του zerVo (@moviesltd)
Νύχτες Πρεμιέρας 2017 LIVE Ep.2: Από την Πόλη έρχομαι!
Ακόμη μια πρώτη ημέρα, για εικοστή τρίτη φορά, καταγράφεται στο κιτάπι της διαδρομής του φθινοπωρινού Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Αθηνών, που εννοείται άπαντες το γνωρίζουν με το παρατσούκλι του, Νύχτες Πρεμιέρας! Έχοντας ζήσει στο σύνολο τους και τις είκοσι δύο προηγούμενες αρχές, μου κάνει κάπως να καθίσω να τις αναπολήσω, μόνο και μόνο σκεπτόμενος πως η δική μου πρεμιέρα εδώ, ηλικιακά με έδειχνε στα 25, λίγο μετά το στρατιωτικό, ανύπαντρο ως πιτσιρίκο. Ενώ σήμερα, στο παρά κάτι πενήντα, παππούς (κυριολεκτικά) σχεδόν, γεράκος που λέμε, ε, δεν είναι το ίδιο, δεν βλέπεις στο βάθος τον ίδιο ορίζοντα. "Μια χαρά κρατιέσαι, φρέσκος, φρέσκος" μου πέταξε πείραγμα φιλαράκος καλός στην αναμονή έξω από την αίθουσα, από εκείνους που ξέρω αποξαρχής πως θα συναντήσω στις ουρές, τις ημέρες του φεστ. Βίοι παράλληλοι με το ώριμο πια φιλμικό δεκαήμερο, που κι εκείνο κι αν έχει περάσει στάδια και εξελίξεις στο διάβα του, μέχρι να φτάσει στο τώρα να λογίζεται, τουλάχιστον παροικία των πολλών εγχώριων σινεφίλ, σαν μεγάλο και τρανό.
Οι καιροί έχουν αλλάξει, τα πρόσωπα ενδεχομένως, σίγουρα οι τόποι φιλοξενίας, αφού η παιδεία μας σαν λαός όχι απλά ισοπέδωσε τις αίθουσες διαμάντια της πόλης, αλλά μια δεκαετία μετά δεν έχει καταφέρει να τις αναστηλώσει, παρόλα αυτά όλοι όσοι ασχολούνται με την Έβδομη Τέχνη, γνωρίζουν πολύ καλά τι τρέχει στην Αθήνα τις δέκα τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη. Εμείς από την μεριά μας, με το βιβλιαράκι ανά χείρας, χωρίς τον ίδιο ελεύθερο χρόνο δυστυχώς όπως κάποτε και με μόνο δέκα πιστωμένες εισόδους στην δημοσιογραφική διαπίστευση (πέραν των Press screenings) από τούτο το μετερίζι θα επιχειρήσουμε να πιάσουμε ξανά τον παλμό του φαινομένου. Που γεμίζει σινεμάδες από τον διψασμένο κόσμο που σπεύδει για να παρακολουθήσει το οτιδήποτε ανεξάρτητο θα προβάλλει στο καλαντάρι του. Λαός που για να τα λέμε όλα, ιδίως τα αρνητικά, με την μία εξαφανίζεται από προσώπου γης στην λήξη, για να ξαναδιαβεί πάλι κατώφλι Δαναού, Όπερας και Ιντεάλ, μετά από κανά χρόνο. Πάλι στις Νύχτες...
Οι καιροί έχουν αλλάξει, τα πρόσωπα ενδεχομένως, σίγουρα οι τόποι φιλοξενίας, αφού η παιδεία μας σαν λαός όχι απλά ισοπέδωσε τις αίθουσες διαμάντια της πόλης, αλλά μια δεκαετία μετά δεν έχει καταφέρει να τις αναστηλώσει, παρόλα αυτά όλοι όσοι ασχολούνται με την Έβδομη Τέχνη, γνωρίζουν πολύ καλά τι τρέχει στην Αθήνα τις δέκα τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη. Εμείς από την μεριά μας, με το βιβλιαράκι ανά χείρας, χωρίς τον ίδιο ελεύθερο χρόνο δυστυχώς όπως κάποτε και με μόνο δέκα πιστωμένες εισόδους στην δημοσιογραφική διαπίστευση (πέραν των Press screenings) από τούτο το μετερίζι θα επιχειρήσουμε να πιάσουμε ξανά τον παλμό του φαινομένου. Που γεμίζει σινεμάδες από τον διψασμένο κόσμο που σπεύδει για να παρακολουθήσει το οτιδήποτε ανεξάρτητο θα προβάλλει στο καλαντάρι του. Λαός που για να τα λέμε όλα, ιδίως τα αρνητικά, με την μία εξαφανίζεται από προσώπου γης στην λήξη, για να ξαναδιαβεί πάλι κατώφλι Δαναού, Όπερας και Ιντεάλ, μετά από κανά χρόνο. Πάλι στις Νύχτες...
Από την ομορφότερη Πόλη του κόσμου, ξεκινά το φετινό ταξίδι μου στον θεσμό, μέσα από τις εικόνες ενός πολύχρωμου και υπέροχα φωτισμένου ντοκιμαντέρ που φέρει τον τίτλο Kedi (Nine Lives: Cats In Istanbul). Το πόνημα με το οποίο πραγματοποιεί το δημιουργικό της ντεμπούτο η δεδομένα φιλόζωη Τουρκάλα Ceyda Torun, μας ταξιδεύει από τις στέγες της Βασιλεύουσας, ίσαμε τις αλμυρές ακτές του Βοσπόρου, παρουσιάζοντας μας ένα από τα πλέον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της, τις εκατομμύρια γάτες που ζουν και αναπνέουν εκεί. Σήμα κατατεθέν για την πρωτεύουσα και ότι πιο σεβάσμιο σε τετράποδο μπορεί να νιώσει κανείς κάνοντας απλώς έναν περίπατο στην πολύβουη Ταξίμ, στην θορυβώδη γέφυρα του Γαλατά ή στο γραφικό Μπέγιογλου. Το στοίχημα της σκηνοθέτιδας είναι μέσα από το ογδοντάλεπτο έργο της να προβάλλει τις ομοιότητες που ενδεχόμενα μπορεί να έχει ο χαρακτήρας των αιλουροειδών, με εκείνον τον ανθρώπινο και πως μπορεί ο καθένας τους να συμβιώσει μέσα σε μια μεγαλούπολη που συνυπάρχουν ακόμη, με τα προβλήματα, τις σκοτούρες τους, πόσα εκατομμύρια ψυχές. Μια επτάδα κιτενς από το συνολικό γατομάνι, διαλέγει η Torun για να απεικονίσει, που μηδεμιά μοιάζει με την άλλη.
Ο φακός εστιάζει διαδοχικά, σαν σε κολάζ, στην Σάρι την κλέφτρα των νοστιμιών από τα ψαράδικα της αγοράς, στον Μπένγκου τον ερωτιάρη που δεν έχει αφήσει ούτε ένα θηλυκό απείραχτο, στον Ασλάν τον κυνηγό που χώνεται ακόμη και στην πιο στενή χαραμάδα για να κολατσίσει ποντικούς, στην Ντενίζ την κοινωνική που κάνει παρέα ολημερίς στον άστεγο αφεντικό της, τον Ντουμάν τον ευγενικό που δεν ενοχλεί ποτέ τους επισκέπτες του ρεστοράν εκείνων που την φροντίζουν, τον Γκαμζίζ τον παιχνιδιάρη και στην πιο ενδιαφέρουσα ρουμπρίκα την Σικοπάτ την λυσσάρα που δεν αφήνει άλλη γάτα να πλησιάσει τον, αν θέλει ας βγάλει άχνα, καλό της. Συνδυασμένο με υπέροχες ανατολίτικες μουσικές, τύπου Τι σε μέλλει εσένανε από που είμαι εγώ, μα κυρίως καταπληκτικές drone εναέριες λήψεις της Κωνσταντινούπολης, το εφτάψυχο ντόκου, φτιάχνει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο το κέφι του πετλόβερ θεατή του, με την λαμπερότητα των εικόνων του. Γάτες σε κοντινά, γάτες σε μακρινά, γάτες δεκάδες μαζεμένες, γάτες του δρόμου, της στέγης, της προβλήτας. Σε κάθε περίπτωση όπως επεξηγεί δραματικά η ντιρέκτορας, γάτες δεμένες με τις ιστορίες των ανθρώπων που τις έχουν στο πλευρό τους. Από οποιανδήποτε κοινωνική κάστα κι αν προέρχονται...
Ο φακός εστιάζει διαδοχικά, σαν σε κολάζ, στην Σάρι την κλέφτρα των νοστιμιών από τα ψαράδικα της αγοράς, στον Μπένγκου τον ερωτιάρη που δεν έχει αφήσει ούτε ένα θηλυκό απείραχτο, στον Ασλάν τον κυνηγό που χώνεται ακόμη και στην πιο στενή χαραμάδα για να κολατσίσει ποντικούς, στην Ντενίζ την κοινωνική που κάνει παρέα ολημερίς στον άστεγο αφεντικό της, τον Ντουμάν τον ευγενικό που δεν ενοχλεί ποτέ τους επισκέπτες του ρεστοράν εκείνων που την φροντίζουν, τον Γκαμζίζ τον παιχνιδιάρη και στην πιο ενδιαφέρουσα ρουμπρίκα την Σικοπάτ την λυσσάρα που δεν αφήνει άλλη γάτα να πλησιάσει τον, αν θέλει ας βγάλει άχνα, καλό της. Συνδυασμένο με υπέροχες ανατολίτικες μουσικές, τύπου Τι σε μέλλει εσένανε από που είμαι εγώ, μα κυρίως καταπληκτικές drone εναέριες λήψεις της Κωνσταντινούπολης, το εφτάψυχο ντόκου, φτιάχνει από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο το κέφι του πετλόβερ θεατή του, με την λαμπερότητα των εικόνων του. Γάτες σε κοντινά, γάτες σε μακρινά, γάτες δεκάδες μαζεμένες, γάτες του δρόμου, της στέγης, της προβλήτας. Σε κάθε περίπτωση όπως επεξηγεί δραματικά η ντιρέκτορας, γάτες δεμένες με τις ιστορίες των ανθρώπων που τις έχουν στο πλευρό τους. Από οποιανδήποτε κοινωνική κάστα κι αν προέρχονται...
Τεκμηρίωσης και η δεύτερη ταινία της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ και μάλιστα με ιδιαίτερα κινηματογραφική χροιά, αφού στο επίκεντρο της βρίσκεται το ίδιο το σινεμά, μέσα από ένα τμήμα του που κάνει την διαφορά. Ποτέ άλλωστε στην ιστορία, ακόμη και τον πρώτο καιρό που έκαναν την επανάσταση τους οι Αδελφοί Λιμιέρ, έστω κι αν το αποτέλεσμα θεωρούταν βωβό, δεν έλιπε από την συνοδεία της εικόνας η μουσική. Και τότε μάλιστα είχαν ακόμη πιο ιδιαίτερο ρόλο οι νότες παιγμένες μέσα από το δαιδαλώδες Βούρλιτζερ, στο πως θα αντιληφθεί το κοινό την παράσταση που καλούταν να φέρει εις πέρας ο φιλμικός οργανοπαίκτης. Με τα μουσικά θέματα των ταινιών και την σημασία τους ασχολείται το ντοκιμαντέρ Score: A Film Music Documentary που σκηνοθετεί ο Matt Schrader, ένας νεαρός κινηματογραφιστής με καριέρα παραγωγού στην μικρή οθόνη, που εδώ πραγματοποιεί την πρώτη του πίσω από τις κάμερες. Το φιλμ που ήδη έχει αποσπάσει σημαντικά διεθνή βραβεία όπου έχει προβληθεί, αν μη τι άλλο είναι πληρέστατο στις πληροφορίες που προσφέρει για το πως οι συνθέτες των μουσικών θεμάτων, κτίζουν τις ιδέες τους, τις υλοποιούν και κατοπινά τις περνούν μέσα από το μιξάζ πλάι στα καρέ για να συνδυαστούν πλέον ως σώμα ένα επί της οθόνης. Συνέπεια τούτου είναι ακόμη και ο πλέον αδαής να πληροφορείται άριστα την διαδικασία που ακολουθείται, ώσπου να φτάσει στα μάτια και τα αυτιά του το τελικό προϊόν.
Ο Schrader έχει την τιμή και την ευτυχία από τις σελίδες του έργου του να παρελαύνουν μερικά από τα διασημότερα και πλέον τιμημένα ονόματα της κινηματογραφικής σύνθεσης, είτε σε πλάνα φιλμαρισμένα από τον ίδιο στο παρόν, είτε μέσω ντοκουμέντων του παρελθόντος, όπως εκείνο το τρομερά ενδιαφέρον όπου ο Spileberg ακούει για πρώτη φορά στο πιάνο τις πρώτες νότες του σκορ των Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου δια χειρός John Williams. Και μάλιστα οι καλεσμένοι του σε αυτή την όμορφη συνεστίαση δεν είναι καθόλου λίγοι, μιας και μουσικοί του σήμερα όπως οι Howard Shore, Mychael Danna, Randy Newman, Danny Elfman, αλλά και προσωπικότητες επιπέδου james Cameron, μιλούν τόσο για το πως στήνεται η επένδυση, αποτίοντας συνάμα φόρο τιμής σε παλιότερους θρύλους, σαν τον Morricone, τον Mancini, τον Goldsmith, τον Norman ή τον Hermann. Όπως επίσης επιχειρείται και μια επιπλέον προσέγγιση της μετεξέλιξης του μουσικού ύφους που δεδομένα πρέπει να ακολουθήσει και το ρεύμα της αποχής, αφορμή που δίνει γι αυτή την κουβέντα το ιδιαίτερο Όσκαρ που πήρε ο Trent Reznior εξ ημισείας με τον Atticus Ross για την ταινία The Social Network του 2010. Αγαπημένα στιγμιότυπα του σινεμά, με έμφαση φυσικά στο ντύσιμο τους με ήχους, αρχής γενομένης από τον Rocky, τον οποίο ακολουθούν ο Indiana Jones, τα Star Wars, οι The Good The Bad And The Ugly, oι Batman και πόσες ακόμη αναφορές, σε ένα φιλμ που αφορά περισσότερο θα έλεγα τον παραπάνω από μέσο σινεφίλ, που επιθυμεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις του με γνώσεις από την παραγωγική διαδικασία...
Ο Schrader έχει την τιμή και την ευτυχία από τις σελίδες του έργου του να παρελαύνουν μερικά από τα διασημότερα και πλέον τιμημένα ονόματα της κινηματογραφικής σύνθεσης, είτε σε πλάνα φιλμαρισμένα από τον ίδιο στο παρόν, είτε μέσω ντοκουμέντων του παρελθόντος, όπως εκείνο το τρομερά ενδιαφέρον όπου ο Spileberg ακούει για πρώτη φορά στο πιάνο τις πρώτες νότες του σκορ των Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου δια χειρός John Williams. Και μάλιστα οι καλεσμένοι του σε αυτή την όμορφη συνεστίαση δεν είναι καθόλου λίγοι, μιας και μουσικοί του σήμερα όπως οι Howard Shore, Mychael Danna, Randy Newman, Danny Elfman, αλλά και προσωπικότητες επιπέδου james Cameron, μιλούν τόσο για το πως στήνεται η επένδυση, αποτίοντας συνάμα φόρο τιμής σε παλιότερους θρύλους, σαν τον Morricone, τον Mancini, τον Goldsmith, τον Norman ή τον Hermann. Όπως επίσης επιχειρείται και μια επιπλέον προσέγγιση της μετεξέλιξης του μουσικού ύφους που δεδομένα πρέπει να ακολουθήσει και το ρεύμα της αποχής, αφορμή που δίνει γι αυτή την κουβέντα το ιδιαίτερο Όσκαρ που πήρε ο Trent Reznior εξ ημισείας με τον Atticus Ross για την ταινία The Social Network του 2010. Αγαπημένα στιγμιότυπα του σινεμά, με έμφαση φυσικά στο ντύσιμο τους με ήχους, αρχής γενομένης από τον Rocky, τον οποίο ακολουθούν ο Indiana Jones, τα Star Wars, οι The Good The Bad And The Ugly, oι Batman και πόσες ακόμη αναφορές, σε ένα φιλμ που αφορά περισσότερο θα έλεγα τον παραπάνω από μέσο σινεφίλ, που επιθυμεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις του με γνώσεις από την παραγωγική διαδικασία...
Τρίτη και τελευταία επίσκεψη στις αίθουσες για την πρώτη βραδιά γίνεται με την ταινία - μυθοπλασίας αυτή την φορά - Most Beautiful Island, μια ισπανοαμερικάνικη παραγωγή, γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Νέα Υόρκη, που ορίζει και το επίσημο σκηνοθετικό ντεμπούτο της σαραντάχρονης Μαδριλένας Ana Asensio. Όπως διασαφηνίζεται στους τίτλους αρχής τα περιστατικά που αφηγείται είναι παρμένα από πραγματικά περιστατικά και σχετίζονται με το πως υποδέχεται η γιγάντια μητρόπολη, ως γνήσια εκπρόσωπος της Land Of The Free τους ξένους της, τους μετανάστες, ειδικά εκείνους που δεν διαθέτουν στα χέρια tους τα απαιτούμενα έγγραφα ώστε να θεωρηθούν και με την βούλα νομότυποι. Μια τέτοια περίπτωση παράνομης παραμονής στις ΗΠΑ αποτελεί και η Ισπανίδα Λουσιάνα, που έχει εγκαταλείψει όπως πιστεύει μια για πάντα πίσω της το πικρό παρελθόν πίσω στην πατρίδα της, που είναι άρρηκτα συνυφασμένο με μια σημαντική απώλεια. Στο Αμέρικα όμως, παρόλες τις υποσχέσεις που είχε πάρει για μια καλύτερη ζωή, τα πράγματα κυλούν μέσα σε μια βασανιστική και ανακυκλώτική μιζέρια, αφού η όμορφη Σπανιόλα δεν διαθέτει (και ούτε γίνεται χωρίς άδεια) σταθερή εργασία, άρα και σταθερά εισοδήματα, άρα και σταθερά ανεκτή καθημερινότητα. Λίγα δολάρια που παίρνει υποδυόμενη την μπέiμπι σίττερ δύο διαβόλων που μισεί, άντε μερικά ακόμη φορώντας την στολή που διαφημίζει το γειτονικό κοτοπουλάδικο κι αυτό είναι όλο, έτσι όμως δεν βγαίνει ούτε το νοίκι, ούτε το φαγητό. Και πιθανότητα γυρισμού στον τόπο της δεν παίζει επ ουδενί. Σανίδα σωτηρία για εκείνη θα υπάρξει η προσφορά της αινιγματικής, Ρωσίδας, με τις ίδιες συνθήκες μετανάστριας, Όλγκα, που θα της προτείνει έναντι αδρότατου μεροκάματου που αγγίζει το διχίλιαρο να παίξει την περιφερόμενη γλάστρα σε πάρτι της υψηλής κοινωνίας. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες εκείνη θα αποδεχτεί κι εκεί θα αρχίσει το βάσανο της, αφού ελέω του χρήματος θα βαδίσει προς το άγνωστο, που θα αποδεχθεί το λιγότερο τρομακτικό.
Διπλής όψης είναι η ταινία που μας προτείνει η Asensio, η οποία είναι και σεναριογράφος αλλά και η πρωταγωνίστρια του φιλμ, αποδίδοντας την απελπισμένη Λουσιάνα. Το πρώτο, σαφώς πιο ενδιαφέρον, φιλμαρισμένο με κάμερα Super 16, κάνει φόκους στην προσωπικότητα της γυναίκας, που ζει παρασιτικά, σε σπίτια βρωμερά, δίπλα σε σιχαμερά έντομα και κάτω από άθλιες συνθήκες. Και δεν είναι η μόνη, ούτε αποτελεί την εξαίρεση στην ομήγυρη όσων προσπάθησαν με πενιχρά μέσα να πιάσουν το αμέρικαν ντριμ. Το δεύτερο ημίχρονο της περιορισμένης χρονικά - μάλλον για παρατραβηγμένη μικρού μήκους μοιάζει - στα 80 σκάρτα λεπτά ταινίας, αλλάζει ολοκληρωτικά ύφος και μεταλλάσσεται σε ακραίο θρίλερ, που αν σε κάτι θα ήθελε πολύ να μοιάσει είναι εκείνο το Γεωργιανό καθηλωτικό Tzameti 13, που και πάλι πρεμιέρα στις Νύχτες είχε κάνει. Τι περιέχει η γυναικεία τσάντα που είναι η μοναδική συνοδεία των μαυροντυμένων νεαρών γυναικών της παρέας? Τι συμβαίνει από την στιγμή που καθεμιά μονάχη θα διαβεί την πόρτα για να μπει στον χώρο που παίζεται το παιχνίδι? Γιατί η πρώτη διαγωνιζόμενη βγήκε τρεκλίζοντας και η δεύτερη δεν βγήκε ποτέ? Αγωνιώδη ερωτήματα υψηλού σασπένς είναι η αλήθεια που οδηγούν τον θεατή στο να δώσει μέσα του ουκ ολίγες απαντήσεις βαδίζοντας κι αυτός στην λίμπο. Η αποκάλυψη, ελαφρώς απογοητευτική σύμφωνα με τις υποσχέσεις που μοιράζει το υποφωτισμένο, μαφιόζικο υπόγειο, δίνει το στίγμα του πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος, μη αντέχοντας την ανέχεια, την φτώχεια, ακόμη και την πλήρη έλλειψη καλοπέρασης. Το φιλμ πήρε καταπληκτικές κριτικές στο φεστιβάλ του SXSW που έκανε την πρεμιέρα του, εκτιμώ εντέλει αδίκως, αφού υστερεί τρομακτικά στο μοντάζ, στο σενάριο που ατάκες του μοιάζουν βγαλμένες από σχολικό ποίημα, και τέλος στις ερμηνείες, που όποτε η κάμερα απομακρύνεται από τα κοντινά βλέμματα για να δείξει ολόκληρο εκφραστικά κορμί, υπάρχει πλήρης απώλεια χάρης. Τέλος να αναφερθώ σε ένα σημείο που την πάτησα 100 τοις εκατό, στο αντίκρυ της μιστρές διοργανώτριας του "πάρτυ", για την οποία ακόμη και τώρα που έχω διαβάσει πως δεν πρόκειται για εκείνη, θα στοιχημάτιζα πως είναι η Zeta Jones. Μα τέτοια τρομερή ομοιότητα?
Διπλής όψης είναι η ταινία που μας προτείνει η Asensio, η οποία είναι και σεναριογράφος αλλά και η πρωταγωνίστρια του φιλμ, αποδίδοντας την απελπισμένη Λουσιάνα. Το πρώτο, σαφώς πιο ενδιαφέρον, φιλμαρισμένο με κάμερα Super 16, κάνει φόκους στην προσωπικότητα της γυναίκας, που ζει παρασιτικά, σε σπίτια βρωμερά, δίπλα σε σιχαμερά έντομα και κάτω από άθλιες συνθήκες. Και δεν είναι η μόνη, ούτε αποτελεί την εξαίρεση στην ομήγυρη όσων προσπάθησαν με πενιχρά μέσα να πιάσουν το αμέρικαν ντριμ. Το δεύτερο ημίχρονο της περιορισμένης χρονικά - μάλλον για παρατραβηγμένη μικρού μήκους μοιάζει - στα 80 σκάρτα λεπτά ταινίας, αλλάζει ολοκληρωτικά ύφος και μεταλλάσσεται σε ακραίο θρίλερ, που αν σε κάτι θα ήθελε πολύ να μοιάσει είναι εκείνο το Γεωργιανό καθηλωτικό Tzameti 13, που και πάλι πρεμιέρα στις Νύχτες είχε κάνει. Τι περιέχει η γυναικεία τσάντα που είναι η μοναδική συνοδεία των μαυροντυμένων νεαρών γυναικών της παρέας? Τι συμβαίνει από την στιγμή που καθεμιά μονάχη θα διαβεί την πόρτα για να μπει στον χώρο που παίζεται το παιχνίδι? Γιατί η πρώτη διαγωνιζόμενη βγήκε τρεκλίζοντας και η δεύτερη δεν βγήκε ποτέ? Αγωνιώδη ερωτήματα υψηλού σασπένς είναι η αλήθεια που οδηγούν τον θεατή στο να δώσει μέσα του ουκ ολίγες απαντήσεις βαδίζοντας κι αυτός στην λίμπο. Η αποκάλυψη, ελαφρώς απογοητευτική σύμφωνα με τις υποσχέσεις που μοιράζει το υποφωτισμένο, μαφιόζικο υπόγειο, δίνει το στίγμα του πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος, μη αντέχοντας την ανέχεια, την φτώχεια, ακόμη και την πλήρη έλλειψη καλοπέρασης. Το φιλμ πήρε καταπληκτικές κριτικές στο φεστιβάλ του SXSW που έκανε την πρεμιέρα του, εκτιμώ εντέλει αδίκως, αφού υστερεί τρομακτικά στο μοντάζ, στο σενάριο που ατάκες του μοιάζουν βγαλμένες από σχολικό ποίημα, και τέλος στις ερμηνείες, που όποτε η κάμερα απομακρύνεται από τα κοντινά βλέμματα για να δείξει ολόκληρο εκφραστικά κορμί, υπάρχει πλήρης απώλεια χάρης. Τέλος να αναφερθώ σε ένα σημείο που την πάτησα 100 τοις εκατό, στο αντίκρυ της μιστρές διοργανώτριας του "πάρτυ", για την οποία ακόμη και τώρα που έχω διαβάσει πως δεν πρόκειται για εκείνη, θα στοιχημάτιζα πως είναι η Zeta Jones. Μα τέτοια τρομερή ομοιότητα?
zerVo
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική