του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Καμία ταινία – βόμβα δεν έσκασε στην Κρουαζέτ
Και περιμένουμε που λέτε στην ουρά για να δούμε αν θα καταφέρουμε να μπούμε στην πρώτη δημοσιογραφική προβολή της νέας ταινίας του François Ozon και «σκάει» η είδηση: παγιδευμένος με εκρηκτικά φάκελος εξερράγη μέσα στο θωρακισμένο αυτοκίνητο του (πρώην πρωθυπουργού μεταξύ των άλλων – και κυρίως τραπεζίτη), Λουκά Παπαδήμου. Τρεις τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Παπαδήμος! Και αφού είδαμε την ταινία και μπήκαμε στα σόσιαλ μίντια για να δούμε πως αντέδρασε ο κόσμος απέναντι στην είδηση, δεν νιώσαμε καμία έκπληξη. Ο κλασικός διχασμός. Από τη μία «καλά του κάνανε», «θα σφίξουν λίγο οι κώλοι», «δεν θα ψηφίζουν πλέον όλοι ναι σε όλα», «κανείς δεν ασχολήθηκε με την έκρηξη – εργατικό ατύχημα στον Ασπρόπυργο» και από την άλλη «απειλή για την δημοκρατία», «ύποπτοι μπαχαλάκηδες», «η μόνη χώρα στην Ευρώπη με εσωτερική τρομοκρατία», «είμαστε όλοι Παπαδήμος» (αυτό το τελευταίο, εντάξει, μεγάλο σουξέ). Βγήκε κι έκανε δήλωσε και ο Σημίτης. Ο Σημίτης ρε παιδιά! Καταδικάζουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται – μουάχαχαχαχαχαχα, και άρχισαν και οι θεωρίες συνωμοσίας. Ευτυχώς, γυρνάω σύντομα και θα ξαναγίνουν όλα αυτά μέρος της καθημερινότητάς μου. Μου έλειψαν...
Ξέχασα να αναφερθώ στο θρίαμβο της Μάντσεστερ Γιουνάιτετ απέναντι στον Άγιαξ, ξέρετε, την ολλανδική ομάδα που μονίμως μας στερεί εμάς τους ΠΑΟΚτζήδες την είσοδο στο τιμημένο Τσάμπιονς Λιγκ. Φέτος τα πράγματα αλλάζουν. Τσιμπήσαμε το κυπελλάκι, πάμε να πάρουμε και την πρωτιά στα πλέι οφ, να ενισχυθούμε και λίγο και ποιος μας πιάνει!
Ξέχασα να αναφερθώ στο θρίαμβο της Μάντσεστερ Γιουνάιτετ απέναντι στον Άγιαξ, ξέρετε, την ολλανδική ομάδα που μονίμως μας στερεί εμάς τους ΠΑΟΚτζήδες την είσοδο στο τιμημένο Τσάμπιονς Λιγκ. Φέτος τα πράγματα αλλάζουν. Τσιμπήσαμε το κυπελλάκι, πάμε να πάρουμε και την πρωτιά στα πλέι οφ, να ενισχυθούμε και λίγο και ποιος μας πιάνει!
Σήμερα, σε ότι αφορά τις ταινίες, θα μιλήσω μόνο για μία. Θα είναι μια ανταπόκριση αφιερωμένη σε μία ταινία. Γιατί αυτή η ταινία έγινε η αγαπημένη μας του φεστιβάλ. Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη που είδαμε. Είναι αυτή όμως που αγαπήσαμε βαθιά, με όλο μας το είναι. Μιλάω βεβαίως για το «Djam» του Tony Gatlif, που προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, ως μοναδική νέα ταινία του προγράμματος «Cinéma de la plage». Ουσιαστικά, είναι ένα πρόγραμμα που δομείται από ταινίες οι οποίες προβάλλονται στην παραλία των Καννών, κάτι σαν θερινός κινηματογράφος με δωρεάν είσοδο. Και επιλέχτηκε τούτη η ταινία για προφανείς λόγους. Μπόλικη μουσική, χορός, ευθυμία παντού. Εμείς είδαμε την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της, μάθαμε όμως πως στην επίσημη προβολή, στην παραλία, έγινε πανικός, καθώς μετά την προβολή δόθηκε και συναυλία! Πανικός 100% δικαιολογημένος! Ο γεννημένος στην Αλγερία Michel Dahmani, γνωστός ως Tony Gatlif, έχει αράβικες και τσιγγάνικες ρίζες και είναι Γάλλος υπήκοος. Και όπως κάθε του ταινία, έτσι και τούτη, είναι γεμάτη μουσική και τραγούδια!
Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό εξάρτημα. Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου σίγουρα υπάρχουν τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια νεαρή Γαλλίδα, χαμένη στο άπειρο, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας
Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το εφετινό φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα. Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα.
Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς. Υπάρχουν όμως στα αράβικα συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif. Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά! Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό!
Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το τέλος της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο. Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής. Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού τα χάνει όλα λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να φωτίσει ακόμα περισσότερο η Ντζαμ.
Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ. Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα την ταινία του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την ανοιχτή θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες.
Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Αγάπησα γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. Ουφ, θα έρθει στην Ελλάδα και τα ξαναλέμε! Και δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ταινία για να είναι ταινία έναρξης του ερχόμενο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου. Εννοείται με συναυλία μετά στην Αποθήκη στο Λιμάνι κι όχι τα συνηθισμένα ξενέρωτα πάρτι. Αυτά.
Η υπόθεση: Η Ντζαμ είναι μια νεαρή, 25χρονη Ελληνίδα, περιπετειώδης, ατίθαση και απελευθερωμένη από κάθε είδους σύμβαση. Ζει με τον θετό της πατέρα, τον Κακούργο, που τον αναφέρει ως «θείο» και τη νέα του γυναίκα (μιας που η δική της μητέρα, τρομερή τραγουδίστρια του ρεμπέτικου, έχει πεθάνει) στη Μυτιλήνη. Ο Κακούργος διατηρεί από τη μια ένα ταβερνάκι βουτηγμένο στα χρέη κι από την άλλη ένα καράβι, με το οποίο παλιότερα, όταν πήγαιναν ακόμα τουρίστες στο νησί, τους έκανε τον γύρο του ή κοντινές εξορμήσεις σε παραλίες. Πλέον, το καράβι είναι δεμένο στο λιμάνι της Μυτιλήνης μιας που ούτε τουρίστες υπάρχουν αλλά και δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς έχει χαλάσει ένα βασικό εξάρτημα. Ο Κακούργος θα στείλει την Ντζαμ στην Κωνσταντινούπολη, όπου σίγουρα υπάρχουν τεχνίτες που μπορούν να αντιγράψουν το εξάρτημα και να φτιάξουν καινούργιο, έτσι όπως πρέπει. Εκεί, η Ντζαμ θα συναντήσει την Αβρίλ, μια νεαρή Γαλλίδα, χαμένη στο άπειρο, που πήγε στην Πόλη με στόχο να βοηθήσει πρόσφυγες από τη Συρία αλλά την εγκατέλειψε, μόνη και χωρίς χρήματα, ο φίλος της. Η Ντζαμ παίρνει την Αβρίλ υπό την προστασία της. Και μαζί θα περάσουν μια μεγάλη περιπέτεια. Μια περιπέτεια με πολλές στάσεις στη διαδρομή Κωνσταντινούπολη – Μυτιλήνη μέσω Καστανιών, Διδυμότειχου, Κομοτηνής και Καβάλας
Η άποψή μας: Χρειάστηκε ένας τσιγγάνος όπως ο Tony Gatlif για να γυρίσει την αγαπημένη μας ταινία για το εφετινό φεστιβάλ των Καννών λοιπόν! Το «Djam» είναι μια ταινία για το ρεμπέτικο και για την καλώς εννοούμενη έννοια της ελληνικότητας αλλά και για τους μετανάστες απανταχού του κόσμου. Δεν θα αρέσει στους νεοφιλελέδες, στους χίπστερ και στους φασίστες. Είναι μια ταινία όπου οι ήρωες πίνουν ούζο και μπύρα Βεργίνα κι όχι aperol spritz. Είναι μια ταινία όπου σε τοίχους είναι γραμμένο το PAOK Gate 4! Είναι μια ταινία στην οποία λάμπει - επαναλαμβάνω λάμπει - η Δάφνη Πατακιά! Όπου σκιζ' και πάει ο Μιχάλης Ιατρόπουλος ως ταξιτζής (και δείτε πως τον πληρώνει η Πατακιά!) και ο Γιάννης Μποσταντζὀγλου, που είναι απλά σπαραχτικός. Όπου εμφανίζεται αυτή η μορφάρα, ο Σόλων Λέκκας! Όπου καταγράφεται γνήσιο ελληνικό γλέντι στο «Ουζοθαραπεία», τον παραδοσιακό καφενέ του Γιάννη στον Αφάλωνα. Όπου η Ελλάδα της κρίσης αποτυπώνεται άλλοτε χαμηλότονα κι άλλοτε μαξιμαλιστικά, υπερβολικά, τραβηγμένα.
Και παντού, παντού, παντού, να υπάρχει έντονη η παρουσία των Σύριων μεταναστών, χωρίς να βλέπουμε ποτέ ούτε έναν από αυτούς. Υπάρχουν όμως στα αράβικα συνθήματα στους τοίχους, υπάρχουν στη διαδρομή των δύο κοριτσιών, υπάρχουν στα σωσίβια που είναι συσσωρευμένα, παρατημένα, instalattion του τρόμου, στις παραλίες της Λέσβου. Υπάρχουν στους στίχους των τραγουδιών των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ο νόστος. Η χαμένη πατρίδα... Δεν φεύγει μακριά από το γνωστό του ύφος ο Gatlif. Τα μουσικά του νούμερα είναι υπέροχα και τα τραγούδια που ακούγονται είναι απίθανα. Εντάξει, τραγουδούσα και ταρακουνιόμουν μόνος μου στο κάθισμα μέσα στην αίθουσα Bazin – ευτυχώς δεν με πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι από παντού στον κόσμο – ή μήπως με πήραν; Τι «Aman doktor», τι «Γκελ γκελ καϊξή», τι «Αγαπώ μια παντρεμένη» κι εκείνο το «Istemem babacim» (ευχαριστώ δημόσια τον Τέλλο Φίλλη, που με βοήθησε να το ταυτοποιήσω), τι τραγουδάρες ρε παιδιά! Και επιστρέφω στη μορφάρα, την Πατακιά. Που τραγουδά όλα τα τραγούδια μόνη της. Κι έχει τρομερή πλάκα το γεγονός ότι τα τραγούδια «εμφανίζονται» από το πουθενά, με μια κίνηση του χεριού – θεϊκό!
Η Πατακιά ρε παιδιά. Που έμαθε πέρα από το να τραγουδάει (ό,τι ακούμε είναι από τη φωνή της!), να παίζει μπαγλαμαδάκι και να χορεύει χορό της κοιλιάς. Μια σαρωτική παρουσία, δεν μπορεί να ξεκολλήσει το μάτι σου από πάνω της. Κι εντάξει, όπως και ο Γιάνναρης στο ανεκδιήγητο «Το τέλος της άνοιξης» και ο Gatlif τη βάζει να εμφανίζεται γυμνή, χωρίς να είναι απαραίτητο από το σενάριο – προς τέρψιν πάντως ημών που θαυμάζουμε το ωραίο. Γενικώς, τη βάζει να κάνει πράγματα... παράξενα: πχ σε μια σκηνή ζητάει από την Αβρίλ να της κάνει... αποτρίχωση με αφρό ξυρίσματος και ξυραφάκι. Κι όχι brazilian παρακαλώ! Σε μια άλλη σκηνή κατουράει στον τάφο του φασίστα παππού της! Τέτοια πράγματα! Αλλά βγαίνει αγέρωχη από κάθε σκηνή – μια δύναμη της φύσης που κολλάς επάνω της! Το μέλλον είναι όλο δικό της, η παρουσία της είναι μαγνητική, είναι θεά! Έχουμε λοιπόν, από τη μια την παρουσία της Πατακιά, που συναρπάζει. Έχουμε τα ρεμπέτικα, που εντάξει, παθαίνεις ζημιά, γιατί ο Gatlif ξέρει πως να κινηματογραφεί σκηνές τραγουδιού και μουσικής. Έχουμε ένα road movie γυναικείο, στο δρόμο του... μεταξιού, αυτόν που ακολουθούν οι Σύριοι πρόσφυγες. Έχουμε την φατσάρα, τον Simon Abkarian, τον αρμένικης καταγωγής ηθοποίαρο, που μιλάει και ελληνικά στην ταινία και σηκώνει τραπέζι με τα δόντια του, όπως οι παλιοί ρεμπέτες. Έχουμε σκηνές που σε λυγίζουν. Όπως εκείνη με τον γιο του Μποσταντζόγλου, ο οποίος, αφού τα χάνει όλα λόγω κρίσης, σκάβει τάφο και ζητάει να τον θάψουν όρθιο! Και ζωντανό! Ο οποίος αργότερα βρίσκει τα κορίτσια, πίνουν, τραγουδάνε, χορεύουν και εξομολογείται αποφασισμένος πως θα φύγει μετανάστης στη Νορβηγία: «θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Ναι ρε μάγκα, να δούμε ποιος θα μείνει στην Ελλάδα την τύχη μου μέσα – μάλλον μόνον οι «μένουμε-ευρώπηδες». Η Αβρίλ ως παρουσία δεν λέει και πολλά, λειτουργεί για να φωτίσει ακόμα περισσότερο η Ντζαμ.
Και για να μην αποθεώνουμε μόνο την ταινία, να πούμε και τα φάουλ της. Αρχικά, τα ονόματα: Ντζαμ και Κακούργος; Χμ. Εντάξει, το Ντζαμ είναι συμβολικό. Είναι αυτός που φεύγει, αυτός που ξεφεύγει, αυτός που χάνεται. Αλλά στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να ονομάζεται Ντζαμ, σωστά; Και γιατί το επίθετο Κακούργος ρε φίλε; Καλά, αυτά είναι λεπτομέρειες. Το βασικό «πρόβλημα» είναι άλλο: όταν έρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας (να δείτε, θυμίστε μου σας παρακαλώ, ποιος ήταν διοικητής της για χρόνια, χμ...) να κατάσχουν την ταβέρνα του Κακούργου, η Ντζαμ αντιδρά... λαϊκίστικα. Τα «μας έχετε γαμήσει», «θα μου κατάσχετε και τα σκατά;», «μαλάκες, δεν ντρέπεστε», «τραπεζίτες κλέφτες» είναι κάπως πομπώδη και αφελή είναι η αλήθεια. Μπορεί να εκφράζουν εν πολλοίς το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε να το δουλέψει περισσότερο ο Gatlif αυτό, όχι τόσο μέσα στα μούτρα, φαίνεται ψεύτικο κι ας είναι τόσο αληθινό. Εντέλει, ο Gatlif, κλείνει αισιόδοξα την ταινία του. Ανοιχτά, με ορίζοντα την ανοιχτή θάλασσα. Την οποία έχουν διασχίσει εκατομμύρια μετανάστες μέσα στους αιώνες.
Γεια σου ρε «Djam», για όλους όσους ζήσαμε ως μετανάστες, που οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και που πολύ πιθανόν θα μεταναστεύσουμε ξανά και πάλι. «Θα την ζεστάνουμε τη Νορβηγία». Αγάπησα γιατί είναι μια ταινία φτιαγμένη με πάθος και οτιδήποτε φτιαγμένο με πάθος, έχει και λάθη, και παραβλέψεις και υπερβολές. Ουφ, θα έρθει στην Ελλάδα και τα ξαναλέμε! Και δεν νομίζω πως θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ταινία για να είναι ταινία έναρξης του ερχόμενο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου. Εννοείται με συναυλία μετά στην Αποθήκη στο Λιμάνι κι όχι τα συνηθισμένα ξενέρωτα πάρτι. Αυτά.
Θοδωρής Γιαχουστίδης