του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Νύχτες Πρεμιέρας 2017 LIVE Ep.8 - The Kindness of Strangers
Ρε δεν έχει χαθεί η καλοσύνη και η ευγένεια σας λέω. Δύο χθεσινά περιστατικά στην πολύβουη και σκληρή Αθήνα. Αρχικά, επειδή «δεν το'χω» με την τεχνολογία (μαθαίνω ακόμα, αλλά πολύ αργά) πήγα σε ένα πρατήριο καυσίμων (δεν λέω ποιο) στη Λεωφόρο Μεσογείων, που είναι σημείο εξυπηρέτησης της εταιρίας που συνεργάζεται με το φεστιβάλ στο ζήτημα των εισιτηρίων (δεν λέω ποια) για να εκτυπώσω εισιτήρια. Ναι, αλλά δεν είχα κάνει τίποτα από την προηγουμένως απαιτούμενη διαδικασία. Ο ευγενέστατος, νεαρός υπάλληλος, όχι μόνο βοήθησε, όχι μόνο επέδειξε τρομερή υπομονή, αρνήθηκε να λάβει το οποιοδήποτε χρηματικό τίμημα για την αρωγή του. Κατασκλαβώθηκα. Λίγο πιο πέρα πήγα να αγοράσω φρούτα από μανάβικο. Στα φεστιβάλ δεν τρώμε φρούτα (κακώς) και είπα να φροντίσω λίγο την υγεία μου. Είδα ότι κίτρινα δαμάσκηνα, ένα είδος αχλαδιού και κάποια ροδάκινα είχαν την ίδια τιμή: 1,65€. Τα έβαλα σε μια σακούλα. Πήρα και μερικά μαύρα δαμάσκηνα, τα οποία στοίχιζαν 1,85€ το κιλό. Πάω στο ταμείο. Χαμογελαστός υπάλληλος. Του λέω: «Τα έβαλα αυτά που έχουν ίδια τιμή σε μία σακούλα – πειράζει;». «Εννοείται πως όχι», μου απαντάει. «Και τι έχετε στην άλλη σακούλα;». «Να, αυτά είναι πιο ακριβά, γι' αυτό τα ξεχώρισα». «Δεν πειράζει, θα τα ζυγίσω όλα μαζί με την ίδια τιμή, εκείνη των φτηνών, εντάξει;». Ok, ας ωφελήθηκα 30 με 40 λεπτά και πολύ σας λέω. Ναι, αλλά ο άνθρωπος μου έφτιαξε τη μέρα! Πάντα χαμογελαστός, χωρίς την κλασική κουτοπονηριά «κάτσε να κλέψω λίγο στο ζύγι». Αυτά είναι τα ωραία!
Πάμε στις ταινίες: Τρεις που αποτελούν τις προτάσεις μας για την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου καθώς τις έχουμε δει σε προηγούμενα φεστιβάλ και μία που είδαμε την Τρίτη και γράφουμε γι' αυτήν (είδαμε και το «The Endless» την Τρίτη, αλλά γι' αυτήν θα γράψει ο brother from another mother Γιώργος Ζερβόπουλος).
Πάμε στις ταινίες: Τρεις που αποτελούν τις προτάσεις μας για την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου καθώς τις έχουμε δει σε προηγούμενα φεστιβάλ και μία που είδαμε την Τρίτη και γράφουμε γι' αυτήν (είδαμε και το «The Endless» την Τρίτη, αλλά γι' αυτήν θα γράψει ο brother from another mother Γιώργος Ζερβόπουλος).
Με την προηγούμενη, την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, την «Gloria», ο Χιλιανός Sebastián Lelio συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale του 2013 και τιμήθηκε με τρία βραβεία με σημαντικότερα εκείνα καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και της Οικουμενικής Επιτροπής. Τέσσερα χρόνια μετά επέστρεψε στη γερμανική πρωτεύουσα με τη νέα του ταινία Μια φανταστική γυναίκα (Una mujer fantastica), συμμετείχε με αυτήν στο διαγωνιστικό τμήμα και τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο καλύτερου σεναρίου, ενώ πήρε και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής. Μεταξύ των παραγωγών της ταινίας συναντάμε τα ονόματα των Pablo Larraín και Maren Ade. Και στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» η ταινία θα προβληθεί παρουσία της πρωταγωνίστριας Daniela Vega!
Η υπόθεση: Η Μαρίνα και ο Ορλάντο είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ζουν μαζί ευτυχισμένες στιγμές κι ας έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας: Ο Ορλάντο είναι 57 ετών και η Μαρίνα είναι καμιά 25αριά χρόνια νεώτερη. Ο Ορλάντο είναι επιχειρηματίας, χωρισμένος από τη γυναίκα του, με ενήλικο παιδί. Η Μαρίνα δουλεύει ως σερβιτόρα και της αρέσει πολύ να τραγουδά. Μια μέρα, μετά την επιστροφή τους από έξοδο όπου γιόρταζαν μαζί τα γενέθλια της Μαρίνας, ο Ορλάντο ξυπνάει χλωμός και με έντονη αδιαθεσία. Η Μαρίνα τον πηγαίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο, αλλά οι γιατροί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να δηλώσουν το θάνατό του. Ο Ορλάντο πέθανε από ανεύρυσμα. Η Μαρίνα, πρώην άντρας και νυν γυναίκα μετά από επέμβαση αλλαγής φύλου, θα βρεθεί σε έναν κυκεώνα άσχημων καταστάσεων.
Η πρώην γυναίκα του Ορλάντο ζητάει να πάρει το αυτοκίνητό του από τη Μαρίνα και ο γιος τους θέλει να τη διώξει άμεσα από το διαμέρισμα του πατέρα του και να της πάρει και τον σκύλο. Κυρίως, όμως, η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να παραβρεθεί η Μαρίνα στην κηδεία του! Δεν της δίνουν το δικαίωμα να θρηνήσει τον αγαπημένο της. Παράλληλα, μια γυναίκα αστυνομικός πιέζει την Μαρίνα με μια σειρά από ερωτήσεις και δυσάρεστες διαδικασίες, καθώς δεν μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. Και η Μαρίνα, μόνη της ουσιαστικά, δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει...
Η άποψή μας: Ο Lelio αποδεικνύεται μέγας σκηνοθέτης στη δημιουργία πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πορτρέτων. Γιατί πέρα από τεχνικές λεπτομέρειες, η Μαρίνα είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα που η σεξουαλικότητά της προσλαμβάνεται ως απειλητική από την κοινωνία. Ιδίως τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, και κυρίως ο γιος του, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα με κανέναν τρόπο! Νιώθουν αμηχανία, νιώθουν ντροπή, νιώθουν μέχρι και αηδία! Δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα ως ανθρώπινο ον. Το μόνο μέλος της οικογένειας που βλέπει πέρα από τα προσχήματα και τις προκαταλήψεις είναι ο αδελφός του πεθαμένου, τον οποίο υποδύεται ο Luis Gnecco, ο άνθρωπος που υποδύεται τον Νερούδα στην ομώνυμη, υπέροχη ταινία ενός άλλου Χιλιανού σκηνοθέτη, του Pablo Larain!
Η Μαρίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση με περισσή στωικότητα. Δεν προκαλεί, δεν υστεριάζει, δεν απειλεί, δεν προσπαθεί να «κερδίσει» κάτι από την όλη κατάσταση. Το μόνο που θέλει είναι να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της. Όπως έχει το δικαίωμα. Και δεν πτοείται ακόμα κι όταν ο γιος του Ορλάντο μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους, αρπάζουν την Μαρίνα, την χώνουν σε ένα SUV και την κακομεταχειρίζονται, ασκώντας βία επάνω της. Όχι, η Μαρίνα δεν πτοείται ακόμα κι όταν τα στοιχεία της φύσης είναι εναντίον της: είναι εξαιρετική η σκηνή όπου η Μαρίνα περπατάει στο δρόμο, φυσάει δυνατός αέρας, πολύ δυνατός, που θα μπορούσε να την παρασύρει, αλλά εκείνη εναντιώνεται, και ξέρει πως μπορεί να λυγίσει αλλά δεν σπάει. Μικρή ταινία, τρυφερή, ευγενική, κατορθώνει όχι μόνο να μην «τρομάξει» τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές αλλά να κερδίσει την εύνοια όλων. Εντάξει, δεν είναι χωρίς προβλήματα η ταινία: η όλη φάση με το κλειδί από το φοριαμό στο χαμάμ είναι αδιέξοδη ενώ κατά μία έννοια έχουμε φινάλε πριν το φινάλε, πράγματα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει ο σκηνοθέτης.
Έχοντας ως σύμμαχο όμως την πολύ καλή ερμηνεία της Daniela Vega, ενός πρώην άνδρα που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στην πραγματικότητα, και τη δική του τρομερή ικανότητα να στήνει ονειρικές σκηνές, ο Lelio πετυχαίνει να παραδώσει μια ταινία, καλύτερη από την «Gloria».
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 20.30, στο Ιντεάλ /// έχει διανομή από την Strada Films και η προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου της στις αίθουσες της χώρας μας είναι στις 5 Οκτωβρίου)
Η υπόθεση: Η Μαρίνα και ο Ορλάντο είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ζουν μαζί ευτυχισμένες στιγμές κι ας έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας: Ο Ορλάντο είναι 57 ετών και η Μαρίνα είναι καμιά 25αριά χρόνια νεώτερη. Ο Ορλάντο είναι επιχειρηματίας, χωρισμένος από τη γυναίκα του, με ενήλικο παιδί. Η Μαρίνα δουλεύει ως σερβιτόρα και της αρέσει πολύ να τραγουδά. Μια μέρα, μετά την επιστροφή τους από έξοδο όπου γιόρταζαν μαζί τα γενέθλια της Μαρίνας, ο Ορλάντο ξυπνάει χλωμός και με έντονη αδιαθεσία. Η Μαρίνα τον πηγαίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο, αλλά οι γιατροί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να δηλώσουν το θάνατό του. Ο Ορλάντο πέθανε από ανεύρυσμα. Η Μαρίνα, πρώην άντρας και νυν γυναίκα μετά από επέμβαση αλλαγής φύλου, θα βρεθεί σε έναν κυκεώνα άσχημων καταστάσεων.
Η πρώην γυναίκα του Ορλάντο ζητάει να πάρει το αυτοκίνητό του από τη Μαρίνα και ο γιος τους θέλει να τη διώξει άμεσα από το διαμέρισμα του πατέρα του και να της πάρει και τον σκύλο. Κυρίως, όμως, η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να παραβρεθεί η Μαρίνα στην κηδεία του! Δεν της δίνουν το δικαίωμα να θρηνήσει τον αγαπημένο της. Παράλληλα, μια γυναίκα αστυνομικός πιέζει την Μαρίνα με μια σειρά από ερωτήσεις και δυσάρεστες διαδικασίες, καθώς δεν μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. Και η Μαρίνα, μόνη της ουσιαστικά, δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει...
Η άποψή μας: Ο Lelio αποδεικνύεται μέγας σκηνοθέτης στη δημιουργία πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πορτρέτων. Γιατί πέρα από τεχνικές λεπτομέρειες, η Μαρίνα είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα που η σεξουαλικότητά της προσλαμβάνεται ως απειλητική από την κοινωνία. Ιδίως τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, και κυρίως ο γιος του, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα με κανέναν τρόπο! Νιώθουν αμηχανία, νιώθουν ντροπή, νιώθουν μέχρι και αηδία! Δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα ως ανθρώπινο ον. Το μόνο μέλος της οικογένειας που βλέπει πέρα από τα προσχήματα και τις προκαταλήψεις είναι ο αδελφός του πεθαμένου, τον οποίο υποδύεται ο Luis Gnecco, ο άνθρωπος που υποδύεται τον Νερούδα στην ομώνυμη, υπέροχη ταινία ενός άλλου Χιλιανού σκηνοθέτη, του Pablo Larain!
Η Μαρίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση με περισσή στωικότητα. Δεν προκαλεί, δεν υστεριάζει, δεν απειλεί, δεν προσπαθεί να «κερδίσει» κάτι από την όλη κατάσταση. Το μόνο που θέλει είναι να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της. Όπως έχει το δικαίωμα. Και δεν πτοείται ακόμα κι όταν ο γιος του Ορλάντο μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους, αρπάζουν την Μαρίνα, την χώνουν σε ένα SUV και την κακομεταχειρίζονται, ασκώντας βία επάνω της. Όχι, η Μαρίνα δεν πτοείται ακόμα κι όταν τα στοιχεία της φύσης είναι εναντίον της: είναι εξαιρετική η σκηνή όπου η Μαρίνα περπατάει στο δρόμο, φυσάει δυνατός αέρας, πολύ δυνατός, που θα μπορούσε να την παρασύρει, αλλά εκείνη εναντιώνεται, και ξέρει πως μπορεί να λυγίσει αλλά δεν σπάει. Μικρή ταινία, τρυφερή, ευγενική, κατορθώνει όχι μόνο να μην «τρομάξει» τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές αλλά να κερδίσει την εύνοια όλων. Εντάξει, δεν είναι χωρίς προβλήματα η ταινία: η όλη φάση με το κλειδί από το φοριαμό στο χαμάμ είναι αδιέξοδη ενώ κατά μία έννοια έχουμε φινάλε πριν το φινάλε, πράγματα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει ο σκηνοθέτης.
Έχοντας ως σύμμαχο όμως την πολύ καλή ερμηνεία της Daniela Vega, ενός πρώην άνδρα που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στην πραγματικότητα, και τη δική του τρομερή ικανότητα να στήνει ονειρικές σκηνές, ο Lelio πετυχαίνει να παραδώσει μια ταινία, καλύτερη από την «Gloria».
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 20.30, στο Ιντεάλ /// έχει διανομή από την Strada Films και η προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου της στις αίθουσες της χώρας μας είναι στις 5 Οκτωβρίου)
Η ταινία Σπίτι για απόψε (Mobile Homes) μας έρχεται από τον Καναδά, σε συμπαραγωγή με τη Γαλλία. Προβλήθηκε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Vladimir de Fontenay και ήταν να πρωταγωνιστήσει σε αυτήν ο Anton Yelchin, αλλά τελικά λόγω του θανάτου του, τον ρόλο πήρε ο συμπρωταγωνιστής του στην ταινία «Green Room», ο Callum Turner. Στις «Νύχτες Πρεμιέρας» η ταινία θα προβληθεί παρουσία του σκηνοθέτη!
Η υπόθεση: Η Άλι είναι μια νεαρή μητέρα ενός 8χρονου παιδιού, του Μπον. Μαζί τους ζει και ο ναρκομανής Άιβαν, με τον οποίο η Άλι είναι ερωτευμένη βαθιά. Τόσο που δεν αντιδράει καθόλου όταν ολοφάνερα εκμεταλλεύεται τόσο εκείνη όσο και τον γιο της. Έχει κάνει το όνειρό του και δικό της όνειρο. Στόχος του(ς) είναι να μαζέψουν χρήματα και να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι. Μέχρι να συμβεί αυτό, μετακινούνται από εδώ κι από εκεί, κάνοντας μικροκλοπές, μη πληρώνοντας σε εστιατόρια που τρώνε και λαμβάνοντας μέρος σε παράνομους αγώνες κοκορομαχίας. Κάποια στιγμή, ενώ ο Άιβαν βάζει τον Μπον να ντιλάρει ναρκωτικά μέσα σε ένα μπαρ (!) γίνεται έφοδος της αστυνομίας.
Η Άλι και ο Μπον βρίσκουν καταφύγιο σε κάτι που αποδεικνύεται τροχόσπιτο! Ο ιδιοκτήτης του, το πηγαίνει σε συγκεκριμένο μέρος, όπου βρίσκονται κι άλλα τροχόσπιτα, προκειμένου κάποια στιγμή να το πουλήσει. Μέχρι τότε αφήνει μητέρα και γιο να ζουν μέσα σε αυτό. Η νέα ζωή είναι καλή για τους δυο τους και προσαρμόζονται εύκολα. Έως ότου τους βρίσκει και πάλι ο Άιβαν. Και πάλι ωθεί την Άλι σε παράνομες ατραπούς. Για να βρει μια θέση στον κόσμο, η Άλι πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη της ως μητέρα.
Η άποψή μας: Πάντα με βάση τις ταινίες που τυχαίνει να επιλέξεις σε ένα φεστιβάλ όπου προβάλλονται εκατοντάδες φιλμ, προβαίνεις σε συμπεράσματα τα οποία πιθανότατα να είναι λανθασμένα. Ένα pattern που ακολουθήθηκε πολύ στο περασμένο φεστιβάλ των Κάννες είχε να κάνει με ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούν παιδιά, έχοντας γονείς ανώριμους και επικίνδυνους για τη σωματική και την πνευματική τους υγεία. Έτσι κι εδώ, ο μικρούλης Μπον μπαίνει από μικρός στα βάσανα καθώς έχει μια μητέρα η οποία προφανώς τον απέκτησε μικρή σε ηλικία και δεν ξέρει πως να τον διαχειριστεί. Δεν έχει σπίτι, δεν πηγαίνει σχολείο, δεν έχει παιδιά με τα οποία να μπορεί να παίζει. Μόνη του παρέα είναι τα διάφορα... κοκόρια που χρησιμοποιούνται για τις κοκορομαχίες! Ωραίος τρόπος για να μεγαλώνει ένα παιδί!
Η ταινία είναι χαρακτηριστικά φεστιβαλική. Κι αυτό που ξεχωρίζει είναι η ερμηνεία της Imogen Poots στο ρόλο της μητέρας, όπου εμφανίζεται βρώμικη, παραιτημένη, άβαφη, γυμνή, μακριά από οποιαδήποτε κολακευτική εικόνα που θα μπορούσε να κρατήσει αν επένδυε στην κοκεταρία της. Και η όλη διαδρομή της ταινίας, που η αλήθεια είναι πως σε πολλά σημεία της κουράζει και φαίνεται βαρετή, δικαιώνεται στο πολύ όμορφο φινάλε της. Γιατί ο εκτροχιασμός από τις ράγες μπορεί να φαίνεται καταστροφικός, μπορεί όμως να σημαίνει και την απαρχή μιας ολοκαίνουριας ζωής, χωρίς βαρίδια. Ναι, αυτό που αφηγείται μέσα στην ταινία η Άλι, τη γνωστή ιστορία με τον βασιλιά Σολομώντα ο οποίος για να βρει σε ποια από τις δύο μητέρες που διεκδικούν ένα μωρό είναι η πραγματική, ζητάει να το κόψουν στη μέση και να δώσουν και στις δύο από ένα μισό, δείχνει την κατάστασή της. Πιστεύει πως το παιδί της θα μπορούσε να ζήσει μια πολύ καλύτερη ζωή μακριά από αυτήν παρά μαζί της.
Εσείς τι λέτε; Ποια είναι η γνώμη του παιδιού; Από τα πιο όμορφα φινάλε που είδαμε τελευταία σε μια ταινία πάντως που δεν έχει να επιδείξει κάτι πραγματικά καινούργιο.
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 20.00, στο Δαναός 1 και σε επανάληψη την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου στις 20.00, στο Δαναός 2 αλλά και το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου στις 20.15, στο Δαναός 2 /// έχει διανομή για τη χώρα μας αλλά δεν έχει ακόμα προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου για τις ελληνικές αίθουσες)
Η υπόθεση: Η Άλι είναι μια νεαρή μητέρα ενός 8χρονου παιδιού, του Μπον. Μαζί τους ζει και ο ναρκομανής Άιβαν, με τον οποίο η Άλι είναι ερωτευμένη βαθιά. Τόσο που δεν αντιδράει καθόλου όταν ολοφάνερα εκμεταλλεύεται τόσο εκείνη όσο και τον γιο της. Έχει κάνει το όνειρό του και δικό της όνειρο. Στόχος του(ς) είναι να μαζέψουν χρήματα και να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι. Μέχρι να συμβεί αυτό, μετακινούνται από εδώ κι από εκεί, κάνοντας μικροκλοπές, μη πληρώνοντας σε εστιατόρια που τρώνε και λαμβάνοντας μέρος σε παράνομους αγώνες κοκορομαχίας. Κάποια στιγμή, ενώ ο Άιβαν βάζει τον Μπον να ντιλάρει ναρκωτικά μέσα σε ένα μπαρ (!) γίνεται έφοδος της αστυνομίας.
Η Άλι και ο Μπον βρίσκουν καταφύγιο σε κάτι που αποδεικνύεται τροχόσπιτο! Ο ιδιοκτήτης του, το πηγαίνει σε συγκεκριμένο μέρος, όπου βρίσκονται κι άλλα τροχόσπιτα, προκειμένου κάποια στιγμή να το πουλήσει. Μέχρι τότε αφήνει μητέρα και γιο να ζουν μέσα σε αυτό. Η νέα ζωή είναι καλή για τους δυο τους και προσαρμόζονται εύκολα. Έως ότου τους βρίσκει και πάλι ο Άιβαν. Και πάλι ωθεί την Άλι σε παράνομες ατραπούς. Για να βρει μια θέση στον κόσμο, η Άλι πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη της ως μητέρα.
Η άποψή μας: Πάντα με βάση τις ταινίες που τυχαίνει να επιλέξεις σε ένα φεστιβάλ όπου προβάλλονται εκατοντάδες φιλμ, προβαίνεις σε συμπεράσματα τα οποία πιθανότατα να είναι λανθασμένα. Ένα pattern που ακολουθήθηκε πολύ στο περασμένο φεστιβάλ των Κάννες είχε να κάνει με ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούν παιδιά, έχοντας γονείς ανώριμους και επικίνδυνους για τη σωματική και την πνευματική τους υγεία. Έτσι κι εδώ, ο μικρούλης Μπον μπαίνει από μικρός στα βάσανα καθώς έχει μια μητέρα η οποία προφανώς τον απέκτησε μικρή σε ηλικία και δεν ξέρει πως να τον διαχειριστεί. Δεν έχει σπίτι, δεν πηγαίνει σχολείο, δεν έχει παιδιά με τα οποία να μπορεί να παίζει. Μόνη του παρέα είναι τα διάφορα... κοκόρια που χρησιμοποιούνται για τις κοκορομαχίες! Ωραίος τρόπος για να μεγαλώνει ένα παιδί!
Η ταινία είναι χαρακτηριστικά φεστιβαλική. Κι αυτό που ξεχωρίζει είναι η ερμηνεία της Imogen Poots στο ρόλο της μητέρας, όπου εμφανίζεται βρώμικη, παραιτημένη, άβαφη, γυμνή, μακριά από οποιαδήποτε κολακευτική εικόνα που θα μπορούσε να κρατήσει αν επένδυε στην κοκεταρία της. Και η όλη διαδρομή της ταινίας, που η αλήθεια είναι πως σε πολλά σημεία της κουράζει και φαίνεται βαρετή, δικαιώνεται στο πολύ όμορφο φινάλε της. Γιατί ο εκτροχιασμός από τις ράγες μπορεί να φαίνεται καταστροφικός, μπορεί όμως να σημαίνει και την απαρχή μιας ολοκαίνουριας ζωής, χωρίς βαρίδια. Ναι, αυτό που αφηγείται μέσα στην ταινία η Άλι, τη γνωστή ιστορία με τον βασιλιά Σολομώντα ο οποίος για να βρει σε ποια από τις δύο μητέρες που διεκδικούν ένα μωρό είναι η πραγματική, ζητάει να το κόψουν στη μέση και να δώσουν και στις δύο από ένα μισό, δείχνει την κατάστασή της. Πιστεύει πως το παιδί της θα μπορούσε να ζήσει μια πολύ καλύτερη ζωή μακριά από αυτήν παρά μαζί της.
Εσείς τι λέτε; Ποια είναι η γνώμη του παιδιού; Από τα πιο όμορφα φινάλε που είδαμε τελευταία σε μια ταινία πάντως που δεν έχει να επιδείξει κάτι πραγματικά καινούργιο.
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 20.00, στο Δαναός 1 και σε επανάληψη την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου στις 20.00, στο Δαναός 2 αλλά και το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου στις 20.15, στο Δαναός 2 /// έχει διανομή για τη χώρα μας αλλά δεν έχει ακόμα προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου για τις ελληνικές αίθουσες)
Την Paulina García από τη Χιλή, τη γνωρίσαμε από την ταινία «Gloria» του Sebastián Lelio (αναφερόμαστε σε αυτόν και τη νέα του ταινία πιο πάνω, χα!), ταινία για την οποία είχε κερδίσει την Αργυρή Άρκτο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στην Berlinale του 2013. Στην ταινία Η νύφη της ερήμου (La novia del desierto) των Cecilia Atán και Valeria Pivato, η σπουδαία ηθοποιός παίζει έναν ρόλο εντελώς αντίθετο από εκείνον της Gloria, αλλά και πάλι σκίζει! Αυτή είναι η πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του διδύμου από την Αργεντινή, με την οποία συμμετείχαν στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα», κερδίζοντας τις καλύτερες εντυπώσεις. Στις «Νύχτες Πρεμιέρας» συμμετέχει στο τμήμα «Τα αγαπημένα του φεστιβάλ»...
Η υπόθεση: Η 54χρονη Τερέζα είναι μια μοναχική και ανύπαντρη γυναίκα. Για δεκαετίες εργάζεται ως εσώκλειστη οικογενειακή βοηθός σε ένα σπίτι μεγαλοαστών στο Μπουένος Άιρες. Λειτουργεί λίγο ως υποκατάστατο μητέρας για τον γιο της οικογένειας... Όταν η οικογένεια αποφασίζει να πουλήσει το σπίτι, η Τερέζα μένει χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της και χωρίς δουλειά, μιας που πλέον δεν έχει αντικείμενο εργασίας. Ψάχνοντας επειγόντως για νέα δουλειά, βρίσκει μία, αλλά θα πρέπει να ταξιδέψει στη μακρινή πόλη Σαν Χουάν. Παρά το γεγονός ότι η ίδια αισθάνεται άβολα με τα ταξίδια παντός τύπου, μιας που ουσιαστικά δεν ταξίδεψε ποτέ, ξεκινά μια διαδρομή μέσα από την έρημο παίρνοντας το λεωφορείο.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης στάσης της, στη γη της θαυματουργής «Saint Correa», ξεχνιέται και χάνει το λεωφορείο. Υπάρχει πανηγύρι προς τιμήν της Αγίας και η Τερέζα τσεκάρει τα προϊόντα των πλανόδιων πωλητών. Στο βαν του Ελ Γκρίνγκο, που πουλάει γυναικεία ρούχα, η Τερέζα πείθεται να δοκιμάσει ένα. Ξεχνάει όμως μέσα την τσάντα της με όλα της τα χρήματα! Πιάνει και μια ανεμοθύελλα και ακολούθως καταιγίδα και το πανηγύρι διαλύεται, με τους μικροπωλητές να φεύγουν άρον άρον. Η Τερέζα ψάχνει να βρει τον Ελ Γκρίνγκο. Θα τον βρει; Κι όταν τον βρει, εκείνος θα τη βοηθήσει να βρει την τσάντα της; Ή «παίζει» κάτι άλλο;
Η άποψή μας: Για κάτι τέτοιες ταινίες λατρεύω το σινεμά. Ακόμα κι όταν επέρχεται κορεσμός, ακόμα κι αν έρχεται η αίσθηση ότι τα έχεις δει όλα, ακόμα κι όταν είσαι κουρασμένος σε ένα φεστιβάλ από τους έντονους ρυθμούς και την αδιάκοπη κατανάλωση εικόνων, έρχεται μια ταινία όπως τούτη εδώ και ανασαίνεις ανθρωπιά βρε παιδί μου. Και ποιο είναι το τρομερό; Ότι η ταινία ούτε τον τροχό ανακαλύπτει ούτε μας λέει ουσιαστικά κάτι καινούργιο. Αφηγείται όμως με απλό μα συνάμα υπέροχο τρόπο μια ανθρώπινη ιστορία με επίκεντρο δύο ανθρώπους που καλούνται να διαχειριστούν τη μοναξιά τους, ενδεχομένως και μαζί! Με μόλις 78 λεπτά διάρκεια η ταινία δεν κουράζει και δεν της περισσεύει και κανένα πλάνο. Όλα είναι σωστά μελετημένα ώστε να υπάρχουν και ανάσες, να συντονίζεται ο θεατής με την ηρωίδα και τον Ελ Γκρίνγκο, να τη βλέπει καθώς εκείνη ανθίζει, καθώς χαλαρώνει τις άμυνές της, καθώς βγαίνει από το καβούκι της, καθώς δείχνει ότι μπορεί και να επικοινωνεί και ότι μπορεί να είναι το ένα δίπολο μιας όμορφης ερωτικής ιστορίας.
Και road movie με την καλύτερη έννοια του όρου και ανθρώπινο πορτρέτο και ρομάντζο η ταινία βγάζει μια γλυκιά μελαγχολία, διαθέτοντας και πινελιές χιούμορ. Ο ουρανός, τα βουνά, οι άνθρωποι της λατινικής ηπείρου καταγράφονται με ομορφιά και χάρη. Και όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν καμία σημασία χωρίς την παρουσία, την ερμηνεία της φοβερής και τρομερής Paulina García. Κάθε βήμα, κάθε έκφραση, κάθε γκριμάτσα, κάθε κίνηση των χεριών υπηρετούν τον ρόλο, το να εμφανιστεί η Τερέζα μπροστά στους θεατές ως άνθρωπος με σάρκα και οστά και όχι ως σεναριακό δημιούργημα. Η σκηνή που Τερέζα και Ελ Γκρίνγκο επισκέπτονται τον πατέρα του δεύτερου, είναι τόσο γλυκιά που σίγουρα θα σας κάνει να λιγώσετε. Ταξίδι στην προσωπική αυτογνωσία; Γιατί όχι; Και το φινάλε, καμία σχέση με τα χολιγουντιανά κλισέ.
Αυτή είναι μια πολύ όμορφη ταινία, που δεν χάνεται!
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 22.30, στο Δαναός 1 /// έχει διανομή από την Strada Films αλλά δεν έχει ακόμα προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου για τις ελληνικές αίθουσες)
Η υπόθεση: Η 54χρονη Τερέζα είναι μια μοναχική και ανύπαντρη γυναίκα. Για δεκαετίες εργάζεται ως εσώκλειστη οικογενειακή βοηθός σε ένα σπίτι μεγαλοαστών στο Μπουένος Άιρες. Λειτουργεί λίγο ως υποκατάστατο μητέρας για τον γιο της οικογένειας... Όταν η οικογένεια αποφασίζει να πουλήσει το σπίτι, η Τερέζα μένει χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της και χωρίς δουλειά, μιας που πλέον δεν έχει αντικείμενο εργασίας. Ψάχνοντας επειγόντως για νέα δουλειά, βρίσκει μία, αλλά θα πρέπει να ταξιδέψει στη μακρινή πόλη Σαν Χουάν. Παρά το γεγονός ότι η ίδια αισθάνεται άβολα με τα ταξίδια παντός τύπου, μιας που ουσιαστικά δεν ταξίδεψε ποτέ, ξεκινά μια διαδρομή μέσα από την έρημο παίρνοντας το λεωφορείο.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης στάσης της, στη γη της θαυματουργής «Saint Correa», ξεχνιέται και χάνει το λεωφορείο. Υπάρχει πανηγύρι προς τιμήν της Αγίας και η Τερέζα τσεκάρει τα προϊόντα των πλανόδιων πωλητών. Στο βαν του Ελ Γκρίνγκο, που πουλάει γυναικεία ρούχα, η Τερέζα πείθεται να δοκιμάσει ένα. Ξεχνάει όμως μέσα την τσάντα της με όλα της τα χρήματα! Πιάνει και μια ανεμοθύελλα και ακολούθως καταιγίδα και το πανηγύρι διαλύεται, με τους μικροπωλητές να φεύγουν άρον άρον. Η Τερέζα ψάχνει να βρει τον Ελ Γκρίνγκο. Θα τον βρει; Κι όταν τον βρει, εκείνος θα τη βοηθήσει να βρει την τσάντα της; Ή «παίζει» κάτι άλλο;
Η άποψή μας: Για κάτι τέτοιες ταινίες λατρεύω το σινεμά. Ακόμα κι όταν επέρχεται κορεσμός, ακόμα κι αν έρχεται η αίσθηση ότι τα έχεις δει όλα, ακόμα κι όταν είσαι κουρασμένος σε ένα φεστιβάλ από τους έντονους ρυθμούς και την αδιάκοπη κατανάλωση εικόνων, έρχεται μια ταινία όπως τούτη εδώ και ανασαίνεις ανθρωπιά βρε παιδί μου. Και ποιο είναι το τρομερό; Ότι η ταινία ούτε τον τροχό ανακαλύπτει ούτε μας λέει ουσιαστικά κάτι καινούργιο. Αφηγείται όμως με απλό μα συνάμα υπέροχο τρόπο μια ανθρώπινη ιστορία με επίκεντρο δύο ανθρώπους που καλούνται να διαχειριστούν τη μοναξιά τους, ενδεχομένως και μαζί! Με μόλις 78 λεπτά διάρκεια η ταινία δεν κουράζει και δεν της περισσεύει και κανένα πλάνο. Όλα είναι σωστά μελετημένα ώστε να υπάρχουν και ανάσες, να συντονίζεται ο θεατής με την ηρωίδα και τον Ελ Γκρίνγκο, να τη βλέπει καθώς εκείνη ανθίζει, καθώς χαλαρώνει τις άμυνές της, καθώς βγαίνει από το καβούκι της, καθώς δείχνει ότι μπορεί και να επικοινωνεί και ότι μπορεί να είναι το ένα δίπολο μιας όμορφης ερωτικής ιστορίας.
Και road movie με την καλύτερη έννοια του όρου και ανθρώπινο πορτρέτο και ρομάντζο η ταινία βγάζει μια γλυκιά μελαγχολία, διαθέτοντας και πινελιές χιούμορ. Ο ουρανός, τα βουνά, οι άνθρωποι της λατινικής ηπείρου καταγράφονται με ομορφιά και χάρη. Και όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν καμία σημασία χωρίς την παρουσία, την ερμηνεία της φοβερής και τρομερής Paulina García. Κάθε βήμα, κάθε έκφραση, κάθε γκριμάτσα, κάθε κίνηση των χεριών υπηρετούν τον ρόλο, το να εμφανιστεί η Τερέζα μπροστά στους θεατές ως άνθρωπος με σάρκα και οστά και όχι ως σεναριακό δημιούργημα. Η σκηνή που Τερέζα και Ελ Γκρίνγκο επισκέπτονται τον πατέρα του δεύτερου, είναι τόσο γλυκιά που σίγουρα θα σας κάνει να λιγώσετε. Ταξίδι στην προσωπική αυτογνωσία; Γιατί όχι; Και το φινάλε, καμία σχέση με τα χολιγουντιανά κλισέ.
Αυτή είναι μια πολύ όμορφη ταινία, που δεν χάνεται!
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 22.30, στο Δαναός 1 /// έχει διανομή από την Strada Films αλλά δεν έχει ακόμα προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου για τις ελληνικές αίθουσες)
Η ταινία Στις τρεις κορυφές (Drei Zinnen) του Βερολινέζου Jan Zabeil είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο Γερμανός δημιουργός. Ο οποίος συμμετείχε με αυτήν στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπου και τιμήθηκε με το Variety Piazza Grande Award! Και πριν την προβολή του φιλμ στις «Νύχτες Πρεμιέρας» είδαμε τον Zabeil να μας χαιρετάει μέσω βίντεο και να το προλογίζει κατά μία έννοια. Μα να μην έχει έρθει ποτέ στην Αθήνα; Περίεργο...
Η υπόθεση: Εδώ και κάποια λίγα χρόνια ο Γερμανός αρχιτέκτονας Άαρον είναι ζευγάρι με την όμορφη Γαλλίδα Λεά. Για χάρη του Άαρον η Λεά έχει πάρει διαζύγιο από τον Άγγλο άντρα της, τον Τζορτζ, με τον οποίο είχε αποκτήσει κι έναν γιο, τον Τρίσταν. Όταν χώρισαν οι γονείς του ο Τρίσταν ήταν έξι ετών – πλέον έχει φτάσει τα οχτώ. Αφού περνούν ένα μέρος των καλοκαιρινών τους διακοπών σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Άαρον προσκαλεί τη Λεά και τον Τρίσταν σε μια εκδρομή στο αγαπημένο του βουνό, στους ιταλικούς Δολομίτες και στην περίφημη περιοχή «Τρεις Κορυφές», που είναι ακριβώς αυτό που λένε: οι τρεις κορυφές του βουνού. Ο Άαρον θέλει όσο τίποτε άλλο οι τρεις τους να γίνουν οικογένεια. Και η συμπεριφορά του είναι άψογη: είναι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε ποτέ να έχει ο Τρίσταν.
Ο Τρίσταν, όμως, ενώ απολαμβάνει όλα όσα του δίνει ο Άαρον, δεν τον θέλει ως σύντροφο της μητέρας του. Το ειδυλλιακό τοπίο που ιδανικά θα φιλοξενούσε την αφετηρία μιας καινούριας ζωής, σύντομα μετατρέπεται στο τερέν ενός σκληρού ανταγωνισμού καθώς οι τρεις τους παλεύουν για μια θέση στη νέα οικογένεια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εμμονή του Άαρον να κερδίσει την αποδοχή του μικρού αγοριού, πυροδοτεί εντάσεις κι ένα άκρως επικίνδυνο παιχνίδι εξουσίας, το οποίο σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο...
Η άποψή μας: Αυτό που εντυπωσιάζει σε τούτη την ενδιαφέρουσα ταινία είναι από τη μία η χειρουργική ακρίβεια μέσω της οποίας ο δημιουργός ανατέμνει το θέμα του και από την άλλη, το εντυπωσιακό τοπίο και ο τρόπος αποτύπωσής του. Εννοείται ότι μιλάμε για το φυσικό, άγριο κάλλος αλλά (χωρίς να εννοείται) μιλάμε και για τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ο δημιουργός κλείνει το μάτι προς την ταινία «Ανωτέρα βία» αλλά προσεγγίζει το ανάλογης λογικής θέμα του από μια άλλη πλευρά. Δεν το σχολιάζει σκωπτικά. Καθόλου. Όχι, τον ενδιαφέρει να παρουσιάσει το πρόβλημα τσεκάροντας και τις τρεις πλευρές του ιδιότυπου αυτού «τριγώνου» για να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος.
Τα δύο αρσενικά στη νέα οικογένεια που βρίσκεται στα σπάργανα διεκδικούν την καρδιά της Λεά. Η Λεά είναι ξεκάθαρη: ο Τριστάν έχει πατέρα και δεν μπορεί να αναφέρεται στον Άαρον ως «μπαμπά». Ναι, αλλά τι είναι ο Άαρον, αναρωτιέται και ο ίδιος. Είναι απλά μια πατρική φιγούρα; Να προσπαθήσει να έρθει κοντά στον Τρίσταν ή μήπως το πολύ κοντά θα μπερδέψει τον μικρό; Και ο Τρίσταν; Εννοείται ότι λατρεύει τη μητέρα του. Εννοείται ότι θα ήθελε να τη δει ξανά πλάι στο πλευρό του πατέρα του. Ναι, δεν θέλει τον Άαρον σε αυτήν την εξίσωση. Αλλά περνάει καλά μαζί του. Μαθαίνει τόσα πολλά πράγματα δίπλα του. Και τον θαυμάζει για το πόσους πολλούς μυς διαθέτει! Περισσότερους από του Τζορτζ! Οπότε, το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά είναι κυρίως αυτό: πώς ορίζεται η πατρότητα; Μπαμπάς είναι μόνο ο βιολογικός γονέας ή εκείνος που αναλαμβάνει την ανατροφή ενός παιδιού; Μπορεί ένας άντρας που δεν είναι πατέρας ενός παιδιού πραγματικά να το αγαπήσει; Κι όταν το παιδί είναι αρκετά μεγάλο για να καταλαβαίνει ποιος είναι ο πραγματικός μπαμπάς του και ποιος ο άντρας που προσπαθεί να τον υποκαταστήσει, πώς αντιδράει; Είναι λογικός ο ανταγωνισμός; Υπάρχει «σωστό» και «λάθος» στη συμπεριφορά;
Εδώ, εκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης και πολιτισμού κι ακόμα σκατά τα κάνουμε τόσο στη δημιουργία οικογενειών όσο και στη σχέση μας με το έτερόν μας ήμισυ και με τα παιδιά μας. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο σωστής ανατροφής. Μπαίνεις μέσα και λίγο από ένστικτο, λίγο θέλοντας να αποφύγεις τα λάθη που έκαναν οι δικοί σου γονείς σε σχέση με το δικό σου μεγάλωμα, προχωράς και εύχεσαι όλα να πάνε καλά. Πόσο μάλλον όταν θέλεις να είσαι γονιός χωρίς να είσαι ο βιολογικός και βρίσκεις μπροστά σου προσκόμματα, αντιρρήσεις, δυσκολίες. Ο σκηνοθέτης κάνει πολύ καλή δουλειά καθώς θέτει τα ερωτήματα, παρουσιάζει τις πιθανές αντιδράσεις και συμπεριφορές αλλά δεν δίνει «σωστές» απαντήσεις. Αφήνει στο κοινό να αποφασίσει – πρακτική που όταν ότι έχει προηγηθεί είναι καλό, δίνει με τη σειρά του τα καλύτερα αποτελέσματα. Οι ηθοποιοί του είναι πολύ καλοί και οι τρεις τους – οι τρεις τους εξάλλου είναι αυτοί που βλέπουμε στο 90% της ταινίας και μόνον αυτοί. Από εκεί και πέρα έχει γίνει τρομερή δουλειά τόσο σε επίπεδο φωτογραφίας όσο και σε επίπεδο ηχοληψίας. Βλέπεις το πριόνισμα ενός παχιού κλαδιού και πάνω στην τομή βρίσκεται ένα σκαθάρι – τόσο μικρή λεπτομέρεια μα και τόσο όμορφη. Στον ήχο δε, ακούς τα πάντα – από τις ανάσες που ο ρυθμός τους υποδηλώνει σωματική και ψυχολογική κατάσταση, μέχρι και αντίλαλους που μπορεί να σώσουν, μπορεί και να αποπροσανατολίσουν. Στο τελευταίο κομμάτι, εκεί που ο Άαρον παίρνει τον Τρίσταν και πάνε στο βουνό για να δουν την ανατολή, το πράγμα μπαίνει και σε πεδία επιβίωσης.
Εδώ έχουμε και στοιχεία θρίλερ. Και μπόλικο σασπένς. Και με την ομίχλη να τυλίγει τα πάντα, φεύγουμε και από τον ρεαλισμό και μπαίνουμε σε πεδία συμβολικά και αλληγορικά. Οι Τρεις Κορυφές: ο Μπαμπάς, η Μαμά, το Παιδί! Εκεί θα υπάρξει η... κορύφωση του δράματος. Εκεί θα τεθεί από τον πιτσιρικά επιτακτικά αυτό που θέλει: «άσε ήσυχη τη μητέρα μου». Είναι όμως αυτό που πραγματικά θέλει; Το τελικό πλάνο της ταινίας, με την αλλαγή κατεύθυνσης του Τρίσταν, αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Δυνατή ταινία, που ασχολείται με ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Η αλήθεια είναι πως υπάρχουμε κι εμείς οι φυγόπονοι: πού να μπλέκω τώρα με γυναίκα με παιδί...
(η ταινία έχει ακόμα μία προβολή την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 22.00, στο Δαναός 2 /// κι απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε δεν έχει διανομή για τη χώρα μας ακόμα)
Η υπόθεση: Εδώ και κάποια λίγα χρόνια ο Γερμανός αρχιτέκτονας Άαρον είναι ζευγάρι με την όμορφη Γαλλίδα Λεά. Για χάρη του Άαρον η Λεά έχει πάρει διαζύγιο από τον Άγγλο άντρα της, τον Τζορτζ, με τον οποίο είχε αποκτήσει κι έναν γιο, τον Τρίσταν. Όταν χώρισαν οι γονείς του ο Τρίσταν ήταν έξι ετών – πλέον έχει φτάσει τα οχτώ. Αφού περνούν ένα μέρος των καλοκαιρινών τους διακοπών σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Άαρον προσκαλεί τη Λεά και τον Τρίσταν σε μια εκδρομή στο αγαπημένο του βουνό, στους ιταλικούς Δολομίτες και στην περίφημη περιοχή «Τρεις Κορυφές», που είναι ακριβώς αυτό που λένε: οι τρεις κορυφές του βουνού. Ο Άαρον θέλει όσο τίποτε άλλο οι τρεις τους να γίνουν οικογένεια. Και η συμπεριφορά του είναι άψογη: είναι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσε ποτέ να έχει ο Τρίσταν.
Ο Τρίσταν, όμως, ενώ απολαμβάνει όλα όσα του δίνει ο Άαρον, δεν τον θέλει ως σύντροφο της μητέρας του. Το ειδυλλιακό τοπίο που ιδανικά θα φιλοξενούσε την αφετηρία μιας καινούριας ζωής, σύντομα μετατρέπεται στο τερέν ενός σκληρού ανταγωνισμού καθώς οι τρεις τους παλεύουν για μια θέση στη νέα οικογένεια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η εμμονή του Άαρον να κερδίσει την αποδοχή του μικρού αγοριού, πυροδοτεί εντάσεις κι ένα άκρως επικίνδυνο παιχνίδι εξουσίας, το οποίο σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο...
Η άποψή μας: Αυτό που εντυπωσιάζει σε τούτη την ενδιαφέρουσα ταινία είναι από τη μία η χειρουργική ακρίβεια μέσω της οποίας ο δημιουργός ανατέμνει το θέμα του και από την άλλη, το εντυπωσιακό τοπίο και ο τρόπος αποτύπωσής του. Εννοείται ότι μιλάμε για το φυσικό, άγριο κάλλος αλλά (χωρίς να εννοείται) μιλάμε και για τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ο δημιουργός κλείνει το μάτι προς την ταινία «Ανωτέρα βία» αλλά προσεγγίζει το ανάλογης λογικής θέμα του από μια άλλη πλευρά. Δεν το σχολιάζει σκωπτικά. Καθόλου. Όχι, τον ενδιαφέρει να παρουσιάσει το πρόβλημα τσεκάροντας και τις τρεις πλευρές του ιδιότυπου αυτού «τριγώνου» για να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος.
Τα δύο αρσενικά στη νέα οικογένεια που βρίσκεται στα σπάργανα διεκδικούν την καρδιά της Λεά. Η Λεά είναι ξεκάθαρη: ο Τριστάν έχει πατέρα και δεν μπορεί να αναφέρεται στον Άαρον ως «μπαμπά». Ναι, αλλά τι είναι ο Άαρον, αναρωτιέται και ο ίδιος. Είναι απλά μια πατρική φιγούρα; Να προσπαθήσει να έρθει κοντά στον Τρίσταν ή μήπως το πολύ κοντά θα μπερδέψει τον μικρό; Και ο Τρίσταν; Εννοείται ότι λατρεύει τη μητέρα του. Εννοείται ότι θα ήθελε να τη δει ξανά πλάι στο πλευρό του πατέρα του. Ναι, δεν θέλει τον Άαρον σε αυτήν την εξίσωση. Αλλά περνάει καλά μαζί του. Μαθαίνει τόσα πολλά πράγματα δίπλα του. Και τον θαυμάζει για το πόσους πολλούς μυς διαθέτει! Περισσότερους από του Τζορτζ! Οπότε, το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά είναι κυρίως αυτό: πώς ορίζεται η πατρότητα; Μπαμπάς είναι μόνο ο βιολογικός γονέας ή εκείνος που αναλαμβάνει την ανατροφή ενός παιδιού; Μπορεί ένας άντρας που δεν είναι πατέρας ενός παιδιού πραγματικά να το αγαπήσει; Κι όταν το παιδί είναι αρκετά μεγάλο για να καταλαβαίνει ποιος είναι ο πραγματικός μπαμπάς του και ποιος ο άντρας που προσπαθεί να τον υποκαταστήσει, πώς αντιδράει; Είναι λογικός ο ανταγωνισμός; Υπάρχει «σωστό» και «λάθος» στη συμπεριφορά;
Εδώ, εκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης και πολιτισμού κι ακόμα σκατά τα κάνουμε τόσο στη δημιουργία οικογενειών όσο και στη σχέση μας με το έτερόν μας ήμισυ και με τα παιδιά μας. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο σωστής ανατροφής. Μπαίνεις μέσα και λίγο από ένστικτο, λίγο θέλοντας να αποφύγεις τα λάθη που έκαναν οι δικοί σου γονείς σε σχέση με το δικό σου μεγάλωμα, προχωράς και εύχεσαι όλα να πάνε καλά. Πόσο μάλλον όταν θέλεις να είσαι γονιός χωρίς να είσαι ο βιολογικός και βρίσκεις μπροστά σου προσκόμματα, αντιρρήσεις, δυσκολίες. Ο σκηνοθέτης κάνει πολύ καλή δουλειά καθώς θέτει τα ερωτήματα, παρουσιάζει τις πιθανές αντιδράσεις και συμπεριφορές αλλά δεν δίνει «σωστές» απαντήσεις. Αφήνει στο κοινό να αποφασίσει – πρακτική που όταν ότι έχει προηγηθεί είναι καλό, δίνει με τη σειρά του τα καλύτερα αποτελέσματα. Οι ηθοποιοί του είναι πολύ καλοί και οι τρεις τους – οι τρεις τους εξάλλου είναι αυτοί που βλέπουμε στο 90% της ταινίας και μόνον αυτοί. Από εκεί και πέρα έχει γίνει τρομερή δουλειά τόσο σε επίπεδο φωτογραφίας όσο και σε επίπεδο ηχοληψίας. Βλέπεις το πριόνισμα ενός παχιού κλαδιού και πάνω στην τομή βρίσκεται ένα σκαθάρι – τόσο μικρή λεπτομέρεια μα και τόσο όμορφη. Στον ήχο δε, ακούς τα πάντα – από τις ανάσες που ο ρυθμός τους υποδηλώνει σωματική και ψυχολογική κατάσταση, μέχρι και αντίλαλους που μπορεί να σώσουν, μπορεί και να αποπροσανατολίσουν. Στο τελευταίο κομμάτι, εκεί που ο Άαρον παίρνει τον Τρίσταν και πάνε στο βουνό για να δουν την ανατολή, το πράγμα μπαίνει και σε πεδία επιβίωσης.
Εδώ έχουμε και στοιχεία θρίλερ. Και μπόλικο σασπένς. Και με την ομίχλη να τυλίγει τα πάντα, φεύγουμε και από τον ρεαλισμό και μπαίνουμε σε πεδία συμβολικά και αλληγορικά. Οι Τρεις Κορυφές: ο Μπαμπάς, η Μαμά, το Παιδί! Εκεί θα υπάρξει η... κορύφωση του δράματος. Εκεί θα τεθεί από τον πιτσιρικά επιτακτικά αυτό που θέλει: «άσε ήσυχη τη μητέρα μου». Είναι όμως αυτό που πραγματικά θέλει; Το τελικό πλάνο της ταινίας, με την αλλαγή κατεύθυνσης του Τρίσταν, αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Δυνατή ταινία, που ασχολείται με ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Η αλήθεια είναι πως υπάρχουμε κι εμείς οι φυγόπονοι: πού να μπλέκω τώρα με γυναίκα με παιδί...
(η ταινία έχει ακόμα μία προβολή την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου στις 22.00, στο Δαναός 2 /// κι απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε δεν έχει διανομή για τη χώρα μας ακόμα)
Θόδωρος Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική