του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ναι, μπορεί να συμβεί και στα καλύτερα φεστιβάλ!
Πανικός στην πρωινή δημοσιογραφική προβολή του «Okja» του Bong Joon Ho. Τα πράγματα δεν πήγαν καλά με την προβολή (προβολή σε λάθος aspect ratio) σε σημείο οι παρευρισκόμενοι δημοσιογράφοι να αρχίσουν να γιουχάρουν! Το Netflix, που έχει τα δικαιώματα της ταινίας, έβγαλε δελτίο τύπου ζητώντας συγνώμη και παίρνοντας εν μέρη την ευθύνη για το πρόβλημα που εμφανίστηκε στην προβολή επάνω του. Στη συγκεκριμένη προβολή επέλεξα να μην παρευρεθώ. Για ιδεολογικούς λόγους. Τι νόημα έχει να δω μια ταινία που δεν θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες αλλά σε λίγες εβδομάδες θα μπορούμε να τη δούμε στο ιδιότυπο συνδρομητικό κανάλι (για να μην αρχίσω να λέω για... κατεβάσματα;). Τι γυρεύει αυτή η ταινία σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, όπως αυτό των Καννών, και μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα; Πείτε με παλιομοδίτη αλλά όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Για μια τιμή και μια αξιοπρέπεια ζούμε. Κι αν το μέλλον του σινεμά είναι η τηλεόραση, so be it! Μέχρι τότε όμως τις ταινίες τις βλέπουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες, για τις οποίες είναι γυρισμένες. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Netflix στην tv!
Κατά τα άλλα ένα ψιλόβροχο νωρίς το πρωί κι ένας δυνατός αέρας νωρίς το απόγευμα ήρθαν για να διαταράξουν ελαφρώς τη λιακάδα που βιώνουμε εδώ πέρα. Σε ότι αφορά τα φάουλ των διοργανωτών, θα επανέλθω.
Κατά τα άλλα ένα ψιλόβροχο νωρίς το πρωί κι ένας δυνατός αέρας νωρίς το απόγευμα ήρθαν για να διαταράξουν ελαφρώς τη λιακάδα που βιώνουμε εδώ πέρα. Σε ότι αφορά τα φάουλ των διοργανωτών, θα επανέλθω.
Για σήμερα σας έχω τρεις ταινίες. Και ξεκινάμε κλασικά με εκείνη από το διαγωνιστικό τμήμα. Ένα διαγωνιστικό τμήμα που μέρα με τη μέρα δείχνει ότι είναι δομημένο από σπουδαία φιλμ. Που χάνουν – οι περισσότερες από όσες είδαμε ως τώρα – τον τίτλο του αριστουργήματος στα σημεία. Αλλά, ναι, προκαλούν συζητήσεις, βάζουν το μυαλό να δουλέψει, αναγκάζουν τον θεατή όχι απλά να παρακολουθεί αλλά να παίρνει θέση. Όπως πχ η νέα ταινία του Σουηδού Ruben Östlund «The Square». Αυτή είναι η 4η από τις πέντε ταινίες μεγάλου μήκους που έχει γυρίσει, η οποία προβάλλεται στις Κάννες και η πρώτη που συμμετέχει στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα. Η προηγούμενή του, το σπουδαίο «Ανωτέρα βία» είχε συμμετάσχει το 2014 στο «Ένα κάποιο βλέμμα», όπου και είχε κερδίσει το Βραβείο της Επιτροπής.
Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν είναι ο ευυπόληπτος έφορος του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Στοκχόλμη, ένας διαζευγμένος πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών, που οδηγεί ηλεκτρονικό αυτοκίνητο μάρκας Tesla κι ένας άνθρωπος που βοηθάει τους επαίτες γύρω του όποτε μπορεί – πολλές φορές, όμως απλά τους λέει πως δεν έχει μετρητά. Επόμενο μεγάλο έκθεμα του μουσείου είναι το Τετράγωνο ή η Πλατεία, μια εγκατάσταση μιας καλλιτέχνιδας από την Αργεντινή, που καλεί τους περαστικούς να επιδείξουν αλτρουισμό, θυμίζοντάς τους το ρόλο ενός υπεύθυνου στην κοινωνία ατόμου. Αλλά καμιά φορά είναι δύσκολο να παραμείνεις πιστός στα ιδανικά σου.
Μια μέρα, χωρίς να το καταλάβει, ο Κρίστιαν πέφτει θύμα ενός καλοστημένου κόλπου μέσω του οποίου του κλέβουν το πορτοφόλι και το κινητό του. Με την παρότρυνση ενός συνεργάτη του αντιδράει επιθετικά, που από τη μια έχει αποτέλεσμα (του επιστρέφονται τα κλεμμένα), από την άλλη όμως υπάρχουν και παρενέργειες. Κι έχει να αντιμετωπίσει και μια δημοσιογράφο, με την οποία κάνει σεξ, αλλά και τους μαρκετίστες που προσλαμβάνει το μουσείο για να προωθήσει την έκθεση, οι οποίοι ετοιμάζουν μια καμπάνια τουλάχιστον ανήθικη. Η έκρηξη του ανεξέλεγκτου Κρίστιαν οδηγεί αυτόν, όπως και το μουσείο, σε κρίση.
Η άποψή μας: Ο Κρίστιαν είναι όμορφος. Ο Κρίστιαν είναι ετοιμόλογος. Ο Κρίστιαν ξέρει να λέει μπούρδες να ακούγονται ωραία. Ο Κρίστιαν ξέρει από σύγχρονη τέχνη. Ή προσποιείται ότι ξέρει. Το σίγουρο είναι ότι οι άλλοι πείθονται. Ο Κρίστιαν είναι ένας μεσοαστός. Ξέρει κόσμο. Ξέρει πολύ κόσμο. Ξέρει έναν από τους 251 πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, από αυτούς που έχουν στην κατοχή τους τον μισό πλούτο ολάκερης της γης! Ξέρει τη σημασία να είσαι αυθεντικός και αυθόρμητος, οπότε τα προβάρει και τα δύο. Όταν (νομίζει πως) σταματάει μια επίθεση ενός άντρα απέναντι σε μια γυναίκα που φωνάζει πως θα τη σκοτώσουν, νιώθει δυνατός, σαν να ξυπνάει μέσα του το αρσενικό, που έχει μετατραπεί σε μετροσέξουαλ. Νιώθει έξαψη. Όταν καταλαβαίνει πως όλο αυτό ήταν κόλπο για να τον κλέψουν δημοσίως θίγεται ο ανδρικός εγωισμός του. Και βάζει πλώρη να πάρει εκδίκηση.
Ο σκηνοθέτης παίρνει όλα τα όπλα του και πυροβολεί αδιακρίτως. Το χιούμορ του και ο σουρεαλισμός του παραπέμπουν από τον συμπατριώτη του Andersson και τον Bunuel μέχρι τον Haneke και τον Carax! Στην πρώτη γραμμή του πυρός, η τέχνη. Τι είναι τέχνη; Τι είναι σύγχρονη τέχνη; Το να μπει οποιοδήποτε αντικείμενο σε ένα μουσείο το κάνει αντικείμενο τέχνης; Είναι 20 βουναλάκια από χαλίκια μαζεμένα σε έναν μουσείο, τέχνη; Είναι 10 καρέκλες μπλεγμένες η μία πάνω στην άλλη, ακατάστατα, συνοδευμένες από τον ήχο της κατάρρευσης τους σε λούπα, τέχνη; Μπορεί οι ζωγραφιές ενός χιμπατζή να είναι τέχνη; Σύγχρονη τέχνη ρε φίλε. Ένας ακόμα τρόπος να διαχωρίζονται οι φτωχοί από τους πλούσιους. Οι μεγαλοαστοί θαυμάζουν την τέχνη – εννοείται ότι δεν καταλαβαίνουν γρι. Κι όταν η τέχνη είναι διαδραστική, ζωώδης, πηγμένη στα ένστικτα, η τέχνη είναι... επικίνδυνη! Τους τρομοκρατεί. Τους γελοιοποιεί: είναι καταπληκτική η σκηνή με τον Ρώσο καλλιτέχνη που «κάνει» τον χιμπατζή σε ένα πάρτι γεμάτο από την αφάν γκατέ της σουηδικής κοινωνίας και τα κάνει γιάμπαλο! Τρόμο να δουν τα μάτια σας!
Αλλά πάντα σε πρώτο πλάνο ο Κρίστιαν. Ο καλός αυτός άνθρωπος. Που βοηθάει τους επαίτες: ξεχασμένοι στο περιθώριο, μόνο ως... εκρηκτική πρώτη ύλη για viral βίντεο μπορούν να χρησιμεύσουν! Ο εραστής: η σκηνή του σεξ με την Elisabeth Moss και η τύχη του... προφυλακτικού, είναι από τις πολύ αστείες της ταινίας. Ο δίκαιος: ζητάει δικαιοσύνη και βάζει να ακούσει... Justice!!! Ένα τίποτα είναι. Ένας κενός άνθρωπος που δείχνει ωραίος μέσα στα ακριβά του κουστούμια. Και η σύγχρονη τέχνη κάποτε θα είναι κλασική τέχνη, όπως σήμερα κλασική τέχνη είναι η τέχνη που κάποτε ήταν σύγχρονη: η τύχη του αγάλματος με τον έφιππο μπροστά από το μουσείο, που πρέπει να φύγει για να τοποθετηθεί εκεί το Τετράγωνο, η Πλατεία, είναι επίσης από τις πολλές αστείες σκηνές της ταινίας. Μιας ταινίας που μιλάει πέρα από τη σύγχρονη τέχνη και για τη σύγχρονη κοινωνία, που βρίσκεται ολοφάνερα σε ελεύθερη πτώση. «Θέλετε να βοηθήσετε να σωθεί ένας άνθρωπος;» ρωτάει μια ακτιβίστρια τους περαστικούς στο δρόμο. «Όχι σήμερα» είναι η απάντηση ενός, από εκείνους που δίνουν απάντηση! Ρε φίλε, κατάντια. Όσο οδεύουμε όμως προς το φινάλε νιώθεις να πλησιάζει με φόρα μια... αμηχανία!
Μετά από δυόμιση ώρες ταινίας ο σκηνοθέτης αφήνει υποπλοκές ανολοκλήρωτες (πχ τι γίνεται η σχέση του κεντρικού ήρωα με την Moss;) και θαρρείς και φοβάται να το τραβήξει το πράγμα μέχρι τέλους. Κι εκεί που σκοτώνει με το βαμβάκι και μας κάνει να γελάμε με τα χάλια των δυτικών κοινωνιών, στο τέλος σοβαρεύει. Και ο αμοραλιστής ήρωάς του γίνεται άνθρωπος. Άτσαλα. Βιαστικά. Παρά φύσιν. Παρά τρίχα αριστούργημα!
Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν είναι ο ευυπόληπτος έφορος του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Στοκχόλμη, ένας διαζευγμένος πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών, που οδηγεί ηλεκτρονικό αυτοκίνητο μάρκας Tesla κι ένας άνθρωπος που βοηθάει τους επαίτες γύρω του όποτε μπορεί – πολλές φορές, όμως απλά τους λέει πως δεν έχει μετρητά. Επόμενο μεγάλο έκθεμα του μουσείου είναι το Τετράγωνο ή η Πλατεία, μια εγκατάσταση μιας καλλιτέχνιδας από την Αργεντινή, που καλεί τους περαστικούς να επιδείξουν αλτρουισμό, θυμίζοντάς τους το ρόλο ενός υπεύθυνου στην κοινωνία ατόμου. Αλλά καμιά φορά είναι δύσκολο να παραμείνεις πιστός στα ιδανικά σου.
Μια μέρα, χωρίς να το καταλάβει, ο Κρίστιαν πέφτει θύμα ενός καλοστημένου κόλπου μέσω του οποίου του κλέβουν το πορτοφόλι και το κινητό του. Με την παρότρυνση ενός συνεργάτη του αντιδράει επιθετικά, που από τη μια έχει αποτέλεσμα (του επιστρέφονται τα κλεμμένα), από την άλλη όμως υπάρχουν και παρενέργειες. Κι έχει να αντιμετωπίσει και μια δημοσιογράφο, με την οποία κάνει σεξ, αλλά και τους μαρκετίστες που προσλαμβάνει το μουσείο για να προωθήσει την έκθεση, οι οποίοι ετοιμάζουν μια καμπάνια τουλάχιστον ανήθικη. Η έκρηξη του ανεξέλεγκτου Κρίστιαν οδηγεί αυτόν, όπως και το μουσείο, σε κρίση.
Η άποψή μας: Ο Κρίστιαν είναι όμορφος. Ο Κρίστιαν είναι ετοιμόλογος. Ο Κρίστιαν ξέρει να λέει μπούρδες να ακούγονται ωραία. Ο Κρίστιαν ξέρει από σύγχρονη τέχνη. Ή προσποιείται ότι ξέρει. Το σίγουρο είναι ότι οι άλλοι πείθονται. Ο Κρίστιαν είναι ένας μεσοαστός. Ξέρει κόσμο. Ξέρει πολύ κόσμο. Ξέρει έναν από τους 251 πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, από αυτούς που έχουν στην κατοχή τους τον μισό πλούτο ολάκερης της γης! Ξέρει τη σημασία να είσαι αυθεντικός και αυθόρμητος, οπότε τα προβάρει και τα δύο. Όταν (νομίζει πως) σταματάει μια επίθεση ενός άντρα απέναντι σε μια γυναίκα που φωνάζει πως θα τη σκοτώσουν, νιώθει δυνατός, σαν να ξυπνάει μέσα του το αρσενικό, που έχει μετατραπεί σε μετροσέξουαλ. Νιώθει έξαψη. Όταν καταλαβαίνει πως όλο αυτό ήταν κόλπο για να τον κλέψουν δημοσίως θίγεται ο ανδρικός εγωισμός του. Και βάζει πλώρη να πάρει εκδίκηση.
Ο σκηνοθέτης παίρνει όλα τα όπλα του και πυροβολεί αδιακρίτως. Το χιούμορ του και ο σουρεαλισμός του παραπέμπουν από τον συμπατριώτη του Andersson και τον Bunuel μέχρι τον Haneke και τον Carax! Στην πρώτη γραμμή του πυρός, η τέχνη. Τι είναι τέχνη; Τι είναι σύγχρονη τέχνη; Το να μπει οποιοδήποτε αντικείμενο σε ένα μουσείο το κάνει αντικείμενο τέχνης; Είναι 20 βουναλάκια από χαλίκια μαζεμένα σε έναν μουσείο, τέχνη; Είναι 10 καρέκλες μπλεγμένες η μία πάνω στην άλλη, ακατάστατα, συνοδευμένες από τον ήχο της κατάρρευσης τους σε λούπα, τέχνη; Μπορεί οι ζωγραφιές ενός χιμπατζή να είναι τέχνη; Σύγχρονη τέχνη ρε φίλε. Ένας ακόμα τρόπος να διαχωρίζονται οι φτωχοί από τους πλούσιους. Οι μεγαλοαστοί θαυμάζουν την τέχνη – εννοείται ότι δεν καταλαβαίνουν γρι. Κι όταν η τέχνη είναι διαδραστική, ζωώδης, πηγμένη στα ένστικτα, η τέχνη είναι... επικίνδυνη! Τους τρομοκρατεί. Τους γελοιοποιεί: είναι καταπληκτική η σκηνή με τον Ρώσο καλλιτέχνη που «κάνει» τον χιμπατζή σε ένα πάρτι γεμάτο από την αφάν γκατέ της σουηδικής κοινωνίας και τα κάνει γιάμπαλο! Τρόμο να δουν τα μάτια σας!
Αλλά πάντα σε πρώτο πλάνο ο Κρίστιαν. Ο καλός αυτός άνθρωπος. Που βοηθάει τους επαίτες: ξεχασμένοι στο περιθώριο, μόνο ως... εκρηκτική πρώτη ύλη για viral βίντεο μπορούν να χρησιμεύσουν! Ο εραστής: η σκηνή του σεξ με την Elisabeth Moss και η τύχη του... προφυλακτικού, είναι από τις πολύ αστείες της ταινίας. Ο δίκαιος: ζητάει δικαιοσύνη και βάζει να ακούσει... Justice!!! Ένα τίποτα είναι. Ένας κενός άνθρωπος που δείχνει ωραίος μέσα στα ακριβά του κουστούμια. Και η σύγχρονη τέχνη κάποτε θα είναι κλασική τέχνη, όπως σήμερα κλασική τέχνη είναι η τέχνη που κάποτε ήταν σύγχρονη: η τύχη του αγάλματος με τον έφιππο μπροστά από το μουσείο, που πρέπει να φύγει για να τοποθετηθεί εκεί το Τετράγωνο, η Πλατεία, είναι επίσης από τις πολλές αστείες σκηνές της ταινίας. Μιας ταινίας που μιλάει πέρα από τη σύγχρονη τέχνη και για τη σύγχρονη κοινωνία, που βρίσκεται ολοφάνερα σε ελεύθερη πτώση. «Θέλετε να βοηθήσετε να σωθεί ένας άνθρωπος;» ρωτάει μια ακτιβίστρια τους περαστικούς στο δρόμο. «Όχι σήμερα» είναι η απάντηση ενός, από εκείνους που δίνουν απάντηση! Ρε φίλε, κατάντια. Όσο οδεύουμε όμως προς το φινάλε νιώθεις να πλησιάζει με φόρα μια... αμηχανία!
Μετά από δυόμιση ώρες ταινίας ο σκηνοθέτης αφήνει υποπλοκές ανολοκλήρωτες (πχ τι γίνεται η σχέση του κεντρικού ήρωα με την Moss;) και θαρρείς και φοβάται να το τραβήξει το πράγμα μέχρι τέλους. Κι εκεί που σκοτώνει με το βαμβάκι και μας κάνει να γελάμε με τα χάλια των δυτικών κοινωνιών, στο τέλος σοβαρεύει. Και ο αμοραλιστής ήρωάς του γίνεται άνθρωπος. Άτσαλα. Βιαστικά. Παρά φύσιν. Παρά τρίχα αριστούργημα!
Από την Αφρική μας έρχεται η δεύτερη ταινία της ημέρας και συγκεκριμένα από την Τυνησία. Τίτλος της: «Aala Kaf Ifrit» (Beauty and the Dogs) της Kaouther Ben Hania. Είναι η τρίτη της μεγάλου μήκους ταινία και η δεύτερη (μετά την πρώτη της) που εμφανίζεται στις Κάννες. Η πρώτη βέβαια προβλήθηκε στο ημιεπίσημο τμήμα ACID, στο οποίο προβάλλονται ταινίες οι οποίες έχουν πίσω τους μόνο ανεξάρτητες εταιρίες παραγωγής. Τούτη η ταινία, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, συμμετέχει στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα».
Η υπόθεση: Η Μαριάμ είναι μια νεαρή και όμορφη Τυνήσια φοιτήτρια. Είναι 21ος ετών, σπουδάζει στην Τύνιδα, ζει σε εστίες για κορίτσια όντας από την επαρχία και είναι μια δραστήρια κοπέλα, γεμάτη ζωή. Μια νύχτα, στην οποία το μόνο που θέλει είναι να χορέψει στη ντίσκο, σε μια εκδήλωση που η ίδια οργανώνει για να μαζευτούν χρήματα, γνωρίζει τον Γιούσεφ, έναν νεαρό που την κοιτάζει επίμονα. Θέλουν να μιλήσουν, βγαίνουν από τη ντίσκο όπου γίνεται το πάρτι και περπατούν στην αμμουδιά της παρακείμενης παραλίας. Αλλά κάτι το τρομερό συμβαίνει. Τρεις αστυνομικοί τη βλέπουν να φιλιέται με τον Γιούσεφ. Προσποιούμενοι ότι κάνουν έναν έλεγχο ρουτίνας, ο ένας κλέβει χρήματα από τον Γιούσεφ (που με αυτόν τον τρόπο – μετά χρήματα δηλαδή – πιστεύει πως θα τους αφήσουν ήσυχους) και οι άλλοι δύο βιάζουν τη Μαριάμ, αφού τη βάζουν μέσα σε ένα περιπολικό. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή της κόλασής της...
Η άποψή μας: Αυτό που σοκάρει πιο πολύ στην ταινία της Kaouther Ben Hania δεν είναι τόσο ο βιασμός. Ναι, ξέρω, ακούγεται κάπως αυτό. Αλλά όντας αράβικη παραγωγή, έτσι κι αλλιώς ο βιασμός δεν μπορεί να παρουσιαστεί «γραφικά», όπως πχ θα μπορούσε να γίνει με μια ευρωπαϊκή ή μια αμερικάνικη παραγωγή. Η «Αραβική Άνοιξη» βρίσκεται στα σπάργανα, υποτίθεται πως κάποια δικαιώματα έχουν κερδηθεί, κάποιες ελευθερίες είναι πλέον δεδομένες, αλλά και πάλι η εμφάνιση μιας κοπέλας με πλούσιο στήθος και φόρεμα ολίγον τι προκλητικό εύκολα οδηγεί στο να χαρακτηριστεί «πουτάνα». Ότι «τα ήθελε ο κώλος της». Και να παρουσιαστεί ο βιασμός, έστω και από μακριά, έστω και κεκαλυμμένα, θα δημιουργούσε σκάνδαλο. Μα έτσι κι αλλιώς η σκηνοθέτιδα δεν θέλει να προκαλέσει. Όχι. Θέλει να δείξει τις δομές μιας χώρας που μπορεί να βίωσε μια επανάσταση αλλά ζει ακόμα βουτηγμένη στη διαφθορά από τη μια και στην αδιαφορία από την άλλη.
Στη μακριά νύχτα που καλείται να διαβεί η Μαριάμ μετά το βιασμό της, ευτυχώς με συμπαραστάτη τον Γιούσεφ, που είναι ανοιχτόμυαλος και προοδευτικός, θα βιώσει επαλειμμένους «βιασμούς». Από αστυνομικούς που, για να προστατέψουν τους συναδέλφους τους, δεν παίρνουν στα σοβαρά την κατηγορία της, την κάνουν να αισθάνεται άσχημα, της κάνουν ψυχολογικό πόλεμο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αναγκάσουν να μην προχωρήσει σε επίσημη καταγγελία του γεγονότος. Από γιατρούς και νοσοκόμους, που αδιαφορούν για την κατάστασή της: «μια χαρά φαίνεσαι» της λέει μια γιατρός στην ιδιωτική κλινική που πηγαίνει αρχικά. Η γραφειοκρατεία εκεί δεν της επιτρέπει να εξεταστεί για να έχει έγγραφη πραγματογνωμοσύνη από γιατρό ότι όντως βιάστηκε. Στο δημόσιο νοσοκομείο, το χάος. Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Άντε να βρεις άνθρωπο να ασχοληθεί με την περίπτωσή της. Με τα πολλά, με τη βοήθεια μιας συμπονετικής νοσοκόμας και του ιατροδικαστή καταλαβαίνει η Μαριάμ πως πρώτα πρέπει να κάνει την καταγγελία στην αστυνομία και από εκεί να την στείλουν να κάνει την εξέταση. Φτου και από την αρχή, σε άλλο τμήμα. Και νέοι εκφοβισμοί: θα τα πούμε όλα στον μπαμπά σου. Και νέος πόλεμος και νέοι χαρακτηρισμοί. Η Μαριάμ βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο να τα παρατήσει. Εκεί βρίσκει ως συμπαραστάτη τον Γιούσεφ, που της δίνει κουράγιο. Μόνο που τον... συλλαμβάνουν για αντίσταση κατά της αρχής! Και η Μαριάμ μένει μόνη της. Κι όχι μόνον αυτό: αναγνωρίζει τους βιαστές της στο αστυνομικό τμήμα!
Η σκηνοθέτιδα θέτει την κάμερά της στην υπηρεσία της ιστορίας. Δεν κάνει κόλπα, αφηγείται στρωτά και από καιρού εις καιρόν διακόπτει την αφήγηση, τόσο μόνο ώστε να βγάλει ένα νούμερο στην οθόνη. Όλη η ιστορία σε εννέα πράξεις. Η νεαρή που παίζει την Μαριάμ είναι πολύ καλή στο ρόλο της. Και η κάμερα συλλαμβάνει όλες τις παθογένειες μιας κοινωνίας που μπορεί να είναι ελεύθερη θεωρητικά, ουσιαστικά όμως δεν έχει αλλάξει. Οι γυναίκες μπορούν ανά πάσα στιγμή να πέσουν θύματα ανδρικής βίας. Ακόμα και η έγκυος γυναίκα αστυνομικός δεν πιστεύει την Μαριάμ – κι αυτή έχει στο μυαλό της προκαταλήψεις και ιδέες του στυλ «τα ήθελε και τα έπαθε».
Προς το τέλος το όλον γίνεται και αστείο! Για να την πείσουν να μην προχωρήσει σε καταγγελία οι αστυνομικοί επικαλούνται τον πατριωτισμό της! «Δεν την αγαπάς την Τυνησία; Κάν'το για την Τυνησία! Διαφορετικά θα κράξουν την αστυνομία. Την αστυνομία που είναι ό,τι μας χωρίζει από τους λύκους». Όπου «λύκοι» οι φονταμενταλιστές. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Θέλει ανθρώπους να επιμένουν και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Θέλει γυναίκες να μην τα παρατάνε. Ενδιαφέρουσα ταινία θεματικά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον κινηματογραφικά.
Η υπόθεση: Η Μαριάμ είναι μια νεαρή και όμορφη Τυνήσια φοιτήτρια. Είναι 21ος ετών, σπουδάζει στην Τύνιδα, ζει σε εστίες για κορίτσια όντας από την επαρχία και είναι μια δραστήρια κοπέλα, γεμάτη ζωή. Μια νύχτα, στην οποία το μόνο που θέλει είναι να χορέψει στη ντίσκο, σε μια εκδήλωση που η ίδια οργανώνει για να μαζευτούν χρήματα, γνωρίζει τον Γιούσεφ, έναν νεαρό που την κοιτάζει επίμονα. Θέλουν να μιλήσουν, βγαίνουν από τη ντίσκο όπου γίνεται το πάρτι και περπατούν στην αμμουδιά της παρακείμενης παραλίας. Αλλά κάτι το τρομερό συμβαίνει. Τρεις αστυνομικοί τη βλέπουν να φιλιέται με τον Γιούσεφ. Προσποιούμενοι ότι κάνουν έναν έλεγχο ρουτίνας, ο ένας κλέβει χρήματα από τον Γιούσεφ (που με αυτόν τον τρόπο – μετά χρήματα δηλαδή – πιστεύει πως θα τους αφήσουν ήσυχους) και οι άλλοι δύο βιάζουν τη Μαριάμ, αφού τη βάζουν μέσα σε ένα περιπολικό. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή της κόλασής της...
Η άποψή μας: Αυτό που σοκάρει πιο πολύ στην ταινία της Kaouther Ben Hania δεν είναι τόσο ο βιασμός. Ναι, ξέρω, ακούγεται κάπως αυτό. Αλλά όντας αράβικη παραγωγή, έτσι κι αλλιώς ο βιασμός δεν μπορεί να παρουσιαστεί «γραφικά», όπως πχ θα μπορούσε να γίνει με μια ευρωπαϊκή ή μια αμερικάνικη παραγωγή. Η «Αραβική Άνοιξη» βρίσκεται στα σπάργανα, υποτίθεται πως κάποια δικαιώματα έχουν κερδηθεί, κάποιες ελευθερίες είναι πλέον δεδομένες, αλλά και πάλι η εμφάνιση μιας κοπέλας με πλούσιο στήθος και φόρεμα ολίγον τι προκλητικό εύκολα οδηγεί στο να χαρακτηριστεί «πουτάνα». Ότι «τα ήθελε ο κώλος της». Και να παρουσιαστεί ο βιασμός, έστω και από μακριά, έστω και κεκαλυμμένα, θα δημιουργούσε σκάνδαλο. Μα έτσι κι αλλιώς η σκηνοθέτιδα δεν θέλει να προκαλέσει. Όχι. Θέλει να δείξει τις δομές μιας χώρας που μπορεί να βίωσε μια επανάσταση αλλά ζει ακόμα βουτηγμένη στη διαφθορά από τη μια και στην αδιαφορία από την άλλη.
Στη μακριά νύχτα που καλείται να διαβεί η Μαριάμ μετά το βιασμό της, ευτυχώς με συμπαραστάτη τον Γιούσεφ, που είναι ανοιχτόμυαλος και προοδευτικός, θα βιώσει επαλειμμένους «βιασμούς». Από αστυνομικούς που, για να προστατέψουν τους συναδέλφους τους, δεν παίρνουν στα σοβαρά την κατηγορία της, την κάνουν να αισθάνεται άσχημα, της κάνουν ψυχολογικό πόλεμο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αναγκάσουν να μην προχωρήσει σε επίσημη καταγγελία του γεγονότος. Από γιατρούς και νοσοκόμους, που αδιαφορούν για την κατάστασή της: «μια χαρά φαίνεσαι» της λέει μια γιατρός στην ιδιωτική κλινική που πηγαίνει αρχικά. Η γραφειοκρατεία εκεί δεν της επιτρέπει να εξεταστεί για να έχει έγγραφη πραγματογνωμοσύνη από γιατρό ότι όντως βιάστηκε. Στο δημόσιο νοσοκομείο, το χάος. Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Άντε να βρεις άνθρωπο να ασχοληθεί με την περίπτωσή της. Με τα πολλά, με τη βοήθεια μιας συμπονετικής νοσοκόμας και του ιατροδικαστή καταλαβαίνει η Μαριάμ πως πρώτα πρέπει να κάνει την καταγγελία στην αστυνομία και από εκεί να την στείλουν να κάνει την εξέταση. Φτου και από την αρχή, σε άλλο τμήμα. Και νέοι εκφοβισμοί: θα τα πούμε όλα στον μπαμπά σου. Και νέος πόλεμος και νέοι χαρακτηρισμοί. Η Μαριάμ βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο να τα παρατήσει. Εκεί βρίσκει ως συμπαραστάτη τον Γιούσεφ, που της δίνει κουράγιο. Μόνο που τον... συλλαμβάνουν για αντίσταση κατά της αρχής! Και η Μαριάμ μένει μόνη της. Κι όχι μόνον αυτό: αναγνωρίζει τους βιαστές της στο αστυνομικό τμήμα!
Η σκηνοθέτιδα θέτει την κάμερά της στην υπηρεσία της ιστορίας. Δεν κάνει κόλπα, αφηγείται στρωτά και από καιρού εις καιρόν διακόπτει την αφήγηση, τόσο μόνο ώστε να βγάλει ένα νούμερο στην οθόνη. Όλη η ιστορία σε εννέα πράξεις. Η νεαρή που παίζει την Μαριάμ είναι πολύ καλή στο ρόλο της. Και η κάμερα συλλαμβάνει όλες τις παθογένειες μιας κοινωνίας που μπορεί να είναι ελεύθερη θεωρητικά, ουσιαστικά όμως δεν έχει αλλάξει. Οι γυναίκες μπορούν ανά πάσα στιγμή να πέσουν θύματα ανδρικής βίας. Ακόμα και η έγκυος γυναίκα αστυνομικός δεν πιστεύει την Μαριάμ – κι αυτή έχει στο μυαλό της προκαταλήψεις και ιδέες του στυλ «τα ήθελε και τα έπαθε».
Προς το τέλος το όλον γίνεται και αστείο! Για να την πείσουν να μην προχωρήσει σε καταγγελία οι αστυνομικοί επικαλούνται τον πατριωτισμό της! «Δεν την αγαπάς την Τυνησία; Κάν'το για την Τυνησία! Διαφορετικά θα κράξουν την αστυνομία. Την αστυνομία που είναι ό,τι μας χωρίζει από τους λύκους». Όπου «λύκοι» οι φονταμενταλιστές. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Θέλει ανθρώπους να επιμένουν και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Θέλει γυναίκες να μην τα παρατάνε. Ενδιαφέρουσα ταινία θεματικά χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον κινηματογραφικά.
Κι ερχόμαστε στην προβολή της ταινίας κατά την οποία οι Γάλλοι διοργανωτές τα έκαναν λίγο κουλουβάχατα. Η ταινία «Ava» της Léa Mysius είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους και συμμετέχει στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής», ενώ παράλληλα διεκδικεί και τη Χρυσή Κάμερα, βραβείο το οποίο διεκδικούν όλες οι πρώτες ταινίες, σε όποιο τμήμα κι αν συμμετέχουν! Όλα ξεκίνησαν καλά. Η αίθουσα ήταν γεμάτη, ο αρχηγός έβγαλε έναν ωραιότατο λόγο, παρουσιάστηκαν οι παραγωγοί, η σκηνοθέτιδα και οι ηθοποιοί της ταινίας, ξεκίνησε η προβολή και... πάπαλα οι υπότιτλοι! Το λες και χοντράδα. Δυο φορές βγήκα έξω να ενημερώσω και οι Φραντσέζοι μέσα στην αίθουσα μου έκαναν «σσσς», γιατί τους ενοχλούσα. Μωρέ τι λέτε ρε Γαλλάκια; Κλασικά, τα πήρα κρανίο, έκανα φασαρία, έριξα και μπινελίκια, κάτι fuckin’ και κάτι assholes για τα οποία ομολογώ πως δεν είμαι ιδιαίτερα περήφανος, αλλά η προβολή σταμάτησε! Και ξανάρχισε από την αρχή, με υποτίτλους αυτήν τη φορά. Όχι, παίζουμε! Χε χε χε...
Η υπόθεση: Η Άβα είναι ένα παράξενο 13χρονο κορίτσι, που περνάει τις καλοκαιρινές της διακοπές σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Έχει πρόβλημα με τα μάτια της και στην τελευταία της επίσκεψη στον οφθαλμίατρο μαθαίνει τα άσχημα νέα. Εξαιτίας πάθησης που δεν αναστρέφεται αρχικά θα χάσει την ικανότητά της να βλέπει στο ημίφως και στο σκοτάδι και σταδιακά θα χάσει εντελώς το φως της. Η μητέρα της (που έχει ακόμα μια κόρη, μωρό εκείνη, χωρίς κανέναν πατέρα στον ορίζοντα) αποφασίζει να συνεχίσουν τις διακοπές τους όσο καλύτερα μπορούν. Για χάρη της Άβα. Να διασκεδάσει και να δει όσα περισσότερα μπορεί μέχρι να πάψει να βλέπει πια. Η Άβα όμως αποφασίζει να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Συναντά έναν νεαρό τσιγγάνο. Αρχικά, του «κλέβει» τον σκύλο. Μετά εκείνος «κλέβει» την καρδιά της. Είναι λίγο μεγαλύτερος από εκείνην και τον κυνηγά η αστυνομία. Πώς θα τα βάλουν, αυτοί, δύο πιτσιρίκια, μόνοι απέναντι σε όλους;
Η άποψή μας: Για να πω την μαύρη αλήθεια εγώ κάτι σαν το περσινό «Raw» περίμενα να δω. Την ενηλικίωση δηλαδή μιας νεαρής κοπέλας μέσω κανιβαλισμού! Εδώ, με την εμφάνιση του μαύρου σκύλου, που τον βαφτίζει «Λούπο» η Άβα, σκέφτηκα «χμ, μάλλον με λυκανθρώπους θα έχουμε να κάνουμε». Καμία σχέση. Μια όμορφη, τρυφερή, ερωτική και ώρες ώρες αστεία ιστορία είναι τούτη εδώ. Με κοινωνικές αιχμές για την αντιμετώπιση των Τσιγγάνων από τη γαλλική κοινωνία και με λίγο από... «Μπόνι και Κλάιντ»!
Βασικό ατού της ταινίας η νεαρή της πρωταγωνίστρια. Η Noée Abita είναι πραγματικά σπουδαία στον κεντρικό ρόλο. Δείχνει τόλμη, θάρρος, θράσος, τσαμπουκά. Όλη η ταινία είναι χτισμένη επάνω της και σε τρεις άξονες: στο πως αντιμετωπίζει την αρρώστιά της, στο πως είναι δομημένη η σχέση της με τη μητέρα της και στο πως νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα για τον νεαρό Τσιγγάνο. Υπάρχουν σκηνές ονείρου που παραπέμπουν σε Bunuel της εποχής του «Ένας ανδαλουσιανός σκύλος». Υπάρχουν σκηνές όπου οι δύο νεαροί εραστές, γυμνοί, με όπλα στο χέρι και καλυμμένοι από άργιλο, ορμάνε σε γυμνιστές αστούς στην παραλία και τους κλέβουν, σε κάτι που παραπέμπει στον... «Τρελό Πιερό»! Υπάρχουν σκηνές όπως εκείνη όπου η μάνα της κάνει σεξ με τον νεαρό εραστή της και η Άβα μαζεύει παιδιά από τη γειτονιά για να δουν το ακατάλληλο για ανηλίκους θέαμα: πολύ γέλιο. Υπάρχει σκηνή τσιγγάνικου γάμου κατευθείαν βγαλμένη από το σύμπαν του Kusturica! Υπάρχει σκηνή όπου η μικρή τραγουδάει στο ρυθμό ενός γνωστού ποπ τραγουδιού. Ακούγεται δις μέσα στην ταινία ο αγαπημένος «Μπαλαμός», του Διονύση Τσακνή, που έγινε γνωστός από τον Γιώργο Κάτσαρη: βέβαια, στην ταινία το ακούμε από μια γυναίκα Τσιγγάνα!
Γενικώς, μια ιστορία έρωτα και αναρχίας, πολύ όμορφα δοσμένη, με ένα τελευταίο στοπ καρέ βγαλμένο από την καλύτερη παράδοση ανάλογων ταινιών. Όμορφο ντεμπούτο για την ενηλικίωση μιας κοπέλας και για τον ρατσισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας. Και ο ωκεανός ρε παιδιά, η θάλασσα, με τα τεράστια κύματά της, απλά συγκλονιστική!
Η υπόθεση: Η Άβα είναι ένα παράξενο 13χρονο κορίτσι, που περνάει τις καλοκαιρινές της διακοπές σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Έχει πρόβλημα με τα μάτια της και στην τελευταία της επίσκεψη στον οφθαλμίατρο μαθαίνει τα άσχημα νέα. Εξαιτίας πάθησης που δεν αναστρέφεται αρχικά θα χάσει την ικανότητά της να βλέπει στο ημίφως και στο σκοτάδι και σταδιακά θα χάσει εντελώς το φως της. Η μητέρα της (που έχει ακόμα μια κόρη, μωρό εκείνη, χωρίς κανέναν πατέρα στον ορίζοντα) αποφασίζει να συνεχίσουν τις διακοπές τους όσο καλύτερα μπορούν. Για χάρη της Άβα. Να διασκεδάσει και να δει όσα περισσότερα μπορεί μέχρι να πάψει να βλέπει πια. Η Άβα όμως αποφασίζει να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Συναντά έναν νεαρό τσιγγάνο. Αρχικά, του «κλέβει» τον σκύλο. Μετά εκείνος «κλέβει» την καρδιά της. Είναι λίγο μεγαλύτερος από εκείνην και τον κυνηγά η αστυνομία. Πώς θα τα βάλουν, αυτοί, δύο πιτσιρίκια, μόνοι απέναντι σε όλους;
Η άποψή μας: Για να πω την μαύρη αλήθεια εγώ κάτι σαν το περσινό «Raw» περίμενα να δω. Την ενηλικίωση δηλαδή μιας νεαρής κοπέλας μέσω κανιβαλισμού! Εδώ, με την εμφάνιση του μαύρου σκύλου, που τον βαφτίζει «Λούπο» η Άβα, σκέφτηκα «χμ, μάλλον με λυκανθρώπους θα έχουμε να κάνουμε». Καμία σχέση. Μια όμορφη, τρυφερή, ερωτική και ώρες ώρες αστεία ιστορία είναι τούτη εδώ. Με κοινωνικές αιχμές για την αντιμετώπιση των Τσιγγάνων από τη γαλλική κοινωνία και με λίγο από... «Μπόνι και Κλάιντ»!
Βασικό ατού της ταινίας η νεαρή της πρωταγωνίστρια. Η Noée Abita είναι πραγματικά σπουδαία στον κεντρικό ρόλο. Δείχνει τόλμη, θάρρος, θράσος, τσαμπουκά. Όλη η ταινία είναι χτισμένη επάνω της και σε τρεις άξονες: στο πως αντιμετωπίζει την αρρώστιά της, στο πως είναι δομημένη η σχέση της με τη μητέρα της και στο πως νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα για τον νεαρό Τσιγγάνο. Υπάρχουν σκηνές ονείρου που παραπέμπουν σε Bunuel της εποχής του «Ένας ανδαλουσιανός σκύλος». Υπάρχουν σκηνές όπου οι δύο νεαροί εραστές, γυμνοί, με όπλα στο χέρι και καλυμμένοι από άργιλο, ορμάνε σε γυμνιστές αστούς στην παραλία και τους κλέβουν, σε κάτι που παραπέμπει στον... «Τρελό Πιερό»! Υπάρχουν σκηνές όπως εκείνη όπου η μάνα της κάνει σεξ με τον νεαρό εραστή της και η Άβα μαζεύει παιδιά από τη γειτονιά για να δουν το ακατάλληλο για ανηλίκους θέαμα: πολύ γέλιο. Υπάρχει σκηνή τσιγγάνικου γάμου κατευθείαν βγαλμένη από το σύμπαν του Kusturica! Υπάρχει σκηνή όπου η μικρή τραγουδάει στο ρυθμό ενός γνωστού ποπ τραγουδιού. Ακούγεται δις μέσα στην ταινία ο αγαπημένος «Μπαλαμός», του Διονύση Τσακνή, που έγινε γνωστός από τον Γιώργο Κάτσαρη: βέβαια, στην ταινία το ακούμε από μια γυναίκα Τσιγγάνα!
Γενικώς, μια ιστορία έρωτα και αναρχίας, πολύ όμορφα δοσμένη, με ένα τελευταίο στοπ καρέ βγαλμένο από την καλύτερη παράδοση ανάλογων ταινιών. Όμορφο ντεμπούτο για την ενηλικίωση μιας κοπέλας και για τον ρατσισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας. Και ο ωκεανός ρε παιδιά, η θάλασσα, με τα τεράστια κύματά της, απλά συγκλονιστική!
Θοδωρής Γιαχουστίδης