του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Βρε πως θα γλύφουν τον Σαββίδη στο MEGA!!!
Δεν έχω κάτι να σας γράψω σχετικά με κάποιο παρασκήνιο ή κάποιο σκάνδαλο εδώ στις Κάννες στην κλασική εισαγωγή πριν μιλήσουμε για ταινίες. Έτσι κι αλλιώς τη μισή μέρα μέσα στις αίθουσες είμαι, την άλλη μισή κοιμάμαι (συμβαίνει ΚΑΙ μέσα στις αίθουσες, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε;) και την άλλη μισή γράφουμε τα κέρατά μας τα τράγια. Γι’ αυτό τα κείμενα συνήθως είναι... τραγικά – πέρα από ουσία – και από ορθογραφία και από συντακτικό και άστα να πάνε. Δεν τα προλαβαίνω όλα μάνα μου, τι να κάνω, μόνος είμαι, οι άλλοι έχουν επτά, οχτώ άτομα να γράφουν, κλαψ, λυγμ.
Μου φάνηκε ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Σαββίδης πήρε το 20% των μετοχών του MEGA! Θα ορμήσει και στον Πήγασο ή θα επιλέξει ΔΟΛ; Ώ, ρε μάνα, διαπλεκόμενος ο πρόεδρας; Πάντως, μαίνεται κόντρα συμφερόντων με τον Μαρινάκη και με τον Αλαφούζο. Ωραία πράγματα. Εγώ αν ποτέ έχω την ευκαιρία πάντως να βρεθώ δίπλα στον πρόεδρο, κι αφού του πω για την ΠΑΟΚΑΡΑ μας και τον Πόντο, θα του πω να δημιουργήσει μια εταιρία διανομής και να την κουμαντάρω – μεγάλο όνειρο λέμε – ξέρετε πόσες ταινίες μένουν απούλητες στα φεστιβάλ; Το κακό είναι πως οι... πουλημένες καταλήγουν να κόβουν εισιτήρια που μερικές φορές μετριούνται στα δάχτυλα χεριών και ποδιών. Λε καταστασιόν τρες απελπιστίκ...
Μου φάνηκε ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Σαββίδης πήρε το 20% των μετοχών του MEGA! Θα ορμήσει και στον Πήγασο ή θα επιλέξει ΔΟΛ; Ώ, ρε μάνα, διαπλεκόμενος ο πρόεδρας; Πάντως, μαίνεται κόντρα συμφερόντων με τον Μαρινάκη και με τον Αλαφούζο. Ωραία πράγματα. Εγώ αν ποτέ έχω την ευκαιρία πάντως να βρεθώ δίπλα στον πρόεδρο, κι αφού του πω για την ΠΑΟΚΑΡΑ μας και τον Πόντο, θα του πω να δημιουργήσει μια εταιρία διανομής και να την κουμαντάρω – μεγάλο όνειρο λέμε – ξέρετε πόσες ταινίες μένουν απούλητες στα φεστιβάλ; Το κακό είναι πως οι... πουλημένες καταλήγουν να κόβουν εισιτήρια που μερικές φορές μετριούνται στα δάχτυλα χεριών και ποδιών. Λε καταστασιόν τρες απελπιστίκ...
Πάμε τώρα στην κλασική τριάδα των ταινιών μας σε τούτη την τιμημένη ανταπόκριση. Έχουμε μία ταινία από το διαγωνιστικό και δύο από το τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Κι ακόμα περιμένουμε τη μεγάλη ταινία, η οποία δεν έρχεται. Μεταξύ μας, ο Zvyagintsev είναι αυτός που έχει ξεχωρίσει ως τώρα στο διαγωνιστικό από τη μια και ο Östlund από την άλλη. Και πάμε σε έναν σκηνοθέτη που περιμέναμε τη νέα του ταινία πως και πως. Ο Sergey Loznitsa είναι ένας σκηνοθέτης από την Ουκρανία, που μας έχει δώσει τουλάχιστον ένα αριστούργημα, το πραγματικά εξαιρετικό «Το πρόσωπο της ομίχλης» (V tumane, 2012) με το οποίο έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς, κερδίζοντας το βραβείο της FIPRESCI. Συνεπής ντοκιμαντερίστας (έχει γυρίσει 16 ντοκιμαντέρ!), συμμετέχει για τρίτη φορά στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ με μόλις την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του! Τίτλος της: «Krotkaya» (A Gentle Creature). Το αποτέλεσμα; Χμ, σηκώνει μεγάλη κουβέντα.
Η υπόθεση: Μια γυναίκα ζει σε ένα ρώσικο χωριό στη μέση του πουθενά. Μόνη. Εργάζεται φυλάσσοντας κάτι σαν σταθμό, από τον οποίο δεν περνάει σχεδόν κανείς, ποτέ. Μια μέρα, λαμβάνει ένα πακέτο, το οποίο αυτή είχε στείλει στον φυλακισμένο σύζυγό της, ένα πακέτο που πάνω γράφει «επιστροφή στον αποστολέα». Σοκαρισμένη και μπερδεμένη, η γυναίκα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ταξιδέψει ως τη φυλακή σε μια απόμακρη περιοχή της χώρας, αναζητώντας μία εξήγηση. Γιατί της επιστράφηκε το πακέτο; Γιατί δεν παραδόθηκε στον άντρα της; Έχει πάθει κάτι ο σύζυγός της; Έτσι, ξεκινάει η μάχη της ενάντια σε αυτό το αδιαπέραστο φρούριο, μια φυλακή όπου οι δυνάμεις του δαιμονικού δημοσίου βρίσκονται συνεχώς σε εργασία.
Η άποψή μας: Δανειζόμενος τον τίτλο της ταινίας του από το ομώνυμο διήγημα του Ντοστογιέφσκι, ο Loznitsa φτιάχνει μια παραβολή, μέσω της οποίας ζωγραφίζει με τα πιο μελανά χρώματα τη σύγχρονη όψη της (πρώην ενωμένης) πατρίδας του. Είναι Ουκρανός που έφυγε από τη Ρωσία το 2001. Και για να το θέσουμε κομψά, βγάζει πραγματικό μένος εναντίον της Ρωσίας. Ενάντια σε μια χώρα όπου σύμφωνα με το σύμπαν της ταινίας, εκτός από το «ευγενικό πλάσμα» του τίτλου, την κεντρική ηρωίδα δηλαδή, δεν υπάρχει ούτε μισός άλλος θετικός χαρακτήρας. Γραφειοκρατία, εγκατάλειψη, μαύρη μαυρίλα και τίποτε ανθρώπινο ρε παιδί μου, ούτε μια σταλιά συμπόνια, ούτε μισή χείρα βοηθείας. Ακόμα και η συνάδελφός της με την οποία δουλεύει μαζί, όταν ζητά να την καλύψει για όσο διάστημα θα κάνει το ταξίδι για να μάθει τι έχει συμβεί, για να δεχτεί, περιμένει να περάσει πολύς χρόνος! Η ηρωίδα μας έχει την ίδια έκφραση σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Εννοείται ότι δεν χαμογελά ποτέ, αλλά έχει συνεχώς το ίδιο κακόμοιρο ύφος. Βέβαια, δεν της συμβαίνουν και λίγα. Κάποιοι υπόσχονται να βοηθήσουν αλλά δεν το κάνουν, οι πιο πολλοί την αποθαρρύνουν, μέχρι και για να μάθει τη διεύθυνση της φυλακής όταν φτάνει επιτέλους στην πόλη όπου αυτή βρίσκεται δεν υπάρχει σχεδόν κανείς για να τις δώσει οδηγίες. Κι εδώ βεβαίως ο Loznitsa ειρωνεύεται με τα ονόματα των οδών: οδός Lenin, οδός Marx κτλ κτλ και να και η μπηχτή από τον τοπικό «χρυσαυγίτη»: «πώς κατάντησαν μια κάποτε σπουδαία χώρα». Ναι ρε μάγκα, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Σκατά όλα στη Ρωσία. Στην Ουκρανία όλα καλά; Στον υπόλοιπο κόσμο; Πέρα από την πολιτική ατζέντα, όμως, ο σκηνοθέτης βγάζει απίστευτη μιζέρια. Όταν επιτέλους η γυναίκα φτάνει στη φυλακή τολμάει να διαμαρτυρηθεί! Αλλά το τοίχος που υψώνεται γύρω της είναι ασφυκτικό. Κανείς δεν της δίνει καμία εξήγηση στο πολύ απλό ερώτημά της: γιατί δεν παραδόθηκε το πακέτο μου στον άντρα μου; Εχθρικοί οι πάντες γύρω της. Απάνθρωποι. Και μετά έρχεται μια σκηνή τόσο γκροτέσκα, σαν να βγήκε από κακό σίριαλ του David Lynch (όχι το νέο Twin Peaks ρε παιδιά, δηλαδή, έλεος). Και ακολουθεί κάτι εξευτελιστικό, ακόμα πιο ποταπό και άσχημο, ένα ακόμα βασανιστήριο στο οποίο υποβάλλεται η γυναίκα. Εδώ ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ένα τρικ. Αυτό που βίωσε δεν ήταν εφιάλτης. Ο εφιάλτης είναι ότι αυτό που βίωσε θα το βιώνει κάθε μέρα, κάθε μέρα, σαν ατέρμονος κύκλος, σαν σισύφειο βασανιστήριο. Κρίμα κύριε Loznitsa αλλά αυτό δεν ήταν ταινία ακριβώς. Ήταν προπαγάνδα.
Η υπόθεση: Μια γυναίκα ζει σε ένα ρώσικο χωριό στη μέση του πουθενά. Μόνη. Εργάζεται φυλάσσοντας κάτι σαν σταθμό, από τον οποίο δεν περνάει σχεδόν κανείς, ποτέ. Μια μέρα, λαμβάνει ένα πακέτο, το οποίο αυτή είχε στείλει στον φυλακισμένο σύζυγό της, ένα πακέτο που πάνω γράφει «επιστροφή στον αποστολέα». Σοκαρισμένη και μπερδεμένη, η γυναίκα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ταξιδέψει ως τη φυλακή σε μια απόμακρη περιοχή της χώρας, αναζητώντας μία εξήγηση. Γιατί της επιστράφηκε το πακέτο; Γιατί δεν παραδόθηκε στον άντρα της; Έχει πάθει κάτι ο σύζυγός της; Έτσι, ξεκινάει η μάχη της ενάντια σε αυτό το αδιαπέραστο φρούριο, μια φυλακή όπου οι δυνάμεις του δαιμονικού δημοσίου βρίσκονται συνεχώς σε εργασία.
Η άποψή μας: Δανειζόμενος τον τίτλο της ταινίας του από το ομώνυμο διήγημα του Ντοστογιέφσκι, ο Loznitsa φτιάχνει μια παραβολή, μέσω της οποίας ζωγραφίζει με τα πιο μελανά χρώματα τη σύγχρονη όψη της (πρώην ενωμένης) πατρίδας του. Είναι Ουκρανός που έφυγε από τη Ρωσία το 2001. Και για να το θέσουμε κομψά, βγάζει πραγματικό μένος εναντίον της Ρωσίας. Ενάντια σε μια χώρα όπου σύμφωνα με το σύμπαν της ταινίας, εκτός από το «ευγενικό πλάσμα» του τίτλου, την κεντρική ηρωίδα δηλαδή, δεν υπάρχει ούτε μισός άλλος θετικός χαρακτήρας. Γραφειοκρατία, εγκατάλειψη, μαύρη μαυρίλα και τίποτε ανθρώπινο ρε παιδί μου, ούτε μια σταλιά συμπόνια, ούτε μισή χείρα βοηθείας. Ακόμα και η συνάδελφός της με την οποία δουλεύει μαζί, όταν ζητά να την καλύψει για όσο διάστημα θα κάνει το ταξίδι για να μάθει τι έχει συμβεί, για να δεχτεί, περιμένει να περάσει πολύς χρόνος! Η ηρωίδα μας έχει την ίδια έκφραση σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Εννοείται ότι δεν χαμογελά ποτέ, αλλά έχει συνεχώς το ίδιο κακόμοιρο ύφος. Βέβαια, δεν της συμβαίνουν και λίγα. Κάποιοι υπόσχονται να βοηθήσουν αλλά δεν το κάνουν, οι πιο πολλοί την αποθαρρύνουν, μέχρι και για να μάθει τη διεύθυνση της φυλακής όταν φτάνει επιτέλους στην πόλη όπου αυτή βρίσκεται δεν υπάρχει σχεδόν κανείς για να τις δώσει οδηγίες. Κι εδώ βεβαίως ο Loznitsa ειρωνεύεται με τα ονόματα των οδών: οδός Lenin, οδός Marx κτλ κτλ και να και η μπηχτή από τον τοπικό «χρυσαυγίτη»: «πώς κατάντησαν μια κάποτε σπουδαία χώρα». Ναι ρε μάγκα, το πιάσαμε το υπονοούμενο. Σκατά όλα στη Ρωσία. Στην Ουκρανία όλα καλά; Στον υπόλοιπο κόσμο; Πέρα από την πολιτική ατζέντα, όμως, ο σκηνοθέτης βγάζει απίστευτη μιζέρια. Όταν επιτέλους η γυναίκα φτάνει στη φυλακή τολμάει να διαμαρτυρηθεί! Αλλά το τοίχος που υψώνεται γύρω της είναι ασφυκτικό. Κανείς δεν της δίνει καμία εξήγηση στο πολύ απλό ερώτημά της: γιατί δεν παραδόθηκε το πακέτο μου στον άντρα μου; Εχθρικοί οι πάντες γύρω της. Απάνθρωποι. Και μετά έρχεται μια σκηνή τόσο γκροτέσκα, σαν να βγήκε από κακό σίριαλ του David Lynch (όχι το νέο Twin Peaks ρε παιδιά, δηλαδή, έλεος). Και ακολουθεί κάτι εξευτελιστικό, ακόμα πιο ποταπό και άσχημο, ένα ακόμα βασανιστήριο στο οποίο υποβάλλεται η γυναίκα. Εδώ ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ένα τρικ. Αυτό που βίωσε δεν ήταν εφιάλτης. Ο εφιάλτης είναι ότι αυτό που βίωσε θα το βιώνει κάθε μέρα, κάθε μέρα, σαν ατέρμονος κύκλος, σαν σισύφειο βασανιστήριο. Κρίμα κύριε Loznitsa αλλά αυτό δεν ήταν ταινία ακριβώς. Ήταν προπαγάνδα.
Γενικά πάντως τα πράγματα με τη Ρωσία έχουν πολύ ενδιαφέρον. Έχουν κι αυτοί τα μικρά και μεγάλα Βιετνάμ τους. Έχουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Έχουν τον πόλεμο με τους Τσετσένους. Στη διαμάχη τους με τους φασίστες Ουκρανούς, εννοείται ότι είμαστε με τους Ρώσους. Όχι ότι στη Ρωσία του Πούτιν η δημοκρατία ανθεί και ο κόσμος τρέχει στα λιβάδια με ξέπλεκες πλεξούδες. Τεςπα, μικρή εισαγωγή για την επόμενη ταινία στην οποία θα αναφερθούμε και μας έρχεται από τη Ρωσία. Τίτλος της: «Tesnota» (Closeness). Είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Kantemir Balagov, που θεωρείται μεγάλο ταλέντο κι έχει αποφοιτήσει από τη σχολή του Aleksandr Sokurov (σας βλέπω εσάς που ξινίζετε τα μούτρα σας). Η ταινία συμμετέχει στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Και βασίζεται σε πραγματική ιστορία.
Η υπόθεση: 1998, Ναλτσίκ, Βόρειος Καύκασος, Ρωσία. Εδώ ζει μια μικρή κοινότητα Εβραίων αλλά και μια μεγαλύτερη κοινότητα Καρμπαντιανών, μία από τις 12 φυλές των Κιρκάσιων. Η 24χρονη Ιλιάνα είναι Εβραία. Εργάζεται στο γκαράζ του πατέρα της, βοηθώντας τον να μαζέψει το μικρό εισόδημα της οικογένειας, μιας που είναι φτωχοί και πρέπει να τα βγάλουν πέρα με κάθε τρόπο. Ένα απόγευμα, η πολυμελής ευρύτερη οικογένεια και οι φίλοι της μαζεύονται για να γιορτάσουν τον αρραβώνα του μικρότερου αδελφού της Ιλιάνα, Νταβίντ. Αργότερα, το νεαρό ζευγάρι απάγεται, και καταφτάνει απαίτηση για λύτρα. Το να κληθεί να βοηθήσει η αστυνομία δεν υπάρχει περίπτωση ούτε καν να προχωρήσει ως σκέψη. Πώς θα μαζέψει η οικογένεια τα χρήματα για να σώσουν τον Νταβίντ; Η Ιλιάνα αντιμετωπίζει την κατάσταση παράξενα. Πέρα όλων των άλλων έχει να αντιμετωπίσει και την αυστηρή μητέρα της, που θαρρείς και έχει εξαντλήσει όλη της την αγάπη στο γιο της, μην αφήνοντας χώρο για την Ιλιάνα. Και το γεγονός ότι η Ιλιάνα αγαπάει κάποιον Καρμπαντιανό, κι όχι Εβραίο, δυσκολεύει τα πράγματα...
Η άποψή μας: Δεν είναι κακή η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του νεαρού δημιουργού. Σαφέστατα φεστιβαλική, δεν έχει κάτι εναντίον του μεγάλου κοινού, προφανώς όμως δεν κάνει και κάτι για να το δελεάσει. Ο Balagov στήνει έξοχα το υλικό του, μας μπάζει σε αυτήν την κλειστή κοινωνία, μας δείχνει ήθη και έθιμα που λίγο ξενίζουν το δυτικό κοινό. Όπου φτωχός κι η μοίρα του πάντως και αυτό ισχύει και για την εβραϊκή κοινότητα. Κι ας υποτίθεται ότι κάνει ότι μπορεί για να διατηρήσει τους ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ των μελών της. Στην περίπτωσή μας δείχνει την πλάτη στην οικογένεια της Ιλιάνα. Και όποιοι προσφέρονται να... βοηθήσουν, έχουν εννοείται ως στόχο το κέρδος και ανταλλάγματα. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας μας είναι η Ιλιάνα. Η Ιλιάνα που είναι καλόβολη, βαριέται τα της θρησκείας της, τα πηγαίνει καλά με τον πατέρα της αλλά βρίσκεται σε μόνιμη σύγκρουση με τη μητέρα της. Μια μητέρα, που ποτέ της δεν της έδειξε αγάπη: μόνο αποδοκιμασία και κριτική. Η σχέση των δύο γυναικών έχει πολύ ενδιαφέρον. Η Ιλιάνα ακόμα και μετά την απαγωγή του αδελφού της νιώθει σε δεύτερο πλάνο, παραμελημένη, χωρίς αγάπη. Αγάπη παίρνει από τον άνθρωπο που αγαπά, τον οποίο δεν εγκρίνει η μητέρα της, μιας που δεν είναι από τη φυλή της! Η Ιλιάνα επαναστατεί με όποιον τρόπο βρίσκει, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Και εννοείται ότι θέλει να πληγώσει τη μητέρα της, που την πληγώνει καθημερινά. Όλα καλά και όλα ωραία ρε παιδιά και η βασική πρωταγωνίστρια στον κεντρικό ρόλο είναι πραγματική αποκάλυψη. Αλλά αυτό που δεν μου αρέσει πλέον σε καμία ταινία είναι ο εύκολος εντυπωσιασμός, ιδίως εκείνος που δεν δικαιολογείται, τα φτηνά σοκ. Σε μια σκηνή της ταινίας, λοιπόν, η Ιλιάνα πηγαίνει με τον γκόμενό της στο σπίτι του μαζί με φίλους του, στους οποίους ο γκόμενος αποκρύπτει ότι η Ιλιάνα είναι Εβραία. «Φτιάχνονται» με ναρκωτικά και μετά βάζουν μια βιντεοταινία να δουν. Τι δείχνει η βιντεοταινία; Τη σφαγή (κυριολεκτικά) Ρώσων από Τσετσένους. Το βίντεο φαίνεται αυθεντικό, είναι σαν τα βίντεο με τους αποκεφαλισμούς που λίγο καιρό πριν έβγαζε στη δημοσιότητα ο ISIS. Γιατί να μας βάλει αυτήν τη σκηνή ο σκηνοθέτης στην ταινία; Τι δικαιολογεί; Το εθνωτικό μίσος; Μετά την προβολή του χυδαίου και αποτρόπαιου βίντεο ένας από τους φίλους του γκόμενου σχολιάζει κάτι του στιλ, και ευτυχώς που οι Ναζί έκαναν τέτοια βασανιστήρια στους Εβραίους, σχόλιο που βγάζει την Ιλιάνα από τα ρούχα της και αντιδρά! Κι όμως, πέρα από την πρόκληση και το σοκ, η σκηνή δεν χρειαζόταν, δεν εξελίσσει την πλοκή, δεν χτίζει καλύτερα τους χαρακτήρες. Τέλος πάντων, ευτυχώς μένει μια τελική φράση που είναι όλη η ουσία της ταινίας. Αφού έχουν δοθεί τα λύτρα κι έχει επιστρέψει ο αδελφός αλλά δεν θέλει να φύγει από την πόλη (η μητέρα πιστεύει πως δεν μπορούν να μένουν πια εκεί, μιας που έχουν ντροπιαστεί, ιδίως από τη συμπεριφορά της κόρης) οι άλλοι τρεις, η Ιλιάνα, η μητέρα της και ο πατέρας της πακετάρουν και φεύγουν. Και σε μια πολύ δυνατή στιγμή, όπου η μάνα καταλαβαίνει τη λάθος συμπεριφορά της τόσων χρόνων, κάνει μια προσπάθεια να προσεγγίσει την κόρη της, η οποία πολύ πικρά της λέει: «βρε μάνα, δεν σου έχει μείνει πια κανείς για να αγαπήσεις». Ταινία με προβλήματα σαφώς, αλλά για τον πιτσιρικά θα ακούσουμε περισσότερα πράγματα στο μέλλον.
Η υπόθεση: 1998, Ναλτσίκ, Βόρειος Καύκασος, Ρωσία. Εδώ ζει μια μικρή κοινότητα Εβραίων αλλά και μια μεγαλύτερη κοινότητα Καρμπαντιανών, μία από τις 12 φυλές των Κιρκάσιων. Η 24χρονη Ιλιάνα είναι Εβραία. Εργάζεται στο γκαράζ του πατέρα της, βοηθώντας τον να μαζέψει το μικρό εισόδημα της οικογένειας, μιας που είναι φτωχοί και πρέπει να τα βγάλουν πέρα με κάθε τρόπο. Ένα απόγευμα, η πολυμελής ευρύτερη οικογένεια και οι φίλοι της μαζεύονται για να γιορτάσουν τον αρραβώνα του μικρότερου αδελφού της Ιλιάνα, Νταβίντ. Αργότερα, το νεαρό ζευγάρι απάγεται, και καταφτάνει απαίτηση για λύτρα. Το να κληθεί να βοηθήσει η αστυνομία δεν υπάρχει περίπτωση ούτε καν να προχωρήσει ως σκέψη. Πώς θα μαζέψει η οικογένεια τα χρήματα για να σώσουν τον Νταβίντ; Η Ιλιάνα αντιμετωπίζει την κατάσταση παράξενα. Πέρα όλων των άλλων έχει να αντιμετωπίσει και την αυστηρή μητέρα της, που θαρρείς και έχει εξαντλήσει όλη της την αγάπη στο γιο της, μην αφήνοντας χώρο για την Ιλιάνα. Και το γεγονός ότι η Ιλιάνα αγαπάει κάποιον Καρμπαντιανό, κι όχι Εβραίο, δυσκολεύει τα πράγματα...
Η άποψή μας: Δεν είναι κακή η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του νεαρού δημιουργού. Σαφέστατα φεστιβαλική, δεν έχει κάτι εναντίον του μεγάλου κοινού, προφανώς όμως δεν κάνει και κάτι για να το δελεάσει. Ο Balagov στήνει έξοχα το υλικό του, μας μπάζει σε αυτήν την κλειστή κοινωνία, μας δείχνει ήθη και έθιμα που λίγο ξενίζουν το δυτικό κοινό. Όπου φτωχός κι η μοίρα του πάντως και αυτό ισχύει και για την εβραϊκή κοινότητα. Κι ας υποτίθεται ότι κάνει ότι μπορεί για να διατηρήσει τους ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ των μελών της. Στην περίπτωσή μας δείχνει την πλάτη στην οικογένεια της Ιλιάνα. Και όποιοι προσφέρονται να... βοηθήσουν, έχουν εννοείται ως στόχο το κέρδος και ανταλλάγματα. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας μας είναι η Ιλιάνα. Η Ιλιάνα που είναι καλόβολη, βαριέται τα της θρησκείας της, τα πηγαίνει καλά με τον πατέρα της αλλά βρίσκεται σε μόνιμη σύγκρουση με τη μητέρα της. Μια μητέρα, που ποτέ της δεν της έδειξε αγάπη: μόνο αποδοκιμασία και κριτική. Η σχέση των δύο γυναικών έχει πολύ ενδιαφέρον. Η Ιλιάνα ακόμα και μετά την απαγωγή του αδελφού της νιώθει σε δεύτερο πλάνο, παραμελημένη, χωρίς αγάπη. Αγάπη παίρνει από τον άνθρωπο που αγαπά, τον οποίο δεν εγκρίνει η μητέρα της, μιας που δεν είναι από τη φυλή της! Η Ιλιάνα επαναστατεί με όποιον τρόπο βρίσκει, χωρίς να το πολυσκεφτεί. Και εννοείται ότι θέλει να πληγώσει τη μητέρα της, που την πληγώνει καθημερινά. Όλα καλά και όλα ωραία ρε παιδιά και η βασική πρωταγωνίστρια στον κεντρικό ρόλο είναι πραγματική αποκάλυψη. Αλλά αυτό που δεν μου αρέσει πλέον σε καμία ταινία είναι ο εύκολος εντυπωσιασμός, ιδίως εκείνος που δεν δικαιολογείται, τα φτηνά σοκ. Σε μια σκηνή της ταινίας, λοιπόν, η Ιλιάνα πηγαίνει με τον γκόμενό της στο σπίτι του μαζί με φίλους του, στους οποίους ο γκόμενος αποκρύπτει ότι η Ιλιάνα είναι Εβραία. «Φτιάχνονται» με ναρκωτικά και μετά βάζουν μια βιντεοταινία να δουν. Τι δείχνει η βιντεοταινία; Τη σφαγή (κυριολεκτικά) Ρώσων από Τσετσένους. Το βίντεο φαίνεται αυθεντικό, είναι σαν τα βίντεο με τους αποκεφαλισμούς που λίγο καιρό πριν έβγαζε στη δημοσιότητα ο ISIS. Γιατί να μας βάλει αυτήν τη σκηνή ο σκηνοθέτης στην ταινία; Τι δικαιολογεί; Το εθνωτικό μίσος; Μετά την προβολή του χυδαίου και αποτρόπαιου βίντεο ένας από τους φίλους του γκόμενου σχολιάζει κάτι του στιλ, και ευτυχώς που οι Ναζί έκαναν τέτοια βασανιστήρια στους Εβραίους, σχόλιο που βγάζει την Ιλιάνα από τα ρούχα της και αντιδρά! Κι όμως, πέρα από την πρόκληση και το σοκ, η σκηνή δεν χρειαζόταν, δεν εξελίσσει την πλοκή, δεν χτίζει καλύτερα τους χαρακτήρες. Τέλος πάντων, ευτυχώς μένει μια τελική φράση που είναι όλη η ουσία της ταινίας. Αφού έχουν δοθεί τα λύτρα κι έχει επιστρέψει ο αδελφός αλλά δεν θέλει να φύγει από την πόλη (η μητέρα πιστεύει πως δεν μπορούν να μένουν πια εκεί, μιας που έχουν ντροπιαστεί, ιδίως από τη συμπεριφορά της κόρης) οι άλλοι τρεις, η Ιλιάνα, η μητέρα της και ο πατέρας της πακετάρουν και φεύγουν. Και σε μια πολύ δυνατή στιγμή, όπου η μάνα καταλαβαίνει τη λάθος συμπεριφορά της τόσων χρόνων, κάνει μια προσπάθεια να προσεγγίσει την κόρη της, η οποία πολύ πικρά της λέει: «βρε μάνα, δεν σου έχει μείνει πια κανείς για να αγαπήσεις». Ταινία με προβλήματα σαφώς, αλλά για τον πιτσιρικά θα ακούσουμε περισσότερα πράγματα στο μέλλον.
Και η τελευταία μας ταινία γι' αυτήν την ανταπόκριση είναι η πιο εμπορική από τις τρεις. Με όρους μεγάλης παραγωγής λοιπόν έχει χτιστεί και κινείται το «La cordillera» (The Summit) του Αργεντίνου Santiago Mitre, ταινία που συμμετέχει στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Ο σκηνοθέτης του «Φοιτητή» (El estudiante, 2011), της ταινίας δηλαδή μέσω της οποίας τον γνωρίσαμε από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, υπογράφει τη πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του και πλέον φαίνεται να έχει στόχο το μεγάλο κοινό.
Η υπόθεση: Ο Ερνάν Μπλάνκο δεν έχει πολύ καιρό που κέρδισε την εξουσία στην Αργεντινή. Ο λαός τον ψήφισε και τον ανέδειξε πρόεδρο, καθώς τον θεώρησε έναν από αυτούς. Ο Μπλάνκο (δηλαδή λευκός, δηλαδή καθαρός) ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της εξουσίας και πλέον βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της σύντομης πολιτικής καριέρας του. Ενώ στην Αργεντινή τον κατηγορούν ότι είναι ο εξαφανισμένος Πρόεδρος καλείται να πάρει μέρος σε μια σύνοδο κορυφής στη Χιλή. Στόχος τη συνόδου είναι να δημιουργήσουν τα κράτη της Λατινικής Αμερικής έναν οργανισμό τύπου ΟΠΕΚ, που θα χειρίζεται σε κρατικό επίπεδο και από κοινού, τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής. Ο Ερνάν υποστηρίζει τον στρατηγικό σύμμαχο της Αργεντινής, τη Βραζιλία και δεν θέλει επ' ουδενί να μπουν «στο κόλπο» οι «σατανάδες» των ΗΠΑ. Καθώς όμως καλείται να αντιμετωπίσει μια κρίση στην οικογενειακή του ζωή, που έχει να κάνει με τον πρώην σύζυγο της εύθραυστη κόρης του, ο οποίος απειλεί πως θα βγάλει τα άπλυτα του Μπλάνκο στη φόρα, οι συμμαχίες θα αλλάξουν, και οι εξαγορές κάτω από το τραπέζι δίνουν και παίρνουν...
Η άποψή μας: Στιβαρό πολιτικό θρίλερ είναι τούτο εδώ. Και πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Βεβαίως, δεν έχει δράση The American Way, αλλά διαθέτει ένταση, σασπένς και λέει και δύο, τρεις αλήθειες για το πως παίζεται η πολιτική τη σήμερον ημέρα – και μάλλον έτσι παιζόταν όλες τις ημέρες από απαρχής κόσμου! Οι ισχυροί πάντοτε θέλουν να ελέγχουν τα πράγματα κι όταν δεν μπορούν να τα καταφέρουν με ευθύ τρόπο, υπάρχει πάντα ο πλάγιος τρόπος. Και υπάρχει πιο προφανής τρόπος από την εξαγορά; Money makes the world go round, και ακόμα και οι πιο άσπιλοι (φαινομενικά) πολιτικοί, έχουν την... τιμή τους για να ενδώσουν και να υποκύψουν, πολλές φορές μάλιστα δίνοντας την εντύπωση ότι αγωνίζονται και ότι κινούνται από πατριωτικά και εθνικά κίνητρα. Δεν ξέρω αν αυτό που θα πω εδώ είναι λαϊκίστικο ή χοντράδα, αλλά κάπως έτσι φαντάζομαι και τις συνελεύσεις του Eurogroup. Βλέποντας την ταινία φανταζόμουν τον Αλέξη Τσίπρα να συμμετέχει στη σύνοδο. Να καλείται να παλέψει για τη χώρα του με αγνά κίνητρα αρχικά ενδεχομένως αλλά τελικά να ενδίδει, έστω και με έρπη! Η αποδόμηση του αγνού και άσπιλου πολιτικού, που κέρδισε την εξουσία ως «ένας από εμάς» γίνεται ούτε με υστερίες ούτε με κραυγές. Ο Mitre δείχνει σιγά σιγά την πραγματική εικόνα πίσω από τη δημόσια εικόνα. Και ευθέως όχι αφήνει να εννοηθεί αλλά το λέει ξεκάθαρα πως ο κύριος Μπλάνκο έχει πολλά βρώμικα ρούχα στην ντουλάπα του. Ακόμα και το «εμπόδιο» του γαμπρού του μάλλον το ξεπερνάει με έναν τρυφερό και συνηθισμένο τρόπο. Ακόμα και τη σχέση του με την κόρη του την διαχειρίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τη βγάλει... τρελή, φροντίζοντας να αλλάξει τις μνήμες της, μνήμες που τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Καλό κουμάσι ο δικός μας. Το πολύ ενδιαφέρον πέρα από τα ωραία (αν και προφανή η αλήθεια είναι) που μας λέει ο Mitre, είναι πως διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ. Όποτε βλέπετε σε ταινία να πρωταγωνιστεί ο Ricardo Darín, να είστε σίγουροι ότι είναι καλή ταινία. Ο άνθρωπος είναι εγγύηση και είναι για άλλη μια φορά εξαιρετικός εδώ ως ο φιλόδοξος και εντέλει κυνικός πρόεδρος της Αργεντινής. Η Elena Anaya υποδύεται μια δημοσιογράφο, ο θεούλης Alfredo Castro (που επίσης αποτελεί εγγύηση η παρουσία του σε μια ταινία) υποδύεται έναν Χιλιανό ψυχολόγο – ψυχίατρο, που καλείται να κουράρει την κόρη του Μπλάνκο και ο Christian Slater δίνει ρέστα ως ο Γιάνκης που έρχεται στη σύνοδο κρυφίως για να κάνει μια πρόταση στον Μπλάνκο του στιλ «I'm gonna make him an offer he can't refuse» αλά «Νονός». Μια χαρά περάσαμε! Και το φεστιβάλ πλησιάζει σιγά σιγά στο τέλος του...
Η υπόθεση: Ο Ερνάν Μπλάνκο δεν έχει πολύ καιρό που κέρδισε την εξουσία στην Αργεντινή. Ο λαός τον ψήφισε και τον ανέδειξε πρόεδρο, καθώς τον θεώρησε έναν από αυτούς. Ο Μπλάνκο (δηλαδή λευκός, δηλαδή καθαρός) ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της εξουσίας και πλέον βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της σύντομης πολιτικής καριέρας του. Ενώ στην Αργεντινή τον κατηγορούν ότι είναι ο εξαφανισμένος Πρόεδρος καλείται να πάρει μέρος σε μια σύνοδο κορυφής στη Χιλή. Στόχος τη συνόδου είναι να δημιουργήσουν τα κράτη της Λατινικής Αμερικής έναν οργανισμό τύπου ΟΠΕΚ, που θα χειρίζεται σε κρατικό επίπεδο και από κοινού, τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής. Ο Ερνάν υποστηρίζει τον στρατηγικό σύμμαχο της Αργεντινής, τη Βραζιλία και δεν θέλει επ' ουδενί να μπουν «στο κόλπο» οι «σατανάδες» των ΗΠΑ. Καθώς όμως καλείται να αντιμετωπίσει μια κρίση στην οικογενειακή του ζωή, που έχει να κάνει με τον πρώην σύζυγο της εύθραυστη κόρης του, ο οποίος απειλεί πως θα βγάλει τα άπλυτα του Μπλάνκο στη φόρα, οι συμμαχίες θα αλλάξουν, και οι εξαγορές κάτω από το τραπέζι δίνουν και παίρνουν...
Η άποψή μας: Στιβαρό πολιτικό θρίλερ είναι τούτο εδώ. Και πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Βεβαίως, δεν έχει δράση The American Way, αλλά διαθέτει ένταση, σασπένς και λέει και δύο, τρεις αλήθειες για το πως παίζεται η πολιτική τη σήμερον ημέρα – και μάλλον έτσι παιζόταν όλες τις ημέρες από απαρχής κόσμου! Οι ισχυροί πάντοτε θέλουν να ελέγχουν τα πράγματα κι όταν δεν μπορούν να τα καταφέρουν με ευθύ τρόπο, υπάρχει πάντα ο πλάγιος τρόπος. Και υπάρχει πιο προφανής τρόπος από την εξαγορά; Money makes the world go round, και ακόμα και οι πιο άσπιλοι (φαινομενικά) πολιτικοί, έχουν την... τιμή τους για να ενδώσουν και να υποκύψουν, πολλές φορές μάλιστα δίνοντας την εντύπωση ότι αγωνίζονται και ότι κινούνται από πατριωτικά και εθνικά κίνητρα. Δεν ξέρω αν αυτό που θα πω εδώ είναι λαϊκίστικο ή χοντράδα, αλλά κάπως έτσι φαντάζομαι και τις συνελεύσεις του Eurogroup. Βλέποντας την ταινία φανταζόμουν τον Αλέξη Τσίπρα να συμμετέχει στη σύνοδο. Να καλείται να παλέψει για τη χώρα του με αγνά κίνητρα αρχικά ενδεχομένως αλλά τελικά να ενδίδει, έστω και με έρπη! Η αποδόμηση του αγνού και άσπιλου πολιτικού, που κέρδισε την εξουσία ως «ένας από εμάς» γίνεται ούτε με υστερίες ούτε με κραυγές. Ο Mitre δείχνει σιγά σιγά την πραγματική εικόνα πίσω από τη δημόσια εικόνα. Και ευθέως όχι αφήνει να εννοηθεί αλλά το λέει ξεκάθαρα πως ο κύριος Μπλάνκο έχει πολλά βρώμικα ρούχα στην ντουλάπα του. Ακόμα και το «εμπόδιο» του γαμπρού του μάλλον το ξεπερνάει με έναν τρυφερό και συνηθισμένο τρόπο. Ακόμα και τη σχέση του με την κόρη του την διαχειρίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να τη βγάλει... τρελή, φροντίζοντας να αλλάξει τις μνήμες της, μνήμες που τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Καλό κουμάσι ο δικός μας. Το πολύ ενδιαφέρον πέρα από τα ωραία (αν και προφανή η αλήθεια είναι) που μας λέει ο Mitre, είναι πως διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ. Όποτε βλέπετε σε ταινία να πρωταγωνιστεί ο Ricardo Darín, να είστε σίγουροι ότι είναι καλή ταινία. Ο άνθρωπος είναι εγγύηση και είναι για άλλη μια φορά εξαιρετικός εδώ ως ο φιλόδοξος και εντέλει κυνικός πρόεδρος της Αργεντινής. Η Elena Anaya υποδύεται μια δημοσιογράφο, ο θεούλης Alfredo Castro (που επίσης αποτελεί εγγύηση η παρουσία του σε μια ταινία) υποδύεται έναν Χιλιανό ψυχολόγο – ψυχίατρο, που καλείται να κουράρει την κόρη του Μπλάνκο και ο Christian Slater δίνει ρέστα ως ο Γιάνκης που έρχεται στη σύνοδο κρυφίως για να κάνει μια πρόταση στον Μπλάνκο του στιλ «I'm gonna make him an offer he can't refuse» αλά «Νονός». Μια χαρά περάσαμε! Και το φεστιβάλ πλησιάζει σιγά σιγά στο τέλος του...
Θοδωρής Γιαχουστίδης