του Destin Daniel Cretton. Με τους Brie Larson, Woody Harrelson, Max Greenfield, Sarah Snook, Naomi Watts, Josh Caras, Brigette Lundy-Paine, Max Greenfield
Το "True Story" του στερεί την γοητεία!
του zerVo (@moviesltd)
Πόσες πιθανότητες έχει για μια κινηματογραφική ταινία, το ενδεχόμενο να αποτελεί το αρνητικότερο της στοιχείο, το γεγονός πως βασίζεται σε πραγματική ιστορία? Ελάχιστες έως και μηδενικές, αφού πάντοτε εξιτάρει την ματιά του θεατή εκείνη η εισαγωγική γραμμή, λίγο πριν τα credits, based on a true story. Σύμφωνοι, αλλά και να μην το παρακάνουμε. Μια χαρά περίπτωση κοινωνικού δράματος αποτελεί η περίπτωση του The Glass Castle και χωρίς την πρόσθετη - παντελώς άχρηστη - πληροφορία της αληθινότητας των όσων περιγράφει. Στοιχείο που προσωπικά με άφησε παγερά αδιάφορο, δηλώνοντας άγνοια για το ποια είναι η Κυρία Jeannette Wallis, στα απομνημονεύματα της οποίας στηρίζεται το θέμα. Το χειρότερο δε, έσκασε αφού πληροφορήθηκα πως δεν πρόκειται παρά για μια από τις αμέτρητες Τατιάνες ετούτου του κόσμου, που έγινε διάσημη από τις κουτσομπολίστικες στήλες της σε διάφορα έντυπα και φυσικά πλούσια, πουλώντας κατοπινά την ιστορία της. Το προσπερνώ το Τρίβια. Κακό για το φιλμ είναι...
Εκκεντρικό το αντρόγυνο του Ρεξ και της Ρόζμαρι Γουόλις. Εκείνος, ονειροπόλος και εύστροφος, μηχανικός έργων με φαντασία που καλπάζει, οραματίζεται και σκιτσάρει μέσα στο μπερδεμένο του μυαλό, την τέλεια κατοικία, το ιδανικό σπίτι που μπορεί να στεγάσει μια φαμίλια, καθώς γυάλινο, από τα θεμέλια ίσαμε την στέγη, θα εκμεταλλευτεί πλήρως την ηλιακή ενέργεια, για τον φωτισμό και την λειτουργικότητα του. Εκείνη, δασκάλα αδιόριστη, με ακτιβιστικές διαθέσεις όμως καλλιτέχνιδα, ζωγραφίζει διαρκώς ότι της αποτυπώνεται στον νου, χωρίς να επιθυμεί ποτέ της να εκμεταλλευτεί εμπορικά αυτό το αρτίστικο χάρισμα, οι πίνακες της, αφορούν μόνο εκείνοι και τους οικείους της. Δηλαδή τα τέσσερα κοκκινοτρίχικα παιδιά της οικογένειας, την δυναμική και με τις περισσότερες ευθύνες Τζάνετ, την συναισθηματική πρωτότοκη Λόρι, τον πιο φοβισμένο παρότι αγόρι Μπράιαν και την πιο μικρή και αθώα όλων, Μορίν.
Το σπιτικό των Γουόλις δεν έχει την παραμικρή σχέση με όλα εκείνα τα τυπικά και νοικοκυρεμένα που χαρακτηρίζουν την αμερικάνικη περιφέρεια της δεκαετίας του 60. Διαφορά που κάνει η μονίμως απρόβλεπτη συμπεριφορά του πατέρα αφέντη, ενός παντογνώστη που θεωρεί πως δίπλα του τα παιδιά του θα πάρουν περισσότερη μάθηση από ότι στο σχολειό, που εκτονώνει διαρκώς την κυκλοθυμία του στο πιοτό, κακό συνήθειο που θα αποφέρει άσχημες συνέπειες και στην οικογένεια. Καθώς τα χρέη του έχουν εκτιναχθεί στα ουράνια και κανείς εργοδότης δεν δείχνει να τον εμπιστεύεται, ο Ρεξ κυνηγημένος από τους πάντες θα πάρει την ρισκαδόρα απόφαση να μετακομίζει συν γυναιξί και τέκνοις από πόλη σε πόλη και από άθλιο μοτέλ σε τρισάθλιες παράγκες. Αν υπάρχουν δέκα δολάρια στην τσέπη και δεν τα έχει ρουφήξει κι αυτά το αλκοόλ, ειδάλλως ξενοδοχείο τα αστέρια! Υπαίθριος ύπνος στην καρδιά της Ατακάμα, παρέα με τους κάκτους και τα φίδια, μέχρι να βρεθεί το πολλοστό κεραμίδι που θα στεγάσει τις ελπίδες όλων...
Αποτέλεσμα αυτής της ανεύθυνης γονικής ανοργανωσιάς και του γεωμετρικά αυξανόμενου πατρικού δενβαριεσισμού, θα είναι στα πολύ μικράτα της, η Τζάνετ, έχοντας αναλάβει χρέη μαγείρισσας για να ταίσει τα αδελφάκια της, να πέσει θύμα πυρκαγιάς, που θα αφήσει σημάδια ανεξίτηλα στο κορμάκι της. Μα κυρίως άσβεστες πληγές στην ψυχή της, που μεγαλώνει αφύσικα, μακριά από τον πολιτισμό, σχεδόν εσώκλειστη σε ένα ερειπωμένο καλύβι, ο Θεός να το κάνει σπίτι, χωρίς την παραμικρή άνεση, μα το κυριότερο χωρίς να έχει γνωρίσει τις χαρές της παιδικής ηλικίας. Κι όμως! Παντελώς αντιφατικά κι ενώ θα περίμεναν όλοι το αντίθετο, η μορφή του πατέρα στην θωριά της, δεν μοιάζει με ενός αλήτη, μέθυσου, ανίκανου να αντισταθεί στα πάθη, αλλά ισοδυναμεί με εκείνη του Θεού! Λατρεία πρωτοφανής, που χαρακτηρίζει όλα τα ανήλικα μέλη της ομήγυρης (για την σύζυγο δεν το συζητούμε καν, είδωλο, ακόμη κι αν πολλάκις έχει χειροδικήσει πάνω της) που εγκλωβισμένα σε ένα ιδιόμορφο Κωσταλέξι, έτσι κι αλλιώς δεν έχουν γνώση για το πως λειτουργούν οι κανονικοί πατεράδες.
Κι εκεί ακριβώς κρύβονται τα ερωτήματα που θέτει στο σοσιολογικό του σχόλιο ο σκηνοθέτης. Είναι ανάρμοστη, μέχρι και σε βαθμό ποινικά τιμωρητέο από τις (αόρατες εδώ) κρατικές λειτουργίες, η στάση του επιβλητικού, μποέμη Ρεξ? Ή στ αλήθεια μέσα από την αυστηρή και τιγκαρισμένη σε παράξενους πειθαρχικούς κανόνες ανατροφή που δίνει στα τζιέρια του, τα προετοιμάζει για τις αβάσταχτες δυσκολίες που θα συναντήσουν όταν θα τραβήξουν τον δρόμο τους, εκεί έξω? Είναι λογικό ένας τέτοιος παράφρονας, όπως πανεύκολα μπορεί να αποκληθεί από μια σώφρονα και δίκαιη Αρχή, να μην έχει οδηγηθεί στα κάγκελα ή έστω στην προειδοποιητική επίπληξη, που κοιμίζει εξάχρονα στις ερημιές και εξ αμελείας έχει προκαλέσει τις σωματικές (μόνο?) βλάβες? Η μήπως αυτή η νομαδικού χαρακτήρα περιπλάνηση, μέρα με την ημέρα, σε κάθε γωνιά της Midwest, ορίζει την εναλλακτική διάπλαση των νέων, ποιοτικότερα και πιο ολοκληρωμένα από οποιοδήποτε κολέγιο, με συνέπεια στην ενηλικίωση τους να αισθάνονται μοναδικά τυχεροί που την βίωσαν.
Όπως και να έχει, όλα όσα δραματικά ξεπήδησαν από το ημερολόγιο της κατοπινής πρωτευουσιάνας ρεπόρτερ, δίνονται με έναν πολύ όμορφα δομημένο τρόπο από τον πραγματικά χαρισματικό Χαβανέζο δημιουργό Destin Daniel Cretton, που έχει δώσει άλλωστε δείγματα γραφής με τα αναγνωρισμένα στα indie φεστιβάλς I Am Not Your Hipster και Short Term 12, κυρίως. Με βατήρα αφετηρίας της αφήγησης το τώρα, που τοποθετείται χρονικά κάπου στα μέσα των 80s, εποχή που η ναρέιτορ Τζάνετ έχει ανεξαρτητοποιηθεί (όπως νομίζει) από την αιγίδα των χίπικης αντίληψης γονιών, ο Cretton σετάρει το παζλ του, με κομματάκια αναμνήσεων της, από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της νιότης της. Το έγκαυμα, οι ύπνοι στο τρομακτικό ύπαιθρο, η φρούδες υποσχέσεις για απεξάρτηση από το ουίσκι, ο παρολίγον βιασμός, ο μια για πάντα (?) αποχαιρετισμός.
Ειδικά στο πρώτο μισό, που το εκράν γεμίζουν χαρισματικής υποκριτικής παιδιά, η ροή είναι πολύ πιο αρμονική και σε αντίθεση με το τι θα περίμενα, χωρίς πουσάρισμα του ψυχισμού της πλατείας. Με την είσοδο στο παιχνίδι της όπως και να το κάνουμε σταρ του πρότζεκτ, Brie Larson, που τραβάει ηλικιακή πορεία από την εφηβεία μέχρι τα τριάντα της, το σκηνικό αλλάζει ολοκληρωτικά και οδηγείται σε υπερβολικά πιο φορτισμένες συγκινησιακά σεκάνς, με αποκορύφωμα το φινάλε, όπου πολύ δύσκολα οι ευσυγκίνητοι θα κρατήσουν οφθαλμούς στεγνούς. Η Οσκαρούχα είναι χαρισματική στις εκφράσεις της, ακόμη κι αν το πρόσωπο που καλείται να αποδώσει διαφέρει σημαντικά από όσα την έχουμε δει στο παρελθόν. Εδώ πρέπει να εξελιχθεί σε πιο κλασσάτη, αρχοντική, κοσμοπολίτικη, αριστοκρατική, για να δώσει όντοτητα στην ώριμη Τζάνετ, που παλεύει να αφήσει πίσω της τις άσχημες θύμησες. Μήπως όμως οι καλές είναι εκείνες που θα την επαναφέρουν πίσω στις ρίζες, μόλις κατανοήσει ποια ακριβώς αλήθεια την κυκλώνει? Ποια πραγματικότητα πολύ πιο ψεύτικη από το κίβδηλο όνειρο της ματαιόδοξης θεμελίωσης του διάφανου πολύπατου οικοδομήματος>
Κακά τα ψέματα. Κανένα The Glass Castle, δεν θα είχε αυτή την δυναμική, αν δεν στοιχειωνόταν από την παρουσία ενός εκ των πιο ριγμένων ρολιστών του Χόλιγουντ, ο οποίος έφτασε μόλις μισό βήμα από την απόλυτη Ακαδημαική καταξίωση, του έλαχε όμως εκείνη την χρονιά του 97, να πέσει σε μια από τις πιο σπουδαίες πεντάδες α' ρόλου στα χρονικά της AMPAS. Ο Woody Harrelson, χαμαιλέοντας πια μετά από τριάντα χρόνια στο κουρμπέτι, αποδίδει με συνταρακτική μέθοδο τον πότη, εύθραυστο, φαντασιόπληκτο, ιδιότροπο, βίαιο αλλά κι αγαπησιάρη συνάμα, παρανοϊκό μέσα στην σοφία του, οικογενειάρχη. Προσθέτοντας ακόμη μια περσόνα άριστα αποδιδόμενη στις τόσες, της όχι τιμημένα ανάλογης όπως του πρέπει επαγγελματικής διαδρομής, χρωματισμένης με το γνωστό βλέμμα του μισότρελου και την γραφική λαλιά του Νότου, ορίζοντας το άλλο, σκοτεινό μισό όλων των νομισμάτων, που στην κεφαλή φέρουν την μόστρα του καλού κι αγαθού γονιού. Που μακάρι, παρόλες τις επιβεβλημένες από το πρέπει της ζωής, αγωνιώδεις θυσίες τους, να γνώρισαν την μισή αγάπη κι αναγνώριση από τα βλαστάρια τους, από εκείνη του εξ πεποιθήσεως περιπλανώμενου σαν άστεγος, Ρεξ.
Το σπιτικό των Γουόλις δεν έχει την παραμικρή σχέση με όλα εκείνα τα τυπικά και νοικοκυρεμένα που χαρακτηρίζουν την αμερικάνικη περιφέρεια της δεκαετίας του 60. Διαφορά που κάνει η μονίμως απρόβλεπτη συμπεριφορά του πατέρα αφέντη, ενός παντογνώστη που θεωρεί πως δίπλα του τα παιδιά του θα πάρουν περισσότερη μάθηση από ότι στο σχολειό, που εκτονώνει διαρκώς την κυκλοθυμία του στο πιοτό, κακό συνήθειο που θα αποφέρει άσχημες συνέπειες και στην οικογένεια. Καθώς τα χρέη του έχουν εκτιναχθεί στα ουράνια και κανείς εργοδότης δεν δείχνει να τον εμπιστεύεται, ο Ρεξ κυνηγημένος από τους πάντες θα πάρει την ρισκαδόρα απόφαση να μετακομίζει συν γυναιξί και τέκνοις από πόλη σε πόλη και από άθλιο μοτέλ σε τρισάθλιες παράγκες. Αν υπάρχουν δέκα δολάρια στην τσέπη και δεν τα έχει ρουφήξει κι αυτά το αλκοόλ, ειδάλλως ξενοδοχείο τα αστέρια! Υπαίθριος ύπνος στην καρδιά της Ατακάμα, παρέα με τους κάκτους και τα φίδια, μέχρι να βρεθεί το πολλοστό κεραμίδι που θα στεγάσει τις ελπίδες όλων...
Αποτέλεσμα αυτής της ανεύθυνης γονικής ανοργανωσιάς και του γεωμετρικά αυξανόμενου πατρικού δενβαριεσισμού, θα είναι στα πολύ μικράτα της, η Τζάνετ, έχοντας αναλάβει χρέη μαγείρισσας για να ταίσει τα αδελφάκια της, να πέσει θύμα πυρκαγιάς, που θα αφήσει σημάδια ανεξίτηλα στο κορμάκι της. Μα κυρίως άσβεστες πληγές στην ψυχή της, που μεγαλώνει αφύσικα, μακριά από τον πολιτισμό, σχεδόν εσώκλειστη σε ένα ερειπωμένο καλύβι, ο Θεός να το κάνει σπίτι, χωρίς την παραμικρή άνεση, μα το κυριότερο χωρίς να έχει γνωρίσει τις χαρές της παιδικής ηλικίας. Κι όμως! Παντελώς αντιφατικά κι ενώ θα περίμεναν όλοι το αντίθετο, η μορφή του πατέρα στην θωριά της, δεν μοιάζει με ενός αλήτη, μέθυσου, ανίκανου να αντισταθεί στα πάθη, αλλά ισοδυναμεί με εκείνη του Θεού! Λατρεία πρωτοφανής, που χαρακτηρίζει όλα τα ανήλικα μέλη της ομήγυρης (για την σύζυγο δεν το συζητούμε καν, είδωλο, ακόμη κι αν πολλάκις έχει χειροδικήσει πάνω της) που εγκλωβισμένα σε ένα ιδιόμορφο Κωσταλέξι, έτσι κι αλλιώς δεν έχουν γνώση για το πως λειτουργούν οι κανονικοί πατεράδες.
Κι εκεί ακριβώς κρύβονται τα ερωτήματα που θέτει στο σοσιολογικό του σχόλιο ο σκηνοθέτης. Είναι ανάρμοστη, μέχρι και σε βαθμό ποινικά τιμωρητέο από τις (αόρατες εδώ) κρατικές λειτουργίες, η στάση του επιβλητικού, μποέμη Ρεξ? Ή στ αλήθεια μέσα από την αυστηρή και τιγκαρισμένη σε παράξενους πειθαρχικούς κανόνες ανατροφή που δίνει στα τζιέρια του, τα προετοιμάζει για τις αβάσταχτες δυσκολίες που θα συναντήσουν όταν θα τραβήξουν τον δρόμο τους, εκεί έξω? Είναι λογικό ένας τέτοιος παράφρονας, όπως πανεύκολα μπορεί να αποκληθεί από μια σώφρονα και δίκαιη Αρχή, να μην έχει οδηγηθεί στα κάγκελα ή έστω στην προειδοποιητική επίπληξη, που κοιμίζει εξάχρονα στις ερημιές και εξ αμελείας έχει προκαλέσει τις σωματικές (μόνο?) βλάβες? Η μήπως αυτή η νομαδικού χαρακτήρα περιπλάνηση, μέρα με την ημέρα, σε κάθε γωνιά της Midwest, ορίζει την εναλλακτική διάπλαση των νέων, ποιοτικότερα και πιο ολοκληρωμένα από οποιοδήποτε κολέγιο, με συνέπεια στην ενηλικίωση τους να αισθάνονται μοναδικά τυχεροί που την βίωσαν.
Όπως και να έχει, όλα όσα δραματικά ξεπήδησαν από το ημερολόγιο της κατοπινής πρωτευουσιάνας ρεπόρτερ, δίνονται με έναν πολύ όμορφα δομημένο τρόπο από τον πραγματικά χαρισματικό Χαβανέζο δημιουργό Destin Daniel Cretton, που έχει δώσει άλλωστε δείγματα γραφής με τα αναγνωρισμένα στα indie φεστιβάλς I Am Not Your Hipster και Short Term 12, κυρίως. Με βατήρα αφετηρίας της αφήγησης το τώρα, που τοποθετείται χρονικά κάπου στα μέσα των 80s, εποχή που η ναρέιτορ Τζάνετ έχει ανεξαρτητοποιηθεί (όπως νομίζει) από την αιγίδα των χίπικης αντίληψης γονιών, ο Cretton σετάρει το παζλ του, με κομματάκια αναμνήσεων της, από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της νιότης της. Το έγκαυμα, οι ύπνοι στο τρομακτικό ύπαιθρο, η φρούδες υποσχέσεις για απεξάρτηση από το ουίσκι, ο παρολίγον βιασμός, ο μια για πάντα (?) αποχαιρετισμός.
Ειδικά στο πρώτο μισό, που το εκράν γεμίζουν χαρισματικής υποκριτικής παιδιά, η ροή είναι πολύ πιο αρμονική και σε αντίθεση με το τι θα περίμενα, χωρίς πουσάρισμα του ψυχισμού της πλατείας. Με την είσοδο στο παιχνίδι της όπως και να το κάνουμε σταρ του πρότζεκτ, Brie Larson, που τραβάει ηλικιακή πορεία από την εφηβεία μέχρι τα τριάντα της, το σκηνικό αλλάζει ολοκληρωτικά και οδηγείται σε υπερβολικά πιο φορτισμένες συγκινησιακά σεκάνς, με αποκορύφωμα το φινάλε, όπου πολύ δύσκολα οι ευσυγκίνητοι θα κρατήσουν οφθαλμούς στεγνούς. Η Οσκαρούχα είναι χαρισματική στις εκφράσεις της, ακόμη κι αν το πρόσωπο που καλείται να αποδώσει διαφέρει σημαντικά από όσα την έχουμε δει στο παρελθόν. Εδώ πρέπει να εξελιχθεί σε πιο κλασσάτη, αρχοντική, κοσμοπολίτικη, αριστοκρατική, για να δώσει όντοτητα στην ώριμη Τζάνετ, που παλεύει να αφήσει πίσω της τις άσχημες θύμησες. Μήπως όμως οι καλές είναι εκείνες που θα την επαναφέρουν πίσω στις ρίζες, μόλις κατανοήσει ποια ακριβώς αλήθεια την κυκλώνει? Ποια πραγματικότητα πολύ πιο ψεύτικη από το κίβδηλο όνειρο της ματαιόδοξης θεμελίωσης του διάφανου πολύπατου οικοδομήματος>
Κακά τα ψέματα. Κανένα The Glass Castle, δεν θα είχε αυτή την δυναμική, αν δεν στοιχειωνόταν από την παρουσία ενός εκ των πιο ριγμένων ρολιστών του Χόλιγουντ, ο οποίος έφτασε μόλις μισό βήμα από την απόλυτη Ακαδημαική καταξίωση, του έλαχε όμως εκείνη την χρονιά του 97, να πέσει σε μια από τις πιο σπουδαίες πεντάδες α' ρόλου στα χρονικά της AMPAS. Ο Woody Harrelson, χαμαιλέοντας πια μετά από τριάντα χρόνια στο κουρμπέτι, αποδίδει με συνταρακτική μέθοδο τον πότη, εύθραυστο, φαντασιόπληκτο, ιδιότροπο, βίαιο αλλά κι αγαπησιάρη συνάμα, παρανοϊκό μέσα στην σοφία του, οικογενειάρχη. Προσθέτοντας ακόμη μια περσόνα άριστα αποδιδόμενη στις τόσες, της όχι τιμημένα ανάλογης όπως του πρέπει επαγγελματικής διαδρομής, χρωματισμένης με το γνωστό βλέμμα του μισότρελου και την γραφική λαλιά του Νότου, ορίζοντας το άλλο, σκοτεινό μισό όλων των νομισμάτων, που στην κεφαλή φέρουν την μόστρα του καλού κι αγαθού γονιού. Που μακάρι, παρόλες τις επιβεβλημένες από το πρέπει της ζωής, αγωνιώδεις θυσίες τους, να γνώρισαν την μισή αγάπη κι αναγνώριση από τα βλαστάρια τους, από εκείνη του εξ πεποιθήσεως περιπλανώμενου σαν άστεγος, Ρεξ.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Σεπτεμβρίου 2017 από την Spentzos Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική