της Sofia Coppola. Με τους Colin Farrell, Nicole Kidman, Kirsten Dunst, Elle Fanning, Angourie Rice, Oona Laurence, Emma Howard, Addison Riecke
Η άλλη όψη του νομίσματος
του zerVo (@moviesltd)
Είναι 1971 και λίγο πριν καταπιαστεί με το σίριαλ του Dirty Harry, ο σκηνοθέτης Don Siegel μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το φημισμένο μυθιστόρημα του Thomas Cullinan, The Beguiled, που μόλις πέντε χρόνια πριν είχε αποτελέσει δυνατό μπεστ σέλλερ, με πρωταγωνιστές τον αγέρωχο Μπλοντ και την Οσκαρούχα Geraldine Page. Ένα δράμα πολεμικό, με κοινωνικές προεκτάσεις, όπου ο βασικός χαρακτήρας της πλοκής, poy βέβαια ενσάρκωνε ο Clint, είναι το θύμα μιας φράξιας απομονωμένων, λόγω των αιματηρών ταραχών, γυναικών. Κοντά μισό αιώνα μετά, η κόρη Coppola παίρνει το πρωτότυπο θέμα και το αναλύει από την αντίθετη ακριβώς σκοπιά, αποκαλύπτοντας μέσα από την σπουδαίου ταλέντο δημιουργική της ματιά, την άλλη όψη, του ίδιου νομίσματος...
1864. Η Αμερική για τρίτο συνεχόμενο χρόνο μαστίζεται από την εμφύλια σύρραξη, που έχει αποφέρει τον θάνατο περισσότερων του ενός εκατομμυρίου ψυχών, στρατιωτών και πολιτών. Την ώρα που στρατιές των Γιάνκηδων περικυκλώνουν τον Νότο, ένας μαχητής της Ένωσης, βαρύτατα τραυματισμένος, θα βρεθεί μακριά από την διμοιρία του, χαμένος στα ελώδη δάση της Βιρτζίνια, καρτερώντας τον θάνατο του. Σαν από θαύμα, μια νεαρή κοπέλα θα τον ανακαλύψει σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση και αψηφώντας τον κίνδυνο θα τον κουβαλήσει ολομόναχη στο σπίτι που διαμένει, για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες. Εκεί, στο Παρθεναγωγείο που εσώκλειστες, πλην ασφαλείς από τα πυρά των μαχών, παραμένουν ελάχιστες, ούτε μια χούφτα, μαθήτριες, που εκτός από τις αρχές της οικοκυρικής, διδάσκονται και τους ηθικούς κανόνες, κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της Κυρίας Μάρθα Φάρνσγουορθ.
Η έλευση του όμορφου δεκανέα Τζον Μακ Μπάρνευ στο νεοκλασικό σπίτι / κολέγιο, θα σημάνει αυτόματα συναγερμό για όλες τις θηλυκές υπάρξεις που ζουν μέχρι ώρας φιλήσυχα και ακολουθώντας θρησκευτικά πρωτόκολλα συμβίωσης. Τόσο γιατί πρόκειται, όπως προδίδει η μπλε στολή του, για έναν δεδηλωμένο εχθρό, που οι φήμες αναφέρουν πως οι σύντροφοί του, έχουν προβεί σε ανείπωτες θηριωδίες κατά του άμαχου πληθυσμού. Όσο όμως γιατί όλες τους, από την εφηβικής ηλικίας μικρότερη, μέχρι την μεσήλικη διευθύντρια, γοητεύονται από την παρουσία ανάμεσα τους ενός άντρα, που αυτόματα ξυπνάει μέσα τους, ερωτικά ένστικτα.
Συνεπώς η πρώτη αντίδραση, εντελώς αντίθετη με την κοινή λογική, της γυναικείας ομήγυρης, θα είναι αφού ο ξένος - ανεπιθύμητο επισκέπτη θα τον αποκαλέσουν αρχικά - γιάνει και σταθεί πάλι στα πόδια του, να μην τον καταδώσει στους φαντάρους της Συνομοσπονδίας, αλλά να τον κρύψουν εντός του απόμερου κτιρίου, δίνοντας του την ευκαιρία να σωθεί. Σταδιακά όμως, εκείνος θα εισβάλλει ολοένα και περισσότερο στην ενεργή καθημερινότητα του κοινόβιου, συνεπώς τα σκιρτήματα των κοπελούδων, θα δώσουν την θέση τους στα μυστικά φλερτ, που άμεσα θα σημάνουν υποβόσκουσα διαμάχη, για το ποια από όλες πιθανότατα θα κερδίσει την καρδιά του Δεκανέα.
Για όσους θυμούνται την ταινία του Siegel, το κοινό στοιχείο με την παρούσα περίπτωση περιορίζεται μόνο στην βασική σεναριακή ιδέα, αφού ναι μεν τα πάντα κυλούν περίπου πανομοιότυπα, η απόδοση τους όμως, δίνεται από το κιάλι το θηλυκό, το αδύναμο που λέγαμε μια φορά κι έναν καιρό, πριν την σκυτάλη στον προσδιορισμό πάρει η λέξη ωραίο. Πίσω από τους στιβαρούς τοίχους του ελληνικής αρχιτεκτονικής γιγάντιου κτιρίου, που περιβάλλεται από έναν αναλόγου μεγέθους κήπο, οι μικρές κυρίες, όμως, ενορχηστρωμένες άριστα από την μέντορα τους, έχουν διδαχθεί εκτός από το βελόνι και την κλωστή, το πως να παίρνουν στα χέρια τους καταστάσεις δύσκολες και επικίνδυνες, λειτουργώντας όλες μαζί, σαν μια γροθιά. Ενότητα που θα τεθεί σε αμφιβολία με την έλευση του ευειδή Βόρειου φαντάρου, ενόσω καθεμιά τους, ακόμη και εκείνες που η ηλικία δεν το επιτρέπει, θα ριχτούν ανταγωνιστικά στον στίβο της διεκδίκησης. Ή μήπως απλά πρόκειται για μια μικρή δοκιμασία, μια διαβολή, που η ανώτερη δύναμη έστειλε για να τσεκάρει την αλληλεγγύη και την συνοχή της ομάδας, που τόσο καιρό εσώκλειστη μοιάζει καλά προετοιμασμένη για τέτοιου είδους απειλές?
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες της Sofia Coppola έτσι κι εδώ αποξαρχής διαφαίνεται το βασικό στοιχείο της δημιουργικής της πλεύσης. Η θυγατέρα του F.F. είναι και η πρώτη μαστόρισσα στο κτίσιμο ατμόσφαιρας κι αυτό ακριβώς πετυχαίνει ακολουθώντας ένα σταθερό τέμπο αφήγησης, τυλίγοντας τον μικρόκοσμό της με ένα πανέμορφης αισθητικής περιτύλιγμα νότιας σαβάνας και ανεβάζοντας το κλειστοφοβικό συναίσθημα, στέλνοντας την κάμερα της να κινηθεί διαρκώς ανάμεσα σε σκιές, ημιφωτισμένους με κεριά διαδρόμους, σε μόλις δύο, τρία δωμάτια, του θηριώδους αρχοντικού. Ψίθυροι, θροΐσματα, φυσικοί εξωτερικοί ήχοι, από τζίτζικες μέχρι μακρινές εκρήξεις των πυροβόλων, σταδιακά εναλλάσσουν το μοτίβο, που από ρομαντικά χαριτωμένο, θα μεταβληθεί σε μακάβριο θρίλερ στην δεύτερη και σημαντικότερη πράξη του δράματος.
Εκεί που οι χαρακτήρες, αναλυμένοι από το σκριπτ μέχρι πόντου, παίρνουν φωτιά και δεν ακολουθούν πλέον το πολιτικά ορθό της διδαχής. Επτά, οκτώ περσόνες, όχι παραπάνω, που στήνουν έναν τραγικό χορό με δύο προφανείς αντιπάλους: Τα φορέματα ενάντια στην στολή. Τα φουρό κόντρα στο περίστροφο. Την δεδομένη ερωτική ανάγκη αντίθετα στην υπαρκτή ευκαιρία της λαγνείας. Δεν είναι τύχη, είναι κατόρθωμα που η Coppola παίρνει από όλους τους συμμετέχοντες στο πόνημα της, το εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων του, στην απόδοση των ρόλων. Από την Kidman, που 27 χρόνια τώρα, αποτελεί εγγύηση, ακόμη και σε τόσο απαιτητικές παραστάσεις, στην ενσάρκωση της (ζωντο)χήρας που έχει να νιώσει δεκαετία και βάλε αντρικό χάδι, ως την Dunst που ονειρεύεται την στιγμή που ο πόλεμος θα σωθεί κι εκείνη θα καταφέρει να αποδράσει από τον βάλτο του Νότου και την απίστευτα ελκυστική Fanning, που μπορεί να κρατά για πάρτη της πιο αδύναμο συγκριτικά ρόλο, τον ισοσκελίζει με το σεξ απίλ του τρόπου που ρίχνει στο μάγουλο την μπούκλα. Καταλύτης της σχέσης που διαταράσσεται ο ιδανικά κασταρισμένος Colin Farrell, με ιδανικό χρόνο εμφάνισης του στις σεκάνς, δεν αναπλάθει την μορφή του Eastwood, αλλά ενός διαφορετικού αρσενικού, που βρίσκει στο πουθενά, πρόσφορο μουντό έδαφος για να το μπογιατίσει με ερωτισμό.
Ο συνδυασμός ρεαλισμού και αλληγορίας, σημασιών που βαδίζουν αντάμα ίσαμε το τέλος, ανάβει τον σπινθήρα για όχι και λίγες μεταφιλμικές συζητήσεις γύρω από το στήσιμο και την έκβαση της μάχης των φύλων. Με το θήλυ να υπερισχύει στην χρονική κατανομή, η προσέγγιση των ερωτηματικών που γεννά το The Beguiled, λογικά, έχουν εκείνο στο επίκεντρο. Που εντέλει στο φινάλε βγήκε κερδισμένο, ηττημένο ή μία η άλλη, δεν συνέβη τίποτα κι όλα είναι όπως πριν? Δύσκολη απάντηση, στην σκέψη πως κάποτε, ομάδα αποτελούσαν οι γυναίκες, αποκλειστικά μέχρι δύο τον αριθμό. Κάτι έχει αλλάξει όμως και αντιφατικά μέσα από το δράμα εποχής, μια άκρως μοντέρνα σκηνοθέτις, φωτογραφίζει με χάρη και φιλμική ικανότητα, τις συνασπιστικές τάσεις του φύλου της, που διέπονται, τόσο απλά, απλούστατα, από λογική και ψυχραιμία.
Η έλευση του όμορφου δεκανέα Τζον Μακ Μπάρνευ στο νεοκλασικό σπίτι / κολέγιο, θα σημάνει αυτόματα συναγερμό για όλες τις θηλυκές υπάρξεις που ζουν μέχρι ώρας φιλήσυχα και ακολουθώντας θρησκευτικά πρωτόκολλα συμβίωσης. Τόσο γιατί πρόκειται, όπως προδίδει η μπλε στολή του, για έναν δεδηλωμένο εχθρό, που οι φήμες αναφέρουν πως οι σύντροφοί του, έχουν προβεί σε ανείπωτες θηριωδίες κατά του άμαχου πληθυσμού. Όσο όμως γιατί όλες τους, από την εφηβικής ηλικίας μικρότερη, μέχρι την μεσήλικη διευθύντρια, γοητεύονται από την παρουσία ανάμεσα τους ενός άντρα, που αυτόματα ξυπνάει μέσα τους, ερωτικά ένστικτα.
Συνεπώς η πρώτη αντίδραση, εντελώς αντίθετη με την κοινή λογική, της γυναικείας ομήγυρης, θα είναι αφού ο ξένος - ανεπιθύμητο επισκέπτη θα τον αποκαλέσουν αρχικά - γιάνει και σταθεί πάλι στα πόδια του, να μην τον καταδώσει στους φαντάρους της Συνομοσπονδίας, αλλά να τον κρύψουν εντός του απόμερου κτιρίου, δίνοντας του την ευκαιρία να σωθεί. Σταδιακά όμως, εκείνος θα εισβάλλει ολοένα και περισσότερο στην ενεργή καθημερινότητα του κοινόβιου, συνεπώς τα σκιρτήματα των κοπελούδων, θα δώσουν την θέση τους στα μυστικά φλερτ, που άμεσα θα σημάνουν υποβόσκουσα διαμάχη, για το ποια από όλες πιθανότατα θα κερδίσει την καρδιά του Δεκανέα.
Για όσους θυμούνται την ταινία του Siegel, το κοινό στοιχείο με την παρούσα περίπτωση περιορίζεται μόνο στην βασική σεναριακή ιδέα, αφού ναι μεν τα πάντα κυλούν περίπου πανομοιότυπα, η απόδοση τους όμως, δίνεται από το κιάλι το θηλυκό, το αδύναμο που λέγαμε μια φορά κι έναν καιρό, πριν την σκυτάλη στον προσδιορισμό πάρει η λέξη ωραίο. Πίσω από τους στιβαρούς τοίχους του ελληνικής αρχιτεκτονικής γιγάντιου κτιρίου, που περιβάλλεται από έναν αναλόγου μεγέθους κήπο, οι μικρές κυρίες, όμως, ενορχηστρωμένες άριστα από την μέντορα τους, έχουν διδαχθεί εκτός από το βελόνι και την κλωστή, το πως να παίρνουν στα χέρια τους καταστάσεις δύσκολες και επικίνδυνες, λειτουργώντας όλες μαζί, σαν μια γροθιά. Ενότητα που θα τεθεί σε αμφιβολία με την έλευση του ευειδή Βόρειου φαντάρου, ενόσω καθεμιά τους, ακόμη και εκείνες που η ηλικία δεν το επιτρέπει, θα ριχτούν ανταγωνιστικά στον στίβο της διεκδίκησης. Ή μήπως απλά πρόκειται για μια μικρή δοκιμασία, μια διαβολή, που η ανώτερη δύναμη έστειλε για να τσεκάρει την αλληλεγγύη και την συνοχή της ομάδας, που τόσο καιρό εσώκλειστη μοιάζει καλά προετοιμασμένη για τέτοιου είδους απειλές?
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες της Sofia Coppola έτσι κι εδώ αποξαρχής διαφαίνεται το βασικό στοιχείο της δημιουργικής της πλεύσης. Η θυγατέρα του F.F. είναι και η πρώτη μαστόρισσα στο κτίσιμο ατμόσφαιρας κι αυτό ακριβώς πετυχαίνει ακολουθώντας ένα σταθερό τέμπο αφήγησης, τυλίγοντας τον μικρόκοσμό της με ένα πανέμορφης αισθητικής περιτύλιγμα νότιας σαβάνας και ανεβάζοντας το κλειστοφοβικό συναίσθημα, στέλνοντας την κάμερα της να κινηθεί διαρκώς ανάμεσα σε σκιές, ημιφωτισμένους με κεριά διαδρόμους, σε μόλις δύο, τρία δωμάτια, του θηριώδους αρχοντικού. Ψίθυροι, θροΐσματα, φυσικοί εξωτερικοί ήχοι, από τζίτζικες μέχρι μακρινές εκρήξεις των πυροβόλων, σταδιακά εναλλάσσουν το μοτίβο, που από ρομαντικά χαριτωμένο, θα μεταβληθεί σε μακάβριο θρίλερ στην δεύτερη και σημαντικότερη πράξη του δράματος.
Εκεί που οι χαρακτήρες, αναλυμένοι από το σκριπτ μέχρι πόντου, παίρνουν φωτιά και δεν ακολουθούν πλέον το πολιτικά ορθό της διδαχής. Επτά, οκτώ περσόνες, όχι παραπάνω, που στήνουν έναν τραγικό χορό με δύο προφανείς αντιπάλους: Τα φορέματα ενάντια στην στολή. Τα φουρό κόντρα στο περίστροφο. Την δεδομένη ερωτική ανάγκη αντίθετα στην υπαρκτή ευκαιρία της λαγνείας. Δεν είναι τύχη, είναι κατόρθωμα που η Coppola παίρνει από όλους τους συμμετέχοντες στο πόνημα της, το εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων του, στην απόδοση των ρόλων. Από την Kidman, που 27 χρόνια τώρα, αποτελεί εγγύηση, ακόμη και σε τόσο απαιτητικές παραστάσεις, στην ενσάρκωση της (ζωντο)χήρας που έχει να νιώσει δεκαετία και βάλε αντρικό χάδι, ως την Dunst που ονειρεύεται την στιγμή που ο πόλεμος θα σωθεί κι εκείνη θα καταφέρει να αποδράσει από τον βάλτο του Νότου και την απίστευτα ελκυστική Fanning, που μπορεί να κρατά για πάρτη της πιο αδύναμο συγκριτικά ρόλο, τον ισοσκελίζει με το σεξ απίλ του τρόπου που ρίχνει στο μάγουλο την μπούκλα. Καταλύτης της σχέσης που διαταράσσεται ο ιδανικά κασταρισμένος Colin Farrell, με ιδανικό χρόνο εμφάνισης του στις σεκάνς, δεν αναπλάθει την μορφή του Eastwood, αλλά ενός διαφορετικού αρσενικού, που βρίσκει στο πουθενά, πρόσφορο μουντό έδαφος για να το μπογιατίσει με ερωτισμό.
Ο συνδυασμός ρεαλισμού και αλληγορίας, σημασιών που βαδίζουν αντάμα ίσαμε το τέλος, ανάβει τον σπινθήρα για όχι και λίγες μεταφιλμικές συζητήσεις γύρω από το στήσιμο και την έκβαση της μάχης των φύλων. Με το θήλυ να υπερισχύει στην χρονική κατανομή, η προσέγγιση των ερωτηματικών που γεννά το The Beguiled, λογικά, έχουν εκείνο στο επίκεντρο. Που εντέλει στο φινάλε βγήκε κερδισμένο, ηττημένο ή μία η άλλη, δεν συνέβη τίποτα κι όλα είναι όπως πριν? Δύσκολη απάντηση, στην σκέψη πως κάποτε, ομάδα αποτελούσαν οι γυναίκες, αποκλειστικά μέχρι δύο τον αριθμό. Κάτι έχει αλλάξει όμως και αντιφατικά μέσα από το δράμα εποχής, μια άκρως μοντέρνα σκηνοθέτις, φωτογραφίζει με χάρη και φιλμική ικανότητα, τις συνασπιστικές τάσεις του φύλου της, που διέπονται, τόσο απλά, απλούστατα, από λογική και ψυχραιμία.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Ιουλίου 2017 από την UIP
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική