέδια επί χάρτου για το πως θα δούμε τις ταινίες κι άλλα διαδικαστικά, μετά τύρου και αχλαδίου. Μας λείπει και ο τρίτος της παρέας, ο Thomas από τη Γερμανία. Εν πάση περιπτώσει, περπατάμε στο ιστορικό κέντρο – με μεγάλη μου χαρά κάνω και λίγο τον ξεναγό και τσουπ, να 'σου ο Γεωργίου μέσα σε αμάξι να με χαιρετάει! «Πού είσαι ρε Γιαχού;». Ξέρετε τώρα, σταματάει το αμάξι, σταματάει την κίνηση, γίνεται γενικώς της πόρνης κι εμείς χαιρετιόμαστε σαν από διαφήμιση γνωστής μάρκας μπύρας! Από πότε έχω να δω τον Γεωργίου; Νομίζω από τότε που φύγαμε από το λύκειο, 157 χρόνια πίσω δηλαδή! Ίσως να τον είχα δει και στις Σέρρες κάποια στιγμή. Αλλά πάλι... Κοίτα να δεις. Τυχαίνει να βλέπω γνωστούς στο δρόμο, χαιρετιόμαστε, η Ola εντυπωσιάζεται: «it seems that you know them all». 'Νταξ, κυριλέ! Τελειώνουμε με αυτό. Πάω να δω ταινία στις 18.00, στην ουρά άλλος παλιός συμμαθητής από τις Σέρρες, φοβερός σινεφίλ, δεν αφήνει και συναυλία για συναυλία, ο Βασίλης (ρε, καλά θυμάμαι το όνομα, για μπούρδες λέω;). Τι κάνεις, πού είσαι, τα γνωστά. Μέσα στην αίθουσα πλησιάζει τον Δημοσθένη η Ελένη: «γεια σου Θόδωρε, έχω κρατημένα αποκόμματα από κείμενα που έγραφες στον εξώστη». Κοίτα να δεις ρε φίλε, μπαίνουμε στις ζωές ανθρώπων άμεσα ή έμμεσα! Φοβερό! Κουβαλάμε ευθύνες κύριε. Δεν εκτιθέμεθα μόνον, κάνουμε και μια ιστορική καταγραφή κατά μία έννοια. Και μας διαβάζει κόσμος. Αλλά μήπως δεν περνάει ο χρόνος; Μήπως ο χρόνος είναι ακίνητος και περνάμε εμείς, που έχει γραμμένο σε τοίχο ο Ραϊσης στην ταινία του;
Με τέσσερις ταινίες θα ασχοληθούμε στη σημερινή ανταπόκριση. Δύο που έχουμε ήδη δει σε προηγούμενα φεστιβάλ και τα περνάμε εδώ ως προτάσεις και δύο που είδαμε στο δικό μας φεστιβάλ και λέμε τη γνώμη μας γι' αυτές. Επαναλαμβάνουμε, δεν θα διαβάσετε εδώ απόψεις και κριτικές προσεγγίσεις για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος αλλά και του ελληνικού φεστιβάλ. Η δεοντολογία πάνω από όλα...
Με τέσσερις ταινίες θα ασχοληθούμε στη σημερινή ανταπόκριση. Δύο που έχουμε ήδη δει σε προηγούμενα φεστιβάλ και τα περνάμε εδώ ως προτάσεις και δύο που είδαμε στο δικό μας φεστιβάλ και λέμε τη γνώμη μας γι' αυτές. Επαναλαμβάνουμε, δεν θα διαβάσετε εδώ απόψεις και κριτικές προσεγγίσεις για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος αλλά και του ελληνικού φεστιβάλ. Η δεοντολογία πάνω από όλα...
Η Ινδία δεν είναι μια χώρα της οποίας τις ταινίες έχουμε την ευκαιρία να δούμε συχνά στην Ελλάδα. Έχουν το Bollywood τους κι έχουν και κάποιες ταινίες που ξεχωρίζουν εντός ή εκτός φεστιβάλ, ταινίες που δεν είναι παραγωγής Bollywood. Πχ, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει το υπέροχο «Παραδόσεις αγάπης» (The Lunchbox, 2013) και το πολύ δυνατό «Το δικαστήριο» (Court, 2014). Ε, λοιπόν, στη φετινή Berlinale, στο τμήμα του φεστιβάλ που ονομάζεται Forum είδαμε μια ινδική ταινία, την οποία λατρέψαμε! Και το δικό μας φεστιβάλ την προβάλει στο αγαπημένο τμήμα των περισσοτέρων, τους «Ανοιχτούς Ορίζοντες». Τίτλος της ταινίας: «Νιούτον» (Newton). Ρε τους μπαγάσες, μιλάμε για σπουδαίο σινεμά!
Η υπόθεση: Ο Νιούτον είναι ένας νεαρός Ινδός που έχει αρχές. Είναι από τους σπάνιους κρατικούς υπαλλήλους που κάνει τη δουλειά του χωρίς να δέχεται λαδώματα: έχει συνείδηση. Οι γονείς του τον πιέζουν να παντρευτεί, εκείνος όμως αντιδράει. Καθώς κηρύσσονται εκλογές στην πολυπληθή χώρα, τη μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη, όπου οι εκλογές κοστίζουν σχεδόν πέντε δισεκατομμύρια δολάρια, ο Νιούτον επιλέγεται (αν και αναπληρωτής αρχικά) να πάει στη ζούγκλα, σε μια απομονωμένη περιοχή, όπου κατοικούν ιθαγενείς Adivasi, για να φέρει εις πέρας την εκλογική διαδικασία. Η περιοχή, όμως, ελέγχεται από μαοϊκούς αντάρτες εδώ και τρεις δεκαετίες! Αντάρτες που στόχος τους είναι να ανατρέψουν την αστική δημοκρατία και να αναλάβουν την εξουσία με τη βία. Έτσι, δίνουν φιρμάνι στους κατοίκους της περιοχής να μην συμμετέχουν στις εκλογές.
Ο Νιούτον όμως είναι πεισματάρης. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο μέρος από τους 76 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους της περιοχής θα εμφανιστεί και θα ψηφίσει! Μαζί του είναι άλλοι δύο κρατικοί λειτουργοί και μια πανέμορφη κοπέλα από την περιοχή, αλλά κι ένας λόχος κυβερνητικών στρατιωτών μαζί με τους αξιωματικούς τους. Οι στρατιωτικοί έχουν αναλάβει να μεταφέρουν με ασφάλεια τον Νιούτον και τους συν αυτό μέσα από τη ζούγκλα στο σχολείο που θα λειτουργήσει ως εκλογικό κέντρο. Καθώς η ζέστη γίνεται ολοένα και χειρότερη και τα κουνούπια γίνονται ολοένα και πιο απειλητικά ο Νιούτον αναρωτιέται: θα πάει εντέλει κανείς να ψηφίσει;
Η άποψή μας: Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο σαφέστατα ταλαντούχος 36χρονος Ινδός σκηνοθέτης Amit V Masurkar. Και με μια λέξη είναι αριστούργημα! Και λογικά αυτή θα είναι μία από τις καλύτερες ταινίες που θα δείτε στο εφετινό φεστιβάλ, οπότε φροντίστε απλά να μην τη χάσετε! Ο δημιουργός κατορθώνει κάτι που φαίνεται απλό αλλά ελάχιστοι το πετυχαίνουν: να ξεκινήσει από το μερικό για να μιλήσει για το γενικό. Και λέει σπουδαία πράγματα με μπόλικο χιούμορ, το οποίο πηγάζει όχι μόνο από τους διαλόγους του σεναρίου αλλά και από τις καταστάσεις. Ο Νιούτον (έτσι βαφτίζει τον εαυτό του ο ήρωάς μας σε σχέση με το Nutan, όπως τον είχαν βαφτίσει οι γονείς του – το γιατί κάνει τη συγκεκριμένη αλλαγή, είναι από τις στιγμές της ταινίας που βγάζει πολύ γέλιο) είναι ένας άνθρωπος με αρχές. Με ήθος. Με σαφή γνώση για το πώς οριοθετείται το καλό και πώς το κακό. Που ακολουθεί πιστά το νόμο. Και που είναι άκαμπτος και ισχυρογνώμων!
Ο Νιούτον θα βρεθεί μέσα σε μια πολύ παράξενη κατάσταση. Θα βιώσει πράγματα που δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Όπως του λέει και η κοπέλα που βοηθάει στη διαδικασία: «το παράξενο είναι πως ζεις δυο μόλις ώρες μακριά από εδώ και δεν έχεις χαμπάρι για το τι γίνεται εδώ πέρα». Και δεν θα αργήσει να καταλάβει πως συμμετέχει σε ένα φιάσκο, σε ένα θέατρο του παραλόγου! Ουσιαστικά, συμμετέχει σε εκλογές «δημοκρατίας με το ζόρι»! Όταν εντέλει εμφανίζονται ψηφοφόροι για να ψηφίσουν (κουβαλιούνται ουσιαστικά με την απειλή όπλου!) ο Νιούτον καταλαβαίνει πως κανείς από τους ανθρώπους αυτούς δεν ξέρει τα κόμματα που συμμετέχουν στις εκλογές και τους υποψηφίους! Πώς να επιλέξουν λοιπόν; Κουτουρού! «Θα το δούνε σαν παιχνίδι» του λέει ο μπαρουτοκαπνισμένος κανάγιας λοχίας για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ο Νιούτον κάποια στιγμή καταλαβαίνει το μάταιο της όλης κατάστασης. Το όλο γίνεται mediaκο σόου, καθώς εμφανίζεται δημοσιογράφος του BBC (!!!) για να επιβεβαιώσει πως στην Ινδία υπάρχει δημοκρατία! Μουάχαχαχαχα.
Τρομερό φιλμ για όλες τις στρεβλώσεις των δυτικών κοινωνιών και των υπό ανάπτυξη χωρών, όπως η Ινδία, με απίστευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές και ακόμα πιο απίστευτη φτώχεια! Το τι ακούγεται στην ταινία: ο διαβητικός βοηθός του Νιούτον λέει κάποια στιγμή: μην τρομάζετε τον κόσμο εδώ – δώστε του τηλεοράσεις, να δουν διαφημίσεις για την Coca Cola και για φαγητά και να δείτε πως θα μπουν στη σειρά. Ένας από τους υποψηφίους για τις εκλογές λέει πως δεν θα ησυχάσει αν δεν δει κάθε νέο της χώρας να έχει στο αριστερό του χέρι ένα λάπτοπ και στο δεξί ένα κινητό! Ο λοχίας που λέγαμε βάζει παιδάκια – ιθαγενείς να τραγουδήσουν: interrogation, λέει στον εμβρόντητο Νιούτον. Ο άλλος από τους υπαλλήλους λέει πως θέλει να... επενδύσει στην περιοχή και ζητάει πληροφορίες από τους φαντάρους. Κι ένας από αυτούς, του απαντάει: πάρε ένα όπλο, πες πως είσαι κομουνιστής και παραδώσου – θα πάρεις καλά λεφτά! Όλα στο βωμό της προπαγάνδας! Ο διαβητικός μαθαίνει αγγλικά βλέποντας ταινίες στο κινητό του, όλες αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης, όπως «Η νύφη του Τσάκι» και ταινίες με ζόμπι ή τζόμπι, όπως τα λέει ο ίδιος! Λέει και τα χαρτιά στον Νιούτον: τον βάζει να διαλέξει τρία χαρτιά. Το ένα αντιπροσωπεύει το παρελθόν, το δεύτερο το παρόν και το τρίτο το μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, του ερμηνεύει το παρελθόν και το παρόν, κάτι συμβαίνει όμως και δεν του λέει για το μέλλον. Αφού ολοκληρωθούν οι εκλογές – παρωδία, ανοίγει και το χαρτί για το μέλλον: είναι ένα άσημο (φαινομενικά) πεντάρι! Χμ, λέει ο υπάλληλος, αν ήταν άσσος, βαλές, ντάμα, θα μπορούσα να σου πω ευχάριστα πράγματα, το πεντάρι, όμως, δεν λέει τίποτε. Κι αυτό που ακολουθεί είναι ό,τι πιο επαναστατικό και υπέροχο έχω δει τελευταία σε ταινία. Γιατί η όμορφη κοπέλα δεν αφήνει το σχόλιο να πέσει κάτω. Τι λες, λέει. Το πέντε παραπέμπει σε αυτό – και μας δείχνει την ανοιχτή παλάμη του ενός χεριού της με τα πέντε δάχτυλα. Το οποίο η συντρόφισσα το κάνει γροθιά και το σηκώνει στον αέρα! Ανατριχίλια!
Τρομερή ταινία, έπαθα πλάκα, γέλασα, συγκινήθηκα, μπήκα σε σκέψεις και κόλλησα αισιοδοξία! Σούπερ!
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 4 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και σε επανάληψη την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου στις 17.15 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Ο Νιούτον είναι ένας νεαρός Ινδός που έχει αρχές. Είναι από τους σπάνιους κρατικούς υπαλλήλους που κάνει τη δουλειά του χωρίς να δέχεται λαδώματα: έχει συνείδηση. Οι γονείς του τον πιέζουν να παντρευτεί, εκείνος όμως αντιδράει. Καθώς κηρύσσονται εκλογές στην πολυπληθή χώρα, τη μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη, όπου οι εκλογές κοστίζουν σχεδόν πέντε δισεκατομμύρια δολάρια, ο Νιούτον επιλέγεται (αν και αναπληρωτής αρχικά) να πάει στη ζούγκλα, σε μια απομονωμένη περιοχή, όπου κατοικούν ιθαγενείς Adivasi, για να φέρει εις πέρας την εκλογική διαδικασία. Η περιοχή, όμως, ελέγχεται από μαοϊκούς αντάρτες εδώ και τρεις δεκαετίες! Αντάρτες που στόχος τους είναι να ανατρέψουν την αστική δημοκρατία και να αναλάβουν την εξουσία με τη βία. Έτσι, δίνουν φιρμάνι στους κατοίκους της περιοχής να μην συμμετέχουν στις εκλογές.
Ο Νιούτον όμως είναι πεισματάρης. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο μέρος από τους 76 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους της περιοχής θα εμφανιστεί και θα ψηφίσει! Μαζί του είναι άλλοι δύο κρατικοί λειτουργοί και μια πανέμορφη κοπέλα από την περιοχή, αλλά κι ένας λόχος κυβερνητικών στρατιωτών μαζί με τους αξιωματικούς τους. Οι στρατιωτικοί έχουν αναλάβει να μεταφέρουν με ασφάλεια τον Νιούτον και τους συν αυτό μέσα από τη ζούγκλα στο σχολείο που θα λειτουργήσει ως εκλογικό κέντρο. Καθώς η ζέστη γίνεται ολοένα και χειρότερη και τα κουνούπια γίνονται ολοένα και πιο απειλητικά ο Νιούτον αναρωτιέται: θα πάει εντέλει κανείς να ψηφίσει;
Η άποψή μας: Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο σαφέστατα ταλαντούχος 36χρονος Ινδός σκηνοθέτης Amit V Masurkar. Και με μια λέξη είναι αριστούργημα! Και λογικά αυτή θα είναι μία από τις καλύτερες ταινίες που θα δείτε στο εφετινό φεστιβάλ, οπότε φροντίστε απλά να μην τη χάσετε! Ο δημιουργός κατορθώνει κάτι που φαίνεται απλό αλλά ελάχιστοι το πετυχαίνουν: να ξεκινήσει από το μερικό για να μιλήσει για το γενικό. Και λέει σπουδαία πράγματα με μπόλικο χιούμορ, το οποίο πηγάζει όχι μόνο από τους διαλόγους του σεναρίου αλλά και από τις καταστάσεις. Ο Νιούτον (έτσι βαφτίζει τον εαυτό του ο ήρωάς μας σε σχέση με το Nutan, όπως τον είχαν βαφτίσει οι γονείς του – το γιατί κάνει τη συγκεκριμένη αλλαγή, είναι από τις στιγμές της ταινίας που βγάζει πολύ γέλιο) είναι ένας άνθρωπος με αρχές. Με ήθος. Με σαφή γνώση για το πώς οριοθετείται το καλό και πώς το κακό. Που ακολουθεί πιστά το νόμο. Και που είναι άκαμπτος και ισχυρογνώμων!
Ο Νιούτον θα βρεθεί μέσα σε μια πολύ παράξενη κατάσταση. Θα βιώσει πράγματα που δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Όπως του λέει και η κοπέλα που βοηθάει στη διαδικασία: «το παράξενο είναι πως ζεις δυο μόλις ώρες μακριά από εδώ και δεν έχεις χαμπάρι για το τι γίνεται εδώ πέρα». Και δεν θα αργήσει να καταλάβει πως συμμετέχει σε ένα φιάσκο, σε ένα θέατρο του παραλόγου! Ουσιαστικά, συμμετέχει σε εκλογές «δημοκρατίας με το ζόρι»! Όταν εντέλει εμφανίζονται ψηφοφόροι για να ψηφίσουν (κουβαλιούνται ουσιαστικά με την απειλή όπλου!) ο Νιούτον καταλαβαίνει πως κανείς από τους ανθρώπους αυτούς δεν ξέρει τα κόμματα που συμμετέχουν στις εκλογές και τους υποψηφίους! Πώς να επιλέξουν λοιπόν; Κουτουρού! «Θα το δούνε σαν παιχνίδι» του λέει ο μπαρουτοκαπνισμένος κανάγιας λοχίας για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ο Νιούτον κάποια στιγμή καταλαβαίνει το μάταιο της όλης κατάστασης. Το όλο γίνεται mediaκο σόου, καθώς εμφανίζεται δημοσιογράφος του BBC (!!!) για να επιβεβαιώσει πως στην Ινδία υπάρχει δημοκρατία! Μουάχαχαχαχα.
Τρομερό φιλμ για όλες τις στρεβλώσεις των δυτικών κοινωνιών και των υπό ανάπτυξη χωρών, όπως η Ινδία, με απίστευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές και ακόμα πιο απίστευτη φτώχεια! Το τι ακούγεται στην ταινία: ο διαβητικός βοηθός του Νιούτον λέει κάποια στιγμή: μην τρομάζετε τον κόσμο εδώ – δώστε του τηλεοράσεις, να δουν διαφημίσεις για την Coca Cola και για φαγητά και να δείτε πως θα μπουν στη σειρά. Ένας από τους υποψηφίους για τις εκλογές λέει πως δεν θα ησυχάσει αν δεν δει κάθε νέο της χώρας να έχει στο αριστερό του χέρι ένα λάπτοπ και στο δεξί ένα κινητό! Ο λοχίας που λέγαμε βάζει παιδάκια – ιθαγενείς να τραγουδήσουν: interrogation, λέει στον εμβρόντητο Νιούτον. Ο άλλος από τους υπαλλήλους λέει πως θέλει να... επενδύσει στην περιοχή και ζητάει πληροφορίες από τους φαντάρους. Κι ένας από αυτούς, του απαντάει: πάρε ένα όπλο, πες πως είσαι κομουνιστής και παραδώσου – θα πάρεις καλά λεφτά! Όλα στο βωμό της προπαγάνδας! Ο διαβητικός μαθαίνει αγγλικά βλέποντας ταινίες στο κινητό του, όλες αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης, όπως «Η νύφη του Τσάκι» και ταινίες με ζόμπι ή τζόμπι, όπως τα λέει ο ίδιος! Λέει και τα χαρτιά στον Νιούτον: τον βάζει να διαλέξει τρία χαρτιά. Το ένα αντιπροσωπεύει το παρελθόν, το δεύτερο το παρόν και το τρίτο το μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, του ερμηνεύει το παρελθόν και το παρόν, κάτι συμβαίνει όμως και δεν του λέει για το μέλλον. Αφού ολοκληρωθούν οι εκλογές – παρωδία, ανοίγει και το χαρτί για το μέλλον: είναι ένα άσημο (φαινομενικά) πεντάρι! Χμ, λέει ο υπάλληλος, αν ήταν άσσος, βαλές, ντάμα, θα μπορούσα να σου πω ευχάριστα πράγματα, το πεντάρι, όμως, δεν λέει τίποτε. Κι αυτό που ακολουθεί είναι ό,τι πιο επαναστατικό και υπέροχο έχω δει τελευταία σε ταινία. Γιατί η όμορφη κοπέλα δεν αφήνει το σχόλιο να πέσει κάτω. Τι λες, λέει. Το πέντε παραπέμπει σε αυτό – και μας δείχνει την ανοιχτή παλάμη του ενός χεριού της με τα πέντε δάχτυλα. Το οποίο η συντρόφισσα το κάνει γροθιά και το σηκώνει στον αέρα! Ανατριχίλια!
Τρομερή ταινία, έπαθα πλάκα, γέλασα, συγκινήθηκα, μπήκα σε σκέψεις και κόλλησα αισιοδοξία! Σούπερ!
(η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 4 Νοεμβρίου στις 22.30 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και σε επανάληψη την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου στις 17.15 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Ο Jonas Carpignano είναι ένας σχετικά νεαρός Ιταλοαμερικάνος σκηνοθέτης. Η πρώτη του ταινία, το «Mediterranea» προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών το 2015 στην «Εβδομάδα της Κριτικής». Η δεύτερή του ταινία μεγάλου μήκους ονομάζεται «Η γειτονιά των ανθρώπων» (A Ciambra) και προβλήθηκε και πάλι στις Κάννες, φέτος, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών», όπου και την είδαμε. Και πάλι ο σκηνοθέτης παίρνει αφορμή και έμπνευση από πραγματικούς ανθρώπους. Τον πιτσιρικά πρωταγωνιστή του τον γνώρισε όταν δούλευε για μια άλλη ταινία, και του ζήτησε τσιγάρο στο δρόμο! Το σύνολο σχεδόν των ηθοποιών στην ταινία είναι ερασιτέχνες, κάτι που συνέβαινε και με την πρώτη ταινία του σκηνοθέτη. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Martin Scorsese ζήτησε να βοηθήσει στην προώθηση της ταινίας βάζοντας το όνομά του ανάμεσα σε εκείνα των executive producers. Τελικά, βοήθησε με μερικές συμβουλές, ιδίως σε ότι αφορά το μοντάζ της ταινίας. Δεν το λες και μικρό πράγμα αυτό, έτσι; Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ιταλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και στο φεστιβάλ μας προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Η υπόθεση: Η Ciambra είναι μια μικρή κοινότητα μη νομάδων Ρομά στην περιοχή Gioia Tauro στην Καλαβρία. Ο πιτσιρίκος Πίο Αμάτο βιάζεται να μεγαλώσει, να γίνει ενήλικας. Στα 14 του χρόνια πίνει αλκοόλ, καπνίζει και είναι από τους λίγους που μπορούν να «ξεγλιστρήσουν» τόσο εύκολα ανάμεσα στις «φυλές» που ζουν στην περιοχή του. Τα πάει καλά τόσο με τους ντόπιους Ιταλούς, όσο και με τους μπόλικους Αφρικανούς μετανάστες της περιοχής και εννοείται με τους Ρομά. Ο Πίο έχει πολλά αδέλφια, εκείνον που θαυμάζει περισσότερο, όμως, είναι ο Κόσιμο, τον οποίο και ακολουθεί παντού! Έτσι, αποκτά τις απαραίτητες εμπειρίες και μαθαίνει τα κόλπα για να μπορέσει να επιβιώσει στους δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας του. Όταν ο Κόσιμο εξαφανίζεται και τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν, ο Πίο αποφασίζει να δείξει σε όλους πως είναι έτοιμος να πάρει τη θέση του αδελφού του. Σύντομα όμως θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση και να πάρει μια απόφαση που θα αποτελέσει τη γέφυρά του στο να γίνει πραγματικός άνδρας, χάνοντας για πάντα την αθωότητά του...
Η άποψή μας: Είναι ενδιαφέρον αυτό που κάνει ο Carpignano. Πλάθει ιστορίες τις οποίες ακούει από αυθεντικούς τυπάρες, τους οποίους βάζει τελικά να πρωταγωνιστήσουν κιόλας στις ταινίες του! Όχι ακριβώς δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ αλλά με μια αυθεντικότητα όπως μόνο ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να εξασφαλίσει. Ο σκηνοθέτης μας μπάζει σε έναν συγκεκριμένο μικρόκοσμο, με τους δικούς του κανόνες, τους δικούς του κώδικες τιμής, την δική του ιεραρχία. Ο Πίο είναι τσακαλάκι. Είναι ερωτευμένος. Ότι χρήματα βγάζει από μικροκλοπές τα παραδίδει σαν καλός γιος στη μητέρα του, την αρχηγό των πάντων. Καταλαβαίνει τον ρατσισμό που βιώνει η φυλή του, τον βλέπει καθημερινά μπροστά του: από την αστυνομία, από φασίστες, από κωλόπαιδα. Καίνε και ρημάζουν γιατί οι Ρομά είναι αποβράσματα. Λες και η κοινωνία έχει φροντίσει να τους δώσει κάποια δυνατότητα για κάτι παραπάνω, για να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο στον οποίο είναι εγκλωβισμένοι. Μπα. Ο Πίο θαυμάζει τον αδελφό του, ο κολλητός του φίλος όμως είναι ένας Αφρικανός μετανάστης. Και δεν καταλαβαίνει πως μπορούν άνθρωποι της φυλής του, που βιώνουν τον ρατσισμό, να δείχνουν ρατσισμό απέναντι στους Αφρικάνους.
Το φινάλε της προδοσίας είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Όπως κι όλες οι σκηνές με τον παππού του και το άλογο. Το σύμβολο της ελευθερίας. Ο παππούς, νέος. Ο παππούς, γέρος. Ο παππούς, νεκρός. Και ο Πίο να μεγαλώνει. Να γίνεται άνδρας. Με τον πιο σκληρό τρόπο που θα μπορούσε να του συμβεί. Με ένα στίγμα που σίγουρα θα τον σημαδεύει για μια ολόκληρη ζωή. Το ωραίο είναι πως ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συχνά πυκνά μέσα στην ταινία σύγχρονα ποπ τραγούδια, όπως συμβαίνει και με το τραγούδι στο φινάλε. Μια ωραία ταινία, με έναν νεαρό πρωταγωνιστή, που εύκολα θα μπορούσε από μικροαπατεώνας να γίνει σταρ του σινεμά!
(η ταινία προβάλλεται μία και μοναδική φορά το Σάββατο 4 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Strada χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Η Ciambra είναι μια μικρή κοινότητα μη νομάδων Ρομά στην περιοχή Gioia Tauro στην Καλαβρία. Ο πιτσιρίκος Πίο Αμάτο βιάζεται να μεγαλώσει, να γίνει ενήλικας. Στα 14 του χρόνια πίνει αλκοόλ, καπνίζει και είναι από τους λίγους που μπορούν να «ξεγλιστρήσουν» τόσο εύκολα ανάμεσα στις «φυλές» που ζουν στην περιοχή του. Τα πάει καλά τόσο με τους ντόπιους Ιταλούς, όσο και με τους μπόλικους Αφρικανούς μετανάστες της περιοχής και εννοείται με τους Ρομά. Ο Πίο έχει πολλά αδέλφια, εκείνον που θαυμάζει περισσότερο, όμως, είναι ο Κόσιμο, τον οποίο και ακολουθεί παντού! Έτσι, αποκτά τις απαραίτητες εμπειρίες και μαθαίνει τα κόλπα για να μπορέσει να επιβιώσει στους δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας του. Όταν ο Κόσιμο εξαφανίζεται και τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν, ο Πίο αποφασίζει να δείξει σε όλους πως είναι έτοιμος να πάρει τη θέση του αδελφού του. Σύντομα όμως θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση και να πάρει μια απόφαση που θα αποτελέσει τη γέφυρά του στο να γίνει πραγματικός άνδρας, χάνοντας για πάντα την αθωότητά του...
Η άποψή μας: Είναι ενδιαφέρον αυτό που κάνει ο Carpignano. Πλάθει ιστορίες τις οποίες ακούει από αυθεντικούς τυπάρες, τους οποίους βάζει τελικά να πρωταγωνιστήσουν κιόλας στις ταινίες του! Όχι ακριβώς δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ αλλά με μια αυθεντικότητα όπως μόνο ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να εξασφαλίσει. Ο σκηνοθέτης μας μπάζει σε έναν συγκεκριμένο μικρόκοσμο, με τους δικούς του κανόνες, τους δικούς του κώδικες τιμής, την δική του ιεραρχία. Ο Πίο είναι τσακαλάκι. Είναι ερωτευμένος. Ότι χρήματα βγάζει από μικροκλοπές τα παραδίδει σαν καλός γιος στη μητέρα του, την αρχηγό των πάντων. Καταλαβαίνει τον ρατσισμό που βιώνει η φυλή του, τον βλέπει καθημερινά μπροστά του: από την αστυνομία, από φασίστες, από κωλόπαιδα. Καίνε και ρημάζουν γιατί οι Ρομά είναι αποβράσματα. Λες και η κοινωνία έχει φροντίσει να τους δώσει κάποια δυνατότητα για κάτι παραπάνω, για να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο στον οποίο είναι εγκλωβισμένοι. Μπα. Ο Πίο θαυμάζει τον αδελφό του, ο κολλητός του φίλος όμως είναι ένας Αφρικανός μετανάστης. Και δεν καταλαβαίνει πως μπορούν άνθρωποι της φυλής του, που βιώνουν τον ρατσισμό, να δείχνουν ρατσισμό απέναντι στους Αφρικάνους.
Το φινάλε της προδοσίας είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Όπως κι όλες οι σκηνές με τον παππού του και το άλογο. Το σύμβολο της ελευθερίας. Ο παππούς, νέος. Ο παππούς, γέρος. Ο παππούς, νεκρός. Και ο Πίο να μεγαλώνει. Να γίνεται άνδρας. Με τον πιο σκληρό τρόπο που θα μπορούσε να του συμβεί. Με ένα στίγμα που σίγουρα θα τον σημαδεύει για μια ολόκληρη ζωή. Το ωραίο είναι πως ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συχνά πυκνά μέσα στην ταινία σύγχρονα ποπ τραγούδια, όπως συμβαίνει και με το τραγούδι στο φινάλε. Μια ωραία ταινία, με έναν νεαρό πρωταγωνιστή, που εύκολα θα μπορούσε από μικροαπατεώνας να γίνει σταρ του σινεμά!
(η ταινία προβάλλεται μία και μοναδική φορά το Σάββατο 4 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Strada χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η Hanna Antonina Wojcik Slak είναι μια σκηνοθέτιδα από την Σλοβενία, που έρχεται στη Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά. Την πρώτη, συμμετείχε με την παρθενική μεγάλου μήκους ταινία της, το «Τυφλός στόχος» (Slepa pega) στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ το 2002 – τιμήθηκε μάλιστα με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την πρωταγωνίστριά της. 15 χρόνια μετά, έρχεται ξανά στην πόλη μας και στο φεστιβάλ μας, αυτήν τη φορά στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» με την ταινία «Ο ανθρακωρύχος» (Rudar). Είναι μια ταινία που ξεκίνησε την πορεία της και πάλι από τη Θεσσαλονίκη, μέσω της Αγοράς και του Crossroads. Και είναι η επίσημη πρόταση της Σλοβενίας για να διεκδικήσει το ξενόγλωσσο Όσκαρ στην επερχόμενη τελετή απονομής τον προσεχή Φλεβάρη!
Η υπόθεση: 2009, Σλοβενία. Ο Αλίγια είναι ένας Βόσνιος μουσουλμάνος, που ζει και εργάζεται με την οικογένειά του στο πιο βόρειο και το πιο εύπορο από τα πρώην κρατίδια που δομούσαν κάποτε τη Γιουγκοσλαβία. Εγκατέλειψε την Σρεμπένιτζα, τη γενέτειρά του, εδώ και 30 χρόνια και εργάζεται ως ανθρακωρύχος. Όμως, η κρίση επηρεάζει και τη δική του δουλειά. Οι απολύσεις είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Και η εταιρία που διαχειρίζεται τα ορυχεία στα οποία εργάζεται ο Αλίγια είναι έτοιμη να τα πουλήσει. Το αφεντικό του, του αναθέτει επιτακτικά να τσεκάρει μία στοά, που είναι εγκαταλελειμμένη, προκειμένου να προχωρήσει η αγοραπωλησία. Η Αλίγια το κάνει. Θα ανακαλύψει όμως κάτι απίστευτο: η στοά έχει τσιμεντωθεί και σε ένα σημείο της υπάρχουν εκατοντάδες πτώματα εκτελεσμένων μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενημερώνει τη διεύθυνση, αλλά το αφεντικό του θέλει απλά να ξανακλείσει τη στοά για να ξεφορτωθεί το ορυχείο. Ο Αλίγια, όμως, θέλει να δώσει το δικαίωμα σε όλους αυτούς του ανώνυμους νεκρούς, να έχουν την ευκαιρία τουλάχιστον να ταφούν. Σαν φόρος τιμής στην αδελφή του, η οποία δολοφονήθηκε στην Σρεμπένιτσα και της οποίας το πτώμα δεν μπόρεσε ποτέ να βρει. Μόνος του σύμμαχος, ένας γηραιός κάτοικος της περιοχής. Ο Αλίγια συνεχίζει τις ανασκαφές κινδυνεύοντας να χάσει τη δουλειά του...
Η άποψή μας: Κατά μία έννοια, υπάρχει κάτι που ενώνει τον ήρωα τούτης της ταινίας με τον ήρωα από την ταινία «Ο γιος του Σαούλ». Και οι δύο προσπαθούν να θάψουν (έστω) έναν νεκρό ως ηθικό χρέος, ως στάση ζωής, ως τη δική τους απάντηση απέναντι στο θάνατο και ότι τους κατατρώει την ελπίδα. Τούτη η ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία και, όπως μας εξομολογήθηκε η σκηνοθέτιδα προλογίζοντας την ταινία, είναι μια ιστορία που δίχαζε για πολλά χρόνια την κοινωνία της Σλοβενίας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η στάση του βασικού ήρωα και η ερμηνεία του ηθοποιού που τον φέρνει στη ζωή επί της μεγάλης οθόνης. Γιατί, κατά τα άλλα, έχει μεν κάτι να πει η ταινία, αλλά το λέει είτε με πολύ προφανή τρόπο είτε αφελώς και υπέρ του δέοντος... νιανιά. Πχ, το αφεντικό του ήρωα σκιαγραφείται εντελώς κλισέ ως ο κακός, που τον έχει ανάγκη η ταινία.
Σκηνές όπως αυτή της διαδήλωσης, στην οποία συμμετέχει ο ανθρακωρύχος μας μαζί με την κόρη του, θαρρείς και μπήκαν για να ακουστούν ατάκες όπως «φταίνε και οι πολιτικοί για το χάλι μας αλλά κι εμείς που δεν προβάλλουμε ποτέ αντίσταση». Δεν υπάρχει κάποια έκπληξη: όλα εμφανίζονται την ώρα που πρέπει και όπως πρέπει. Αλλά να, σκηνή όπως εκείνη όπου ο σιδηροδρομικός σφίγγει περήφανος το χέρι του δαρμένου μας ήρωα, ε, αποτελούν εύκολες σκηνοθετικές και σεναριακές λύσεις. Τέλος πάντων, δεν έχει την καρδιά της σε λάθος σημείο η ταινία, σίγουρα πάντως, με το υλικό που είχε στα χέρια της η ταινία θα μπορούσε να πιάσει πολύ καλύτερες επιδόσεις από αυτές που πιάνει εντέλει!
(η ταινία έχει μία επαναληπτική προβολή το Σάββατο 4 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: 2009, Σλοβενία. Ο Αλίγια είναι ένας Βόσνιος μουσουλμάνος, που ζει και εργάζεται με την οικογένειά του στο πιο βόρειο και το πιο εύπορο από τα πρώην κρατίδια που δομούσαν κάποτε τη Γιουγκοσλαβία. Εγκατέλειψε την Σρεμπένιτζα, τη γενέτειρά του, εδώ και 30 χρόνια και εργάζεται ως ανθρακωρύχος. Όμως, η κρίση επηρεάζει και τη δική του δουλειά. Οι απολύσεις είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Και η εταιρία που διαχειρίζεται τα ορυχεία στα οποία εργάζεται ο Αλίγια είναι έτοιμη να τα πουλήσει. Το αφεντικό του, του αναθέτει επιτακτικά να τσεκάρει μία στοά, που είναι εγκαταλελειμμένη, προκειμένου να προχωρήσει η αγοραπωλησία. Η Αλίγια το κάνει. Θα ανακαλύψει όμως κάτι απίστευτο: η στοά έχει τσιμεντωθεί και σε ένα σημείο της υπάρχουν εκατοντάδες πτώματα εκτελεσμένων μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενημερώνει τη διεύθυνση, αλλά το αφεντικό του θέλει απλά να ξανακλείσει τη στοά για να ξεφορτωθεί το ορυχείο. Ο Αλίγια, όμως, θέλει να δώσει το δικαίωμα σε όλους αυτούς του ανώνυμους νεκρούς, να έχουν την ευκαιρία τουλάχιστον να ταφούν. Σαν φόρος τιμής στην αδελφή του, η οποία δολοφονήθηκε στην Σρεμπένιτσα και της οποίας το πτώμα δεν μπόρεσε ποτέ να βρει. Μόνος του σύμμαχος, ένας γηραιός κάτοικος της περιοχής. Ο Αλίγια συνεχίζει τις ανασκαφές κινδυνεύοντας να χάσει τη δουλειά του...
Η άποψή μας: Κατά μία έννοια, υπάρχει κάτι που ενώνει τον ήρωα τούτης της ταινίας με τον ήρωα από την ταινία «Ο γιος του Σαούλ». Και οι δύο προσπαθούν να θάψουν (έστω) έναν νεκρό ως ηθικό χρέος, ως στάση ζωής, ως τη δική τους απάντηση απέναντι στο θάνατο και ότι τους κατατρώει την ελπίδα. Τούτη η ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία και, όπως μας εξομολογήθηκε η σκηνοθέτιδα προλογίζοντας την ταινία, είναι μια ιστορία που δίχαζε για πολλά χρόνια την κοινωνία της Σλοβενίας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η στάση του βασικού ήρωα και η ερμηνεία του ηθοποιού που τον φέρνει στη ζωή επί της μεγάλης οθόνης. Γιατί, κατά τα άλλα, έχει μεν κάτι να πει η ταινία, αλλά το λέει είτε με πολύ προφανή τρόπο είτε αφελώς και υπέρ του δέοντος... νιανιά. Πχ, το αφεντικό του ήρωα σκιαγραφείται εντελώς κλισέ ως ο κακός, που τον έχει ανάγκη η ταινία.
Σκηνές όπως αυτή της διαδήλωσης, στην οποία συμμετέχει ο ανθρακωρύχος μας μαζί με την κόρη του, θαρρείς και μπήκαν για να ακουστούν ατάκες όπως «φταίνε και οι πολιτικοί για το χάλι μας αλλά κι εμείς που δεν προβάλλουμε ποτέ αντίσταση». Δεν υπάρχει κάποια έκπληξη: όλα εμφανίζονται την ώρα που πρέπει και όπως πρέπει. Αλλά να, σκηνή όπως εκείνη όπου ο σιδηροδρομικός σφίγγει περήφανος το χέρι του δαρμένου μας ήρωα, ε, αποτελούν εύκολες σκηνοθετικές και σεναριακές λύσεις. Τέλος πάντων, δεν έχει την καρδιά της σε λάθος σημείο η ταινία, σίγουρα πάντως, με το υλικό που είχε στα χέρια της η ταινία θα μπορούσε να πιάσει πολύ καλύτερες επιδόσεις από αυτές που πιάνει εντέλει!
(η ταινία έχει μία επαναληπτική προβολή το Σάββατο 4 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Πώς το έφερε έτσι η τύχη, η νύχτα έκλεισε με μια ακόμα ταινία που αποτελεί με τη σειρά της την πρόταση της χώρας της για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Το «Tom of Finland» λοιπόν, αποτελεί την πρόταση της Φιλανδίας, παραγκωνίζοντας το «Η άλλη όψη της ελπίδας» του Aki Kaourismaki! Αυτή είναι η 7η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στην Κύπρο (!!!) Φιλανδοαμερικανός Dome Karukoski και αποτελεί μια βιογραφική ταινία μιας παγκόσμιας queer περσόνας – συμβόλου. Η επόμενη ταινία του, το «Tolkien», θα είναι η πρώτη του αγγλόφωνη, επίσης βιογραφική, και θα αναφέρεται στο δημιουργό του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», τον J.R.R. Tolkien...
Η υπόθεση: Ο Touko “Tom” Laaksonen είναι ένας παρασημοφορημένος Φιλανδός στρατιώτης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η συνάντησή του με έναν όμορφο Ρώσο αλεξιπτωτιστή θα αποτελέσει την πρώτη απτή απόδειξη του ότι έλκεται από τους άντρες: είναι ομοφυλόφιλος. Μετά τον πόλεμο θα πάει να ζήσει με την ομοφοβική αδελφή του. Θα εργαστούν στην ίδια διαφημιστική εταιρία, όπου ο Τομ αναλαμβάνει το θέμα illustration. Κάτω από την επιρροή της αδελφής του ο Τομ δεν εκδηλώνεται, έως ότου εκείνη νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι που μένουν, σε έναν χορευτή. Εκείνη ερωτεύεται τον χορευτή, το ίδιο όμως κάνει και ο αδελφός της. Και ο χορευτής διαλέγει τον Τομ. Είναι μια εποχή όπου η ομοφυλοφιλία είναι ποινικά κολάσιμη στη χώρα. Ο Τομ ξεδίνει σχεδιάζοντας ασπρόμαυρα σκίτσα. Είναι τέχνη αυτό που κάνει; Είναι απλώς πορνό φαντασιώσεις; Ή μήπως είναι και τα δύο; Τα σκίτσα του γίνονται ανάρπαστα, δημοσιεύονται στο εξωτερικό και ο Τομ, πλέον γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Tom of Finland» μετατρέπεται σε μια από τις πιο επιδραστικές, πρώιμες φιγούρες του κινήματος για τα δικαιώματα της LGBT παγκόσμιας κοινότητας.
Η άποψή μας: Λοιπόν, πλησιάζω τα 50, έχω μεγαλώσει, θεωρητικά έχω ωριμάσει, προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν πιο ανοιχτόμυαλος, να μην εμφορούμαι από στερεότυπα και από αγκυλώσεις, αλλά ταινίες όπως τούτη εδώ με κάνουν να νιώθω άβολα. Ψέματα να πω; Το «Tom of Finland» παραήταν γκέι για τον υπογράφοντα. Πολύς in your face ομοερωτισμός. Καμία σχέση με το «Moonlight», καμία σχέση και με το «Call me by your name». Στην ταινία από τη Φιλανδία θα βαρεθείτε (ή θα γουστάρετε) να βλέπετε άντρες να φιλιούνται, άντρες να χαμουρεύονται, άντρες να φοράνε δερμάτινα, άντρες να φτιάχνονται από σκίτσα ανδρών που φοράνε στενές στολές και διαγράφεται με ευμεγέθη λεπτομέρεια ο... ανδρισμός τους. Εντάξει, χαριτωμένη τη λες τη σκηνή στο μπαρ, όπου γκέι άντρες βρέχουν πέοι με αλκοόλ και κάνουν... cock-tail, τα οποία και καταπίνουν! Αλλά, τι να πω, δεν μπορώ να κρίνω την ταινία αντικειμενικά. Ας το κλείσουμε εδώ και όσοι πιστοί προσέλθετε!
(η ταινία έχει μία επαναληπτική προβολή το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Ο Touko “Tom” Laaksonen είναι ένας παρασημοφορημένος Φιλανδός στρατιώτης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η συνάντησή του με έναν όμορφο Ρώσο αλεξιπτωτιστή θα αποτελέσει την πρώτη απτή απόδειξη του ότι έλκεται από τους άντρες: είναι ομοφυλόφιλος. Μετά τον πόλεμο θα πάει να ζήσει με την ομοφοβική αδελφή του. Θα εργαστούν στην ίδια διαφημιστική εταιρία, όπου ο Τομ αναλαμβάνει το θέμα illustration. Κάτω από την επιρροή της αδελφής του ο Τομ δεν εκδηλώνεται, έως ότου εκείνη νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι που μένουν, σε έναν χορευτή. Εκείνη ερωτεύεται τον χορευτή, το ίδιο όμως κάνει και ο αδελφός της. Και ο χορευτής διαλέγει τον Τομ. Είναι μια εποχή όπου η ομοφυλοφιλία είναι ποινικά κολάσιμη στη χώρα. Ο Τομ ξεδίνει σχεδιάζοντας ασπρόμαυρα σκίτσα. Είναι τέχνη αυτό που κάνει; Είναι απλώς πορνό φαντασιώσεις; Ή μήπως είναι και τα δύο; Τα σκίτσα του γίνονται ανάρπαστα, δημοσιεύονται στο εξωτερικό και ο Τομ, πλέον γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Tom of Finland» μετατρέπεται σε μια από τις πιο επιδραστικές, πρώιμες φιγούρες του κινήματος για τα δικαιώματα της LGBT παγκόσμιας κοινότητας.
Η άποψή μας: Λοιπόν, πλησιάζω τα 50, έχω μεγαλώσει, θεωρητικά έχω ωριμάσει, προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν πιο ανοιχτόμυαλος, να μην εμφορούμαι από στερεότυπα και από αγκυλώσεις, αλλά ταινίες όπως τούτη εδώ με κάνουν να νιώθω άβολα. Ψέματα να πω; Το «Tom of Finland» παραήταν γκέι για τον υπογράφοντα. Πολύς in your face ομοερωτισμός. Καμία σχέση με το «Moonlight», καμία σχέση και με το «Call me by your name». Στην ταινία από τη Φιλανδία θα βαρεθείτε (ή θα γουστάρετε) να βλέπετε άντρες να φιλιούνται, άντρες να χαμουρεύονται, άντρες να φοράνε δερμάτινα, άντρες να φτιάχνονται από σκίτσα ανδρών που φοράνε στενές στολές και διαγράφεται με ευμεγέθη λεπτομέρεια ο... ανδρισμός τους. Εντάξει, χαριτωμένη τη λες τη σκηνή στο μπαρ, όπου γκέι άντρες βρέχουν πέοι με αλκοόλ και κάνουν... cock-tail, τα οποία και καταπίνουν! Αλλά, τι να πω, δεν μπορώ να κρίνω την ταινία αντικειμενικά. Ας το κλείσουμε εδώ και όσοι πιστοί προσέλθετε!
(η ταινία έχει μία επαναληπτική προβολή το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική