του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ναι, το κάναμε και αυτό!
Το θέμα είναι πως όταν δεν υπάρχουν δρόμοι για να φτάσεις εκεί που θέλεις, πρέπει να τους δημιουργείς. Πάρτε για παράδειγμα αυτήν την... ανταπόκριση! Πήγα εγώ ποτέ στο Λοκάρνο; Όχι, ποτέ, αν και πολύ θα το ήθελα. Οπότε, τι σόι... ανταπόκριση είναι αυτή; Εμ, εδώ σε θέλω μάγκα μου! Ένα θα σας πω: ας είναι καλά το Festival Scope!
Τι είναι το Festival Scope; Ας κάνω τη μετάφραση κατευθείαν από το site τους:
«Τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ αποτελούν ένα εξαιρετικό παράθυρο ανακάλυψης νέων, ταλαντούχων δημιουργών και παρακολούθησης των τελευταίων τους δουλειών. To Festival Scope φέρνει αυτές τις ταινίες στο διαδίκτυο, επιτρέποντας να παρακολουθήσει κανείς online, τμήμα συγκεκριμένων φεστιβάλ από όλη την υφήλιο. Σε συνεργασία με τα πιο αναγνωρισμένα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, το Festival Scope είναι περήφανο για το γεγονός ότι παρουσιάζει μια επιλογή ταινιών, πολλές φορές αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα τους μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα στα φεστιβάλ! Οδηγώντας αυτούς τους τίτλους να είναι προσιτοί για λίγες μέρες αμέσως μετά τις πρεμιέρες τους, το Festival Scope στοχεύει από τη μια να δώσει την ευκαιρία στους σινεφίλ να πάρουν μια γεύση από ταινίες που θα βγουν στις αίθουσες προσεχώς κι από την άλλη συμμετέχουν στην προώθηση αυτών των ταινιών, βοηθώντας τες να βρουν το κοινό που τις αξίζει».
Ωραίο; Τι ωραίο, καταπληκτικό! Λίγο πριν ξεκινήσουν δύο από τα πιο σπουδαία κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, εκείνα της Βενετίας (30 Αυγούστου με 9 Σεπτεμβρίου) και του Τορόντο (7 με 17 Σεπτεμβρίου), εμείς θα σας παρουσιάσουμε πέντε πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες (ως επί τω πλείστον, μην τρελαθούμε κιόλας), από το παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού, επίσης διαγωνιστικό τμήμα «Cineasti del Presente», του τελευταίου φεστιβάλ του Λοκάρνο, το οποίο έλαβε χώρα στην ιταλόφωνη αυτή πόλη της Ελβετίας από τις 2 έως τις 12 Αυγούστου. Ολοκληρώθηκε δηλαδή πριν από λίγες μόλις μέρες. Και κάτι μου λέει πως κάποιες από τις ταινίες του συγκεκριμένου τμήματος – κι ενδεχομένως κάποιες από αυτές που θα σας παρουσιάσουμε εδώ – θα τις δούμε να συμμετέχουν στο προσεχές φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο διαγωνιστικό τμήμα, μιας που το δικό μας φεστιβάλ δομεί το συγκεκριμένο τμήμα από δουλειές πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών (ταρά, ταρά) και γενικώς υπάρχει μια συνεργασία μεταξύ των δύο καλλιτεχνικών οργανισμών. Για να δούμε...
Τι είναι το Festival Scope; Ας κάνω τη μετάφραση κατευθείαν από το site τους:
«Τα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ αποτελούν ένα εξαιρετικό παράθυρο ανακάλυψης νέων, ταλαντούχων δημιουργών και παρακολούθησης των τελευταίων τους δουλειών. To Festival Scope φέρνει αυτές τις ταινίες στο διαδίκτυο, επιτρέποντας να παρακολουθήσει κανείς online, τμήμα συγκεκριμένων φεστιβάλ από όλη την υφήλιο. Σε συνεργασία με τα πιο αναγνωρισμένα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, το Festival Scope είναι περήφανο για το γεγονός ότι παρουσιάζει μια επιλογή ταινιών, πολλές φορές αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα τους μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα στα φεστιβάλ! Οδηγώντας αυτούς τους τίτλους να είναι προσιτοί για λίγες μέρες αμέσως μετά τις πρεμιέρες τους, το Festival Scope στοχεύει από τη μια να δώσει την ευκαιρία στους σινεφίλ να πάρουν μια γεύση από ταινίες που θα βγουν στις αίθουσες προσεχώς κι από την άλλη συμμετέχουν στην προώθηση αυτών των ταινιών, βοηθώντας τες να βρουν το κοινό που τις αξίζει».
Ωραίο; Τι ωραίο, καταπληκτικό! Λίγο πριν ξεκινήσουν δύο από τα πιο σπουδαία κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, εκείνα της Βενετίας (30 Αυγούστου με 9 Σεπτεμβρίου) και του Τορόντο (7 με 17 Σεπτεμβρίου), εμείς θα σας παρουσιάσουμε πέντε πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες (ως επί τω πλείστον, μην τρελαθούμε κιόλας), από το παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού, επίσης διαγωνιστικό τμήμα «Cineasti del Presente», του τελευταίου φεστιβάλ του Λοκάρνο, το οποίο έλαβε χώρα στην ιταλόφωνη αυτή πόλη της Ελβετίας από τις 2 έως τις 12 Αυγούστου. Ολοκληρώθηκε δηλαδή πριν από λίγες μόλις μέρες. Και κάτι μου λέει πως κάποιες από τις ταινίες του συγκεκριμένου τμήματος – κι ενδεχομένως κάποιες από αυτές που θα σας παρουσιάσουμε εδώ – θα τις δούμε να συμμετέχουν στο προσεχές φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο διαγωνιστικό τμήμα, μιας που το δικό μας φεστιβάλ δομεί το συγκεκριμένο τμήμα από δουλειές πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών (ταρά, ταρά) και γενικώς υπάρχει μια συνεργασία μεταξύ των δύο καλλιτεχνικών οργανισμών. Για να δούμε...
Πρώτη ταινία; «Easy» του Ιταλού Andrea Magnani. Ο Magnani γεννήθηκε στο Ρίμινι και ζει στη Νέα Υόρκη, την Τεργέστη και μερικές ακόμα χώρες στον κόσμο! Πήρε πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες και μετά άρχισε να ασχολείται ενεργά με το σινεμά. Έχει γυρίσει μερικές μικρού μήκους ταινίες και ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του.
Η υπόθεση: Ο Ιζιντόρο, γνωστός στους πάντες ως Ίζι (Easy) είναι ένας άντρας στα 30 του, υπέρβαρος και καταθλιπτικός. Την κατάθλιψή του προκάλεσε το γεγονός ότι μια πολλά υποσχόμενη καριέρα ως οδηγός σε αγώνες go-kart (όπου συχνά – πυκνά τερμάτιζε πρώτος) διακόπηκε όταν άρχισε να παχαίνει τόσο, ώστε δεν χωρούσε πλέον να καθίσει πίσω από το τιμόνι! Έτσι, αναγκάστηκε να πάει να μείνει με τη μητέρα του και να περνάει τις μέρες του τρώγοντας φαγητά με χαμηλά λιπαρά και βλέποντας τηλεόραση. Τη ρουτίνα του θα αλλάξει μια πρόταση από τον πολύ πιο επιτυχημένο και αγαπητό από τους πάντες εργολάβο αδελφό του, τον Φίλο. Στην τελευταία οικοδομή που «ανεβάζει» ο Φίλο, ένα εργατικό δυστύχημα έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός Ουκρανού οικοδόμου. Οι συνάδελφοί του μαζεύουν χρήματα για φέρετρο και πλέον μένει ένα μόνο κομμάτι για να ολοκληρωθεί η τελευταία επιθυμία του αποθανόντος, δηλαδή, το να ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ένα χωριό στην Ουκρανία: να φτάσει το φέρετρο εκεί. Πως; Εδώ μπαίνει στην εικόνα ο Ίζι. Ο αδελφός του, του προτείνει να πάει ο Ίζι το φέρετρο στην Ουκρανία, έτσι ώστε και να βγει από το σπίτι αλλά και να ξαναπιάσει τιμόνι. Ο Ίζι διστάζει. Τελικά δέχεται. Και θα κάνει το ταξίδι της ζωής του!
Η άποψή μας: Κοίτα να δεις τώρα. Πας χαλαρά να δεις κάποιες ταινίες στο Festival Scope, με την προοπτική αυτές να είναι άφατα «φεστιβαλικές», με την κακή έννοια, και πέφτεις πάνω σε διαμαντάκι! Τούτη εδώ λοιπόν είναι ταινιάρα από όλες τις απόψεις! Θα έχει σπουδαία φεστιβαλική πορεία και όπου την πιστέψουν και βγει στις αίθουσες εμπορικά, έχω την αίσθηση ότι μπορεί να κόψει και εισιτήρια. Το βασικό της ατού, πέρα από τον γλυκύτατο, χοντρό πρωταγωνιστή της, τον Nicola Nocella (με ή χωρίς μούσι), είναι το σενάριο. Ένα σενάριο που σε κάνει να γελάς χωρίς χοντράδες. Ένα σενάριο βαθύτατα ανθρώπινο και συγκινητικό. Ένα road movie είναι η ταινία, που σε πολλά σημεία της, με βάση το ιδιαίτερο, πανέξυπνο χιούμορ της και τις στακάτες ατάκες της, θυμίζει Aki Kaurismäki!
Ο Ιταλός Kaurismäki λοιπόν! Μάλιστα! Τρομερή ταινία, που δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει και επίδειξη κατασκευαστικά χωρίς όμως να χάνει ποτέ την πυξίδα της, το να αφηγηθεί δηλαδή μια σπουδαία ιστορία. Υπάρχουν πανέμορφες σκηνές, οργανικότατα δεμένες με το σύνολο: πχ, εκείνη όπου η κάμερα καταγράφει το τοπίο καθώς «στρίβει» μια τσιμεντένια γέφυρα, εκείνη που απλά συλλαμβάνει τον υπέροχο ουρανό πάνω από τη λίμνη, ή η άλλη που μας δείχνει ένα κόκκινο φανάρι κάποιου ξεχασμένου σηματοδότη στη μέση του πουθενά, στην Ουκρανία. Το μοντάζ είναι όπως πρέπει, η φωτογραφία είναι μαγική και η μουσική σου κολλάει με την πολύ καλή έννοια! Σε επίπεδο συμβολισμών παίζεται επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι. Από τις μπλούζες με τα νούμερα 1 και 2 που φοράνε τα δύο αδέλφια μέχρι το φέρετρο ως όχημα – εντελώς Αχέροντας η φάση! Και με έξυπνα, πολύ αστεία γκαγκ, όπως το γεγονός ότι κάποια από τις πολλές φορές που ο Ιζιντόρο χάνει το φέρετρο (συγκεκριμένα, όταν του ξεφεύγει στο ποτάμι) πηδάει και το... καβαλάει για να μην του ξεφύγει και τον βλέπουν απορημένοι ψαράδες να περνάει μπροστά τους ενώ εκείνοι προσπαθούν να πιάσουν κανά ψάρι.
Στο δρόμο λοιπόν για τη δική του Ιθάκη, χωρίς να είναι δικός του προορισμός ζωής αλλά προορισμός... ταφής ενός ανθρώπου που δεν γνώριζε καν, ο Ιζιντόρο θα βγει από την ζώνη ασφαλείας του και θα βιώσει συμπυκνωμένα όλα όσα δεν μπορούσε να φανταστεί εννοείται μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της μητέρας του! Από τον Γεωργιανό φορτηγατζή με τις κότες έως την οικογένεια των Κινέζων και εννοείται τον αμίλητο Ουκρανό γέροντα με το κάρο (που δίνει μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές της ταινίας) ο Ιζιντόρο «γεμίζει» ανθρωπίλα, νιώθει, βιώνει, αισθάνεται, χωρίς την καταστολή που του προκαλούν τα χάπια και το φαγητό (καλά, το επαναλαμβανόμενο γκαγκ με τον Ιζιντόρο να μην μπορεί να σταυρώσει ούτε ένα σάντουιτς για να φάει, βγάζει επίσης πολύ γέλιο). Και το φινάλε της ταινίας είναι απλά συγκλονιστικό: ολοκληρώνοντας τη διαδρομή του, ο Ιζιντόρο, με ένα μωρό στο χέρι, αναρωτιέται: «κι εγώ τώρα τι θα κάνω;». Μέσω του ταξιδιού που απρόθυμα ξεκίνηση, έζησε ο άνθρωπος, που μέχρι τότε έπασχε από βαθιά κατάθλιψη.
Τι να λέμε, τρομερή ταινία!!!
Η υπόθεση: Ο Ιζιντόρο, γνωστός στους πάντες ως Ίζι (Easy) είναι ένας άντρας στα 30 του, υπέρβαρος και καταθλιπτικός. Την κατάθλιψή του προκάλεσε το γεγονός ότι μια πολλά υποσχόμενη καριέρα ως οδηγός σε αγώνες go-kart (όπου συχνά – πυκνά τερμάτιζε πρώτος) διακόπηκε όταν άρχισε να παχαίνει τόσο, ώστε δεν χωρούσε πλέον να καθίσει πίσω από το τιμόνι! Έτσι, αναγκάστηκε να πάει να μείνει με τη μητέρα του και να περνάει τις μέρες του τρώγοντας φαγητά με χαμηλά λιπαρά και βλέποντας τηλεόραση. Τη ρουτίνα του θα αλλάξει μια πρόταση από τον πολύ πιο επιτυχημένο και αγαπητό από τους πάντες εργολάβο αδελφό του, τον Φίλο. Στην τελευταία οικοδομή που «ανεβάζει» ο Φίλο, ένα εργατικό δυστύχημα έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός Ουκρανού οικοδόμου. Οι συνάδελφοί του μαζεύουν χρήματα για φέρετρο και πλέον μένει ένα μόνο κομμάτι για να ολοκληρωθεί η τελευταία επιθυμία του αποθανόντος, δηλαδή, το να ταφεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ένα χωριό στην Ουκρανία: να φτάσει το φέρετρο εκεί. Πως; Εδώ μπαίνει στην εικόνα ο Ίζι. Ο αδελφός του, του προτείνει να πάει ο Ίζι το φέρετρο στην Ουκρανία, έτσι ώστε και να βγει από το σπίτι αλλά και να ξαναπιάσει τιμόνι. Ο Ίζι διστάζει. Τελικά δέχεται. Και θα κάνει το ταξίδι της ζωής του!
Η άποψή μας: Κοίτα να δεις τώρα. Πας χαλαρά να δεις κάποιες ταινίες στο Festival Scope, με την προοπτική αυτές να είναι άφατα «φεστιβαλικές», με την κακή έννοια, και πέφτεις πάνω σε διαμαντάκι! Τούτη εδώ λοιπόν είναι ταινιάρα από όλες τις απόψεις! Θα έχει σπουδαία φεστιβαλική πορεία και όπου την πιστέψουν και βγει στις αίθουσες εμπορικά, έχω την αίσθηση ότι μπορεί να κόψει και εισιτήρια. Το βασικό της ατού, πέρα από τον γλυκύτατο, χοντρό πρωταγωνιστή της, τον Nicola Nocella (με ή χωρίς μούσι), είναι το σενάριο. Ένα σενάριο που σε κάνει να γελάς χωρίς χοντράδες. Ένα σενάριο βαθύτατα ανθρώπινο και συγκινητικό. Ένα road movie είναι η ταινία, που σε πολλά σημεία της, με βάση το ιδιαίτερο, πανέξυπνο χιούμορ της και τις στακάτες ατάκες της, θυμίζει Aki Kaurismäki!
Ο Ιταλός Kaurismäki λοιπόν! Μάλιστα! Τρομερή ταινία, που δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει και επίδειξη κατασκευαστικά χωρίς όμως να χάνει ποτέ την πυξίδα της, το να αφηγηθεί δηλαδή μια σπουδαία ιστορία. Υπάρχουν πανέμορφες σκηνές, οργανικότατα δεμένες με το σύνολο: πχ, εκείνη όπου η κάμερα καταγράφει το τοπίο καθώς «στρίβει» μια τσιμεντένια γέφυρα, εκείνη που απλά συλλαμβάνει τον υπέροχο ουρανό πάνω από τη λίμνη, ή η άλλη που μας δείχνει ένα κόκκινο φανάρι κάποιου ξεχασμένου σηματοδότη στη μέση του πουθενά, στην Ουκρανία. Το μοντάζ είναι όπως πρέπει, η φωτογραφία είναι μαγική και η μουσική σου κολλάει με την πολύ καλή έννοια! Σε επίπεδο συμβολισμών παίζεται επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι. Από τις μπλούζες με τα νούμερα 1 και 2 που φοράνε τα δύο αδέλφια μέχρι το φέρετρο ως όχημα – εντελώς Αχέροντας η φάση! Και με έξυπνα, πολύ αστεία γκαγκ, όπως το γεγονός ότι κάποια από τις πολλές φορές που ο Ιζιντόρο χάνει το φέρετρο (συγκεκριμένα, όταν του ξεφεύγει στο ποτάμι) πηδάει και το... καβαλάει για να μην του ξεφύγει και τον βλέπουν απορημένοι ψαράδες να περνάει μπροστά τους ενώ εκείνοι προσπαθούν να πιάσουν κανά ψάρι.
Στο δρόμο λοιπόν για τη δική του Ιθάκη, χωρίς να είναι δικός του προορισμός ζωής αλλά προορισμός... ταφής ενός ανθρώπου που δεν γνώριζε καν, ο Ιζιντόρο θα βγει από την ζώνη ασφαλείας του και θα βιώσει συμπυκνωμένα όλα όσα δεν μπορούσε να φανταστεί εννοείται μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της μητέρας του! Από τον Γεωργιανό φορτηγατζή με τις κότες έως την οικογένεια των Κινέζων και εννοείται τον αμίλητο Ουκρανό γέροντα με το κάρο (που δίνει μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές της ταινίας) ο Ιζιντόρο «γεμίζει» ανθρωπίλα, νιώθει, βιώνει, αισθάνεται, χωρίς την καταστολή που του προκαλούν τα χάπια και το φαγητό (καλά, το επαναλαμβανόμενο γκαγκ με τον Ιζιντόρο να μην μπορεί να σταυρώσει ούτε ένα σάντουιτς για να φάει, βγάζει επίσης πολύ γέλιο). Και το φινάλε της ταινίας είναι απλά συγκλονιστικό: ολοκληρώνοντας τη διαδρομή του, ο Ιζιντόρο, με ένα μωρό στο χέρι, αναρωτιέται: «κι εγώ τώρα τι θα κάνω;». Μέσω του ταξιδιού που απρόθυμα ξεκίνηση, έζησε ο άνθρωπος, που μέχρι τότε έπασχε από βαθιά κατάθλιψη.
Τι να λέμε, τρομερή ταινία!!!
Η επόμενη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε είναι το «Dene Wos Guet Geit», με αγγλικό τίτλο «Those Who Are Fine» του Ελβετού Cyril Schaublin. Ο Cyril γεννήθηκε το 1984 στη Ζυρίχη και σπούδασε... κινέζικα και σινεμά στο Πεκίνο! Στα 22 του γύρισε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Βερολίνο όπου συνέχισε της σπουδές του πάνω στην τηλεόραση και το σινεμά. Έχει γυρίσει ταινίες μικρού μήκους και το έργο του έχει παρουσιαστεί σε διάφορα μουσεία όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης. Τούτη είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Η υπόθεση: Η Άλις είναι μια νεαρή γυναίκα, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο στις παρυφές της Ζυρίχες, πουλώντας συνδρομές ίντερνετ και ασφάλειες ζωής σε αγνώστους, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής της γραμμής. Η Άλις, όμως, έχει στήσει και μια κομπίνα για να βγάζει κατιτίς παραπάνω. Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνει από τη δουλειά της, καλεί γηραιές κυρίες και τις πιέζει να τις δώσουν χρήματα, με τη δικαιολογία ότι τα χρειάζεται οπωσδήποτε η εγγονή τους (που τυχαίνει να είναι φίλη της), εγγονή που για διάφορους λόγους (;) δεν μπορεί να επικοινωνήσει η ίδια με τη γιαγιά της. Με αυτόν τον τρόπο η Άλις βγάζει μπόλικα χρήματα. Μέχρι πότε όμως θα συνεχίσει να το κάνει αυτό;
Η άποψή μας: Αν η ταινία από την Ιταλία μου θύμισε Kaurismäki, αυτή η ταινία από τη γερμανόφωνη Ελβετία μου θύμισε Roy Andersson! Από τον τίτλο της ακόμα: καθόλου τυχαίος και εντελώς φανερή παραπομπή, έτσι; Πολύ ψύχρα, τρομερά πλάνα αποστασιοποίησης και αποξένωσης (πολύ μπετόν, πολύ αμάξι, συνεχής, μονότονη κίνηση, οι άνθρωποι συχνά να μιλάνε, να τους ακούμε αλλά να μην τους βλέπουμε στο πλάνο, ελάχιστη αλλά σημαντική η παρουσία της φύσης, ως κάτι όμως «παρά φύσιν», όπως πχ το ποτάμι στην αρχή ή ο κορμός δέντρου που σπάει τη μονοτονία του μπετόν).
Η ταινία είναι πραγματικά σπουδαία αλλά... όχι εύκολη! Καθόλου δεν πειράζει. Είναι τρομερό το πως οι άνθρωποι στην ταινία, το πιο σοβαρό πράγμα με το οποίο ασχολούνται είναι το πόσο φτηνό είναι το πακέτο κινητής τηλεφωνίας που διαθέτουν και τι τρομερή είναι η προσφορά της εταιρίας «Ελβετία Παντού»! Καμία διάθεση επικοινωνίας, μόνο νούμερα από τραπεζικούς λογαριασμούς και μοναχικές γριές, που πέφτουν θύματα της επιτήδειας νεαρής υπαλλήλου κινητής τηλεφωνίας. Ακόμα κάτι τρομερό που κάνει η ταινία: δεν έχει πρωταγωνιστή με την έννοια του πρωταγωνιστή. Αν θεωρήσουμε την Άλις πρωταγωνίστρια θα πέσουμε σε λούμπα. Η κοπέλα είναι μία από τους πολλούς που εμφανίζονται στην ταινία. Ούτε ως κάτι ιδιαίτερο παρουσιάζεται ούτε το πως θα καταλήξει η περίπτωσή της (θα την πιάσουν; δεν θα την πιάσουν;) έχει σασπένς με την κλασική έννοια. Δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο τον σκηνοθέτη. Τον ενδιαφέρει το γεγονός πως μέσω της εξέλιξης ο άνθρωπος έχει φτάσει να μην είναι άνθρωπος. Αποξένωση σου λέει κι εδώ συναντά τον Μπρεχτ και τον Αντονιόνι αλλά εντελώς μεταμοντέρνα!
Το άλλο... τρομερό (!) που κάνει η ταινία, είναι το γεγονός ότι παρουσιάζει τους ανθρώπους να έχουν κοινές κινηματογραφικές μνήμες, ασαφείς όμως και συγκεχυμένες! Τα πάντα στη ζωή που βιώνουν (;) θυμίζουν κάτι που είδαν στο σινεμά. Τόσο οι Άραβες μετανάστες στην αρχή της ταινίας (που έχουν διατηρήσει κάτι... ανθρώπινο) όσο και οι εκπρόσωποι των ΜΑΤ στο φινάλε της. Απλά, θυμούνται την ίδια ταινία, αλλιώς. Τρομερό (υπερχρήση της λέξης, το ξέρω, το κάνω επίτηδες) εύρημα. Και μιλάει και για την τρομοκρατία η ταινία, για την ισοπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ανελευθερία, για το «1984» του Όργουελ που μας προέκυψε αλλιώς. Πραγματικά ενδιαφέρουσα, αν και «αντιτουριστική» ταινία.
Για τις υπόλοιπες τρεις ταινίες που είδαμε από το φεστιβάλ του Λοκάρνο μέσω του Festival Scope, θα αναφερθούμε σε επόμενη... ανταπόκριση!!!
Η υπόθεση: Η Άλις είναι μια νεαρή γυναίκα, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο στις παρυφές της Ζυρίχες, πουλώντας συνδρομές ίντερνετ και ασφάλειες ζωής σε αγνώστους, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής της γραμμής. Η Άλις, όμως, έχει στήσει και μια κομπίνα για να βγάζει κατιτίς παραπάνω. Με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώνει από τη δουλειά της, καλεί γηραιές κυρίες και τις πιέζει να τις δώσουν χρήματα, με τη δικαιολογία ότι τα χρειάζεται οπωσδήποτε η εγγονή τους (που τυχαίνει να είναι φίλη της), εγγονή που για διάφορους λόγους (;) δεν μπορεί να επικοινωνήσει η ίδια με τη γιαγιά της. Με αυτόν τον τρόπο η Άλις βγάζει μπόλικα χρήματα. Μέχρι πότε όμως θα συνεχίσει να το κάνει αυτό;
Η άποψή μας: Αν η ταινία από την Ιταλία μου θύμισε Kaurismäki, αυτή η ταινία από τη γερμανόφωνη Ελβετία μου θύμισε Roy Andersson! Από τον τίτλο της ακόμα: καθόλου τυχαίος και εντελώς φανερή παραπομπή, έτσι; Πολύ ψύχρα, τρομερά πλάνα αποστασιοποίησης και αποξένωσης (πολύ μπετόν, πολύ αμάξι, συνεχής, μονότονη κίνηση, οι άνθρωποι συχνά να μιλάνε, να τους ακούμε αλλά να μην τους βλέπουμε στο πλάνο, ελάχιστη αλλά σημαντική η παρουσία της φύσης, ως κάτι όμως «παρά φύσιν», όπως πχ το ποτάμι στην αρχή ή ο κορμός δέντρου που σπάει τη μονοτονία του μπετόν).
Η ταινία είναι πραγματικά σπουδαία αλλά... όχι εύκολη! Καθόλου δεν πειράζει. Είναι τρομερό το πως οι άνθρωποι στην ταινία, το πιο σοβαρό πράγμα με το οποίο ασχολούνται είναι το πόσο φτηνό είναι το πακέτο κινητής τηλεφωνίας που διαθέτουν και τι τρομερή είναι η προσφορά της εταιρίας «Ελβετία Παντού»! Καμία διάθεση επικοινωνίας, μόνο νούμερα από τραπεζικούς λογαριασμούς και μοναχικές γριές, που πέφτουν θύματα της επιτήδειας νεαρής υπαλλήλου κινητής τηλεφωνίας. Ακόμα κάτι τρομερό που κάνει η ταινία: δεν έχει πρωταγωνιστή με την έννοια του πρωταγωνιστή. Αν θεωρήσουμε την Άλις πρωταγωνίστρια θα πέσουμε σε λούμπα. Η κοπέλα είναι μία από τους πολλούς που εμφανίζονται στην ταινία. Ούτε ως κάτι ιδιαίτερο παρουσιάζεται ούτε το πως θα καταλήξει η περίπτωσή της (θα την πιάσουν; δεν θα την πιάσουν;) έχει σασπένς με την κλασική έννοια. Δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο τον σκηνοθέτη. Τον ενδιαφέρει το γεγονός πως μέσω της εξέλιξης ο άνθρωπος έχει φτάσει να μην είναι άνθρωπος. Αποξένωση σου λέει κι εδώ συναντά τον Μπρεχτ και τον Αντονιόνι αλλά εντελώς μεταμοντέρνα!
Το άλλο... τρομερό (!) που κάνει η ταινία, είναι το γεγονός ότι παρουσιάζει τους ανθρώπους να έχουν κοινές κινηματογραφικές μνήμες, ασαφείς όμως και συγκεχυμένες! Τα πάντα στη ζωή που βιώνουν (;) θυμίζουν κάτι που είδαν στο σινεμά. Τόσο οι Άραβες μετανάστες στην αρχή της ταινίας (που έχουν διατηρήσει κάτι... ανθρώπινο) όσο και οι εκπρόσωποι των ΜΑΤ στο φινάλε της. Απλά, θυμούνται την ίδια ταινία, αλλιώς. Τρομερό (υπερχρήση της λέξης, το ξέρω, το κάνω επίτηδες) εύρημα. Και μιλάει και για την τρομοκρατία η ταινία, για την ισοπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την ανελευθερία, για το «1984» του Όργουελ που μας προέκυψε αλλιώς. Πραγματικά ενδιαφέρουσα, αν και «αντιτουριστική» ταινία.
Για τις υπόλοιπες τρεις ταινίες που είδαμε από το φεστιβάλ του Λοκάρνο μέσω του Festival Scope, θα αναφερθούμε σε επόμενη... ανταπόκριση!!!
Θοδωρής Γιαχουστίδης