του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Πρωτόγνωρα μέτρα ασφαλείας και ταινίες που απασφαλίζουν!
Εντάξει, λογικό είναι με τόσα που έχουν ήδη γίνει και στη Γαλλία σε σχέση με τρομοκρατικές επιθέσεις, οι άνθρωποι έχουν λάβει τα μέτρα τους. Υπέρ το δέον! Μέχρι και έφιππους της αστυνομίας έχουμε δει. Δρόμοι κλειστοί, κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, μποτιλιάρισμα για τους εποχούμενους και τσεκάρισμα σε κάθε έναν που θέλει να μπει μέσα σε αίθουσα εξονυχιστικό. Πώς μας τσεκάρουν όταν πάμε να πετάξουμε στο αεροδρόμιο; Καμία σχέση! Δέκα φορές πιο αυστηροί οι Φραντζέζοι. Ιδίως σε ότι έχει να κάνει με το κέντρο του φεστιβάλ, την Grande Salle Lumiere. Κι εντάξει ρε παιδιά, έστω ότι αν έχεις κάτι υγρό που μοιάζει με νερό, να είναι εύφλεκτο και να βάλεις φωτιά ξέρω 'γω. Το έρημο το σάντουίτς μου γιατί μου το κατάσχεσαν; Και τη μπανάνα μου; Άλλο φονικό όπλο αυτό! Να κορακιάζεις για δύο ώρες μέσα στην αίθουσα και να μην σου επιτρέπουν να έχεις λίγο νεράκι του θεού ρε παιδί μου! Έστω, να το πουλάνε μετά το σημείο ελέγχου! Τίποτα! Και τα πάντα εδώ είναι πανάκριβα, μην τα ξαναλέμε αυτά.
Τώρα, κάτι που δεν ανέφερα στη χθεσινή ανταπόκριση. Το φεστιβάλ των Καννών όπως κι εκείνο του Βερολίνου, είναι από τα ελάχιστα φεστιβάλ του κόσμου που έχουν το ίδιο οπτικό σήμα πριν την έναρξη των ταινιών, εδώ και εκατομμύρια χρόνια! Στις Κάννες λοιπόν υπάρχει το υπέροχο εκείνο σήμα όπου ο θεατής με το βλέμμα του παρακολουθεί μια σκάλα να ανεβαίνει σταδιακά από τον πάτο της θάλασσας και να φτάνει στα αστέρια, λίγο πριν εμφανιστεί το σήμα του Χρυσού Φοίνικα. Ε, λοιπόν φέτος είχαμε μια μικρήηηηη παραλλαγή: στο πάχος κάθε σκαλιού εμφανίζεται το όνομα ενός σπουδαίου σκηνοθέτη! Στην κορυφή της σκάλας είναι ο Orson Welles. Τιμητικότατη θέση έχει κι ένας σκηνοθέτης που έχει πολιτικογραφηθεί ως Έλληνας: ο Jules Dassin. Και στο τέλος εμφανίζεται κι ένα «70» για να μας θυμίσει τα πόσα κλείνει το φεστιβάλ.
Τώρα, κάτι που δεν ανέφερα στη χθεσινή ανταπόκριση. Το φεστιβάλ των Καννών όπως κι εκείνο του Βερολίνου, είναι από τα ελάχιστα φεστιβάλ του κόσμου που έχουν το ίδιο οπτικό σήμα πριν την έναρξη των ταινιών, εδώ και εκατομμύρια χρόνια! Στις Κάννες λοιπόν υπάρχει το υπέροχο εκείνο σήμα όπου ο θεατής με το βλέμμα του παρακολουθεί μια σκάλα να ανεβαίνει σταδιακά από τον πάτο της θάλασσας και να φτάνει στα αστέρια, λίγο πριν εμφανιστεί το σήμα του Χρυσού Φοίνικα. Ε, λοιπόν φέτος είχαμε μια μικρήηηηη παραλλαγή: στο πάχος κάθε σκαλιού εμφανίζεται το όνομα ενός σπουδαίου σκηνοθέτη! Στην κορυφή της σκάλας είναι ο Orson Welles. Τιμητικότατη θέση έχει κι ένας σκηνοθέτης που έχει πολιτικογραφηθεί ως Έλληνας: ο Jules Dassin. Και στο τέλος εμφανίζεται κι ένα «70» για να μας θυμίσει τα πόσα κλείνει το φεστιβάλ.
Με τα... αστέρια τα «βάζει» ο Todd Haynes στη νέα του ταινία «Wonderstruck», που διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα, όπως είχε κάνει και πριν δύο χρόνια με το «Carol», για το οποίο είχε τιμηθεί με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (έστω κι εξ ημισείας) η Rooney Mara. Όπως κι ο Zvyagintsev έτσι κι αυτός ο sui generis Αμερικάνος σκηνοθέτης έχει γυρίσει λίγες ταινίες σε σχέση με τα χρόνια που είναι ενεργός κινηματογραφικά. Αυτή είναι μόλις η 7η μεγάλου μήκους ταινία του για να καταλάβετε. Και το σενάριό της υπογράφεται από τον Brian Selznick, ο οποίος βασίστηκε στο δικό του ομώνυμο βιβλίο του 2011. Ένα βιβλίο με μπόλικο κείμενο αλλά και πολλές σελίδες κόμικ χωρίς λόγια. Να θυμίσουμε ότι ο Selznick είχε γράψει και το «The Invention of Hugo Cabret», το 2008, το οποίο έγινε ταινία με την υπογραφή του Martin Scorsese και τίτλο απλώς «Hugo» το 2011.
Η υπόθεση: Ιούνιος 1977. Ο 12χρονος Μπεν ζει με τον αδελφό του και τη θεία του λίγα μίλια μακριά από το σπίτι του, που βρίσκεται στο Gunflint Lake της Μινεσότας. Η μητέρα του, που ήταν βιβλιοθηκάριος, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ – κι ας ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του για την ταυτότητά του. Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας κατά την οποία ο Μπεν μιλάει στο τηλέφωνο, ένας κεραυνός θα πέσει στο σπίτι, το ρεύμα θα περάσει από την τηλεφωνική γραμμή και ο Μπεν θα ξυπνήσει στο νοσοκομείο όντας (προσωρινά;) κουφός. Έχοντας βρει όμως έναν σελιδοδείκτη σε ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, όπου γράφει «Με αγάπη, Ντάνι», αποφασίζει να το σκάσει, να πάει στη Νέα Υόρκη και να ψάξει για το βιβλιοπωλείο απ' όπου είναι ο σελιδοδείκτης, με την ελπίδα να βρει τον πατέρα του...
Οκτώβριος 1927. Η πιτσιρίκα Ρόουζ είναι κωφάλαλη. Το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Μπρόντγουεϊ, για να συναντήσει το είδωλό της, τη μεγάλη αστέρα του θεάτρου και του κινηματογράφου, την Λίλιαν Μέιχιου. Η Λίλιαν είναι πέρα όλων των άλλων η μητέρα της! Οι γονείς της Ρόουζ είναι χωρισμένοι. Και η υποδοχή που επιφυλάσσει η Λίλιαν στην Ρόουζ δεν είναι αυτή που περιμένει. Το ξανασκάει για να βρει τον αδελφό της, τον Γουόλτερ. Ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα βιβλιοπωλείο. Ποια η σχέση του Μπεν με τη Ρόουζ;
Η άποψή μας: Αν το «Hugo» ήταν μια ερωτική επιστολή στον κινηματογράφο γενικότερα τούτη η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή στον βωβό κινηματογράφο ειδικότερα. Ιδίως οι σκηνές με τη Ρόουζ όταν είναι πιτσιρίκα, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο, είναι κανονικά μια ταινία βωβού κινηματογράφου! Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο Haynes είναι μεγαλεπήβολο. Να είναι Scorsese και Spielberg μαζί με ολίγη από... Kaufmann (του «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη»). Καθόλου η τυπική «παιδική» ταινία, έτσι; Είναι φορές που σε ταινίες τα επιμέρους συστατικά δεν πιάνουν υψηλές επιδόσεις, στο σύνολο όμως κολλάνε και δίνουν αριστουργήματα. Όπως ποδοσφαιρικές ομάδες, με όχι καλούς παίκτες, που όμως είναι πραγματικές ομάδες, έχουν ομαδικό πνεύμα, πνεύμα νικητή. Και υπάρχει και η... αντίθετη περίπτωση: η ομάδα να έχει πρωτοκλασάτους παίκτες αλλά το σύνολο να μην πείθει. Εδώ, ο Haynes προδόθηκε από τις φιλοδοξίες του και το μέγεθός τους. Επιμέρους, τα πράγματα είναι μέχρι και συναρπαστικά! Κι ας είναι δομημένα από όχι ακριβώς πρωτότυπα υλικά. Θέλω να πω, μια χαρά ταιριάζει ο Όσκαρ Ουάιλντ και το γνωστότερο τσιτάτο του «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια» στην ταινία. Μια χαρά και το «Space Oddity» του David Bowie – επαναλαμβανόμενο: έτσι νιώθει ο Μπεν, πως ο μπαμπάς του είναι διαστημάνθρωπος! Έξοχες οι ηχητικές σφήνες από το «Also sprach Zarathustra» του Strauss, για πάντα συνυφασμένες με την «Οδύσσεια του διαστήματος». Γενικά, η ηχητική μπάντα είναι άψογη – και το βασικό score του εκ των μονίμων συνεργατών του Haynes, Carter Burwell, είναι απίθανο και μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Γενικά, η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο: είπαμε, έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν βωβό κινηματογράφο. Σκηνογραφία (άψογη αναπαράσταση της Νέας Υόρκης των 20's και των 70's), διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, όλα χτυπάμε κορυφή. Λείπει όμως το γαμημένο συναίσθημα. Λείπει εκείνο το υλικό που θα απογειώσει την ταινία. Λείπει εκείνο που θα τη φτάσει στα αστέρια. Τρομερή η ιστορία με τους λύκους, απίθανης λεπτομέρειας η μακέτα της Νέας Υόρκης σε ένα μουσείο, αναφορές για τη σημασία των μουσείων, αναφορές για τη σημασία της φιλίας, too much. Συναρπαστική ταινία που πονάει περισσότερο η μη επίτευξη του στόχου της καθώς χάνει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ: να συγκινήσει τον θεατή. H ηθοποιός – φετίχ του Haynes, η Julianne Moore (έχουν συνεργαστεί στις τέσσερις από τις επτά ταινίες του) διαθέτει έναν υποστηρικτικό ρόλο: οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι δύο πιτσιρικάδες. Αλλά, ρε παιδιά, πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή του «Safe», ε; Εκείνο, μάλιστα, ένα αριστούργημα και λίγα λέω! Πάμε γι' άλλα!
Η υπόθεση: Ιούνιος 1977. Ο 12χρονος Μπεν ζει με τον αδελφό του και τη θεία του λίγα μίλια μακριά από το σπίτι του, που βρίσκεται στο Gunflint Lake της Μινεσότας. Η μητέρα του, που ήταν βιβλιοθηκάριος, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ – κι ας ρωτούσε συνέχεια τη μητέρα του για την ταυτότητά του. Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας κατά την οποία ο Μπεν μιλάει στο τηλέφωνο, ένας κεραυνός θα πέσει στο σπίτι, το ρεύμα θα περάσει από την τηλεφωνική γραμμή και ο Μπεν θα ξυπνήσει στο νοσοκομείο όντας (προσωρινά;) κουφός. Έχοντας βρει όμως έναν σελιδοδείκτη σε ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, όπου γράφει «Με αγάπη, Ντάνι», αποφασίζει να το σκάσει, να πάει στη Νέα Υόρκη και να ψάξει για το βιβλιοπωλείο απ' όπου είναι ο σελιδοδείκτης, με την ελπίδα να βρει τον πατέρα του...
Οκτώβριος 1927. Η πιτσιρίκα Ρόουζ είναι κωφάλαλη. Το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, στο Μπρόντγουεϊ, για να συναντήσει το είδωλό της, τη μεγάλη αστέρα του θεάτρου και του κινηματογράφου, την Λίλιαν Μέιχιου. Η Λίλιαν είναι πέρα όλων των άλλων η μητέρα της! Οι γονείς της Ρόουζ είναι χωρισμένοι. Και η υποδοχή που επιφυλάσσει η Λίλιαν στην Ρόουζ δεν είναι αυτή που περιμένει. Το ξανασκάει για να βρει τον αδελφό της, τον Γουόλτερ. Ο οποίος τυγχάνει να έχει ένα βιβλιοπωλείο. Ποια η σχέση του Μπεν με τη Ρόουζ;
Η άποψή μας: Αν το «Hugo» ήταν μια ερωτική επιστολή στον κινηματογράφο γενικότερα τούτη η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή στον βωβό κινηματογράφο ειδικότερα. Ιδίως οι σκηνές με τη Ρόουζ όταν είναι πιτσιρίκα, γυρισμένες σε ασπρόμαυρο, είναι κανονικά μια ταινία βωβού κινηματογράφου! Αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο Haynes είναι μεγαλεπήβολο. Να είναι Scorsese και Spielberg μαζί με ολίγη από... Kaufmann (του «Συνεκδοχή, Νέα Υόρκη»). Καθόλου η τυπική «παιδική» ταινία, έτσι; Είναι φορές που σε ταινίες τα επιμέρους συστατικά δεν πιάνουν υψηλές επιδόσεις, στο σύνολο όμως κολλάνε και δίνουν αριστουργήματα. Όπως ποδοσφαιρικές ομάδες, με όχι καλούς παίκτες, που όμως είναι πραγματικές ομάδες, έχουν ομαδικό πνεύμα, πνεύμα νικητή. Και υπάρχει και η... αντίθετη περίπτωση: η ομάδα να έχει πρωτοκλασάτους παίκτες αλλά το σύνολο να μην πείθει. Εδώ, ο Haynes προδόθηκε από τις φιλοδοξίες του και το μέγεθός τους. Επιμέρους, τα πράγματα είναι μέχρι και συναρπαστικά! Κι ας είναι δομημένα από όχι ακριβώς πρωτότυπα υλικά. Θέλω να πω, μια χαρά ταιριάζει ο Όσκαρ Ουάιλντ και το γνωστότερο τσιτάτο του «είμαστε όλοι μέσα στο βούρκο, αλλά μερικοί από εμάς κοιτάζουμε τ' αστέρια» στην ταινία. Μια χαρά και το «Space Oddity» του David Bowie – επαναλαμβανόμενο: έτσι νιώθει ο Μπεν, πως ο μπαμπάς του είναι διαστημάνθρωπος! Έξοχες οι ηχητικές σφήνες από το «Also sprach Zarathustra» του Strauss, για πάντα συνυφασμένες με την «Οδύσσεια του διαστήματος». Γενικά, η ηχητική μπάντα είναι άψογη – και το βασικό score του εκ των μονίμων συνεργατών του Haynes, Carter Burwell, είναι απίθανο και μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Γενικά, η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο: είπαμε, έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν βωβό κινηματογράφο. Σκηνογραφία (άψογη αναπαράσταση της Νέας Υόρκης των 20's και των 70's), διεύθυνση φωτογραφίας, μοντάζ, όλα χτυπάμε κορυφή. Λείπει όμως το γαμημένο συναίσθημα. Λείπει εκείνο το υλικό που θα απογειώσει την ταινία. Λείπει εκείνο που θα τη φτάσει στα αστέρια. Τρομερή η ιστορία με τους λύκους, απίθανης λεπτομέρειας η μακέτα της Νέας Υόρκης σε ένα μουσείο, αναφορές για τη σημασία των μουσείων, αναφορές για τη σημασία της φιλίας, too much. Συναρπαστική ταινία που πονάει περισσότερο η μη επίτευξη του στόχου της καθώς χάνει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ: να συγκινήσει τον θεατή. H ηθοποιός – φετίχ του Haynes, η Julianne Moore (έχουν συνεργαστεί στις τέσσερις από τις επτά ταινίες του) διαθέτει έναν υποστηρικτικό ρόλο: οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι δύο πιτσιρικάδες. Αλλά, ρε παιδιά, πόσο μακρινή φαίνεται η εποχή του «Safe», ε; Εκείνο, μάλιστα, ένα αριστούργημα και λίγα λέω! Πάμε γι' άλλα!
7η μεγάλου μήκους είναι και η ταινία «Jupiter holdja» (Jupiter's Moon) του Ούγγρου Kornél Mundruczó, ο οποίος όμως είναι 14 χρόνια μικρότερος από τον Haynes και γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους 9 χρόνια αφότου γύρισε την αντίστοιχη δική του ο Αμερικάνος συνάδελφός του. Συχνός φιλοξενούμενος στις Κάννες επιστρέφει, στο διαγωνιστικό τμήμα αυτήν τη φορά, από το 2014, οπότε και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» για το εξαιρετικό «Λευκός Θεός» (Fehér isten). Ο 42χρονος σκηνοθέτης αγαπάει επίσης την αλληγορία, όπως ο Zvyagintsev, φλερτάροντας με τον σουρεαλισμό. Και μας δίνει άλλη μια ταινία με την οποία παθαίνεις πλάκα!
Η υπόθεση: Ο Άριαν είναι ένας νεαρός Σύριος από την πόλη Χομς, η οποία σπαράζεται από την εμφύλια διαμάχη. Μαζί με τον πατέρα του και άλλους «λαθρομετανάστες» προσπαθεί να βρει καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Καθώς όμως περνάνε τα σύνορα από τη Σερβία στην Ουγγαρία γίνονται αντιληπτοί από περίπολο. Ο αρχηγός του τοπικού καταυλισμού και σκληρός διώκτης των μεταναστών εντοπίζει τον Άριαν, που έχει καταφέρει να μην πνιγεί στο ποτάμι, και τον πυροβολεί τρεις φορές, στο κορμί, θεωρώντας ότι τον έχει σκοτώσει. Ο Άριαν όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, όχι απλά δεν πεθαίνει αλλά αποκτά πλέον την ικανότητα να αψηφά τους νόμους της βαρύτητας και να αιωρείται. Ψάχνοντας τον πατέρα του πηγαίνει στον καταυλισμό, όπου ο δρόμος του συναντιέται με εκείνον του γιατρού Στερν. Ο Στερν είναι ένας κυνικός και σε δυσμένεια γιατρός, που από τη στιγμή που σκότωσε εξ αμελείας έναν νεαρό αθλητή ασθενή, βγάζει τα προς το ζην ως γιατρός στον καταυλισμό. Βλέποντας τι μπορεί να κάνει ο Άριαν καταλαβαίνει πως μπροστά του έχει κάτι υπερβατικό, κάτι που ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική. Και αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί για να βγάλει χρήματα! Ποια θα είναι η κατάληξη αυτής της παράξενης σχέσης, ιδίως από τη στιγμή που εκείνος που πυροβόλησε τον Άριαν προσπαθεί μανιωδώς να τον συλλάβει;
Η άποψή μας: Η αρχή και το φινάλε τούτης της ταινίας παίζουν τεράστιο ρόλο στην κατανόηση των όσων βλέπουμε ενδιαμέσως. Στην αρχή μια σειρά από μεσότιτλους μας πληροφορούν πως το μεγαλύτερο φεγγάρι του πλανήτη Δία ενδέχεται κάτω από την παγωμένη επιφάνειά του να κρύβει αλμυρό νερό. Άρα, υπό προϋποθέσεις, να μπορεί να υποστηρίξει ζωή. Όλως τυχαίως (;) αυτός ο δορυφόρος ονομάζεται... Ευρώπη! Και στο φινάλε έχουμε την παραλλαγή του παιχνιδιού που παίζαμε πιτσιρίκια, του κρυφτού, όπου ο ένας «τα φυλούσε» και μετρούσε «5, 10, 15, 20... φτου και βγαίνω». Ε, στα αγγλικά το πράγμα είναι πιο συμβολικό: «ready or not, here I come» λέει το προσφυγόπουλο. Οπότε, αρχικά, το μυαλό και η ψυχή του καλλιτέχνη βρίσκονται στη σωστή θέση. Θέλετε δεν θέλετε παλιοφασίστες (και στην Ουγγαρία έχει πολλούς) οι μετανάστες ήρθαν για να μείνουν, γκέγκε; Είναι λοιπόν αυτή μια ταινία για τους μετανάστες; Σίγουρα ναι, αλλά εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε ανάλογο νομίζετε πως έχετε δει! Γιατί παράλληλα είναι μια χριστιανική παραβολή (στα βήματα σχεδόν του «Black Out» του Καραμαγγιώλη, κι ας μην το αποδέχτηκε ποτέ αυτό!): η ταινία θα μπορούσε να λέγεται και «Θαύμα στη Βουδαπέστη», κατά το «Θαύμα στο Μιλάνο» του τιτανομέγιστου Vittorio De Sica. Βέβαια, ο De Sica, πέρα από φοβερός τζογαδόρος, ήταν και κομουνιστής. Ο Mundruczó διαπνέεται από έναν χριστιανικό ουμανισμό. Η κριτική του απέναντι στη χώρα του και τους συμπατριώτες του είναι σκληρή και δεν χαρίζει κάστανα. Και ο διεφθαρμένος γιατρός σιγά σιγά βρίσκει το δρόμο του, τις αξίες του, το... θεό. Εδώ κάπου ο σκηνοθέτης φαίνεται να χάνει τον έλεγχο. Η πυξίδα του μοιάζει απομαγνητισμένη. Για ποιον λόγο ήρθε ο Άριαν, ο γιος ενός ξυλουργού (;;;) στην Ευρώπη; Για να τη σώσει; Για να την καταστρέψει; Για να αναγκάσει επιτέλους τους ανθρώπους να κοιτάξουν ψηλά (στο Θεό), εκείνους τους ανθρώπους που κοιτάνε κάτω σκυθρωποί ή μόνο οριζόντια, στις πάσης φύσεως οθόνες τους; Τίποτα από όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί; Υπάρχουν και σημεία του διαλόγου που ακούγονται κάπως... cheesy, που θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι: «δεν μπορείς να γιατρέψεις μια κοινωνία που είναι πληγωμένη στην ψυχή της». Εντάξει. Εκεί που δίνει ρέστα ο Ούγγρος σκηνοθέτης είναι στην εικόνα. Απλώς κάνει... παπάδες! Κάθε σκηνή αιώρησης συγκλονίζει πραγματικά και απορείς πώς την έχει γυρίσει – ιδίως εκείνη στο σπίτι του ρατσιστή αρρώστου, όπου έχουμε και αλλαγή στο χωρόχρονο!!! Σαν Ινσέπσιο ένα πράγμα! Αλλά και η σκηνή του κυνηγητού με αυτοκίνητα στο κέντρο της Βουδαπέστης, γουάου! Μπορεί να αποτελέσει από μόνη της λόγο για να δουν την ταινία άνθρωποι που πηγαίνουν σινεμά μόνο για κάτι «Fast and Furious». Ε, ο Mundruczó τους βάζει τα γυαλιά. Απίθανη ταινία, οπτικά συναρπαστική που «πάσχει» από έναν απίστευτο μαξιμαλισμό. Μερικές φορές αυτή δεν είναι και η χειρότερη «αρρώστια» που μπορείς να προσάψεις σε μια ταινία.
Η υπόθεση: Ο Άριαν είναι ένας νεαρός Σύριος από την πόλη Χομς, η οποία σπαράζεται από την εμφύλια διαμάχη. Μαζί με τον πατέρα του και άλλους «λαθρομετανάστες» προσπαθεί να βρει καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Καθώς όμως περνάνε τα σύνορα από τη Σερβία στην Ουγγαρία γίνονται αντιληπτοί από περίπολο. Ο αρχηγός του τοπικού καταυλισμού και σκληρός διώκτης των μεταναστών εντοπίζει τον Άριαν, που έχει καταφέρει να μην πνιγεί στο ποτάμι, και τον πυροβολεί τρεις φορές, στο κορμί, θεωρώντας ότι τον έχει σκοτώσει. Ο Άριαν όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, όχι απλά δεν πεθαίνει αλλά αποκτά πλέον την ικανότητα να αψηφά τους νόμους της βαρύτητας και να αιωρείται. Ψάχνοντας τον πατέρα του πηγαίνει στον καταυλισμό, όπου ο δρόμος του συναντιέται με εκείνον του γιατρού Στερν. Ο Στερν είναι ένας κυνικός και σε δυσμένεια γιατρός, που από τη στιγμή που σκότωσε εξ αμελείας έναν νεαρό αθλητή ασθενή, βγάζει τα προς το ζην ως γιατρός στον καταυλισμό. Βλέποντας τι μπορεί να κάνει ο Άριαν καταλαβαίνει πως μπροστά του έχει κάτι υπερβατικό, κάτι που ξεπερνάει την ανθρώπινη λογική. Και αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί για να βγάλει χρήματα! Ποια θα είναι η κατάληξη αυτής της παράξενης σχέσης, ιδίως από τη στιγμή που εκείνος που πυροβόλησε τον Άριαν προσπαθεί μανιωδώς να τον συλλάβει;
Η άποψή μας: Η αρχή και το φινάλε τούτης της ταινίας παίζουν τεράστιο ρόλο στην κατανόηση των όσων βλέπουμε ενδιαμέσως. Στην αρχή μια σειρά από μεσότιτλους μας πληροφορούν πως το μεγαλύτερο φεγγάρι του πλανήτη Δία ενδέχεται κάτω από την παγωμένη επιφάνειά του να κρύβει αλμυρό νερό. Άρα, υπό προϋποθέσεις, να μπορεί να υποστηρίξει ζωή. Όλως τυχαίως (;) αυτός ο δορυφόρος ονομάζεται... Ευρώπη! Και στο φινάλε έχουμε την παραλλαγή του παιχνιδιού που παίζαμε πιτσιρίκια, του κρυφτού, όπου ο ένας «τα φυλούσε» και μετρούσε «5, 10, 15, 20... φτου και βγαίνω». Ε, στα αγγλικά το πράγμα είναι πιο συμβολικό: «ready or not, here I come» λέει το προσφυγόπουλο. Οπότε, αρχικά, το μυαλό και η ψυχή του καλλιτέχνη βρίσκονται στη σωστή θέση. Θέλετε δεν θέλετε παλιοφασίστες (και στην Ουγγαρία έχει πολλούς) οι μετανάστες ήρθαν για να μείνουν, γκέγκε; Είναι λοιπόν αυτή μια ταινία για τους μετανάστες; Σίγουρα ναι, αλλά εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε ανάλογο νομίζετε πως έχετε δει! Γιατί παράλληλα είναι μια χριστιανική παραβολή (στα βήματα σχεδόν του «Black Out» του Καραμαγγιώλη, κι ας μην το αποδέχτηκε ποτέ αυτό!): η ταινία θα μπορούσε να λέγεται και «Θαύμα στη Βουδαπέστη», κατά το «Θαύμα στο Μιλάνο» του τιτανομέγιστου Vittorio De Sica. Βέβαια, ο De Sica, πέρα από φοβερός τζογαδόρος, ήταν και κομουνιστής. Ο Mundruczó διαπνέεται από έναν χριστιανικό ουμανισμό. Η κριτική του απέναντι στη χώρα του και τους συμπατριώτες του είναι σκληρή και δεν χαρίζει κάστανα. Και ο διεφθαρμένος γιατρός σιγά σιγά βρίσκει το δρόμο του, τις αξίες του, το... θεό. Εδώ κάπου ο σκηνοθέτης φαίνεται να χάνει τον έλεγχο. Η πυξίδα του μοιάζει απομαγνητισμένη. Για ποιον λόγο ήρθε ο Άριαν, ο γιος ενός ξυλουργού (;;;) στην Ευρώπη; Για να τη σώσει; Για να την καταστρέψει; Για να αναγκάσει επιτέλους τους ανθρώπους να κοιτάξουν ψηλά (στο Θεό), εκείνους τους ανθρώπους που κοιτάνε κάτω σκυθρωποί ή μόνο οριζόντια, στις πάσης φύσεως οθόνες τους; Τίποτα από όλα αυτά κι όλα αυτά μαζί; Υπάρχουν και σημεία του διαλόγου που ακούγονται κάπως... cheesy, που θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι: «δεν μπορείς να γιατρέψεις μια κοινωνία που είναι πληγωμένη στην ψυχή της». Εντάξει. Εκεί που δίνει ρέστα ο Ούγγρος σκηνοθέτης είναι στην εικόνα. Απλώς κάνει... παπάδες! Κάθε σκηνή αιώρησης συγκλονίζει πραγματικά και απορείς πώς την έχει γυρίσει – ιδίως εκείνη στο σπίτι του ρατσιστή αρρώστου, όπου έχουμε και αλλαγή στο χωρόχρονο!!! Σαν Ινσέπσιο ένα πράγμα! Αλλά και η σκηνή του κυνηγητού με αυτοκίνητα στο κέντρο της Βουδαπέστης, γουάου! Μπορεί να αποτελέσει από μόνη της λόγο για να δουν την ταινία άνθρωποι που πηγαίνουν σινεμά μόνο για κάτι «Fast and Furious». Ε, ο Mundruczó τους βάζει τα γυαλιά. Απίθανη ταινία, οπτικά συναρπαστική που «πάσχει» από έναν απίστευτο μαξιμαλισμό. Μερικές φορές αυτή δεν είναι και η χειρότερη «αρρώστια» που μπορείς να προσάψεις σε μια ταινία.
Την Πέμπτη ήταν και η επίσημη έναρξη όλων των παράλληλων προγραμμάτων – μεταξύ αυτών και του τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα». Οπότε, πολύς κόσμος στην αίθουσα Debussy, πολύ επίσημοι, με την κριτική επιτροπή του τμήματος παρούσα – και ναι, η Uma Thurman, πρόεδρος της επιτροπής, μάζεψε όλο το χειροκρότημα όντας απαστράπτουσα. Εκεί ήταν και o Gilles Jacob, που έχει συνδέσει το όνομά του με το φεστιβάλ των Καννών και ο Arnaud Desplechin, του οποίου η νέα ταινία «Les fantômes d'Ismaël» αποτέλεσε την ταινία έναρξης του επίσημου προγράμματος, και δεν ακούσαμε και τα καλύτερα λόγια απ' όσους την είδαν, παρά το φοβερό καστ: Mathieu Amalric, Marion Cotillard, Charlotte Gainsbourg. Τι έκπληξη: ο Desplechin μπορεί να είναι και ο πιο υπερτιμημένος Γάλλος σκηνοθέτης των τελευταίων χρόνων! Ο Mathieu Amalric βρισκόταν επίσης στην τελετή έναρξης καθώς είναι ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Barbara». Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο ιδιαίτερος ηθοποιός. Και τα κάνει λίγο... κουλουβάχατα. Μαζί του στη σκηνή ανέβηκε και η πρωταγωνίστριά του, Jeanne Balibar.
Η υπόθεση: Η Monique Andrée Serf (γεννημένη στις 9 Ιουνίου του 1930 – απεβίωσε στις 24 Νοεμβρίου του 1997), ήταν μια διάσημη Γαλλίδα τραγουδίστρια γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Barbara. Το ψευδώνυμό της το πήρε από τη γιαγιά της, μια Ρωσίδα από την Οδησσό. Το τραγούδι της «L'Aigle noir» πούλησε ένα εκατομμύριο κόπιες μέσα σε 12 ώρες! Ήταν γνωστή για τη σχέση της με τον Jacques Brel. Ο Ιβ είναι ένας σκηνοθέτης τρελαμένος με την Barbara και αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία για τη ζωή της. Προσλαμβάνει την Brigitte, μια ηθοποιό – τραγουδίστρια κι αρχίζουν οι πρόβες και τα γυρίσματα. Η Brigitte δουλεύει τον χαρακτήρα, τη φωνή, τα τραγούδια, τις παρτιτούρες, τις χειρονομίες, το... πλέξιμο, μπαίνει στο πετσί του ρόλου. Και ο Ιβ, μαγεμένος από το ίνδαλμά του, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη συγκίνηση που νιώθει καθώς κάνει το όραμά του πραγματικότητα.
Η άποψή μας: Κάτι σαν τη «Dalida», έτσι; Καμία σχέση! Η Dalida και πιο γνωστή τραγουδίστρια ήταν από την Barbara και η κινηματογραφική βιογραφία που της επιφύλαξε η Lisa Azuelos είχε ολοφάνερα το βλέμμα στραμμένο στο κοινό, χωρίς να κάνει συμβιβασμούς. Ήταν μια ταινία που είτε σου άρεσε είτε δεν σου άρεσε, μπορούσες τουλάχιστον να την παρακολουθήσεις. Ο Amalric κάνει κάτι τόσο μπερδεμένο, τόσο διανοουμενίστικο, τόσο... βαρετό εντέλει, που είναι να απορείς. Πάει χαράμι η παρουσία της για άλλη μια φορά εξαιρετικής Jeanne Balibar. Βλέπουμε ολόκληρες σκηνές και φαίνεται ότι είναι σκηνές από γυρίσματα από τα γυρίσματα της ταινίας (ταινία μέσα στην ταινία δηλαδή). Αυτοσχεδιασμοί, αδιάφορες σκηνές, μοντάζ ότι να'ναι, και καλά στο όνομα μιας προχωρημενιάς. Και αν δεν ανατρέξεις τελικά στη wikipedia δεν βγαίνεις σοφότερος σχετικά με το ποια ήταν η Barbara! Αποσπασματικότητα και το γνωστό τι είναι ζωή και τι αναπαράσταση και πόσο το σινεμά μπορεί να «συλλάβει» την αλήθεια. Ωραία όλα αυτά αλλά τελικά, μηδέν εις το πηλίκο. Ας γυρίσει κάποιος μια... κανονική βιογραφία για τη γυναίκα, που φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα (ομολογώ πως δεν την γνώριζα). Μέχρι και με το Aids τα έβαλε. Αλλά ο Amalric το λέει χαρακτηριστικά σε μια από τις ειλικρινείς σκηνές της ταινίας. Όταν τον ρωτάει η Balibar «τελικά αυτή η ταινία είναι για την Barbara ή για εσάς;» εκείνος απαντάει: «το ίδιο δεν είναι;». Ε, όχι ρε φίλε μου, δεν είναι το ίδιο...
Η υπόθεση: Η Monique Andrée Serf (γεννημένη στις 9 Ιουνίου του 1930 – απεβίωσε στις 24 Νοεμβρίου του 1997), ήταν μια διάσημη Γαλλίδα τραγουδίστρια γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Barbara. Το ψευδώνυμό της το πήρε από τη γιαγιά της, μια Ρωσίδα από την Οδησσό. Το τραγούδι της «L'Aigle noir» πούλησε ένα εκατομμύριο κόπιες μέσα σε 12 ώρες! Ήταν γνωστή για τη σχέση της με τον Jacques Brel. Ο Ιβ είναι ένας σκηνοθέτης τρελαμένος με την Barbara και αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία για τη ζωή της. Προσλαμβάνει την Brigitte, μια ηθοποιό – τραγουδίστρια κι αρχίζουν οι πρόβες και τα γυρίσματα. Η Brigitte δουλεύει τον χαρακτήρα, τη φωνή, τα τραγούδια, τις παρτιτούρες, τις χειρονομίες, το... πλέξιμο, μπαίνει στο πετσί του ρόλου. Και ο Ιβ, μαγεμένος από το ίνδαλμά του, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη συγκίνηση που νιώθει καθώς κάνει το όραμά του πραγματικότητα.
Η άποψή μας: Κάτι σαν τη «Dalida», έτσι; Καμία σχέση! Η Dalida και πιο γνωστή τραγουδίστρια ήταν από την Barbara και η κινηματογραφική βιογραφία που της επιφύλαξε η Lisa Azuelos είχε ολοφάνερα το βλέμμα στραμμένο στο κοινό, χωρίς να κάνει συμβιβασμούς. Ήταν μια ταινία που είτε σου άρεσε είτε δεν σου άρεσε, μπορούσες τουλάχιστον να την παρακολουθήσεις. Ο Amalric κάνει κάτι τόσο μπερδεμένο, τόσο διανοουμενίστικο, τόσο... βαρετό εντέλει, που είναι να απορείς. Πάει χαράμι η παρουσία της για άλλη μια φορά εξαιρετικής Jeanne Balibar. Βλέπουμε ολόκληρες σκηνές και φαίνεται ότι είναι σκηνές από γυρίσματα από τα γυρίσματα της ταινίας (ταινία μέσα στην ταινία δηλαδή). Αυτοσχεδιασμοί, αδιάφορες σκηνές, μοντάζ ότι να'ναι, και καλά στο όνομα μιας προχωρημενιάς. Και αν δεν ανατρέξεις τελικά στη wikipedia δεν βγαίνεις σοφότερος σχετικά με το ποια ήταν η Barbara! Αποσπασματικότητα και το γνωστό τι είναι ζωή και τι αναπαράσταση και πόσο το σινεμά μπορεί να «συλλάβει» την αλήθεια. Ωραία όλα αυτά αλλά τελικά, μηδέν εις το πηλίκο. Ας γυρίσει κάποιος μια... κανονική βιογραφία για τη γυναίκα, που φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα (ομολογώ πως δεν την γνώριζα). Μέχρι και με το Aids τα έβαλε. Αλλά ο Amalric το λέει χαρακτηριστικά σε μια από τις ειλικρινείς σκηνές της ταινίας. Όταν τον ρωτάει η Balibar «τελικά αυτή η ταινία είναι για την Barbara ή για εσάς;» εκείνος απαντάει: «το ίδιο δεν είναι;». Ε, όχι ρε φίλε μου, δεν είναι το ίδιο...
Και κλείνουμε την σημερινή μας ανταπόκριση με μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία και πάλι από το τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Το «Western» είναι μια συμπαραγωγή Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας και αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Valeska Grisebach. Να σημειώσουμε πως η σκηνοθέτιδα εργάστηκε ως σύμβουλος σεναρίου στο «Toni Erdmann»!!!
Η υπόθεση: Μια ομάδα οικοδόμων από τη Γερμανία προσλαμβάνεται για μια εργολαβία που έχει να κάνει με ένα έργο στη Βουλγαρία, έξω από ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Ουσιαστικά θέλουν να φτιάξουν ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και να βελτιώσουν την υποδομή της περιοχής. Με λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης φυσικά. Από την ομάδα των Γερμανών ξεχωρίζουν δύο: ο καλότροπος μοναχικός πενηντάρης Μάινχαρτ, που πιάνουν τα χέρια του κι έχει καταταγεί και στην Λεγεώνα των Ξένων παλαιότερα και ο τσαμπουκαλής, χωρίς τρόπους, γερμαναράς Βίνσεντ. Όσο ο Μάινχαρτ προσπαθεί να πλησιάσει τους ντόπιους, να τους καταλάβει, να σεβαστεί τις συνήθειές τους και τον τρόπο ζωής τους, άλλο τόσο ο Βίνσεντ κάνει του κεφαλιού του, δεν δίνει σημασία σε τίποτε, λειτουργεί ως... κατακτητής και θέλει απλά να τελειώσει η δουλειά. Και να... πηδήξει και καμιά ντόπια, αν του κάτσει. Και η ζέστη του καλοκαιριού δεν βοηθάει τα πράγματα...
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της ταινίας: «Western». Εντάξει, έχει άλογα, έχει σκληρούς άντρες (όχι ακριβώς καουμπόηδες), έχει κώδικες τιμής αλλά δεν έχει καμία σχέση με την... Άγρια Δύση! Με την Ανατολή έχει να κάνει, με τα ταλαίπωρα Βαλκάνια, που όμως προβάλλουν πλέον ως νέο Ελ Ντοράντο (χμ...) για τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες του βορρά. Και ιδού το πρώτο παράδοξο: ενώ το χωριό έχει ουσιαστικά ερημώσει από νεολαία, μιας που όλοι έχουν φύγει μετανάστες για δουλειά σε Αμερική, Γερμανία και... Ελλάδα (μουάχαχαχα, ισχύει και αυτό), οι Γερμανοί πηγαίνουν στη Βουλγαρία για δουλειά! Όπως λέει και ο προφανώς φασίστας Βίνσεντ «70 χρόνια μετά είμαστε και πάλι εδώ»! Το φόκους της ταινίας είναι πάνω στον Μάινχαρτ. Οι ηθικοί του κώδικες δεν έχουν καμία σχέση με εκείνους που ας πούμε ότι έχει ο Βίνσεντ. Ο Μάινχαρτ είναι άπατρης (καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι πήγε να δουλέψει στη Λεγεώνα των Ξένων), δεν νιώθει νοσταλγία για καμία «πατρίδα», πατρίδα του είναι όλη η γη, σύντροφός του ο κάθε άνθρωπος. Νιώθει καλά εκεί που βρίσκεται πλέον. Με τους ντόπιους, τους πιο πολλούς τουλάχιστον τα πάει εξαιρετικά κι ας υπάρχει πραγματικό πρόβλημα επικοινωνίας και συνεννόησης. Βλέπετε, στο χωριό ελάχιστοι μιλάνε γερμανικά ή έστω αγγλικά κι άντε να βγάλεις άκρη στη σύγχρονη αυτή μικρογραφία της Βαβέλ. Αποκτά φίλο που ονοματίζει «αδελφό» του, φλερτάρει με μια όμορφη γυναίκα της ηλικίας του, μαθαίνει ήθη και έθιμα του χωριού, μαθαίνει να καβαλάει άλογο, μαθαίνει να πασταλιάζει καπνό (ρε τι μου θύμισε η συγκεκριμένη σκηνή), μαθαίνει να αγαπάει την απόλυτα άναρχη φύση, την τόσο μακρινή από την τακτοποιημένη Ευρώπη. Υπάρχει όμως και ο Βίνσεντ. Ο εθνικιστής. Ο κατακτητής. Ο αρπάζων και δεν πληρώνων. Που έχει βάλει στο μάτι την νεαρή, όμορφη του χωριού. Ε, για να του τη βγει, ο Μάινχαρτ του την παίρνει κι ας είναι ολοφάνερο πως η συνομήλική του είναι για εκείνον. Τελικά, όμως και οι δύο άντρες θα βγουν ηττημένοι από όλη την περιπέτεια. Ο Βίνσεντ από τον Μάινχαρτ και ο Μάινχαρτ από τους χωριανούς που δεν τον χωνεύουν. Τουλάχιστον θα δεχτεί την ήττα του με αξιοπρέπεια. Κι έναν χορό που μόλις μαθαίνει να χορεύει. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ταινία της Grisebach, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, λέει αυτά που θέλει καθαρά και σταράτα. Μια μικρή, θετική έκπληξη.
Η υπόθεση: Μια ομάδα οικοδόμων από τη Γερμανία προσλαμβάνεται για μια εργολαβία που έχει να κάνει με ένα έργο στη Βουλγαρία, έξω από ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Ουσιαστικά θέλουν να φτιάξουν ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και να βελτιώσουν την υποδομή της περιοχής. Με λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης φυσικά. Από την ομάδα των Γερμανών ξεχωρίζουν δύο: ο καλότροπος μοναχικός πενηντάρης Μάινχαρτ, που πιάνουν τα χέρια του κι έχει καταταγεί και στην Λεγεώνα των Ξένων παλαιότερα και ο τσαμπουκαλής, χωρίς τρόπους, γερμαναράς Βίνσεντ. Όσο ο Μάινχαρτ προσπαθεί να πλησιάσει τους ντόπιους, να τους καταλάβει, να σεβαστεί τις συνήθειές τους και τον τρόπο ζωής τους, άλλο τόσο ο Βίνσεντ κάνει του κεφαλιού του, δεν δίνει σημασία σε τίποτε, λειτουργεί ως... κατακτητής και θέλει απλά να τελειώσει η δουλειά. Και να... πηδήξει και καμιά ντόπια, αν του κάτσει. Και η ζέστη του καλοκαιριού δεν βοηθάει τα πράγματα...
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της ταινίας: «Western». Εντάξει, έχει άλογα, έχει σκληρούς άντρες (όχι ακριβώς καουμπόηδες), έχει κώδικες τιμής αλλά δεν έχει καμία σχέση με την... Άγρια Δύση! Με την Ανατολή έχει να κάνει, με τα ταλαίπωρα Βαλκάνια, που όμως προβάλλουν πλέον ως νέο Ελ Ντοράντο (χμ...) για τις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες του βορρά. Και ιδού το πρώτο παράδοξο: ενώ το χωριό έχει ουσιαστικά ερημώσει από νεολαία, μιας που όλοι έχουν φύγει μετανάστες για δουλειά σε Αμερική, Γερμανία και... Ελλάδα (μουάχαχαχα, ισχύει και αυτό), οι Γερμανοί πηγαίνουν στη Βουλγαρία για δουλειά! Όπως λέει και ο προφανώς φασίστας Βίνσεντ «70 χρόνια μετά είμαστε και πάλι εδώ»! Το φόκους της ταινίας είναι πάνω στον Μάινχαρτ. Οι ηθικοί του κώδικες δεν έχουν καμία σχέση με εκείνους που ας πούμε ότι έχει ο Βίνσεντ. Ο Μάινχαρτ είναι άπατρης (καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι πήγε να δουλέψει στη Λεγεώνα των Ξένων), δεν νιώθει νοσταλγία για καμία «πατρίδα», πατρίδα του είναι όλη η γη, σύντροφός του ο κάθε άνθρωπος. Νιώθει καλά εκεί που βρίσκεται πλέον. Με τους ντόπιους, τους πιο πολλούς τουλάχιστον τα πάει εξαιρετικά κι ας υπάρχει πραγματικό πρόβλημα επικοινωνίας και συνεννόησης. Βλέπετε, στο χωριό ελάχιστοι μιλάνε γερμανικά ή έστω αγγλικά κι άντε να βγάλεις άκρη στη σύγχρονη αυτή μικρογραφία της Βαβέλ. Αποκτά φίλο που ονοματίζει «αδελφό» του, φλερτάρει με μια όμορφη γυναίκα της ηλικίας του, μαθαίνει ήθη και έθιμα του χωριού, μαθαίνει να καβαλάει άλογο, μαθαίνει να πασταλιάζει καπνό (ρε τι μου θύμισε η συγκεκριμένη σκηνή), μαθαίνει να αγαπάει την απόλυτα άναρχη φύση, την τόσο μακρινή από την τακτοποιημένη Ευρώπη. Υπάρχει όμως και ο Βίνσεντ. Ο εθνικιστής. Ο κατακτητής. Ο αρπάζων και δεν πληρώνων. Που έχει βάλει στο μάτι την νεαρή, όμορφη του χωριού. Ε, για να του τη βγει, ο Μάινχαρτ του την παίρνει κι ας είναι ολοφάνερο πως η συνομήλική του είναι για εκείνον. Τελικά, όμως και οι δύο άντρες θα βγουν ηττημένοι από όλη την περιπέτεια. Ο Βίνσεντ από τον Μάινχαρτ και ο Μάινχαρτ από τους χωριανούς που δεν τον χωνεύουν. Τουλάχιστον θα δεχτεί την ήττα του με αξιοπρέπεια. Κι έναν χορό που μόλις μαθαίνει να χορεύει. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ταινία της Grisebach, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, λέει αυτά που θέλει καθαρά και σταράτα. Μια μικρή, θετική έκπληξη.
Θοδωρής Γιαχουστίδης