του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Νύχτες Πρεμιέρας 2017 LIVE Ep.9 - RIP ξανά και ξανά και ξανά
Η σημερινή ημέρα θα μείνει στην ιστορία ως η ημέρα που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο ο Χιου Χέφνερ! Ο δημιουργός του Playboy. Αυτός με τα κουνελάκια του! Που μέσα σε μια πουριτανική Αμερική έδειξε βυζγιά σε πρώτο πλάνο και αφύπνισε σεξουαλικά πολλά αγοράκια. Κι εντάξει, στο περιοδικό του δημοσιεύτηκαν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις όλων των εποχών, με σταρ του Χόλιγουντ και όχι μόνον! Αν προήγαγε μια εικόνα της γυναίκας ως σεξουαλικού αντικειμένου; Και πάλι λοιπόν χωρισμένοι σε παρατάξεις! Ναι, καλά έκανε ο Χιου, όχι, ένας σωβινιστής μαλάκας ήτανε. Διαλέγετε και παίρνετε. Μάλλον έζησε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή αν θέλετε τη γνώμη μου. Και μάλλον αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι έφυγε από τη ζωή «πλήρης ημερών» που λένε, στα 90φεύγα του. Ας είναι ελαφρύ λοιπόν το χώμα που τον σκεπάζει...
Πάμε στις ταινίες: θα αναφερθούμε σε τρεις συνολικά. Δύο που έχουμε δει σε άλλα φεστιβάλ και αποτελούν βασικές ταινίες του προγράμματος της Πέμπτης 28 Σεπτεμβρίου και μία την οποία είδαμε την Τετάρτη και καιγόμαστε να σας πούμε τη γνώμη μας γι' αυτήν!
Πάμε στις ταινίες: θα αναφερθούμε σε τρεις συνολικά. Δύο που έχουμε δει σε άλλα φεστιβάλ και αποτελούν βασικές ταινίες του προγράμματος της Πέμπτης 28 Σεπτεμβρίου και μία την οποία είδαμε την Τετάρτη και καιγόμαστε να σας πούμε τη γνώμη μας γι' αυτήν!
H Lynne Ramsay είναι σπουδαία σκηνοθέτιδα, πραγματικά από τις λίγες γυναίκες που κάνουν τόσο σκληρό σινεμά, με κινηματογραφικά δοκίμια πάνω στη σύγχρονη βία, όχι με τον εμπορικό, εξωστρεφή και στρατόκαβλο τρόπο της Kathryn Bigelow πχ, αλλά με βαθύ, υπαρξιακό τρόπο. Η ταινία της «Δεν ήσουν ποτέ εδώ» (You Were Never Really Here) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, φτάνοντας στην Κρουαζέτ την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή: στη δημοσιογραφική προβολή δεν ήταν έτοιμοι οι τίτλοι τέλους για να καταλάβετε! Και με τούτη, την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της μετά τα «Ratcatcher» (1999, προβλήθηκε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα»), «Morvern Callar» (2002, προβλήθηκε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών») και «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» (We Need to Talk About Kevin, 2011, προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών), η κατά τρεις μέρες μεγαλύτερή μου σπουδαία Σκοτσέζα αποδεικνύει πως μια χαρά μπορεί να τα καταφέρει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και σε φιλμ είδους (κατά μία έννοια) χωρίς να βάζει νερό στο κρασί της. Η ταινία μοιράστηκε το βραβείο σεναρίου με την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου (!!!) και τιμήθηκε και με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Joaquin Phoenix. Και η Lynne Ramsay θα παραβρίσκεται στις «Νύχτες Πρεμιέρας» για να παρουσιάσει την ταινία της στο ελληνικό κοινό!!!
Η υπόθεση: Ο Τζο είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Ως παιδί βίωσε ενδοοικογενειακή βία, καθώς ο πατέρας του βιαιοπραγούσε τόσο πάνω στη μητέρα του όσο και πάνω στον ίδιο. Ως πράκτορας του FBI βίωσε γεγονότα, που τον στοίχειωσαν. Ως στρατιώτης στην... επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ βίωσε πράγματα, που τον συγκλόνισαν. Πλέον ζει με τη γηραιά και χρήζουσα φροντίδα μητέρα του, καταπίνει χάπια για να αντέξει τον πόνο στο χαρακωμένο και πληγωμένο μυαλό και κορμί του και φλερτάρει με την ιδέα να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο.
Τον κρατάει ζωντανό το γεγονός ότι θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας αποστολής – έστω, με το αζημίωτο: να βρίσκει εξαφανισμένα ανήλικα κορίτσια, μπλεγμένα δολίως σε κυκλώματα πορνείας και να τιμωρεί όσους εμπλέκονται σε αυτά. Κι όταν λέμε «τιμωρεί» εννοούμε «σκοτώνει». Η τελευταία υπόθεση που αναλαμβάνει, όμως, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαφθορά σε ανώτερα επίπεδα, καθώς η Νίνα, το κορίτσι που ψάχνει, είναι κόρη ενός Αμερικάνου γερουσιαστή και στην εξαφάνισή της εμπλέκεται ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας...
Η άποψή μας: Ε, ναι λοιπόν, η Lynne Ramsay κάνει τον «Ταξιτζή» του 21ου αιώνα – οι αναλογίες είναι εμφανέστατες. Γι' αυτό και προτείνω σε αγαπητούς συναδέλφους να μην βιάζονται στις (αρνητικές τους) κρίσεις για την ταινία. Το ίδιο έκανε ο Ραφαηλίδης με την ταινία του Scorsese και μάλλον το μετάνιωσε πικρά αργότερα. Γιατί βρε παιδί μου, όλες οι ταινίες αυτοδικίας δεν είναι ίδιες. Είναι σαν να λέμε τη γνωστή φράση – πιπίλα «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Έ, όχι ρε φίλε, μην εξισώνεις το θύτη με το θύμα! Ναι, η αστική δημοκρατία χρησιμοποιεί το Νόμο για να διατηρεί την Τάξη, για να μην μετατραπεί η κοινωνία, η κάθε ευνομούμενη κοινωνία, σε ζούγκλα. Και σας ρωτώ: είναι αυτό που ζούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δημοκρατία; Είναι δημοκρατία να είσαι παιδεραστής και να μην την πληρώνεις επειδή έχεις δύναμη και φράγκα αλλά να μπαίνεις στη φυλακή επειδή, ξέρω 'γω, έθιξες τον... Παϊσιο;
Είναι ρητορική μίσους να λες «καλά του κάνανε του Παπαδήμου» και δεν είναι ρητορική μίσους να λες «κάτω η χούντα των Συριζανέλ» ή «κλείστε τώρα τα social media»;;;;; Πίσω στην ταινία μας. Στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη, η πρώτη ύλη από την pulp νουβέλα του Jonathan Ames θα μπορούσε να δώσει ως τελικό αποτέλεσμα κάτι στο πλαίσιο και στο μήκος κύματος του «Death Wish». Ή για να μην πάμε τόοοοσο πίσω, στις ταινίες με πρωταγωνιστή τον Charles Bronson, ας μνημονεύσουμε τις ταινίες τύπου «Taken», όπου η αυτοδικία έχει γίνει πλέον απλά ένας αστερίσκος της πλοκής, το εναρκτήριο λάκτισμα, για να πάρει μπρος μια σπινταριστή περιπέτεια. H Lynne Ramsey είναι έμπειρη, ξέρει τις παγίδες και τις αποφεύγει. Σαφώς και κάνει την καταγγελία της αλλά πιο πολύ την ενδιαφέρει η ψυχή του πρωταγωνιστή της. Το λακωνικό σε λέξεις σενάριό της βρίσκει τον απόλυτο εκφραστή της στο πρόσωπο (ναι, στο πρόσωπο) και την εσωτερική ερμηνεία ενός από τους πιο σπουδαίους σύγχρονους ηθοποιούς παγκοσμίως!
Με πυκνή γενειάδα που – κοίτα να δεις τώρα – μου τον έκανε να μοιάζει πάρα πολύ με τον Mel Gibson στην πρόσφατη «Βίαιη δικαιοσύνη» (Blood Father), ο Joaquin Phoenix θερίζει! Τον βλέπεις και με το βλέμμα του, την ανάσα του, τον τρόπο που λέει τις ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιεί, βιώνεις τον πόνο του χαρακτήρα που υποδύεται. Τον βλέπεις και ανατριχιάζεις! Τον βλέπεις και ξέρεις πως διορθώνοντας (βίαια) το κακό που κάνουν γουρούνια σε μικρά κορίτσια προσπαθεί να μην τρελαθεί, να μην σαλτάρει, να εξιλεωθεί. Δεν σώζει τα κορίτσια – εκείνα τον σώζουν! Είναι πραγματικά απίστευτος. Και εξαιρετικός στα δύο του δίδυμα μέσα στην ταινία. Τόσο με τη μητέρα του (πολύ καλή η Judith Roberts στο ρόλο) όσο κυρίως με την πιτσιρίκα Ekaterina Samsonov, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη σε μια άλλη ταινία στην οποία την είδαμε στις Κάννες, στο διαγωνιστικό, στο «Wonderstruck». Η σχέση του με τη μικρή Νίνα που υποδύεται η Samsonov δεν είναι ανάλογη με εκείνη του De Niro με την Foster στον «Ταξιτζή». Είναι πιο βαθιά, πιο δεμένη, πιο ολοκληρωμένη. Παρά το σκοτεινό, σκοτεινότατο θέμα της, η ταινία διαθέτει σκηνές κατάμαυρου χιούμορ. Καθώς μαθαίνει απαραίτητες αλήθειες από έναν άνθρωπο που οδηγεί στο θάνατο, ο Τζο ξαπλώνει μαζί του στο πάτωμα, κρατιούνται χέρι χέρι και τραγουδούν μαζί το «I’ve Never Been To Me» της Charlene! Ξέρετε, αυτό το τραγούδι που μεταξύ των άλλων λέει «Oh I've been to Nice and the Isle of Greece»!!!
Γενικώς, η ηχητική μπάντα είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας. Τη μουσική υπογράφει ο θεούλης Jonny Greenwood των Radiohead, δεύτερη φορά για ταινία της Ramsey και τρίτη φορά για ταινία με πρωταγωνιστή τον Phoenix (καθώς ο Joaquin έχει πρωταγωνιστήσει στις δύο από τις τρεις ταινίες του Paul Thomas Anderson για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Greenwood!). Και το μοντάζ είναι πρωταγωνιστής και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, τίποτα δεν μοιάζει άστοχο, ακόμα και οι σινεφίλ αναφορές είναι πανταχού παρούσες (εκείνο το διαλυμένο γυαλί πόσο «Αδέσποτα σκυλιά» και Peckinpah είναι ρε παιδιά – άλλη ταινία που κατηγορήθηκε για φασιστική στην εποχή της, όπως και ο «Ταξιτζής» για το θέμα της αυτοδικίας – είπαμε, είναι και η οπτική και η ηθική με την οποία διαπραγματεύεσαι ένα θέμα). Αλλά και... «Oldboy» έχουμε – ο δικός μας σκοτώνει με σφυρί – είθε να κρατούσε και δρεπάνι! Υπάρχουν σκηνές πραγματικής ποίησης (όπως εκείνη της βύθισης στο ποτάμι, με τις πέτρες, μια διπλή υγρή ταφή με μία επιστροφή) υπάρχει και μία αστοχία: το φινάλε πριν το φινάλε.
Φοβερό σε δύναμη, σοκαριστικό, «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» και ματωμένα χρήματα, αλλά λίγο γίνεται προς εντυπωσιασμό. Το happy end (κι όμως!) εντέλει το κερδίζουν οι δύο ήρωες. Σπουδαία ταινία, indeed. Και σε όσους δεν άρεσε, δεν ήταν πραγματικά εκεί όταν προβαλλόταν...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ /// έχει διανομή από την Seven Films αλλά δεν έχει ακόμα φιξαριστεί η ημερομηνία εξόδου της ταινίας στους κινηματογράφους της χώρας μας)
Η υπόθεση: Ο Τζο είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Ως παιδί βίωσε ενδοοικογενειακή βία, καθώς ο πατέρας του βιαιοπραγούσε τόσο πάνω στη μητέρα του όσο και πάνω στον ίδιο. Ως πράκτορας του FBI βίωσε γεγονότα, που τον στοίχειωσαν. Ως στρατιώτης στην... επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ βίωσε πράγματα, που τον συγκλόνισαν. Πλέον ζει με τη γηραιά και χρήζουσα φροντίδα μητέρα του, καταπίνει χάπια για να αντέξει τον πόνο στο χαρακωμένο και πληγωμένο μυαλό και κορμί του και φλερτάρει με την ιδέα να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο.
Τον κρατάει ζωντανό το γεγονός ότι θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας αποστολής – έστω, με το αζημίωτο: να βρίσκει εξαφανισμένα ανήλικα κορίτσια, μπλεγμένα δολίως σε κυκλώματα πορνείας και να τιμωρεί όσους εμπλέκονται σε αυτά. Κι όταν λέμε «τιμωρεί» εννοούμε «σκοτώνει». Η τελευταία υπόθεση που αναλαμβάνει, όμως, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαφθορά σε ανώτερα επίπεδα, καθώς η Νίνα, το κορίτσι που ψάχνει, είναι κόρη ενός Αμερικάνου γερουσιαστή και στην εξαφάνισή της εμπλέκεται ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας...
Η άποψή μας: Ε, ναι λοιπόν, η Lynne Ramsay κάνει τον «Ταξιτζή» του 21ου αιώνα – οι αναλογίες είναι εμφανέστατες. Γι' αυτό και προτείνω σε αγαπητούς συναδέλφους να μην βιάζονται στις (αρνητικές τους) κρίσεις για την ταινία. Το ίδιο έκανε ο Ραφαηλίδης με την ταινία του Scorsese και μάλλον το μετάνιωσε πικρά αργότερα. Γιατί βρε παιδί μου, όλες οι ταινίες αυτοδικίας δεν είναι ίδιες. Είναι σαν να λέμε τη γνωστή φράση – πιπίλα «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Έ, όχι ρε φίλε, μην εξισώνεις το θύτη με το θύμα! Ναι, η αστική δημοκρατία χρησιμοποιεί το Νόμο για να διατηρεί την Τάξη, για να μην μετατραπεί η κοινωνία, η κάθε ευνομούμενη κοινωνία, σε ζούγκλα. Και σας ρωτώ: είναι αυτό που ζούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δημοκρατία; Είναι δημοκρατία να είσαι παιδεραστής και να μην την πληρώνεις επειδή έχεις δύναμη και φράγκα αλλά να μπαίνεις στη φυλακή επειδή, ξέρω 'γω, έθιξες τον... Παϊσιο;
Είναι ρητορική μίσους να λες «καλά του κάνανε του Παπαδήμου» και δεν είναι ρητορική μίσους να λες «κάτω η χούντα των Συριζανέλ» ή «κλείστε τώρα τα social media»;;;;; Πίσω στην ταινία μας. Στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη, η πρώτη ύλη από την pulp νουβέλα του Jonathan Ames θα μπορούσε να δώσει ως τελικό αποτέλεσμα κάτι στο πλαίσιο και στο μήκος κύματος του «Death Wish». Ή για να μην πάμε τόοοοσο πίσω, στις ταινίες με πρωταγωνιστή τον Charles Bronson, ας μνημονεύσουμε τις ταινίες τύπου «Taken», όπου η αυτοδικία έχει γίνει πλέον απλά ένας αστερίσκος της πλοκής, το εναρκτήριο λάκτισμα, για να πάρει μπρος μια σπινταριστή περιπέτεια. H Lynne Ramsey είναι έμπειρη, ξέρει τις παγίδες και τις αποφεύγει. Σαφώς και κάνει την καταγγελία της αλλά πιο πολύ την ενδιαφέρει η ψυχή του πρωταγωνιστή της. Το λακωνικό σε λέξεις σενάριό της βρίσκει τον απόλυτο εκφραστή της στο πρόσωπο (ναι, στο πρόσωπο) και την εσωτερική ερμηνεία ενός από τους πιο σπουδαίους σύγχρονους ηθοποιούς παγκοσμίως!
Με πυκνή γενειάδα που – κοίτα να δεις τώρα – μου τον έκανε να μοιάζει πάρα πολύ με τον Mel Gibson στην πρόσφατη «Βίαιη δικαιοσύνη» (Blood Father), ο Joaquin Phoenix θερίζει! Τον βλέπεις και με το βλέμμα του, την ανάσα του, τον τρόπο που λέει τις ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιεί, βιώνεις τον πόνο του χαρακτήρα που υποδύεται. Τον βλέπεις και ανατριχιάζεις! Τον βλέπεις και ξέρεις πως διορθώνοντας (βίαια) το κακό που κάνουν γουρούνια σε μικρά κορίτσια προσπαθεί να μην τρελαθεί, να μην σαλτάρει, να εξιλεωθεί. Δεν σώζει τα κορίτσια – εκείνα τον σώζουν! Είναι πραγματικά απίστευτος. Και εξαιρετικός στα δύο του δίδυμα μέσα στην ταινία. Τόσο με τη μητέρα του (πολύ καλή η Judith Roberts στο ρόλο) όσο κυρίως με την πιτσιρίκα Ekaterina Samsonov, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη σε μια άλλη ταινία στην οποία την είδαμε στις Κάννες, στο διαγωνιστικό, στο «Wonderstruck». Η σχέση του με τη μικρή Νίνα που υποδύεται η Samsonov δεν είναι ανάλογη με εκείνη του De Niro με την Foster στον «Ταξιτζή». Είναι πιο βαθιά, πιο δεμένη, πιο ολοκληρωμένη. Παρά το σκοτεινό, σκοτεινότατο θέμα της, η ταινία διαθέτει σκηνές κατάμαυρου χιούμορ. Καθώς μαθαίνει απαραίτητες αλήθειες από έναν άνθρωπο που οδηγεί στο θάνατο, ο Τζο ξαπλώνει μαζί του στο πάτωμα, κρατιούνται χέρι χέρι και τραγουδούν μαζί το «I’ve Never Been To Me» της Charlene! Ξέρετε, αυτό το τραγούδι που μεταξύ των άλλων λέει «Oh I've been to Nice and the Isle of Greece»!!!
Γενικώς, η ηχητική μπάντα είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας. Τη μουσική υπογράφει ο θεούλης Jonny Greenwood των Radiohead, δεύτερη φορά για ταινία της Ramsey και τρίτη φορά για ταινία με πρωταγωνιστή τον Phoenix (καθώς ο Joaquin έχει πρωταγωνιστήσει στις δύο από τις τρεις ταινίες του Paul Thomas Anderson για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Greenwood!). Και το μοντάζ είναι πρωταγωνιστής και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, τίποτα δεν μοιάζει άστοχο, ακόμα και οι σινεφίλ αναφορές είναι πανταχού παρούσες (εκείνο το διαλυμένο γυαλί πόσο «Αδέσποτα σκυλιά» και Peckinpah είναι ρε παιδιά – άλλη ταινία που κατηγορήθηκε για φασιστική στην εποχή της, όπως και ο «Ταξιτζής» για το θέμα της αυτοδικίας – είπαμε, είναι και η οπτική και η ηθική με την οποία διαπραγματεύεσαι ένα θέμα). Αλλά και... «Oldboy» έχουμε – ο δικός μας σκοτώνει με σφυρί – είθε να κρατούσε και δρεπάνι! Υπάρχουν σκηνές πραγματικής ποίησης (όπως εκείνη της βύθισης στο ποτάμι, με τις πέτρες, μια διπλή υγρή ταφή με μία επιστροφή) υπάρχει και μία αστοχία: το φινάλε πριν το φινάλε.
Φοβερό σε δύναμη, σοκαριστικό, «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» και ματωμένα χρήματα, αλλά λίγο γίνεται προς εντυπωσιασμό. Το happy end (κι όμως!) εντέλει το κερδίζουν οι δύο ήρωες. Σπουδαία ταινία, indeed. Και σε όσους δεν άρεσε, δεν ήταν πραγματικά εκεί όταν προβαλλόταν...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ /// έχει διανομή από την Seven Films αλλά δεν έχει ακόμα φιξαριστεί η ημερομηνία εξόδου της ταινίας στους κινηματογράφους της χώρας μας)
7η μεγάλου μήκους είναι η ταινία «Το φεγγάρι του Δία» (Jupiter holdja) του Ούγγρου Kornél Mundruczó. Συχνά φιλοξενούμενος στο φεστιβάλ των Καννών επέστρεψε εκεί στο διαγωνιστικό τμήμα αυτήν τη φορά, από το 2014, οπότε και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» για το εξαιρετικό «Λευκός Θεός» (Fehér isten). Ο 42χρονος σκηνοθέτης αγαπάει την αλληγορία φλερτάροντας συχνά με τον σουρεαλισμό. Και μας δίνει άλλη μια ταινία με την οποία παθαίνεις πλάκα!
Η υπόθεση: Ο Άριαν είναι ένας νεαρός Σύριος από την πόλη Χομς, η οποία σπαράζεται από την εμφύλια διαμάχη. Μαζί με τον πατέρα του και άλλους «λαθρομετανάστες» προσπαθεί να βρει καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Καθώς όμως περνάνε τα σύνορα από τη Σερβία στην Ουγγαρία γίνονται αντιληπτοί από περίπολο. Ο αρχηγός του τοπικού καταυλισμού και σκληρός διώκτης των μεταναστών εντοπίζει τον Άριαν, που έχει καταφέρει να μην πνιγεί στο ποτάμι, και τον πυροβολεί τρεις φορές, στο κορμί, θεωρώντας ότι τον έχει σκοτώσει. Ο Άριαν όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, όχι απλά δεν πεθαίνει αλλά αποκτά πλέον την ικανότητα να αψηφά τους νόμους της βαρύτητας και να αιωρείται.
Ψάχνοντας τον πατέρα του πηγαίνει στον καταυλισμό, όπου ο δρόμος του συναντιέται με εκείνον του γιατρού Στερν. Ο Στερν είναι ένας κυνικός και σε δυσμένεια γιατρός, που από τη στιγμή που σκότωσε εξ αμελείας έναν νεαρό αθλητή ασθενή, βγάζει τα προς το ζην ως γιατρός στον καταυλισμό. Βλέποντας τι μπορεί να κάνει ο Άριαν καταλαβαίνει πως μπροστά του έχει κάτι υπερβατικό, κάτι που ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική. Και αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί για να βγάλει χρήματα! Ποια θα είναι η κατάληξη αυτής της παράξενης σχέσης, ιδίως από τη στιγμή που εκείνος που πυροβόλησε τον Άριαν προσπαθεί μανιωδώς να τον συλλάβει;
Η άποψή μας: Η αρχή και το φινάλε τούτης της ταινίας παίζουν τεράστιο ρόλο στην κατανόηση των όσων βλέπουμε ενδιαμέσως. Στην αρχή, μια σειρά από μεσότιτλους μας πληροφορούν πως το μεγαλύτερο φεγγάρι του πλανήτη Δία ενδέχεται κάτω από την παγωμένη επιφάνειά του να κρύβει αλμυρό νερό. Άρα, υπό προϋποθέσεις, να μπορεί να υποστηρίξει ζωή. Όλως τυχαίως (;) αυτός ο δορυφόρος ονομάζεται... Ευρώπη! Και στο φινάλε έχουμε την παραλλαγή του παιχνιδιού που παίζαμε πιτσιρίκια, του κρυφτού, όπου ο ένας «τα φυλούσε» και μετρούσε «5, 10, 15, 20... φτου και βγαίνω». Ε, στα αγγλικά το πράγμα είναι πιο συμβολικό: «ready or not, here I come» λέει το προσφυγόπουλο.
Οπότε, αρχικά, το μυαλό και η ψυχή του καλλιτέχνη βρίσκονται στη σωστή θέση. Θέλετε δεν θέλετε παλιοφασίστες (και στην Ουγγαρία έχει πολλούς) οι μετανάστες ήρθαν για να μείνουν, γκέγκε; Είναι λοιπόν αυτή μια ταινία για τους μετανάστες; Σίγουρα ναι, αλλά εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε ανάλογο νομίζετε πως έχετε δει! Γιατί παράλληλα είναι μια χριστιανική παραβολή (στα βήματα σχεδόν του «Black Out» του Καραμαγγιώλη, κι ας μην το αποδέχτηκε ποτέ αυτό ο Έλληνας σκηνοθέτης για το φιλμ του!): η ταινία θα μπορούσε να λέγεται και «Θαύμα στη Βουδαπέστη», κατά το «Θαύμα στο Μιλάνο» του τιτανομέγιστου Vittorio De Sica. Βέβαια, ο De Sica, πέρα από φοβερός τζογαδόρος, ήταν και κομουνιστής. Ο Mundruczó διαπνέεται από έναν χριστιανικό ουμανισμό. Η κριτική του απέναντι στη χώρα του και τους συμπατριώτες του είναι σκληρή και δεν χαρίζει κάστανα. Και ο διεφθαρμένος γιατρός σιγά σιγά βρίσκει το δρόμο του, τις αξίες του, το... θεό. Εδώ κάπου ο σκηνοθέτης φαίνεται να χάνει τον έλεγχο. Η πυξίδα του μοιάζει απομαγνητισμένη. Για ποιον λόγο ήρθε ο Άριαν, ο γιος ενός ξυλουργού (;;;) στην Ευρώπη; Για να τη σώσει; Για να την καταστρέψει; Για να αναγκάσει επιτέλους τους ανθρώπους να κοιτάξουν ψηλά (στο Θεό), εκείνους τους ανθρώπους που κοιτάνε κάτω σκυθρωποί ή μόνο οριζόντια, στις πάσης φύσεως οθόνες τους;
Τίποτα από όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί; Υπάρχουν και σημεία του διαλόγου που ακούγονται κάπως... cheesy, που θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι: «δεν μπορείς να γιατρέψεις μια κοινωνία που είναι πληγωμένη στην ψυχή της». Εντάξει. Εκεί που δίνει ρέστα ο Ούγγρος σκηνοθέτης είναι στην εικόνα. Απλώς κάνει... παπάδες! Κάθε σκηνή αιώρησης συγκλονίζει πραγματικά και απορείς πώς την έχει γυρίσει – ιδίως εκείνη στο σπίτι του ρατσιστή αρρώστου, όπου έχουμε και αλλαγή στο χωρόχρονο!!! Σαν Ινσέπσιο ένα πράγμα! Αλλά και η σκηνή του κυνηγητού με αυτοκίνητα στο κέντρο της Βουδαπέστης, γουάου! Μπορεί να αποτελέσει από μόνη της λόγο για να δουν την ταινία άνθρωποι που πηγαίνουν σινεμά μόνο για κάτι «Fast and Furious». Ε, ο Mundruczó τους βάζει τα γυαλιά.
Απίθανη ταινία, οπτικά συναρπαστική που «πάσχει» από έναν απίστευτο μαξιμαλισμό. Μερικές φορές αυτή δεν είναι και η χειρότερη «αρρώστια» που μπορείς να προσάψεις σε μια ταινία.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ /// έχει διανομή από την Ama Films αλλά δεν έχει ακόμα φιξαριστεί η ημερομηνία εξόδου της ταινίας στους κινηματογράφους της χώρας μας)
Η υπόθεση: Ο Άριαν είναι ένας νεαρός Σύριος από την πόλη Χομς, η οποία σπαράζεται από την εμφύλια διαμάχη. Μαζί με τον πατέρα του και άλλους «λαθρομετανάστες» προσπαθεί να βρει καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Καθώς όμως περνάνε τα σύνορα από τη Σερβία στην Ουγγαρία γίνονται αντιληπτοί από περίπολο. Ο αρχηγός του τοπικού καταυλισμού και σκληρός διώκτης των μεταναστών εντοπίζει τον Άριαν, που έχει καταφέρει να μην πνιγεί στο ποτάμι, και τον πυροβολεί τρεις φορές, στο κορμί, θεωρώντας ότι τον έχει σκοτώσει. Ο Άριαν όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, όχι απλά δεν πεθαίνει αλλά αποκτά πλέον την ικανότητα να αψηφά τους νόμους της βαρύτητας και να αιωρείται.
Ψάχνοντας τον πατέρα του πηγαίνει στον καταυλισμό, όπου ο δρόμος του συναντιέται με εκείνον του γιατρού Στερν. Ο Στερν είναι ένας κυνικός και σε δυσμένεια γιατρός, που από τη στιγμή που σκότωσε εξ αμελείας έναν νεαρό αθλητή ασθενή, βγάζει τα προς το ζην ως γιατρός στον καταυλισμό. Βλέποντας τι μπορεί να κάνει ο Άριαν καταλαβαίνει πως μπροστά του έχει κάτι υπερβατικό, κάτι που ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική. Και αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί για να βγάλει χρήματα! Ποια θα είναι η κατάληξη αυτής της παράξενης σχέσης, ιδίως από τη στιγμή που εκείνος που πυροβόλησε τον Άριαν προσπαθεί μανιωδώς να τον συλλάβει;
Η άποψή μας: Η αρχή και το φινάλε τούτης της ταινίας παίζουν τεράστιο ρόλο στην κατανόηση των όσων βλέπουμε ενδιαμέσως. Στην αρχή, μια σειρά από μεσότιτλους μας πληροφορούν πως το μεγαλύτερο φεγγάρι του πλανήτη Δία ενδέχεται κάτω από την παγωμένη επιφάνειά του να κρύβει αλμυρό νερό. Άρα, υπό προϋποθέσεις, να μπορεί να υποστηρίξει ζωή. Όλως τυχαίως (;) αυτός ο δορυφόρος ονομάζεται... Ευρώπη! Και στο φινάλε έχουμε την παραλλαγή του παιχνιδιού που παίζαμε πιτσιρίκια, του κρυφτού, όπου ο ένας «τα φυλούσε» και μετρούσε «5, 10, 15, 20... φτου και βγαίνω». Ε, στα αγγλικά το πράγμα είναι πιο συμβολικό: «ready or not, here I come» λέει το προσφυγόπουλο.
Οπότε, αρχικά, το μυαλό και η ψυχή του καλλιτέχνη βρίσκονται στη σωστή θέση. Θέλετε δεν θέλετε παλιοφασίστες (και στην Ουγγαρία έχει πολλούς) οι μετανάστες ήρθαν για να μείνουν, γκέγκε; Είναι λοιπόν αυτή μια ταινία για τους μετανάστες; Σίγουρα ναι, αλλά εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε ανάλογο νομίζετε πως έχετε δει! Γιατί παράλληλα είναι μια χριστιανική παραβολή (στα βήματα σχεδόν του «Black Out» του Καραμαγγιώλη, κι ας μην το αποδέχτηκε ποτέ αυτό ο Έλληνας σκηνοθέτης για το φιλμ του!): η ταινία θα μπορούσε να λέγεται και «Θαύμα στη Βουδαπέστη», κατά το «Θαύμα στο Μιλάνο» του τιτανομέγιστου Vittorio De Sica. Βέβαια, ο De Sica, πέρα από φοβερός τζογαδόρος, ήταν και κομουνιστής. Ο Mundruczó διαπνέεται από έναν χριστιανικό ουμανισμό. Η κριτική του απέναντι στη χώρα του και τους συμπατριώτες του είναι σκληρή και δεν χαρίζει κάστανα. Και ο διεφθαρμένος γιατρός σιγά σιγά βρίσκει το δρόμο του, τις αξίες του, το... θεό. Εδώ κάπου ο σκηνοθέτης φαίνεται να χάνει τον έλεγχο. Η πυξίδα του μοιάζει απομαγνητισμένη. Για ποιον λόγο ήρθε ο Άριαν, ο γιος ενός ξυλουργού (;;;) στην Ευρώπη; Για να τη σώσει; Για να την καταστρέψει; Για να αναγκάσει επιτέλους τους ανθρώπους να κοιτάξουν ψηλά (στο Θεό), εκείνους τους ανθρώπους που κοιτάνε κάτω σκυθρωποί ή μόνο οριζόντια, στις πάσης φύσεως οθόνες τους;
Τίποτα από όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί; Υπάρχουν και σημεία του διαλόγου που ακούγονται κάπως... cheesy, που θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι: «δεν μπορείς να γιατρέψεις μια κοινωνία που είναι πληγωμένη στην ψυχή της». Εντάξει. Εκεί που δίνει ρέστα ο Ούγγρος σκηνοθέτης είναι στην εικόνα. Απλώς κάνει... παπάδες! Κάθε σκηνή αιώρησης συγκλονίζει πραγματικά και απορείς πώς την έχει γυρίσει – ιδίως εκείνη στο σπίτι του ρατσιστή αρρώστου, όπου έχουμε και αλλαγή στο χωρόχρονο!!! Σαν Ινσέπσιο ένα πράγμα! Αλλά και η σκηνή του κυνηγητού με αυτοκίνητα στο κέντρο της Βουδαπέστης, γουάου! Μπορεί να αποτελέσει από μόνη της λόγο για να δουν την ταινία άνθρωποι που πηγαίνουν σινεμά μόνο για κάτι «Fast and Furious». Ε, ο Mundruczó τους βάζει τα γυαλιά.
Απίθανη ταινία, οπτικά συναρπαστική που «πάσχει» από έναν απίστευτο μαξιμαλισμό. Μερικές φορές αυτή δεν είναι και η χειρότερη «αρρώστια» που μπορείς να προσάψεις σε μια ταινία.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ /// έχει διανομή από την Ama Films αλλά δεν έχει ακόμα φιξαριστεί η ημερομηνία εξόδου της ταινίας στους κινηματογράφους της χώρας μας)
O Aaron Katz είναι ένας ανεξάρτητος Αμερικανός σκηνοθέτης. Μέχρι τώρα έχει γυρίσει τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, με πιο γνωστή το «Γεια χαρά!» (Land Ho!, 2014), που ήταν και η προηγούμενή του. Τρία χρόνια μετά μας παραδίδει την ταινία «Στον αστερισμό του Διδύμου» (Gemini) με την οποία και εμφανίστηκε στο πρόγραμμα των εφετινών «Νυχτών Πρεμιέρας»
Η υπόθεση: Η Χέδερ Άντερσον είναι η μεγαλύτερη χολιγουντιανή σταρ. Είναι νέα, είναι ωραία, είναι πλούσια, είναι ταλαντούχα. Είναι όμως και μπουχτισμένη. Και κουρασμένη. Όταν της ζητούν να ξαναγυρίσει κάποιες σκηνές για μια ταινία που ετοιμάζει, αρνείται κατηγορηματικά. Και βάζει την προσωπική της βοηθό, την Τζιλ, να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Η Χέδερ, όντας και μοναχική, έχει ανάγκη την Τζιλ όχι μόνον ως βοηθό αλλά και ως φίλη. Οι δυο τους μέσα σε μια νύχτα θα συναντήσουν έναν σεναριογράφο, μια φανατική θαυμάστρια της Χέδερ, έναν ενοχλητικό παπαράτσι, και την – κάτι παραπάνω από φίλη για τη Χέδερ – την Τρέισι. Θα φάνε, θα πιούμε, θα κάνουν βόλτες, θα τραγουδήσουν καραόκε, θα μοιραστούν τις μοναξιές τους.
Η Χέδερ θα ζητήσει από την Τζιλ το όπλο της: όχι, δεν θα το χρησιμοποιήσει ποτέ, αλλά νιώθει διαρκώς φόβο πως κάτι κακό θα της συμβεί και το θέλει για προστασία. Η Τζιλ θα της το δώσει απρόθυμα. Και θα κοιμηθεί μετά από ένα κοπιαστικό βράδυ στο σπίτι της Χέδερ, αποκαμωμένη και με γεμάτο πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Όντως, το επόμενο πρωινό θα πάει στα προγραμματισμένα ραντεβού της. Όταν όμως γυρίζει να βρει τη Χέδερ στο σπίτι της, θα τη βρει νεκρή! Τι έχει συμβεί; Ποιος σκότωσε τη Χέδερ και γιατί; Η Τζιλ, που είναι η βασική ύποπτη, θα προσπαθήσει να μάθει την αλήθεια...
Η άποψή μας: Ο Aaron Katz φτιάχνει μια επίτηδες στυλιζαρισμένη ταινία. Είναι γυαλιστερή, γεμάτη νέον φώτα, λαμπερές επιφάνειες και μοναχικούς ανθρώπους που κρύβουν μυστικά. Κυρίως κρύβουν τη μοναξιά τους, μια μοναξιά που διογκώνεται επί χιλιάδες φορές κάτω από τον μεγεθυντικό φακό μιας τεράστιας πόλης – παγίδας, όπως είναι το Λος Άντζελες και δη το Χόλιγουντ. Ο σκηνοθέτης παίρνει τους κανόνες τους νεονουάρ και τους χρησιμοποιεί με ευλάβεια για να δημιουργήσει ένα τεράστιο, υπέροχο... τίποτα! Παρακολουθούσα την ταινία και περίμενα να σκάσει κάτι σε στυλ «Mulholland Drive», κάτι που θα οδηγούσε σε παράξενες ατραπούς, κάτι πιο εφιαλτικό ή έστω κάτι πιο ονειρικό. Όχι όμως. Δεν ήταν αυτός ο στόχος του σκηνοθέτη. Στόχος του ήταν να μας παρουσιάσει τη ζωή στο Χόλιγουντ έτσι όπως δεν την ξέρουμε. Με σταρ να είναι δέσμιοι της φήμης τους και να μην μπορούν να απαλλαγούν από αυτήν! Να βρίσκονται κάτω από το μικροσκόπιο της κοινής γνώμης, να αγχώνονται για κάθε φλας, για κάθε ήχο, μην τους δει κάποιος να κάνουν κάτι που δεν θα μπορούν να ερμηνεύσουν, που δεν θα μπορούν να δικαιολογήσουν.
Έχει τις στιγμές της η ταινία (ιδίως ο σεναριογράφος με το... χταπόδι προσφέρει και τις απαραίτητες ανάσες χιούμορ) αλλά εντέλει καταφέρνει αυτό που επιδιώκει ο δημιουργός της: να είναι φλατ! Παίρνει και μια τροπή αστυνομικού μυστηρίου και whodunnit αλλά κι αυτό γρήγορα ξεφουσκώνει μιας που αφήνει τον θεατή παγερά αδιάφορο, όντας αποστασιοποιημένο. Μένει η όμορφη μουσική που κάτι θυμίζει και η παρουσία της Zoë Kravitz στο ρόλο της Χέδερ: πέρα από πραγματικά κούκλα, η Zoë δείχνει πως έχει και υποκριτικές δυνατότητες μεγαλύτερες από αυτές που φανταζόμασταν.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ /// δεν γνωρίζουμε αν έχει διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Χέδερ Άντερσον είναι η μεγαλύτερη χολιγουντιανή σταρ. Είναι νέα, είναι ωραία, είναι πλούσια, είναι ταλαντούχα. Είναι όμως και μπουχτισμένη. Και κουρασμένη. Όταν της ζητούν να ξαναγυρίσει κάποιες σκηνές για μια ταινία που ετοιμάζει, αρνείται κατηγορηματικά. Και βάζει την προσωπική της βοηθό, την Τζιλ, να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Η Χέδερ, όντας και μοναχική, έχει ανάγκη την Τζιλ όχι μόνον ως βοηθό αλλά και ως φίλη. Οι δυο τους μέσα σε μια νύχτα θα συναντήσουν έναν σεναριογράφο, μια φανατική θαυμάστρια της Χέδερ, έναν ενοχλητικό παπαράτσι, και την – κάτι παραπάνω από φίλη για τη Χέδερ – την Τρέισι. Θα φάνε, θα πιούμε, θα κάνουν βόλτες, θα τραγουδήσουν καραόκε, θα μοιραστούν τις μοναξιές τους.
Η Χέδερ θα ζητήσει από την Τζιλ το όπλο της: όχι, δεν θα το χρησιμοποιήσει ποτέ, αλλά νιώθει διαρκώς φόβο πως κάτι κακό θα της συμβεί και το θέλει για προστασία. Η Τζιλ θα της το δώσει απρόθυμα. Και θα κοιμηθεί μετά από ένα κοπιαστικό βράδυ στο σπίτι της Χέδερ, αποκαμωμένη και με γεμάτο πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Όντως, το επόμενο πρωινό θα πάει στα προγραμματισμένα ραντεβού της. Όταν όμως γυρίζει να βρει τη Χέδερ στο σπίτι της, θα τη βρει νεκρή! Τι έχει συμβεί; Ποιος σκότωσε τη Χέδερ και γιατί; Η Τζιλ, που είναι η βασική ύποπτη, θα προσπαθήσει να μάθει την αλήθεια...
Η άποψή μας: Ο Aaron Katz φτιάχνει μια επίτηδες στυλιζαρισμένη ταινία. Είναι γυαλιστερή, γεμάτη νέον φώτα, λαμπερές επιφάνειες και μοναχικούς ανθρώπους που κρύβουν μυστικά. Κυρίως κρύβουν τη μοναξιά τους, μια μοναξιά που διογκώνεται επί χιλιάδες φορές κάτω από τον μεγεθυντικό φακό μιας τεράστιας πόλης – παγίδας, όπως είναι το Λος Άντζελες και δη το Χόλιγουντ. Ο σκηνοθέτης παίρνει τους κανόνες τους νεονουάρ και τους χρησιμοποιεί με ευλάβεια για να δημιουργήσει ένα τεράστιο, υπέροχο... τίποτα! Παρακολουθούσα την ταινία και περίμενα να σκάσει κάτι σε στυλ «Mulholland Drive», κάτι που θα οδηγούσε σε παράξενες ατραπούς, κάτι πιο εφιαλτικό ή έστω κάτι πιο ονειρικό. Όχι όμως. Δεν ήταν αυτός ο στόχος του σκηνοθέτη. Στόχος του ήταν να μας παρουσιάσει τη ζωή στο Χόλιγουντ έτσι όπως δεν την ξέρουμε. Με σταρ να είναι δέσμιοι της φήμης τους και να μην μπορούν να απαλλαγούν από αυτήν! Να βρίσκονται κάτω από το μικροσκόπιο της κοινής γνώμης, να αγχώνονται για κάθε φλας, για κάθε ήχο, μην τους δει κάποιος να κάνουν κάτι που δεν θα μπορούν να ερμηνεύσουν, που δεν θα μπορούν να δικαιολογήσουν.
Έχει τις στιγμές της η ταινία (ιδίως ο σεναριογράφος με το... χταπόδι προσφέρει και τις απαραίτητες ανάσες χιούμορ) αλλά εντέλει καταφέρνει αυτό που επιδιώκει ο δημιουργός της: να είναι φλατ! Παίρνει και μια τροπή αστυνομικού μυστηρίου και whodunnit αλλά κι αυτό γρήγορα ξεφουσκώνει μιας που αφήνει τον θεατή παγερά αδιάφορο, όντας αποστασιοποιημένο. Μένει η όμορφη μουσική που κάτι θυμίζει και η παρουσία της Zoë Kravitz στο ρόλο της Χέδερ: πέρα από πραγματικά κούκλα, η Zoë δείχνει πως έχει και υποκριτικές δυνατότητες μεγαλύτερες από αυτές που φανταζόμασταν.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ /// δεν γνωρίζουμε αν έχει διανομή για τη χώρα μας)
Θόδωρος Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική