του του Jalil Lespert. Mε τους Romain Duris, Charlotte Le Bon, Jalil Lespert, Camille Cottin, Adel Bencherif, Sophie Verbeeck, Hélène Barbry
Άλλη μια απόχρωση του γκρι, από την ανάποδη!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Το παιχνίδι είναι στημένο...
Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αρχικά, υπήρξε το βιβλίο «Woman who wants to be kidnapped» του Shōgo Utano εξ Ιαπωνίας (αν μας τα λέει σωστά η Wikipedia και δεν μας παραπληροφορεί). Από το βιβλίο εμπνεύστηκε ο Hisashi Saitō κι έγραψε ένα σενάριο. Με βάση αυτό το σενάριο ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Hideo Nakata γύρισε την ταινία «Χάος» (Kaosu, 2000). Να θυμίσουμε πως ο Nakata δεν είναι κάποιος τυχαίος: είναι... υπεύθυνος για την γιαπωνέζικη σειρά ταινιών τρόμου «Ring», που έγινε παγκόσμιο εμπορικό φαινόμενο, είχαμε αμερικάνικο ριμέικ και φέτος υπήρξε και reboot! Το γιαπωνέζικο «Χάος» για να ξαναγυρίσουμε στην αρχική ιστορία, υπήρχε σχέδιο να δώσει ένα αμερικάνικο ριμέικ, σε σκηνοθεσία Jonathan Glazer παρακαλώ και με πρωταγωνιστές τους Robert De Niro και Benicio Del Toro! Το σχέδιο εκείνο δεν προχώρησε. Αντ' αυτού, μιάμιση δεκαετία μετά (και βάλε), προέκυψε γαλλικό ριμέικ κατά μία έννοια ή καλύτερα μια ταινία εμπνευσμένη από την ιαπωνική. O Andrew Bovell λοιπόν ήταν εκείνος που εμπνεύστηκε από τη γιαπωνέζικη ταινία κι έγραψε το σενάριο προκειμένου να προκύψει τούτη η γαλλική παραγωγή, στην οποία έβαλε και το χέρι του το netflix! Έτσι προέκυψε το Iris.
Τη σκηνοθεσία της ταινίας ανέλαβε ο Jalil Lespert, γνωστότερος ως ηθοποιός. Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί και η πρώτη στην οποία έχει ταυτόχρονα και ρόλο ηθοποιού. Οι προηγούμενες μεγάλου μήκους ταινίες που έχει σκηνοθετήσει είναι οι εξής: «24 mesures» (2007), «Αντίθετοι άνεμοι» (Des vents contraires, 2011) και «Yves Saint Laurent» (2014). Η ταινία για τον Γάλλο μόδιστρο ήταν και η μοναδική του ως τώρα που είχε βγει εμπορικά στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας.
Η υπόθεση: Ο πλούσιος και ισχυρός τραπεζίτης Αντουάν Ντοριό τρώει σε ένα πολυτελές εστιατόριο μαζί με την όμορφη γυναίκα του, Ίρις, η οποία εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ενώ εκείνος πληρώνει τον λογαριασμό. Του ζητείται ένα τεράστιο ποσό για λύτρα και υπό την παρακολούθηση της αστυνομικού ντετέκτιβ Ναταλί Βεσέρ, ξεκινά να αφήσει τα χρήματα σε έναν σταθμό τρένου, όπως του έχει ζητηθεί. Όμως, η Ίρις δεν είναι εκεί, ούτε κάποιος παίρνει τα χρήματα... Φλας μπακ: Ο Μαξ, ένας χωρισμένος πατέρας και μηχανικός αυτοκινήτων, διαλυμένος από τα χρέη, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Ίρις, η οποία τον πείθει να συμμετέχει επί πληρωμή στη στημένη απαγωγή της. Όμως, τίποτα δεν πάει όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί. Ο Μαξ βρίσκει την Ίρις νεκρή… Πλέον είναι φορτωμένος με έναν φόνο και τίποτα δεν βγάζει νόημα. Γεμάτος αμφιβολίες και κυνηγημένος από αστυνομικούς, ο μόνος τρόπος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του είναι να βρει την αλήθεια. Τι συνέβη στην Ίρις; Και μήπως η Ίρις δεν ήταν αυτή η οποία δήλωνε;
Η άποψή μας: Το πρώτο τέταρτο τούτης της ταινίας είναι ντάλε κουάλε ίδιο με το γιαπωνέζικο, το οποίο είχαμε την τύχη να δούμε τότενες που βγήκε. Μετά, αρχίζουν να υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις. Πχ, στη γιαπωνέζικη εκδοχή υπάρχει πιο άμεση στοχοποίηση του μηχανικού, όπου τηλεφωνικά τον εκβιάζουν για το πτώμα – εδώ τα πράγματα είναι πιο έμμεσα. Αλλά ας μιλήσουμε για την ταινία σαν να μην υπήρχε η γιαπωνέζικη, σαν να μην υπήρχε αύριο (!!!) καθώς οι περισσότεροι από όσους διαβάζετε τώρα τούτο το κείμενο, 99% δεν έχετε δει την ταινία του Nakata. Λοιπόν, ο Lespert ήθελε να φτιάξει ένα ερωτικό θρίλερ τύπου «Βασικό ένστικτο», με μπόλικες δόσεις νεονουάρ, με φαμ φατάλ και όλα τα σχετικά. Τα καταφέρνει μια χαρά στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του. Οι ανατροπές στο σενάριο ξεκινούν από το δέκατο λεπτό και συνεχίζουν μέχρι και το φινάλε. Κανείς δεν είναι αυτό που φαίνεται, όλοι έχουν περισσότερα κίνητρα από όσα δείχνουν και ο θεατής πρέπει να είναι συνέχεια εν εγρηγόρσει!
Σαν κρεμμύδι η ταινία: βγάζεις τα επιφανειακά στρώματα και μπαίνεις ολοένα και πιο κοντά στην καρδιά, ήτοι, στην αλήθεια. Κλάμα! Ο σκηνοθέτης περιορίζει τους διαλόγους στο ελάχιστο και επιλέγει έναν εικαστικό, γενικώς φορμαλιστικό μινιμαλισμό: less is more. Η ατμόσφαιρα που χτίζει με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του αλλά και του μουσικοσυνθέτη, είναι η κατάλληλα σκοτεινή. Και μέσα σε ένα πλαίσιο «ποιος έχει πιάσει κορόιδο ποιον» αφηγείται την ιστορία του, μπολιάζοντας τη γραμμική αφήγηση με μια σειρά φλας μπακ που αιφνιδιάζουν τον θεατή. Και ο στόχος επιτυγχάνεται. Βέβαια, μην περιμένετε τρισδιάστατους χαρακτήρες. Και κάποια στιγμή το μπαράζ ανατροπών καταντάει κουραστικό. Και για πρώτη φορά ο Romain Duris (στο ρόλο του μηχανικού) μου φάνηκε τόσο φλατ: από την πρώτη φορά που τον βλέπουμε μέχρι την τελευταία έχει το ίδιο ύφος του ανθρώπου που έχει δυσκοίλια. Αντιθέτως, ο Lespert είναι μια χαρά στο ρόλο του kinky τραπεζίτη και η Charlotte Le Bon πολύ ταιριαστά ανταποκρίνεται στο ρόλο της πέτρας του σκανδάλου. Έχει το κορμί και το attitude για αφέντρα και για φαμ φατάλ, δεν έχει πάντα όμως τη σκηνοθετική υποστήριξη που απαιτεί ο ρόλος της. Δεν θα περάσετε άσχημα βλέποντας την ταινία.
ΥΓ: Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η ελληνική εταιρία διανομής της ταινίας τη βάφτισε με το όνομα της πρωταγωνίστριας με κεφαλαία. Δεν πιάνω τον συμβολισμό...
Η υπόθεση: Ο πλούσιος και ισχυρός τραπεζίτης Αντουάν Ντοριό τρώει σε ένα πολυτελές εστιατόριο μαζί με την όμορφη γυναίκα του, Ίρις, η οποία εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ενώ εκείνος πληρώνει τον λογαριασμό. Του ζητείται ένα τεράστιο ποσό για λύτρα και υπό την παρακολούθηση της αστυνομικού ντετέκτιβ Ναταλί Βεσέρ, ξεκινά να αφήσει τα χρήματα σε έναν σταθμό τρένου, όπως του έχει ζητηθεί. Όμως, η Ίρις δεν είναι εκεί, ούτε κάποιος παίρνει τα χρήματα... Φλας μπακ: Ο Μαξ, ένας χωρισμένος πατέρας και μηχανικός αυτοκινήτων, διαλυμένος από τα χρέη, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Ίρις, η οποία τον πείθει να συμμετέχει επί πληρωμή στη στημένη απαγωγή της. Όμως, τίποτα δεν πάει όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί. Ο Μαξ βρίσκει την Ίρις νεκρή… Πλέον είναι φορτωμένος με έναν φόνο και τίποτα δεν βγάζει νόημα. Γεμάτος αμφιβολίες και κυνηγημένος από αστυνομικούς, ο μόνος τρόπος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του είναι να βρει την αλήθεια. Τι συνέβη στην Ίρις; Και μήπως η Ίρις δεν ήταν αυτή η οποία δήλωνε;
Η άποψή μας: Το πρώτο τέταρτο τούτης της ταινίας είναι ντάλε κουάλε ίδιο με το γιαπωνέζικο, το οποίο είχαμε την τύχη να δούμε τότενες που βγήκε. Μετά, αρχίζουν να υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις. Πχ, στη γιαπωνέζικη εκδοχή υπάρχει πιο άμεση στοχοποίηση του μηχανικού, όπου τηλεφωνικά τον εκβιάζουν για το πτώμα – εδώ τα πράγματα είναι πιο έμμεσα. Αλλά ας μιλήσουμε για την ταινία σαν να μην υπήρχε η γιαπωνέζικη, σαν να μην υπήρχε αύριο (!!!) καθώς οι περισσότεροι από όσους διαβάζετε τώρα τούτο το κείμενο, 99% δεν έχετε δει την ταινία του Nakata. Λοιπόν, ο Lespert ήθελε να φτιάξει ένα ερωτικό θρίλερ τύπου «Βασικό ένστικτο», με μπόλικες δόσεις νεονουάρ, με φαμ φατάλ και όλα τα σχετικά. Τα καταφέρνει μια χαρά στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του. Οι ανατροπές στο σενάριο ξεκινούν από το δέκατο λεπτό και συνεχίζουν μέχρι και το φινάλε. Κανείς δεν είναι αυτό που φαίνεται, όλοι έχουν περισσότερα κίνητρα από όσα δείχνουν και ο θεατής πρέπει να είναι συνέχεια εν εγρηγόρσει!
Σαν κρεμμύδι η ταινία: βγάζεις τα επιφανειακά στρώματα και μπαίνεις ολοένα και πιο κοντά στην καρδιά, ήτοι, στην αλήθεια. Κλάμα! Ο σκηνοθέτης περιορίζει τους διαλόγους στο ελάχιστο και επιλέγει έναν εικαστικό, γενικώς φορμαλιστικό μινιμαλισμό: less is more. Η ατμόσφαιρα που χτίζει με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του αλλά και του μουσικοσυνθέτη, είναι η κατάλληλα σκοτεινή. Και μέσα σε ένα πλαίσιο «ποιος έχει πιάσει κορόιδο ποιον» αφηγείται την ιστορία του, μπολιάζοντας τη γραμμική αφήγηση με μια σειρά φλας μπακ που αιφνιδιάζουν τον θεατή. Και ο στόχος επιτυγχάνεται. Βέβαια, μην περιμένετε τρισδιάστατους χαρακτήρες. Και κάποια στιγμή το μπαράζ ανατροπών καταντάει κουραστικό. Και για πρώτη φορά ο Romain Duris (στο ρόλο του μηχανικού) μου φάνηκε τόσο φλατ: από την πρώτη φορά που τον βλέπουμε μέχρι την τελευταία έχει το ίδιο ύφος του ανθρώπου που έχει δυσκοίλια. Αντιθέτως, ο Lespert είναι μια χαρά στο ρόλο του kinky τραπεζίτη και η Charlotte Le Bon πολύ ταιριαστά ανταποκρίνεται στο ρόλο της πέτρας του σκανδάλου. Έχει το κορμί και το attitude για αφέντρα και για φαμ φατάλ, δεν έχει πάντα όμως τη σκηνοθετική υποστήριξη που απαιτεί ο ρόλος της. Δεν θα περάσετε άσχημα βλέποντας την ταινία.
ΥΓ: Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η ελληνική εταιρία διανομής της ταινίας τη βάφτισε με το όνομα της πρωταγωνίστριας με κεφαλαία. Δεν πιάνω τον συμβολισμό...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Αυγούστου 2017 από την Weird Wave
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική