του Θόδωρου Γιαχουστίδη
2η ανταπόκριση – Παρασκευή 3 Νοεμβρίου
Χέρια ψηλά! Κουνάμε! Χειροκροτάμε!
Χέρια ψηλά! Κουνάμε! Χειροκροτάμε!
Μετά από πολλά, πολλά χρόνια, Υπουργός Πολιτισμού εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη για να κηρύξει (κάτι που έκανε ψες βράδυ) την έναρξη του φεστιβάλ! Η Λυδία Κονιόρδου ήταν στη σκηνή του «Ολύμπιον», σε μια πολύ λιτή τελετή έναρξης. Που πήγε να βγάλει λαβράκι από ένα εύρημα. Αυτό της παρουσίασης της τελετής στη νοηματική. Πενία τέχνας κατεργάζεται. Ok, κατανοητό και σεβαστό. Και γιατί όχι, αξιέπαινο. Η ηθοποιός Μαρία Χριστοφορίδου ήταν γλυκύτατη – μας έμαθε μάλιστα να χειροκροτάμε στη νοηματική. Σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τα κουνάμε με κυκλοτερή κίνηση επαναλαμβανόμενη. Ok. Ο περιφερειάρχης κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, στον δικό του χαιρετισμό, μου έμοιαζε και σε στήσιμο και σε τρόπο ομιλίας, ως ένας wannabe Τσίπρας με... γυαλιά, η δημαρχάρα μας, ο Μπουτάρης, δεν μίλησε – δεν χρειαζόταν αφού άλλος κήρυξε την έναρξη του φεστιβάλ, το δίδυμο Ζαλαντό – Ανδρεαδάκης τα πήγε για άλλη μια φορά μια χαρά, τα τέσσερα ταινιάκια του σήματος του φεστιβάλ, που μάλλον δεν τα είχαν δει όλοι στην αίθουσα, έβγαλαν γέλιο – ιδίως εκείνο με τον ληστή που καλεί ταξί – η επίσημη προσκεκλημένη Ildikó Enyedi στο σύντομο λόγο της μνημόνευσε την Ζαλαντό ως φίλη που τη βοήθησε να γυρίσει την προηγούμενη ταινία της, 17 χρόνια πίσω, με την οποία είχε έρθει ξανά στη Θεσσαλονίκη (εδώ, έγινε φάουλ στη μετάφραση, καθώς η Ζαλαντό μετατράπηκε σε «έναν φίλο») και μετά ξεκίνησε η ταινία κι εμείς την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια, μιας που την είχαμε δει στο Βερολίνο – στείλαμε και γκοτζάμ ανταποκρισάρα γι' αυτήν εχθές. Πάμε σε φρέσκα κουλούρια και θα αναφερθούμε στη σημερινή ανταπόκριση σε δύο ταινίες του προγράμματος της Παρασκευής, που έχουμε ήδη δει. Σημειώνουμε και πάλι πως στις φετινές ανταποκρίσεις μας δεν θα διαβάσετε κάτι για ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος ή για ελληνικές ταινίες, για λόγους δεοντολογίας. Βλέπετε, ως μέλος της κριτικής επιτροπής της FIPRESCI, δεν μπορούμε να βγάζουμε προς τα έξω τη γνώμη μας για τις ταινίες που θα κρίνουμε ως επιτροπή, συλλογικά. Σωστά;
Ο γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1975 Ρουμάνος Cãlin Peter Netzer έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα της φετινής Berlinale με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του «Αγαπημένη μου Άννα» (Ana, mon amour), τέσσερα χρόνια μετά το «Οικογενειακή υπόθεση» (Pozitia copilului), που του είχε χαρίσει τη Χρυσή Άρκτο! Και τούτη η ταινία του δεν έφυγε από το φεστιβάλ με άδεια χέρια: τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος για το μοντάζ της Dana Bunescu, που η αλήθεια είναι πως μεγάλο μέρος της όποιας επιτυχίας της ταινίας, βασίζεται σε αυτό! Και τώρα έρχεται στη Θεσσαλονίκη, για να αποτελέσει ένα από τα βαριά χαρτιά στο εξαιρετικό και πολύ αγαπημένο τμήμα του δικού μας φεστιβάλ, «Ματιές στα Βαλκάνια». Όπου, να μην τα ξαναλέμε, ο Δημήτρης Κερκινός και οι συνεργάτες του κάνουν φανταστική δουλειά!
Η υπόθεση: Η Άννα και ο Τομά συναντιούνται στο πανεπιστήμιο. Η έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλο είναι πολύ ισχυρή. Δεν θα μπορούσαν παρά να συνάψουν ερωτική σχέση, τόσο δυνατή και τόσο δυναμική, όση και η ανάγκη που έχουν ο ένας για τον άλλο. Η σχέση της Άννας με την οικογένειά της είναι πολύπλοκη. Επίσης, η Άννα υποφέρει από σοβαρές κρίσεις πανικού. Η οικογένεια του Τομά είναι πιο... φυσιολογική και ανήκει στη μεσαία τάξη. Και ο Τομά από τη μια σοκάρεται και από την άλλη γοητεύεται από τη βαθιά απόγνωση που συναντά στη σύντροφό του όταν εκείνη βιώνει τις κρίσεις πανικού. Τη στηρίζει όμως ουσιαστικά και την πηγαίνει σε μια σειρά από γιατρούς. Την ίδια στιγμή οι δυο τους απομονώνονται από φίλους και συγγενείς. Η αδυναμία της Άννας φαίνεται να κάνει τον Τομά πιο δυνατό. Όταν η Άννα μένει έγκυος ξεκινάει μια ειδική θεραπεία ψυχανάλυσης από την οποία βγαίνει πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη ως προσωπικότητα. Την ίδια ώρα, ο κόσμος του Τομά αρχίζει να καταρρέει...
Η άποψή μας: Έρωτας στα χρόνια της ψυχανάλυσης λοιπόν! Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης δεν θέλει να αναφερθεί μόνο στο... τέλος μιας σχέσης, αλλά να μας τη δομήσει και να την αποδομήσει στα εξ ων συνετέθη! Το σχέδιό του είναι μεγαλεπήβολο και δεν παρεκκλίνει καθόλου από την πορεία του. Η ταινία του είναι σαν να έχει βάλει ένα ζευγάρι κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό και να το παρακολουθεί με την ακρίβεια εντομολόγου. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό αν μη τι άλλο. Το ζευγάρι, όμως, ασφυκτιά. Όπως και οι θεατές από ένα σημείο και μετά. Στην εισαγωγή της αναφοράς μας για τη συγκεκριμένη ταινία σημειώσαμε τη βράβευση της μοντέρ της ταινίας στη Berlinale. Η αλήθεια είναι πως εξαιτίας της η ταινία έχει τη συγκεκριμένη μορφή. Θέλω να πω, έχουμε δει χιλιάδες φορές ταινίες να αφηγούνται μια ερωτική ιστορία με κλασική, γραμμική μορφή. Έχουμε δει, σπανιότατα (όπως στο «5Χ2») μια ερωτική ιστορία από το τέλος προς την αρχή. Εδώ, βλέπουμε μια ερωτική σχέση... ψυχαναλυτικά! Χωρίς χρονική σειρά!
Τα μόνα στοιχεία για να προσδιορίσουμε το που βρισκόμαστε κάθε φορά στη σχέση του ζευγαριού είναι η ύπαρξη του παιδιού και τα... μαλλιά του πρωταγωνιστή! Το μοντάζ δομεί το παράξενο κουβάρι, το πολύπλοκο παζλ που είναι μια ερωτική σχέση και γοητεύει τον θεατή. Οι πολλές κουβέντες όμως κουράζουν. Και η πολύ ψυχανάλυση. Το συμπέρασμα είναι απλό: κάθε σχέση, πόσο μάλλον οι ερωτικές, είναι σχέση εξουσίας. Υπάρχει ο κυρίαρχος και ο «υπό». Καμία... σχέση με ισότητα! Το πράγμα (δυστυχώς;) δουλεύει όταν οι σχέσεις αυτές είναι ξεκάθαρες. Έλα όμως που μια σχέση, όπως η ζωή, είναι δυναμική. Και η δυναμική μπορεί να αλλάξει. Και ο κυρίαρχος, χωρίς να το καταλάβει, να γίνει ο «υπό». Παρά τον τίτλο της, η ταινία έχει στο επίκεντρό της τον Τομά. Τον Τομά παρακολουθούμε περισσότερο. Υπό το δικό του βλέμμα βλέπουμε τη σχέση. Με τις δικές του εξομολογήσεις στον ψυχίατρο μαθαίνουμε μυστικά και ψέματα. Και αποκαλύπτονται πολλά και ενδιαφέροντα για καταπιεσμένες επιθυμίες και για ταμπού της ρουμάνικης κοινωνίας. Ο Netzer θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστής – αν θα του το επέτρεπαν οι εμπορικές προοπτικές, θα έκανε την ταινία του ντοκιμαντέρ. Στο πλαίσιο αυτό δεν αυτολογοκρίνεται: η εκσπερμάτωση του Τομά στο γυμνό κορμί της Άννας δεν υπαινίσσεται: μας δίνεται φόρα παρτίδα, χωρίς μοντάζ, χωρίς να εστιάζει εκεί ο σκηνοθέτης αλλά και χωρίς να αποκρύπτει πως το χύσιμο είναι τμήμα της ερωτικής διαδικασίας, έτσι; Η εμμονή αυτή με το πραγματικό, όμως, γίνεται μανιέρα και κάποιες στιγμές πετάει τους θεατές έξω. Ας είναι.
Μεγάλη ταινία, δύσκολο εγχείρημα, τρομερό επίτευγμα, ολίγον τι αντιτουριστικό, αλλά... έτσι είναι ο έρωτας! Στο τέλος, τα έρημα αρσενικά, ευνουχισμένα και χωρίς ρόλο, αναρωτιόμαστε τι δεν πήγε καλά. Άτιμε φεμινισμέ...
(η ταινία προβάλλεται μία και μοναδική φορά την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Η Άννα και ο Τομά συναντιούνται στο πανεπιστήμιο. Η έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλο είναι πολύ ισχυρή. Δεν θα μπορούσαν παρά να συνάψουν ερωτική σχέση, τόσο δυνατή και τόσο δυναμική, όση και η ανάγκη που έχουν ο ένας για τον άλλο. Η σχέση της Άννας με την οικογένειά της είναι πολύπλοκη. Επίσης, η Άννα υποφέρει από σοβαρές κρίσεις πανικού. Η οικογένεια του Τομά είναι πιο... φυσιολογική και ανήκει στη μεσαία τάξη. Και ο Τομά από τη μια σοκάρεται και από την άλλη γοητεύεται από τη βαθιά απόγνωση που συναντά στη σύντροφό του όταν εκείνη βιώνει τις κρίσεις πανικού. Τη στηρίζει όμως ουσιαστικά και την πηγαίνει σε μια σειρά από γιατρούς. Την ίδια στιγμή οι δυο τους απομονώνονται από φίλους και συγγενείς. Η αδυναμία της Άννας φαίνεται να κάνει τον Τομά πιο δυνατό. Όταν η Άννα μένει έγκυος ξεκινάει μια ειδική θεραπεία ψυχανάλυσης από την οποία βγαίνει πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη ως προσωπικότητα. Την ίδια ώρα, ο κόσμος του Τομά αρχίζει να καταρρέει...
Η άποψή μας: Έρωτας στα χρόνια της ψυχανάλυσης λοιπόν! Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης δεν θέλει να αναφερθεί μόνο στο... τέλος μιας σχέσης, αλλά να μας τη δομήσει και να την αποδομήσει στα εξ ων συνετέθη! Το σχέδιό του είναι μεγαλεπήβολο και δεν παρεκκλίνει καθόλου από την πορεία του. Η ταινία του είναι σαν να έχει βάλει ένα ζευγάρι κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό και να το παρακολουθεί με την ακρίβεια εντομολόγου. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό αν μη τι άλλο. Το ζευγάρι, όμως, ασφυκτιά. Όπως και οι θεατές από ένα σημείο και μετά. Στην εισαγωγή της αναφοράς μας για τη συγκεκριμένη ταινία σημειώσαμε τη βράβευση της μοντέρ της ταινίας στη Berlinale. Η αλήθεια είναι πως εξαιτίας της η ταινία έχει τη συγκεκριμένη μορφή. Θέλω να πω, έχουμε δει χιλιάδες φορές ταινίες να αφηγούνται μια ερωτική ιστορία με κλασική, γραμμική μορφή. Έχουμε δει, σπανιότατα (όπως στο «5Χ2») μια ερωτική ιστορία από το τέλος προς την αρχή. Εδώ, βλέπουμε μια ερωτική σχέση... ψυχαναλυτικά! Χωρίς χρονική σειρά!
Τα μόνα στοιχεία για να προσδιορίσουμε το που βρισκόμαστε κάθε φορά στη σχέση του ζευγαριού είναι η ύπαρξη του παιδιού και τα... μαλλιά του πρωταγωνιστή! Το μοντάζ δομεί το παράξενο κουβάρι, το πολύπλοκο παζλ που είναι μια ερωτική σχέση και γοητεύει τον θεατή. Οι πολλές κουβέντες όμως κουράζουν. Και η πολύ ψυχανάλυση. Το συμπέρασμα είναι απλό: κάθε σχέση, πόσο μάλλον οι ερωτικές, είναι σχέση εξουσίας. Υπάρχει ο κυρίαρχος και ο «υπό». Καμία... σχέση με ισότητα! Το πράγμα (δυστυχώς;) δουλεύει όταν οι σχέσεις αυτές είναι ξεκάθαρες. Έλα όμως που μια σχέση, όπως η ζωή, είναι δυναμική. Και η δυναμική μπορεί να αλλάξει. Και ο κυρίαρχος, χωρίς να το καταλάβει, να γίνει ο «υπό». Παρά τον τίτλο της, η ταινία έχει στο επίκεντρό της τον Τομά. Τον Τομά παρακολουθούμε περισσότερο. Υπό το δικό του βλέμμα βλέπουμε τη σχέση. Με τις δικές του εξομολογήσεις στον ψυχίατρο μαθαίνουμε μυστικά και ψέματα. Και αποκαλύπτονται πολλά και ενδιαφέροντα για καταπιεσμένες επιθυμίες και για ταμπού της ρουμάνικης κοινωνίας. Ο Netzer θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστής – αν θα του το επέτρεπαν οι εμπορικές προοπτικές, θα έκανε την ταινία του ντοκιμαντέρ. Στο πλαίσιο αυτό δεν αυτολογοκρίνεται: η εκσπερμάτωση του Τομά στο γυμνό κορμί της Άννας δεν υπαινίσσεται: μας δίνεται φόρα παρτίδα, χωρίς μοντάζ, χωρίς να εστιάζει εκεί ο σκηνοθέτης αλλά και χωρίς να αποκρύπτει πως το χύσιμο είναι τμήμα της ερωτικής διαδικασίας, έτσι; Η εμμονή αυτή με το πραγματικό, όμως, γίνεται μανιέρα και κάποιες στιγμές πετάει τους θεατές έξω. Ας είναι.
Μεγάλη ταινία, δύσκολο εγχείρημα, τρομερό επίτευγμα, ολίγον τι αντιτουριστικό, αλλά... έτσι είναι ο έρωτας! Στο τέλος, τα έρημα αρσενικά, ευνουχισμένα και χωρίς ρόλο, αναρωτιόμαστε τι δεν πήγε καλά. Άτιμε φεμινισμέ...
(η ταινία προβάλλεται μία και μοναδική φορά την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films χωρίς να έχει ακόμα ημερομηνία εξόδου)
Και τώρα, κάτι πρωτόγνωρο στα ελληνικά χρονικά! Την επόμενη ταινία που θα σας παρουσιάσουμε, την είδαμε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, χωρίς να βρεθούμε ποτέ στο Λοκάρνο! Ας είναι καλά το Festival Scope! Αυτή η ηλεκτρονική πλατφόρμα που δίνει το δικαίωμα σε βλαμμένους όπως η αφεντιά μου να παρακολουθεί επιλεγμένες ταινίες από διάφορα φεστιβάλ, την ώρα που αυτά διεξάγονται κανονικά και με το νόμο ή αμέσως μετά το πέρας τους! Ας πούμε, απ' όσο γνωρίζουμε, με το που τελειώσει το φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι περισσότερες – αν όχι όλες – ελληνικές ταινίες που θα έχουν προβληθεί εδώ, θα βρεθούν στην πλατφόρμα του Festival Scope και θα μπορεί να τις παρακολουθήσει κάποιος από όποιο σημείο της υφηλίου κι αν βρίσκεται! Αρκεί να έχει κομπιούτερ και ίντερνετ! Έτσι λοιπόν είδαμε την ταινία «Αυτοί που είναι καλά» (Dene Wos Guet Geit), του Ελβετού Cyril Schaublin. Ο Cyril γεννήθηκε το 1984 στη Ζυρίχη και σπούδασε... κινέζικα και σινεμά στο Πεκίνο! Στα 22 του γύρισε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Βερολίνο όπου συνέχισε της σπουδές του πάνω στην τηλεόραση και το σινεμά. Έχει γυρίσει ταινίες μικρού μήκους και το έργο του έχει παρουσιαστεί σε διάφορα μουσεία όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης. Τούτη είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Και βραβεύτηκε ως Best First Feature - Special Mention στο φεστιβάλ του Λοκάρνο. Και αν ανταποκρινόταν και στο θέμα «Ρίζωμα» σίγουρα θα διεκδικούσε με αξιώσεις τον Χρυσό Αλέξανδρο. Τώρα προβάλλεται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Η υπόθεση: Η Άλις είναι μια νεαρή γυναίκα, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο στις παρυφές της Ζυρίχης, πουλώντας συνδρομές ίντερνετ και ασφάλειες ζωής σε αγνώστους, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής της γραμμής. Η Άλις, όμως, έχει στήσει και μια κομπίνα για να βγάζει εξτραδάκια πέρα από το μισθό της. Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνει από τη δουλειά της, καλεί γηραιές κυρίες, παρουσιάζεται σε αυτές ως φίλη της εκάστοτε εγγονής που έχουν, και τις πιέζει να τις δώσουν χρήματα, χρήματα που δήθεν τα έχει ανάγκη επειγόντως η εγγονή τους, εγγονή που για διάφορους λόγους (;) δεν μπορεί να επικοινωνήσει η ίδια με τη γιαγιά της. Με αυτόν τον τρόπο η Άλις ξεζουμίζει μπόλικες αφελείς γιαγιές. Μέχρι πότε όμως θα συνεχίσει να το κάνει αυτό χωρίς να αποκαλυφθεί η παρανομία της;
Η άποψή μας: Αυτή η ταινία από τη γερμανόφωνη Ελβετία μου θύμισε Roy Andersson! Από τον τίτλο της ακόμα: καθόλου τυχαίος και εντελώς φανερή παραπομπή, έτσι; Πολύ ψύχρα, τρομερά πλάνα αποστασιοποίησης και αποξένωσης (πολύ μπετόν, πολύ αμάξι, συνεχής, μονότονη κίνηση, οι άνθρωποι συχνά να μιλάνε, να τους ακούμε αλλά να μην τους βλέπουμε στο πλάνο, να υπάρχει δηλαδή «δράση» εκτός κάδρου, ελάχιστη αλλά σημαντική η παρουσία της φύσης, ως κάτι όμως «παρά φύσιν», όπως πχ το ποτάμι στην αρχή ή ο κορμός δέντρου που σπάει τη μονοτονία του μπετόν). Η ταινία είναι πραγματικά σπουδαία αλλά... όχι εύκολη! Καθόλου δεν πειράζει. Και βοηθάει στο να αντέξει κανείς τους ρυθμούς της και το κάτι σαν ντοκιμαντέρ που συναντά τη μυθοπλασία η μικρή της διάρκεια: μόλις 71 λεπτά. Είναι τρομερό το πως οι άνθρωποι στην ταινία, με το πιο σοβαρό πράγμα με το οποίο ασχολούνται, είναι το πόσο φτηνό είναι το πακέτο κινητής τηλεφωνίας που διαθέτουν και τι τρομερή είναι η προσφορά της εταιρίας «Ελβετία Παντού»! Καμία διάθεση επικοινωνίας, μόνο νούμερα από τραπεζικούς λογαριασμούς και μοναχικές γριές, που πέφτουν θύματα της επιτήδειας νεαρής υπαλλήλου κινητής τηλεφωνίας.
Ακόμα κάτι τρομερό που κάνει η ταινία: δεν έχει πρωταγωνιστή με την έννοια του πρωταγωνιστή. Αν θεωρήσουμε την Άλις πρωταγωνίστρια θα πέσουμε σε λούμπα. Η κοπέλα είναι μία από τους πολλούς ανθρώπους που εμφανίζονται στην ταινία. Ούτε ως κάτι ιδιαίτερο παρουσιάζεται ούτε το πως θα καταλήξει η περίπτωσή της (θα την πιάσουν; δεν θα την πιάσουν;) έχει σασπένς με την κλασική έννοια. Δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο τον σκηνοθέτη. Τον ενδιαφέρει το γεγονός πως μέσω της εξέλιξης και της τεχνολογίας ο άνθρωπος έχει φτάσει να μην είναι άνθρωπος. Αποξένωση σου λέει κι εδώ συναντά τον Μπρεχτ και τον Αντονιόνι αλλά εντελώς μεταμοντέρνα! Το άλλο... τρομερό (!) που κάνει η ταινία, είναι το γεγονός ότι παρουσιάζει τους ανθρώπους να έχουν κοινές κινηματογραφικές μνήμες, ασαφείς όμως και συγκεχυμένες! Τα πάντα στη ζωή που βιώνουν (;) θυμίζουν κάτι που είδαν στο σινεμά. Τόσο οι Άραβες μετανάστες στην αρχή της ταινίας (που έχουν διατηρήσει κάτι... ανθρώπινο) όσο και οι εκπρόσωποι των ΜΑΤ στο φινάλε της. Απλά, θυμούνται την ίδια ταινία, αλλιώς. Τρομερό (υπερχρήση της λέξης, το ξέρω, το κάνω επίτηδες) εύρημα. Και μιλάει και για την τρομοκρατία η ταινία, για την ισοπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ανελευθερία, για το «1984» του Όργουελ που αλλιώς το περιμέναμε και τελικά αλλιώς μας προέκυψε.
Πραγματικά ενδιαφέρουσα, αν και «αντιτουριστική» ταινία.
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στο Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 7 Νοεμβρίου στις 23.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Άλις είναι μια νεαρή γυναίκα, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο στις παρυφές της Ζυρίχης, πουλώντας συνδρομές ίντερνετ και ασφάλειες ζωής σε αγνώστους, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής της γραμμής. Η Άλις, όμως, έχει στήσει και μια κομπίνα για να βγάζει εξτραδάκια πέρα από το μισθό της. Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνει από τη δουλειά της, καλεί γηραιές κυρίες, παρουσιάζεται σε αυτές ως φίλη της εκάστοτε εγγονής που έχουν, και τις πιέζει να τις δώσουν χρήματα, χρήματα που δήθεν τα έχει ανάγκη επειγόντως η εγγονή τους, εγγονή που για διάφορους λόγους (;) δεν μπορεί να επικοινωνήσει η ίδια με τη γιαγιά της. Με αυτόν τον τρόπο η Άλις ξεζουμίζει μπόλικες αφελείς γιαγιές. Μέχρι πότε όμως θα συνεχίσει να το κάνει αυτό χωρίς να αποκαλυφθεί η παρανομία της;
Η άποψή μας: Αυτή η ταινία από τη γερμανόφωνη Ελβετία μου θύμισε Roy Andersson! Από τον τίτλο της ακόμα: καθόλου τυχαίος και εντελώς φανερή παραπομπή, έτσι; Πολύ ψύχρα, τρομερά πλάνα αποστασιοποίησης και αποξένωσης (πολύ μπετόν, πολύ αμάξι, συνεχής, μονότονη κίνηση, οι άνθρωποι συχνά να μιλάνε, να τους ακούμε αλλά να μην τους βλέπουμε στο πλάνο, να υπάρχει δηλαδή «δράση» εκτός κάδρου, ελάχιστη αλλά σημαντική η παρουσία της φύσης, ως κάτι όμως «παρά φύσιν», όπως πχ το ποτάμι στην αρχή ή ο κορμός δέντρου που σπάει τη μονοτονία του μπετόν). Η ταινία είναι πραγματικά σπουδαία αλλά... όχι εύκολη! Καθόλου δεν πειράζει. Και βοηθάει στο να αντέξει κανείς τους ρυθμούς της και το κάτι σαν ντοκιμαντέρ που συναντά τη μυθοπλασία η μικρή της διάρκεια: μόλις 71 λεπτά. Είναι τρομερό το πως οι άνθρωποι στην ταινία, με το πιο σοβαρό πράγμα με το οποίο ασχολούνται, είναι το πόσο φτηνό είναι το πακέτο κινητής τηλεφωνίας που διαθέτουν και τι τρομερή είναι η προσφορά της εταιρίας «Ελβετία Παντού»! Καμία διάθεση επικοινωνίας, μόνο νούμερα από τραπεζικούς λογαριασμούς και μοναχικές γριές, που πέφτουν θύματα της επιτήδειας νεαρής υπαλλήλου κινητής τηλεφωνίας.
Ακόμα κάτι τρομερό που κάνει η ταινία: δεν έχει πρωταγωνιστή με την έννοια του πρωταγωνιστή. Αν θεωρήσουμε την Άλις πρωταγωνίστρια θα πέσουμε σε λούμπα. Η κοπέλα είναι μία από τους πολλούς ανθρώπους που εμφανίζονται στην ταινία. Ούτε ως κάτι ιδιαίτερο παρουσιάζεται ούτε το πως θα καταλήξει η περίπτωσή της (θα την πιάσουν; δεν θα την πιάσουν;) έχει σασπένς με την κλασική έννοια. Δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο τον σκηνοθέτη. Τον ενδιαφέρει το γεγονός πως μέσω της εξέλιξης και της τεχνολογίας ο άνθρωπος έχει φτάσει να μην είναι άνθρωπος. Αποξένωση σου λέει κι εδώ συναντά τον Μπρεχτ και τον Αντονιόνι αλλά εντελώς μεταμοντέρνα! Το άλλο... τρομερό (!) που κάνει η ταινία, είναι το γεγονός ότι παρουσιάζει τους ανθρώπους να έχουν κοινές κινηματογραφικές μνήμες, ασαφείς όμως και συγκεχυμένες! Τα πάντα στη ζωή που βιώνουν (;) θυμίζουν κάτι που είδαν στο σινεμά. Τόσο οι Άραβες μετανάστες στην αρχή της ταινίας (που έχουν διατηρήσει κάτι... ανθρώπινο) όσο και οι εκπρόσωποι των ΜΑΤ στο φινάλε της. Απλά, θυμούνται την ίδια ταινία, αλλιώς. Τρομερό (υπερχρήση της λέξης, το ξέρω, το κάνω επίτηδες) εύρημα. Και μιλάει και για την τρομοκρατία η ταινία, για την ισοπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ανελευθερία, για το «1984» του Όργουελ που αλλιώς το περιμέναμε και τελικά αλλιώς μας προέκυψε.
Πραγματικά ενδιαφέρουσα, αν και «αντιτουριστική» ταινία.
(η ταινία προβάλλεται την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στο Ολύμπιον και σε επανάληψη την Τρίτη 7 Νοεμβρίου στις 23.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – η ταινία δεν έχει προς το παρόν διανομή για τη χώρα μας)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική