του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Τράβα μου μία φωτογραφία!
Ο κακός χαμός σήμερα. Μαζεύτηκαν δεκάδες προσωπικότητες της 7ης Τέχνης, από βραβευμένους με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτες, μέχρι αστέρες της σύγχρονης κινηματογραφικής βιομηχανίας, για να βγάλουν μια επετειακή φωτό για τα 70 χρόνια του φεστιβάλ των Καννών. Μεταξύ των φωτογραφηθέντων ο Κώστας Γαβράς (καθιστός στην πρώτη σειρά παρακαλώ), ο Γιώργος Λάνθιμος και δεν θα αναφέρω κανέναν άλλο παρά μόνον τον Ken Loach. Κι αυτό γιατί καθώς γυρνούσα στο διαμέρισμα όπου διαμένω για να ξεκουραστώ, εκείνος μέσω της Rue d'Antibes (του παράλληλου προς την Κρουαζέτ κεντρικού δρόμου των Καννών δηλαδή) πήγαινε να φωτογραφηθεί σε αυτήν την ιδιαίτερη και ιστορική στιγμή! Αυτές είναι συναντήσεις παιδιά, όχι αστεία!
Ο καιρός συνεχίζει να είναι καλός ενώ στην Ελλάδα μαθαίνουμε γίνεται πανικός από βροχές και τέτοια. Τα μαγαζιά είναι γεμάτα – σε ένα από αυτά που βγήκαμε να φάμε με καλή παρέα μας έφεραν δύο τεράστια (δεν αστειεύομαι) ψάθινα καλάθια γεμάτα λαχανικά (ντομάτες, αγγούρια, καρότα, κουνουπίδια, φινόκιο, σέλινο, πιπεριές, φρέσκο κρεμμυδάκι, ραπανάκια, κόκκινο λάχανο και άλλα) – μέσα στα καλάθια υπήρχαν και βραστά αυγά με το τσόφλι (!!!) και βεβαίως δύο βαθιά πιάτα, ένα με σάλτσα βινεγκρέτ κι ένα με σάλτσα αντζούγιας! Τη σαλάτα λοιπόν που ήθελες να φας, έπρεπε να τη φτιάξεις μόνος σου!!!!!!!!! Ευτυχώς, το κοτόπουλο το έφεραν ψημένο κι όχι ζωντανό, να το φονεύσουμε και να το μαγειρέψουμε επί τόπου! Ρε τι σου είναι αυτοί οι Γάλλοι.
Ο καιρός συνεχίζει να είναι καλός ενώ στην Ελλάδα μαθαίνουμε γίνεται πανικός από βροχές και τέτοια. Τα μαγαζιά είναι γεμάτα – σε ένα από αυτά που βγήκαμε να φάμε με καλή παρέα μας έφεραν δύο τεράστια (δεν αστειεύομαι) ψάθινα καλάθια γεμάτα λαχανικά (ντομάτες, αγγούρια, καρότα, κουνουπίδια, φινόκιο, σέλινο, πιπεριές, φρέσκο κρεμμυδάκι, ραπανάκια, κόκκινο λάχανο και άλλα) – μέσα στα καλάθια υπήρχαν και βραστά αυγά με το τσόφλι (!!!) και βεβαίως δύο βαθιά πιάτα, ένα με σάλτσα βινεγκρέτ κι ένα με σάλτσα αντζούγιας! Τη σαλάτα λοιπόν που ήθελες να φας, έπρεπε να τη φτιάξεις μόνος σου!!!!!!!!! Ευτυχώς, το κοτόπουλο το έφεραν ψημένο κι όχι ζωντανό, να το φονεύσουμε και να το μαγειρέψουμε επί τόπου! Ρε τι σου είναι αυτοί οι Γάλλοι.
Στις ταινίες μας τώρα. Πάλι τριάδα θα έχουμε. Δύο ταινίες από το διαγωνιστικό τμήμα και μία από το τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Και ξεκινάμε. Ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο Michel Hazanavicius. Είναι πολλοί αυτοί που τον χαρακτηρίζουν κάλπη, μιας που ξεκίνησε από κωμωδίες όχι ιδιαίτερης ποιότητας, για να αποθεωθεί με το «The Artist» (θυμίζω: συμμετοχή στο διαγωνιστικό των Καννών το 2011, όπου τιμήθηκε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας και πέντε Όσκαρ, ανάμεσα κι εκείνο καλύτερης ταινίας!), να δεχτεί μεγάλο ξεφωνητό για το επόμενό του, το «The Search» (2014), που δεν το είδαμε ποτέ στην Ελλάδα και να επιστρέψει σε φόρμα (;) με ένα παράδοξο και πάλι σχέδιο, με το οποίο επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Μιλάμε βεβαίως για το «Le redoutable»!
Η υπόθεση: Παρίσι, 1967. Ο Jean-Luc Godard γυρίζει την ταινία «Η Κινέζα» (La chinoise), πλάι στη γυναίκα που αγαπά, την Anne Wiazemsky, μούσα του Robert Bresson στο υπέροχο «Στην τύχη του ο Μπαλταζάρ» (Au hasard Balthazar) την οποία γύρισε ένα χρόνο νωρίτερα. Οι δυο τους είναι ευτυχισμένοι, όμορφοι, ερωτευμένοι και καθόλου δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι εκείνη είναι 20 χρόνια μικρότερη από εκείνον. Αλλά η υποδοχή της ταινίας, που δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στους Κινέζους, κι ας είναι γυρισμένη από έναν ορκισμένο Μαοϊκό, πυροδοτεί μια επεξεργασία αυτοαναζήτησης για τον Godard, ο οποίος πλέον αποκηρύσσει τον εαυτό του ως δημιουργό, αποκηρύσσει το έργο του και λέει πως το σινεμά έχει πεθάνει. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα ενισχύσουν αυτή τη διαδικασία, και την κρίση που έχει ταρακουνήσει τον μεγάλο δημιουργό. Βαθιά ριζωμένες αντιπαραθέσεις και παρεξηγήσεις θα τον αλλάξουν αμετάκλητα. Νιώθει ολοένα και περισσότερο ενθουσιασμένος με το κίνημα των φοιτητών κι ολοένα και πιο απογοητευμένος από τον εαυτό του.
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά: μια χαρά ταινία κάνει ο Hazanavicius. Πιάνει τον σκηνοθέτη – ταμπού του γαλλικού σινεμά και τον χρησιμοποιεί ως αφορμή για να μιλήσει και για το σινεμά. Επ' ουδενί αυτό που βλέπουμε δεν είναι βιογραφία – κι ας υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία. Όχι, ο Hazanavicius αποδεικνύεται πιο έξυπνος από το να «εκμεταλλευτεί» το θέμα του σκανδαλοθηρικά. Όλη η ταινία, τη μεγάλη αντίθεση κάθε δημιουργού βγάζει στη φόρα. Αυτήν όπου ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της δουλειάς του και θέλει να σπρώξει τα όριά του πιο πέρα. Ιδίως όταν αυτός ο δημιουργός είναι στρατευμένος και θέλει να μιλήσει και για άλλα πράγματα πέρα από τα προφανή. Που βλέπει το σινεμά όχι ως μια διαδικασία μαζικής διασκέδασης αλλά ως έναν τρόπο να βρεθείς σε αρμονία με το σύμπαν, να μιλήσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος για αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει με έναν συνομιλητή του. Εκείνος λέει πως πηγαίνει σινεμά για να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα, αυτό δηλαδή που ο Spielberg ονομάζει escapism. Και του λέει ο Godard: γιατί να μην καταγράφει το σινεμά την πραγματικότητα; Γιατί να μην αναφέρεται σε πράγματα που καίνε; Είναι βιωματική τέχνη και οφείλει ηθικά και πολιτικά να το πράττει. Όλα αυτά ο Hazanavicius τα περνάει με τη φόρμα της κωμωδίας. Μπορεί να μην ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές πλήθους (και αναφέρομαι στις σκηνές των διαδηλώσεων) και αφήνει ξεκρέμαστους κάποιους ηθοποιούς του (η Stacy Martin στο ρόλο της Anne δεν κάνει καμία υποκριτική προσπάθεια, απλά μας δείχνει το όμορφο πρόσωπό της και το ακόμα πιο όμορφο σώμα της, παίρνοντας από καιρού εις καιρόν το ύφος του πληγωμένου κουταβιού, μιας που ο «Godard» δεν χάνει την ευκαιρία να την προσβάλλει ευκαιρίας δοθείσης για τον μπουρζουάδικο εαυτό της).
Αλλά ο σκηνοθέτης τελικά κερδίζει το στοίχημα. Με έξυπνο τρόπο χρησιμοποιεί κάποια από τα τρικ για τα οποία έγινε διάσημος ο Godard, ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες του σινεμά, ας μην κρυβόμαστε. Και να οι μεσότιτλοι, και να τα συνθήματα με τεράστια γράμματα που γίνονται μηνύματα μέσα στην ταινία, και να οι διάλογοι στους οποίους άλλα λένε οι ηθοποιοί και άλλα εννοούν, τα οποία (αυτά που εννούν) τα βλέπουμε στους επεξηγηματικούς υποτίτλους, και να το γύρισμα σε αρνητικό, και να η ειρωνεία του να λες πως δεν βλέπεις τη χρησιμότητα του να γυρίζεις σκηνές με γυμνούς ηθοποιούς και ο διάλογος να γίνεται με τους δύο ηθοποιούς εντελώς γυμνούς! Το γκαγκ του σπασίματος των γυαλιών του Godard, ένα από τα σήματα κατατεθέντα της προσωπικής του εμφάνισης, βγάζει γέλιο και σταματάει εκεί που πρέπει (χωρίς τα γιαλιά ο Godard δεν βλέπει τίποτε), ο Louis Garrel πιάνει εύστοχα τον χαρακτηριστικό τρόπο ομιλίας του Ελβετού σκηνοθέτη, όλα καλά. Και υπάρχει και μπόλικη κινηματογραφοφιλία. Ο Godard βλέπει με την Anne «Το πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ» του Dreyer σε ένα μικρό σινεμαδάκι, όπου βέβαια μαλώνουν. Βλέπουμε τη συνάντηση του Godard με τον Bertolucci και τον Ferreri. Βλέπουμε πόσο πολύ ζήλευε. Βλέπουμε τη δήλωσή του πως το μόνο που αξίζει από το σινεμά είναι μερικές ταινίες με τον Jerry Lewis και κάποιες των Marx Brothers – όλα τα υπόλοιπα είναι σκουπίδια για πέταγμα! Και βλέπουμε και τα ιστορικά συμβάντα.
Το πως ο Godard πρωτοστάτησε στα γεγονότα του γαλλικού Μάη αλλά ένιωθε γέρος, άρα κατεστημένο, σε σύγκριση με τους παθιασμένους και ορμητικούς φοιτητές. Το πως εξαιτίας του κι άλλων συναδέλφων του δεν έγινε ποτέ το φεστιβάλ των Καννών το 1968 – με το εύλογο επιχείρημα πως όταν η χώρα βρίσκεται σε τέτοια μεγάλη αναταραχή δεν μπορεί να εξελίσσεται ένα έστω καλλιτεχνικό γεγονός που έχει όμως χαρακτήρα κοσμικό και ρόλο θεσμού. Και βλέπουμε και τον χαρακτήρα του Godard. Τον μισάνθρωπο. Τον είρωνα. Που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι λάτρευαν τη δουλειά του και τους πρόσβαλε. Αστική ευγένεια εννοείται πως δεν την είχε καθόλου, μιας που ήταν... αστική! Που αγαπούσε βαθιά τη γυναίκα του αλλά την πρόσβαλε επίσης συνέχεια κατηγορώντας την για μικροαστή.
Η ταινία βασίζεται στην αυτοβιογραφία της Anne Wiazemsky με τίτλο «Un an après», γι' αυτό και η Anne είναι ουσιαστικά η αφηγήτρια της ταινίας. Ναι, μια χαρά ταινία είναι, που σέβεται την Ιερή Αγελάδα του παγκόσμιου σινεμά, χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα να την μυθοποιεί ακόμα περισσότερο, απομυθοποιώντας την. Ωραιότατο!
Η υπόθεση: Παρίσι, 1967. Ο Jean-Luc Godard γυρίζει την ταινία «Η Κινέζα» (La chinoise), πλάι στη γυναίκα που αγαπά, την Anne Wiazemsky, μούσα του Robert Bresson στο υπέροχο «Στην τύχη του ο Μπαλταζάρ» (Au hasard Balthazar) την οποία γύρισε ένα χρόνο νωρίτερα. Οι δυο τους είναι ευτυχισμένοι, όμορφοι, ερωτευμένοι και καθόλου δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι εκείνη είναι 20 χρόνια μικρότερη από εκείνον. Αλλά η υποδοχή της ταινίας, που δεν αρέσει σε κανέναν, ούτε στους Κινέζους, κι ας είναι γυρισμένη από έναν ορκισμένο Μαοϊκό, πυροδοτεί μια επεξεργασία αυτοαναζήτησης για τον Godard, ο οποίος πλέον αποκηρύσσει τον εαυτό του ως δημιουργό, αποκηρύσσει το έργο του και λέει πως το σινεμά έχει πεθάνει. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα ενισχύσουν αυτή τη διαδικασία, και την κρίση που έχει ταρακουνήσει τον μεγάλο δημιουργό. Βαθιά ριζωμένες αντιπαραθέσεις και παρεξηγήσεις θα τον αλλάξουν αμετάκλητα. Νιώθει ολοένα και περισσότερο ενθουσιασμένος με το κίνημα των φοιτητών κι ολοένα και πιο απογοητευμένος από τον εαυτό του.
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά: μια χαρά ταινία κάνει ο Hazanavicius. Πιάνει τον σκηνοθέτη – ταμπού του γαλλικού σινεμά και τον χρησιμοποιεί ως αφορμή για να μιλήσει και για το σινεμά. Επ' ουδενί αυτό που βλέπουμε δεν είναι βιογραφία – κι ας υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία. Όχι, ο Hazanavicius αποδεικνύεται πιο έξυπνος από το να «εκμεταλλευτεί» το θέμα του σκανδαλοθηρικά. Όλη η ταινία, τη μεγάλη αντίθεση κάθε δημιουργού βγάζει στη φόρα. Αυτήν όπου ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της δουλειάς του και θέλει να σπρώξει τα όριά του πιο πέρα. Ιδίως όταν αυτός ο δημιουργός είναι στρατευμένος και θέλει να μιλήσει και για άλλα πράγματα πέρα από τα προφανή. Που βλέπει το σινεμά όχι ως μια διαδικασία μαζικής διασκέδασης αλλά ως έναν τρόπο να βρεθείς σε αρμονία με το σύμπαν, να μιλήσεις με την διαδικασία του κατεπείγοντος για αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει με έναν συνομιλητή του. Εκείνος λέει πως πηγαίνει σινεμά για να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητα, αυτό δηλαδή που ο Spielberg ονομάζει escapism. Και του λέει ο Godard: γιατί να μην καταγράφει το σινεμά την πραγματικότητα; Γιατί να μην αναφέρεται σε πράγματα που καίνε; Είναι βιωματική τέχνη και οφείλει ηθικά και πολιτικά να το πράττει. Όλα αυτά ο Hazanavicius τα περνάει με τη φόρμα της κωμωδίας. Μπορεί να μην ξέρει να σκηνοθετεί σκηνές πλήθους (και αναφέρομαι στις σκηνές των διαδηλώσεων) και αφήνει ξεκρέμαστους κάποιους ηθοποιούς του (η Stacy Martin στο ρόλο της Anne δεν κάνει καμία υποκριτική προσπάθεια, απλά μας δείχνει το όμορφο πρόσωπό της και το ακόμα πιο όμορφο σώμα της, παίρνοντας από καιρού εις καιρόν το ύφος του πληγωμένου κουταβιού, μιας που ο «Godard» δεν χάνει την ευκαιρία να την προσβάλλει ευκαιρίας δοθείσης για τον μπουρζουάδικο εαυτό της).
Αλλά ο σκηνοθέτης τελικά κερδίζει το στοίχημα. Με έξυπνο τρόπο χρησιμοποιεί κάποια από τα τρικ για τα οποία έγινε διάσημος ο Godard, ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες του σινεμά, ας μην κρυβόμαστε. Και να οι μεσότιτλοι, και να τα συνθήματα με τεράστια γράμματα που γίνονται μηνύματα μέσα στην ταινία, και να οι διάλογοι στους οποίους άλλα λένε οι ηθοποιοί και άλλα εννοούν, τα οποία (αυτά που εννούν) τα βλέπουμε στους επεξηγηματικούς υποτίτλους, και να το γύρισμα σε αρνητικό, και να η ειρωνεία του να λες πως δεν βλέπεις τη χρησιμότητα του να γυρίζεις σκηνές με γυμνούς ηθοποιούς και ο διάλογος να γίνεται με τους δύο ηθοποιούς εντελώς γυμνούς! Το γκαγκ του σπασίματος των γυαλιών του Godard, ένα από τα σήματα κατατεθέντα της προσωπικής του εμφάνισης, βγάζει γέλιο και σταματάει εκεί που πρέπει (χωρίς τα γιαλιά ο Godard δεν βλέπει τίποτε), ο Louis Garrel πιάνει εύστοχα τον χαρακτηριστικό τρόπο ομιλίας του Ελβετού σκηνοθέτη, όλα καλά. Και υπάρχει και μπόλικη κινηματογραφοφιλία. Ο Godard βλέπει με την Anne «Το πάθος της Ζαν Ντ' Αρκ» του Dreyer σε ένα μικρό σινεμαδάκι, όπου βέβαια μαλώνουν. Βλέπουμε τη συνάντηση του Godard με τον Bertolucci και τον Ferreri. Βλέπουμε πόσο πολύ ζήλευε. Βλέπουμε τη δήλωσή του πως το μόνο που αξίζει από το σινεμά είναι μερικές ταινίες με τον Jerry Lewis και κάποιες των Marx Brothers – όλα τα υπόλοιπα είναι σκουπίδια για πέταγμα! Και βλέπουμε και τα ιστορικά συμβάντα.
Το πως ο Godard πρωτοστάτησε στα γεγονότα του γαλλικού Μάη αλλά ένιωθε γέρος, άρα κατεστημένο, σε σύγκριση με τους παθιασμένους και ορμητικούς φοιτητές. Το πως εξαιτίας του κι άλλων συναδέλφων του δεν έγινε ποτέ το φεστιβάλ των Καννών το 1968 – με το εύλογο επιχείρημα πως όταν η χώρα βρίσκεται σε τέτοια μεγάλη αναταραχή δεν μπορεί να εξελίσσεται ένα έστω καλλιτεχνικό γεγονός που έχει όμως χαρακτήρα κοσμικό και ρόλο θεσμού. Και βλέπουμε και τον χαρακτήρα του Godard. Τον μισάνθρωπο. Τον είρωνα. Που δεν μπορούσε να διαχειριστεί τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι λάτρευαν τη δουλειά του και τους πρόσβαλε. Αστική ευγένεια εννοείται πως δεν την είχε καθόλου, μιας που ήταν... αστική! Που αγαπούσε βαθιά τη γυναίκα του αλλά την πρόσβαλε επίσης συνέχεια κατηγορώντας την για μικροαστή.
Η ταινία βασίζεται στην αυτοβιογραφία της Anne Wiazemsky με τίτλο «Un an après», γι' αυτό και η Anne είναι ουσιαστικά η αφηγήτρια της ταινίας. Ναι, μια χαρά ταινία είναι, που σέβεται την Ιερή Αγελάδα του παγκόσμιου σινεμά, χωρίς να έχει κανένα πρόβλημα να την μυθοποιεί ακόμα περισσότερο, απομυθοποιώντας την. Ωραιότατο!
Παράξενο για φεστιβάλ, αλλά έπρεπε να περάσει μια βδομάδα από την αρχή του για να πετύχω την πρώτη ασπρόμαυρη ταινία! Το «Geu-hu» (The Day After) του λατρεμένου των φεστιβάλ (προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί) Hong Sang-soo συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα. Είχε άλλη μια ταινία εδώ στις Κάννες που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού και πριν ελάχιστους μήνες είχε ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale! Βέβαια, αν δει κανείς τις ταινίες του, καταλαβαίνει γιατί είναι τόσο δημιουργικός και πολυγραφότατος! Δεν θέλουν και τίποτε ιδιαίτερο κινηματογραφικά. Βάζει ανθρώπους να μιλάνε ακατάπαυστα αλά Rohmer! Καμία σχέση όμως με τον Γάλλο μετρ! Πιο πολύ από τις ταινίες του – και βάζω και τούτη μέσα – μου άρεσε το σκάνδαλο που δημιούργησε με την ερωτική του ζωή! Ο 57χρονος σκηνοθέτης χώρισε από τη γυναίκα του και ζει πλέον μαζί με την πρωταγωνίστριά του, τη θεά Kim Min-hee, 35 Μαΐων παρακαλώ, την οποία λατρέψαμε στην «Υπηρέτρια», το περσινό αριστούργημα του Park Chan-wook, που διαγωνίστηκε επίσης στις Κάννες. Κι αν και είναι νωρίς για απολογισμούς, κάτι μου λέει πως το περσινό διαγωνιστικό είχε καλύτερο επίπεδο από το φετινό...
Η υπόθεση: Είναι η πρώτη ημέρα της νεαρής και όμορφης Αρεούμ στη δουλειά, σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Το αφεντικό της, ο μεσήλικας Μπονγκγουάν, είχε ερωτική σχέση με την προηγούμενη υπάλληλό του. Ήταν σφοδρά ερωτευμένος μαζί της, αλλά χώρισε μαζί της, καθώς εκείνη δεν άντεχε το γεγονός ότι ο Μπονγκγουάν δεν έπαιρνε διαζύγιο από τη γυναίκα του. Την ημέρα που πιάνει δουλειά η Αρεούμ, ο Μπονγκγουάν αφήνει το σπίτι στα μαύρα χαράματα και οδεύει επίσης για τον εκδοτικό οίκο. Οι μνήμες της γυναίκας που έφυγε είναι βαριές πάνω του. Εκείνη την ημέρα, η σύζυγός του βρίσκει μια ερωτική επιστολή. Και χωρίς να την πολυψάξει, χάνοντας την ψυχραιμία της, ορμάει στο γραφείο και πλακώνει στα χαστούκια την Αρεούμ θεωρώντας πως εκείνη είναι η ερωμένη του άντρα της...
Η άποψή μας: Και μιλάνε και μιλάνε και μιλάνε και σταματημό δεν έχουν οι πρωταγωνιστές τούτης της ταινίας. Είτε για μπανάλ πράγματα όπως «βρε παιδί μου, αφού δουλεύουμε μαζί, ας μην είμαστε τυπικοί, ας μιλάμε στον ενικό, εγώ θα σε λέω Αρεούμ και εσύ μπορείς να με λες ‘’αφεντικό’’» είτε για πιο σημαντικά όπως τι είναι η πραγματικότητα; Είναι πραγματική η πραγματικότητα; Ή μήπως η πραγματικότητα είναι η οπτική του εγκεφάλου του καθενός από εμάς στην... πραγματικότητα; Ωραία πράγματα. Υπάρχει και λίγο μπερδεμένο χρονικό πέρα δώθε, η ταινία είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και όπως έλεγε και ο Βασίλης Κεχαγιάς όλοι οι ηθοποιοί μοιάζουν μεταξύ τους – δεν βγάζεις άκρη ποιος είναι ποιος! Και μέχρι να καταλάβεις παύει να σε ενδιαφέρει. Χαρακτηριστική φεστιβαλική ταινία, που αν τη γύριζε Έλληνας σκηνοθέτης θα λέγαμε «πω πω τι μαλατσία γύρισε ο τύπος». Και καλά κωμωδία και καλά η ανθρώπινη κατάσταση, ο χαμένος χρόνος, οι χαμένες αγάπες, άσε που κατά βάση ο σκηνοθέτης τη δική του εντέλει προσωπική εμπειρία με τον χωρισμό του ήθελε να κάνει ταινία εν είδη ψυχοθεραπείας. Όμορφη η Kim Min-hee αλλά ρε παιδιά, ρε παιδιά. Νουβέλ βαγκ στο 2017; Και να το θεωρούμε αυτό πρωτοπορία; Δεν θα πάρω, no, τζιζ.
Η υπόθεση: Είναι η πρώτη ημέρα της νεαρής και όμορφης Αρεούμ στη δουλειά, σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Το αφεντικό της, ο μεσήλικας Μπονγκγουάν, είχε ερωτική σχέση με την προηγούμενη υπάλληλό του. Ήταν σφοδρά ερωτευμένος μαζί της, αλλά χώρισε μαζί της, καθώς εκείνη δεν άντεχε το γεγονός ότι ο Μπονγκγουάν δεν έπαιρνε διαζύγιο από τη γυναίκα του. Την ημέρα που πιάνει δουλειά η Αρεούμ, ο Μπονγκγουάν αφήνει το σπίτι στα μαύρα χαράματα και οδεύει επίσης για τον εκδοτικό οίκο. Οι μνήμες της γυναίκας που έφυγε είναι βαριές πάνω του. Εκείνη την ημέρα, η σύζυγός του βρίσκει μια ερωτική επιστολή. Και χωρίς να την πολυψάξει, χάνοντας την ψυχραιμία της, ορμάει στο γραφείο και πλακώνει στα χαστούκια την Αρεούμ θεωρώντας πως εκείνη είναι η ερωμένη του άντρα της...
Η άποψή μας: Και μιλάνε και μιλάνε και μιλάνε και σταματημό δεν έχουν οι πρωταγωνιστές τούτης της ταινίας. Είτε για μπανάλ πράγματα όπως «βρε παιδί μου, αφού δουλεύουμε μαζί, ας μην είμαστε τυπικοί, ας μιλάμε στον ενικό, εγώ θα σε λέω Αρεούμ και εσύ μπορείς να με λες ‘’αφεντικό’’» είτε για πιο σημαντικά όπως τι είναι η πραγματικότητα; Είναι πραγματική η πραγματικότητα; Ή μήπως η πραγματικότητα είναι η οπτική του εγκεφάλου του καθενός από εμάς στην... πραγματικότητα; Ωραία πράγματα. Υπάρχει και λίγο μπερδεμένο χρονικό πέρα δώθε, η ταινία είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και όπως έλεγε και ο Βασίλης Κεχαγιάς όλοι οι ηθοποιοί μοιάζουν μεταξύ τους – δεν βγάζεις άκρη ποιος είναι ποιος! Και μέχρι να καταλάβεις παύει να σε ενδιαφέρει. Χαρακτηριστική φεστιβαλική ταινία, που αν τη γύριζε Έλληνας σκηνοθέτης θα λέγαμε «πω πω τι μαλατσία γύρισε ο τύπος». Και καλά κωμωδία και καλά η ανθρώπινη κατάσταση, ο χαμένος χρόνος, οι χαμένες αγάπες, άσε που κατά βάση ο σκηνοθέτης τη δική του εντέλει προσωπική εμπειρία με τον χωρισμό του ήθελε να κάνει ταινία εν είδη ψυχοθεραπείας. Όμορφη η Kim Min-hee αλλά ρε παιδιά, ρε παιδιά. Νουβέλ βαγκ στο 2017; Και να το θεωρούμε αυτό πρωτοπορία; Δεν θα πάρω, no, τζιζ.
Με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία «Oh Lucy!» έρχεται να μας συστηθεί η Atsuko Hirayanagi στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής». Και η αλήθεια είναι πως... χαρήκαμε πολύ για τη γνωριμία! Πριν από αυτήν είχε γυρίσει τέσσερις μικρού μήκους ταινίες και την μία από αυτές αποφάσισε να την κάνει... μεγάλη, διατηρώντας τον ίδιο τίτλο. Και κερασάκι στην τούρτα; Βασικό ρόλο παίζει ο κάποτε μορφονιός και με πολλά ένσημα στο Χόλιγουντ Josh Hartnett, που τελευταία εμφανίζεται ολοένα και λιγότερο στο σινεμά. Ελπίζουμε να αλλάξει σύντομα αυτό, γιατί το αγόρι... το 'χει!
Η υπόθεση: Η Σέτσουκο είναι μια μοναχική μεσήλικη. Η δουλειά της είναι βαρετή και γεμάτη συναδέλφους με προσποιητή ευγένεια, δεν έχει φίλους, δεν έχει εραστή και η μόνη της ευχαρίστηση είναι να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ζώντας σε ένα εντελώς ακατάστατο διαμέρισμα σε μια μη τουριστική περιοχή του Τόκιο. Έχει μια αδελφή, την Άγιακο, με την οποία όμως δεν τα πάνε καλά, καθώς την κατηγορεί για το ότι της έκλεψε τον άνδρα που αγαπούσε όταν ήταν νέες! Μια μέρα, που ξεκινάει με την Σέτσουκο να βλέπει κάποιον δίπλα της να αυτοκτονεί στο μετρό, η κόρη της Άγιακο και αγαπημένη ανιψιά της Σέτσουκο, η χαρούμενη, όμορφη και γεμάτη ζωή 20χρονη Μίκα, θα προτείνει στη θεία της να της δώσει χρήματα και να κάνει εκείνη τα μαθήματα αγγλικών για τα οποία είχε γραφτεί, μιας που της προέκυψε κάτι επείγον και δεν θα μπορεί να τα παρακολουθήσει. Η Σέτσουκο δέχεται χωρίς πολύ κέφι. Πηγαίνει στο πρώτο μάθημα, όπου συναντά τον καθηγητή των αγγλικών της, τον Τζον, ο οποίος κάνει πολύ ιδιαίτερα μαθήματα! Δίνει στην Σέτσουκο μια ξανθιά περούκα και τη μετονομάζει σε Λούσι! Και την αγκαλιάζει όλη την ώρα! Η όλη κατάσταση ενθουσιάζει την Σέτσουκο. Αδημονεί να πάει στο δεύτερο μάθημα. Ο Τζον όμως εξαφανίζεται...
Η άποψή μας: Πολύ ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε για εμάς τούτη η όμορφη ταινία. Μια ταινία που σε κάνει να γελάς, αλλά κρύβει μέσα τη πολύ πίκρα, πολύ μοναξιά, πολύ εγκατάλειψη. Η Σέτσουκο είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας. Κάποτε είχε όνειρα, πλέον έχουν όλα ξεραθεί. Η περίπτωση να αυτοκτονήσει δεν της φαίνεται και τόσο αποκρουστική. Και η περίπτωση να μετατραπεί στην υπάλληλο εκείνη στη δουλειά της, που όλοι οι συνάδελφοί της υποτίθεται την αγαπάνε αλλά πίσω από την πλάτη της, της σούρνουν διάφορα, της φαίνεται μια πολύ πιθανή προοπτική. Μεγαλόπολη. Σκατά. Σκλάβα σε μια δουλειά χωρίς προοπτική και μια ζωή που δεν τη ζει, απλά περνάει τις μέρες της, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Το εντελώς αντίθετο είναι η ανιψιά της. Έχει μια ζέση, μια αισιοδοξία, μια μεταδοτικότητα χαράς που δεν περνά απαρατήρητη από την Σέτσουκο.
Το μεγάλο όμως σημείο που την κάνει να αλλάξει εντελώς, η κρίσιμη στιγμή στη ζωή της είναι η γνωριμία της με τον Τζον. Και με έναν άλλο συμμαθητή της, Ιάπωνα εννοείται, στον οποίο ο Τζον επίσης δίνει περούκα και τον βαφτίζει «Τομ». Η Σέτσουκο διστακτικά αρχικά αλλά ολοένα και πιο απελευθερωμένη αργότερα, δέχεται την εμπειρία με μεγάλη χαρά. Εξάλλου, πόσο καιρό έχει να την αγκαλιάσει ένας άντρας, έστω και στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου μαθήματος; Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι κι εκείνο που βγάζει το πιο πολύ γέλιο. Και από τη στιγμή που οι δύο αδελφές αποφασίζουν να πάνε στο Λος Άντζελες για να βρουν τον Τζον, το γέλιο μεγαλώνει. Η σχέση τους έχει πολύ πλάκα. Είναι ανταγωνιστικές, η Σέτσουκο δεν μπορεί να συγχωρέσει την Άγιακο και η Άγιακο δεν μπορεί να πάψει να το παίζει μεγάλη αδελφή, που όλο (επι)κρίνει την Σέτσουκο. Αλλά είπαμε, το γέλιο είναι πικρό. Αυτά που θα μάθει η Σέτσουκο για τον Τζον την κάνουν να δει σε όλο το μέγεθος την πλάνη τη. Βρίσκει όμως την δύναμη, την σχεδόν αυθάδεια να διεκδικήσει τον έρωτα! Από έναν άνθρωπο που δεν είναι για εκείνην ολοφάνερα.
Η Shinobu Terajima στο ρόλο της Σέτσουκο/ Λούσι είναι εξαιρετική. Και η σκηνοθέτιδα την αγαπάει την ηρωίδα της. Μια γυναίκα που θέλει να αγαπηθεί. Μια γυναίκα που μπορεί να κάνει θυσίες. Μια γυναίκα που μπορεί να γίνει πολύ σκληρή. Μια γυναίκα που θα έχει τελικά την ευκαιρία της; Μια αγκαλιά ρε παιδιά. Μια αγκαλιά. Στα χέρια άλλου σκηνοθέτη η ταινία θα μπορούσε να γίνει μια πολύ πιο ανάλαφρη και ψυχαγωγική κωμωδία. Εδώ το γέλιο κρύβει και λίγο μαυρίλα. Έτσι όπως μας αρέσει...
Η υπόθεση: Η Σέτσουκο είναι μια μοναχική μεσήλικη. Η δουλειά της είναι βαρετή και γεμάτη συναδέλφους με προσποιητή ευγένεια, δεν έχει φίλους, δεν έχει εραστή και η μόνη της ευχαρίστηση είναι να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ζώντας σε ένα εντελώς ακατάστατο διαμέρισμα σε μια μη τουριστική περιοχή του Τόκιο. Έχει μια αδελφή, την Άγιακο, με την οποία όμως δεν τα πάνε καλά, καθώς την κατηγορεί για το ότι της έκλεψε τον άνδρα που αγαπούσε όταν ήταν νέες! Μια μέρα, που ξεκινάει με την Σέτσουκο να βλέπει κάποιον δίπλα της να αυτοκτονεί στο μετρό, η κόρη της Άγιακο και αγαπημένη ανιψιά της Σέτσουκο, η χαρούμενη, όμορφη και γεμάτη ζωή 20χρονη Μίκα, θα προτείνει στη θεία της να της δώσει χρήματα και να κάνει εκείνη τα μαθήματα αγγλικών για τα οποία είχε γραφτεί, μιας που της προέκυψε κάτι επείγον και δεν θα μπορεί να τα παρακολουθήσει. Η Σέτσουκο δέχεται χωρίς πολύ κέφι. Πηγαίνει στο πρώτο μάθημα, όπου συναντά τον καθηγητή των αγγλικών της, τον Τζον, ο οποίος κάνει πολύ ιδιαίτερα μαθήματα! Δίνει στην Σέτσουκο μια ξανθιά περούκα και τη μετονομάζει σε Λούσι! Και την αγκαλιάζει όλη την ώρα! Η όλη κατάσταση ενθουσιάζει την Σέτσουκο. Αδημονεί να πάει στο δεύτερο μάθημα. Ο Τζον όμως εξαφανίζεται...
Η άποψή μας: Πολύ ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε για εμάς τούτη η όμορφη ταινία. Μια ταινία που σε κάνει να γελάς, αλλά κρύβει μέσα τη πολύ πίκρα, πολύ μοναξιά, πολύ εγκατάλειψη. Η Σέτσουκο είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας. Κάποτε είχε όνειρα, πλέον έχουν όλα ξεραθεί. Η περίπτωση να αυτοκτονήσει δεν της φαίνεται και τόσο αποκρουστική. Και η περίπτωση να μετατραπεί στην υπάλληλο εκείνη στη δουλειά της, που όλοι οι συνάδελφοί της υποτίθεται την αγαπάνε αλλά πίσω από την πλάτη της, της σούρνουν διάφορα, της φαίνεται μια πολύ πιθανή προοπτική. Μεγαλόπολη. Σκατά. Σκλάβα σε μια δουλειά χωρίς προοπτική και μια ζωή που δεν τη ζει, απλά περνάει τις μέρες της, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Το εντελώς αντίθετο είναι η ανιψιά της. Έχει μια ζέση, μια αισιοδοξία, μια μεταδοτικότητα χαράς που δεν περνά απαρατήρητη από την Σέτσουκο.
Το μεγάλο όμως σημείο που την κάνει να αλλάξει εντελώς, η κρίσιμη στιγμή στη ζωή της είναι η γνωριμία της με τον Τζον. Και με έναν άλλο συμμαθητή της, Ιάπωνα εννοείται, στον οποίο ο Τζον επίσης δίνει περούκα και τον βαφτίζει «Τομ». Η Σέτσουκο διστακτικά αρχικά αλλά ολοένα και πιο απελευθερωμένη αργότερα, δέχεται την εμπειρία με μεγάλη χαρά. Εξάλλου, πόσο καιρό έχει να την αγκαλιάσει ένας άντρας, έστω και στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου μαθήματος; Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι κι εκείνο που βγάζει το πιο πολύ γέλιο. Και από τη στιγμή που οι δύο αδελφές αποφασίζουν να πάνε στο Λος Άντζελες για να βρουν τον Τζον, το γέλιο μεγαλώνει. Η σχέση τους έχει πολύ πλάκα. Είναι ανταγωνιστικές, η Σέτσουκο δεν μπορεί να συγχωρέσει την Άγιακο και η Άγιακο δεν μπορεί να πάψει να το παίζει μεγάλη αδελφή, που όλο (επι)κρίνει την Σέτσουκο. Αλλά είπαμε, το γέλιο είναι πικρό. Αυτά που θα μάθει η Σέτσουκο για τον Τζον την κάνουν να δει σε όλο το μέγεθος την πλάνη τη. Βρίσκει όμως την δύναμη, την σχεδόν αυθάδεια να διεκδικήσει τον έρωτα! Από έναν άνθρωπο που δεν είναι για εκείνην ολοφάνερα.
Η Shinobu Terajima στο ρόλο της Σέτσουκο/ Λούσι είναι εξαιρετική. Και η σκηνοθέτιδα την αγαπάει την ηρωίδα της. Μια γυναίκα που θέλει να αγαπηθεί. Μια γυναίκα που μπορεί να κάνει θυσίες. Μια γυναίκα που μπορεί να γίνει πολύ σκληρή. Μια γυναίκα που θα έχει τελικά την ευκαιρία της; Μια αγκαλιά ρε παιδιά. Μια αγκαλιά. Στα χέρια άλλου σκηνοθέτη η ταινία θα μπορούσε να γίνει μια πολύ πιο ανάλαφρη και ψυχαγωγική κωμωδία. Εδώ το γέλιο κρύβει και λίγο μαυρίλα. Έτσι όπως μας αρέσει...
Θοδωρής Γιαχουστίδης