του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Νύχτες Πρεμιέρας 2017 LIVE Ep.1: «Πόσο άλλαξες /// πόσο άλλαξα»...
Κάποτε κατέβαινα πολύ συχνά στην Αθήνα, με αφορμή τις Νύχτες Πρεμιέρας. Δεν είχα τόσες υποχρεώσεις όσο σήμερα, περίσσευαν και οι (λίγες) παράδες, μέχρι και σε ξενοδοχείο έχω μείνει, με έξοδα πληρωμένα, απεσταλμένος του «About Θεσσαλονίκη»! Τις περισσότερες φορές βέβαια έμενα σε συγγενείς και φίλους (γεια σου ρε Τζόνυ αξά και Γιάννη με τη βουλωμένη, ε, πως να το θέσω... χέστρα!!!!). Και κλασικά, η κατεβασιά γινόταν με το τρένο. Όπως θα γίνει και τώρα! Νύχτες και νύχτες ολόκληρες σε «Αττικόν» και «Απόλλων», ωραίες ταινίες, ωραίες συναντήσεις, ωραίες εποχές. Σκατά, όταν νοσταλγείς πράγματα που ενδεχομένως (τι ενδεχομένως, σίγουρα!) εξιδανικεύεις, σημαίνει ότι γέρασες. Ή ότι βρίσκεσαι σε διαδικασία γήρατος.
Τελευταία φορά λοιπόν που κατέβηκα στην Αθήνα για τις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν πριν 10 χρόνια! Στις 13ες «Νύχτες Πρεμιέρας»! Το τόσο μακρινό 2007! Πολύ πριν καούν οι δύο κινηματογράφοι που λειτουργούσαν ως κέντρο του Φεστιβάλ. Απ' ότι φαίνεται, βρισκόμαστε μακριά από την επαναλειτουργία τους. Αν επαναλειτουργήσουν ποτέ (μαθαίνουμε δυσάρεστες πληροφορίες για το συγκεκριμένο θέμα). Από πέρσι υπάρχει νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Λουκάς Κατσίκας, και το φεστιβάλ φαίνεται να προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανό σε δύσκολες οικονομικά συγκυρίες. Το ευχόμαστε ολόψυχα. Το πρόγραμμα είναι μια χαρά, εντάξει, αυτό με τα δέκα εισιτήρια για τους δημοσιογράφους πλην των δημοσιογραφικών προβολών μου φαίνεται λίγο σόνικο, αλλά ok. Επίσης, φέτος, μετά από πολύ καιρό, δεν υπάρχει (εκτός κι αν δεν έψαξα τόσο επισταμένα) καμία μεγάλου μήκους ελληνική ταινία. Αυτό σημαίνει πως μάλλον θα δυναμώσει ξανά το ελληνικό τμήμα στο επερχόμενο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και οι ελληνικές ταινίες θα θέλουν ξανά να κάνουν την πρεμιέρα τους εκεί...
Σήμερα Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου το 23ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας κάνει αυλαία. Και η επίσημη πρεμιέρα θα λάβει χώρα στο Μέγαρο Μουσικής, όπου θα προβληθεί η ταινία του Todd Haynes «Wonderstruck» (είσοδος μόνον με προσκλήσεις). Η ταινία θα έχει επαναληπτική προβολή την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου, στις 17.30, στον κινηματογράφο Ιντεάλ. Την ταινία την είδαμε στις Κάννες, οπότε παραθέτουμε το κείμενο που γράψαμε στο πλαίσιο των ανταποκρίσεών μας από εκεί. Γενικώς, επειδή έχουμε δει αρκετές ταινίες από το φεστιβάλ, θα παραθέτουμε τα κείμενα που έχουμε ήδη γράψει γι' αυτές ως προτάσεις για το φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» μέχρι να κατεβούμε Αθήνα και να έχουμε και πραγματικές ανταποκρίσεις, με ταινίες που θα δούμε κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ. Μέχρι τότε, πάρτε ένα δείγμα για το πως θα κυλήσουν τα πράγματα:
Τελευταία φορά λοιπόν που κατέβηκα στην Αθήνα για τις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν πριν 10 χρόνια! Στις 13ες «Νύχτες Πρεμιέρας»! Το τόσο μακρινό 2007! Πολύ πριν καούν οι δύο κινηματογράφοι που λειτουργούσαν ως κέντρο του Φεστιβάλ. Απ' ότι φαίνεται, βρισκόμαστε μακριά από την επαναλειτουργία τους. Αν επαναλειτουργήσουν ποτέ (μαθαίνουμε δυσάρεστες πληροφορίες για το συγκεκριμένο θέμα). Από πέρσι υπάρχει νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Λουκάς Κατσίκας, και το φεστιβάλ φαίνεται να προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανό σε δύσκολες οικονομικά συγκυρίες. Το ευχόμαστε ολόψυχα. Το πρόγραμμα είναι μια χαρά, εντάξει, αυτό με τα δέκα εισιτήρια για τους δημοσιογράφους πλην των δημοσιογραφικών προβολών μου φαίνεται λίγο σόνικο, αλλά ok. Επίσης, φέτος, μετά από πολύ καιρό, δεν υπάρχει (εκτός κι αν δεν έψαξα τόσο επισταμένα) καμία μεγάλου μήκους ελληνική ταινία. Αυτό σημαίνει πως μάλλον θα δυναμώσει ξανά το ελληνικό τμήμα στο επερχόμενο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και οι ελληνικές ταινίες θα θέλουν ξανά να κάνουν την πρεμιέρα τους εκεί...
Σήμερα Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου το 23ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας κάνει αυλαία. Και η επίσημη πρεμιέρα θα λάβει χώρα στο Μέγαρο Μουσικής, όπου θα προβληθεί η ταινία του Todd Haynes «Wonderstruck» (είσοδος μόνον με προσκλήσεις). Η ταινία θα έχει επαναληπτική προβολή την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου, στις 17.30, στον κινηματογράφο Ιντεάλ. Την ταινία την είδαμε στις Κάννες, οπότε παραθέτουμε το κείμενο που γράψαμε στο πλαίσιο των ανταποκρίσεών μας από εκεί. Γενικώς, επειδή έχουμε δει αρκετές ταινίες από το φεστιβάλ, θα παραθέτουμε τα κείμενα που έχουμε ήδη γράψει γι' αυτές ως προτάσεις για το φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» μέχρι να κατεβούμε Αθήνα και να έχουμε και πραγματικές ανταποκρίσεις, με ταινίες που θα δούμε κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ. Μέχρι τότε, πάρτε ένα δείγμα για το πως θα κυλήσουν τα πράγματα:
Με τα... αστέρια τα «βάζει» ο Todd Haynes στη νέα του ταινία Wonderstruck, που διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπως είχε κάνει και πριν δύο χρόνια με το Carol, για το οποίο είχε τιμηθεί με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (έστω κι εξ ημισείας) η Rooney Mara. Ο sui generis Αμερικάνος σκηνοθέτης έχει γυρίσει λίγες ταινίες σε σχέση με τα χρόνια που είναι ενεργός κινηματογραφικά. Αυτή είναι μόλις η 7η μεγάλου μήκους ταινία του για να καταλάβετε σε 26 χρόνια καριέρας (την πρώτη του μεγάλου μήκους, το «Poison», τη γύρισε το 1991!!!). Και το σενάριό της υπογράφεται από τον Brian Selznick, ο οποίος βασίστηκε στο δικό του ομώνυμο βιβλίο του 2011. Ένα βιβλίο με μπόλικο κείμενο αλλά και πολλές σελίδες κόμικ χωρίς λόγια. Να θυμίσουμε ότι ο Selznick είχε γράψει και το «The Invention of Hugo Cabret», το 2008, το οποίο έγινε ταινία με την υπογραφή του Martin Scorsese και τίτλο απλώς Hugo το 2011.
Η υπόθεση: Ιούνιος 1977. Ο 12χρονος Μπεν ζει με τον αδελφό του και τη θεία του λίγα μίλια μακριά από το σπίτι του, που βρίσκεται στο Gunflint Lake της Μινεσότας. Η μητέρα του, που ήταν βιβλιοθηκάριος, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ – κι ας ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του για την ταυτότητά του. Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας κατά την οποία ο Μπεν μιλάει στο τηλέφωνο, ένας κεραυνός θα πέσει στο σπίτι, το ρεύμα θα περάσει από την τηλεφωνική γραμμή και ο Μπεν θα ξυπνήσει στο νοσοκομείο όντας (προσωρινά;) κουφός. Έχοντας βρει όμως έναν σελιδοδείκτη σε ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, όπου γράφει «Με αγάπη, Ντάνι», αποφασίζει να το σκάσει, να πάει στη Νέα Υόρκη και να ψάξει για το βιβλιοπωλείο απ' όπου είναι ο σελιδοδείκτης, με την ελπίδα να βρει τον πατέρα του...
Οκτώβριος 1927. Η πιτσιρίκα Ρόουζ είναι κωφάλαλη. Το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Μπρόντγουεϊ, για να συναντήσει το είδωλό της, τη μεγάλη αστέρα του θεάτρου και του κινηματογράφου, την Λίλιαν Μέιχιου. Η Λίλιαν είναι, πέρα όλων των άλλων, η μητέρα της! Οι γονείς της Ρόουζ είναι χωρισμένοι. Και η υποδοχή που επιφυλάσσει η Λίλιαν στην Ρόουζ δεν είναι αυτή που περιμένει η μικρή. Το ξανασκάει λοιπόν για να βρει τον αδελφό της, τον Γουόλτερ. Ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα βιβλιοπωλείο! Ποια η σχέση του Μπεν με τη Ρόουζ;
Η άποψή μας: Αν θεωρήσουμε ότι το Hugo αποτελούσε μια ερωτική επιστολή προς τον κινηματογράφο γενικότερα, τούτη η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή στον βωβό κινηματογράφο ειδικότερα. Ιδίως οι σκηνές με τη Ρόουζ όταν είναι πιτσιρίκα, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο, είναι κανονικά μια ταινία βωβού κινηματογράφου! Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο Haynes είναι μεγαλεπήβολο. Να είναι Scorsese και Spielberg μαζί, με ολίγη από... Kaufmann (του «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη»). Καθόλου η τυπική «παιδική» ταινία, έτσι; Είναι φορές που σε ταινίες τα επιμέρους συστατικά δεν πιάνουν υψηλές επιδόσεις, στο σύνολο όμως κολλάνε και δίνουν αριστουργήματα. Όπως ποδοσφαιρικές ομάδες, με όχι καλούς παίκτες, που όμως είναι πραγματικές ομάδες, έχουν ομαδικό πνεύμα, πνεύμα νικητή. Και υπάρχει και η... αντίθετη περίπτωση: η ομάδα να έχει πρωτοκλασάτους παίκτες αλλά το σύνολο να μην πείθει.
Εδώ, ο Haynes προδόθηκε από τις φιλοδοξίες του και το μέγεθός τους. Επιμέρους, τα πράγματα είναι μέχρι και συναρπαστικά! Κι ας είναι δομημένα από όχι ακριβώς πρωτότυπα υλικά. Θέλω να πω, μια χαρά ταιριάζει ο Όσκαρ Ουάιλντ και το γνωστότερο τσιτάτο του «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια» στην ταινία. Μια χαρά και το «Space Oddity» του David Bowie – επαναλαμβανόμενο: έτσι νιώθει ο Μπεν, πως ο μπαμπάς του είναι διαστημάνθρωπος! Έξοχες οι ηχητικές σφήνες από το «Also sprach Zarathustra» του Strauss, για πάντα συνυφασμένες με την «Οδύσσεια του διαστήματος». Γενικά, η ηχητική μπάντα είναι άψογη – και το βασικό score του εκ των μονίμων συνεργατών του Haynes, Carter Burwell, είναι απίθανο και μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Γενικά, η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ταινία: είπαμε, έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν βωβό κινηματογράφο ως επί τω πλείστον. Σκηνογραφία (άψογη αναπαράσταση της Νέας Υόρκης των 20's και των 70's), διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, όλα χτυπάνε κορυφή. Λείπει όμως το γαμημένο συναίσθημα. Ή έτσι δείχνει τουλάχιστον.
Κι ας γίνονται φιλότιμες προσπάθειες να... εκμαιευτεί. Ιδίως στο φινάλε. Λείπει εκείνο το υλικό που θα απογειώσει την ταινία. Λείπει εκείνο που θα τη φτάσει στα αστέρια. Τρομερή η ιστορία με τους λύκους, απίθανης λεπτομέρειας η μακέτα της Νέας Υόρκης σε ένα μουσείο, αναφορές για τη σημασία των μουσείων, αναφορές για τη σημασία της φιλίας, too much. Συναρπαστική ταινία που πονάει περισσότερο η μη επίτευξη του στόχου της καθώς χάνει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ: να συγκινήσει τον θεατή. H ηθοποιός – φετίχ του Haynes, η Julianne Moore (έχουν συνεργαστεί στις τέσσερις από τις επτά ταινίες του) διαθέτει έναν υποστηρικτικό ρόλο: οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι δύο πιτσιρικάδες. Αλλά, ρε παιδιά, πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή του «Safe», ε; Εκείνο, μάλιστα, ένα αριστούργημα και λίγα λέω! Πάμε γι' άλλα!
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής - αποκλειστικά με προσκλήσεις - και σε επανάληψη την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου στις 17.30 στο Ιντεάλ /// έχει διανομή από την Seven Films και η προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου της στις αίθουσες της χώρας μας είναι στις 28 Δεκεμβρίου)
Η υπόθεση: Ιούνιος 1977. Ο 12χρονος Μπεν ζει με τον αδελφό του και τη θεία του λίγα μίλια μακριά από το σπίτι του, που βρίσκεται στο Gunflint Lake της Μινεσότας. Η μητέρα του, που ήταν βιβλιοθηκάριος, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ – κι ας ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του για την ταυτότητά του. Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας κατά την οποία ο Μπεν μιλάει στο τηλέφωνο, ένας κεραυνός θα πέσει στο σπίτι, το ρεύμα θα περάσει από την τηλεφωνική γραμμή και ο Μπεν θα ξυπνήσει στο νοσοκομείο όντας (προσωρινά;) κουφός. Έχοντας βρει όμως έναν σελιδοδείκτη σε ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, όπου γράφει «Με αγάπη, Ντάνι», αποφασίζει να το σκάσει, να πάει στη Νέα Υόρκη και να ψάξει για το βιβλιοπωλείο απ' όπου είναι ο σελιδοδείκτης, με την ελπίδα να βρει τον πατέρα του...
Οκτώβριος 1927. Η πιτσιρίκα Ρόουζ είναι κωφάλαλη. Το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Μπρόντγουεϊ, για να συναντήσει το είδωλό της, τη μεγάλη αστέρα του θεάτρου και του κινηματογράφου, την Λίλιαν Μέιχιου. Η Λίλιαν είναι, πέρα όλων των άλλων, η μητέρα της! Οι γονείς της Ρόουζ είναι χωρισμένοι. Και η υποδοχή που επιφυλάσσει η Λίλιαν στην Ρόουζ δεν είναι αυτή που περιμένει η μικρή. Το ξανασκάει λοιπόν για να βρει τον αδελφό της, τον Γουόλτερ. Ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα βιβλιοπωλείο! Ποια η σχέση του Μπεν με τη Ρόουζ;
Η άποψή μας: Αν θεωρήσουμε ότι το Hugo αποτελούσε μια ερωτική επιστολή προς τον κινηματογράφο γενικότερα, τούτη η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή στον βωβό κινηματογράφο ειδικότερα. Ιδίως οι σκηνές με τη Ρόουζ όταν είναι πιτσιρίκα, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο, είναι κανονικά μια ταινία βωβού κινηματογράφου! Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο Haynes είναι μεγαλεπήβολο. Να είναι Scorsese και Spielberg μαζί, με ολίγη από... Kaufmann (του «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη»). Καθόλου η τυπική «παιδική» ταινία, έτσι; Είναι φορές που σε ταινίες τα επιμέρους συστατικά δεν πιάνουν υψηλές επιδόσεις, στο σύνολο όμως κολλάνε και δίνουν αριστουργήματα. Όπως ποδοσφαιρικές ομάδες, με όχι καλούς παίκτες, που όμως είναι πραγματικές ομάδες, έχουν ομαδικό πνεύμα, πνεύμα νικητή. Και υπάρχει και η... αντίθετη περίπτωση: η ομάδα να έχει πρωτοκλασάτους παίκτες αλλά το σύνολο να μην πείθει.
Εδώ, ο Haynes προδόθηκε από τις φιλοδοξίες του και το μέγεθός τους. Επιμέρους, τα πράγματα είναι μέχρι και συναρπαστικά! Κι ας είναι δομημένα από όχι ακριβώς πρωτότυπα υλικά. Θέλω να πω, μια χαρά ταιριάζει ο Όσκαρ Ουάιλντ και το γνωστότερο τσιτάτο του «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια» στην ταινία. Μια χαρά και το «Space Oddity» του David Bowie – επαναλαμβανόμενο: έτσι νιώθει ο Μπεν, πως ο μπαμπάς του είναι διαστημάνθρωπος! Έξοχες οι ηχητικές σφήνες από το «Also sprach Zarathustra» του Strauss, για πάντα συνυφασμένες με την «Οδύσσεια του διαστήματος». Γενικά, η ηχητική μπάντα είναι άψογη – και το βασικό score του εκ των μονίμων συνεργατών του Haynes, Carter Burwell, είναι απίθανο και μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Γενικά, η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ταινία: είπαμε, έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν βωβό κινηματογράφο ως επί τω πλείστον. Σκηνογραφία (άψογη αναπαράσταση της Νέας Υόρκης των 20's και των 70's), διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, όλα χτυπάνε κορυφή. Λείπει όμως το γαμημένο συναίσθημα. Ή έτσι δείχνει τουλάχιστον.
Κι ας γίνονται φιλότιμες προσπάθειες να... εκμαιευτεί. Ιδίως στο φινάλε. Λείπει εκείνο το υλικό που θα απογειώσει την ταινία. Λείπει εκείνο που θα τη φτάσει στα αστέρια. Τρομερή η ιστορία με τους λύκους, απίθανης λεπτομέρειας η μακέτα της Νέας Υόρκης σε ένα μουσείο, αναφορές για τη σημασία των μουσείων, αναφορές για τη σημασία της φιλίας, too much. Συναρπαστική ταινία που πονάει περισσότερο η μη επίτευξη του στόχου της καθώς χάνει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ: να συγκινήσει τον θεατή. H ηθοποιός – φετίχ του Haynes, η Julianne Moore (έχουν συνεργαστεί στις τέσσερις από τις επτά ταινίες του) διαθέτει έναν υποστηρικτικό ρόλο: οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι δύο πιτσιρικάδες. Αλλά, ρε παιδιά, πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή του «Safe», ε; Εκείνο, μάλιστα, ένα αριστούργημα και λίγα λέω! Πάμε γι' άλλα!
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής - αποκλειστικά με προσκλήσεις - και σε επανάληψη την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου στις 17.30 στο Ιντεάλ /// έχει διανομή από την Seven Films και η προγραμματισμένη ημερομηνία εξόδου της στις αίθουσες της χώρας μας είναι στις 28 Δεκεμβρίου)
Θόδωρος Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική