του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Μια τετράδα ενδιαφερουσών ταινιών στο διαγωνιστικό
Την Κυριακή (σήμερα δηλαδή!) το βράδυ γίνεται η τελετή απονομής των βραβείων του επίσημου προγράμματος του 70ου φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών. Ενός φεστιβάλ που θα περάσει στην ιστορία ως ένα από τα πιο αδύναμα σε ότι αφορά το διαγωνιστικό τμήμα. Ας είναι, ενδιαφέρουσες ταινίες είδαμε και κάποιες από αυτές άγγιξαν τον χαρακτηρισμό «μεγάλες». Δεν είδαμε όμως (επαναλαμβάνω, στο διαγωνιστικό) εκείνη την ταινία που θα γράψει ιστορία. Σίγουρα η ταινία του Λάνθιμου είχε το κάτι διαφορετικό κι αν βραβευτεί θα αποτελέσει ένδειξη μεγάλης τόλμης από μέρους της επιτροπής – κι ας μην μου άρεσε ή να το θέσω καλύτερα, η ταινία με εντυπωσίασε, με εξόργισε, με έκανε να τη θαυμάσω, με έκανε να βαρεθώ, με εκνεύρισε και θέλω πλέον να δω τι μπορεί να κάνει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης χωρίς τον αυτοκόλλητό του, Φιλίππου, μιας που (νομίζω) έχουν κάνει το weird και το σκοτεινό μανιέρα και αυτοσκοπό.
Κυριακή κοντή γιορτή και θα σας συμβούλευα να μην τζογάρετε! Οι βραβεύσεις στα φεστιβάλ δεν έχουν καμία σχέση με τα Όσκαρ όπου πραγματικά μπορείς να ποντάρεις εκ του ασφαλούς. Πάμε στις ταινίες μας.
Κυριακή κοντή γιορτή και θα σας συμβούλευα να μην τζογάρετε! Οι βραβεύσεις στα φεστιβάλ δεν έχουν καμία σχέση με τα Όσκαρ όπου πραγματικά μπορείς να ποντάρεις εκ του ασφαλούς. Πάμε στις ταινίες μας.
H Lynne Ramsay είναι σπουδαία σκηνοθέτιδα, πραγματικά από τις λίγες γυναίκες που κάνουν τόσο σκληρό σινεμά, με κινηματογραφικά δοκίμια πάνω στη σύγχρονη βία, όχι με τον εμπορικό, εξωστρεφή και στρατόκαβλο τρόπο της Kathryn Bigelow πχ, αλλά με βαθύ, υπαρξιακό τρόπο. Η ταινία της You Were Never Really Here διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα. Ήρθε στις Κάννες την τελευταία στιγμή πραγματικά: στη δημοσιογραφική προβολή δεν ήταν έτοιμοι οι τίτλοι τέλους για να καταλάβετε! Και με τούτη, την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της μετά τα «Ratcatcher» (1999, προβλήθηκε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα»), «Morvern Callar» (2002, προβλήθηκε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών») και «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» (We Need to Talk About Kevin, 2011, προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών), η κατά τρεις μέρες μεγαλύτερή μου σπουδαία Σκοτσέζα αποδεικνύει πως μια χαρά μπορεί να τα καταφέρει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και σε φιλμ είδους (κατά μία έννοια) χωρίς να βάζει νερό στο κρασί της.
Η υπόθεση: Ο Τζο είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Ως παιδί βίωσε ενδοοικογενειακή βία, καθώς ο πατέρας του βιαιοπραγούσε τόσο πάνω στη μητέρα του όσο και πάνω στον ίδιο. Ως πράκτορας του FBI βίωσε γεγονότα, που τον στοίχειωσαν. Ως στρατιώτης στην... επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ βίωσε πράγματα, που τον συγκλόνισαν. Πλέον ζει με τη γηραιά και χρήζουσα φροντίδα μητέρα του, καταπίνει χάπια για να αντέξει τον πόνο στο χαρακωμένο και πληγωμένο μυαλό και κορμί του και φλερτάρει με την ιδέα να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον κρατάει ζωντανό το γεγονός ότι θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας αποστολής – έστω, με το αζημίωτο: να βρίσκει εξαφανισμένα ανήλικα κορίτσια, μπλεγμένα δολίως σε κυκλώματα πορνείας και να τιμωρεί όσους εμπλέκονται σε αυτά. Κι όταν λέμε «τιμωρεί» εννοούμε «σκοτώνει». Η τελευταία υπόθεση που αναλαμβάνει, όμως, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαφθορά σε ανώτερα επίπεδα, καθώς η Νίνα, το κορίτσι που ψάχνει, είναι κόρη ενός Αμερικάνου γερουσιαστή και στην εξαφάνισή της εμπλέκεται ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας...
Η άποψή μας: Ε, ναι λοιπόν, η Lynne Ramsay κάνει τον «Ταξιτζή» του 21ου αιώνα – οι αναλογίες είναι εμφανέστατες. Γι' αυτό και προτείνω σε αγαπητούς συναδέλφους να μην βιάζονται στις (αρνητικές τους) κρίσεις για την ταινία. Το ίδιο έκανε ο Ραφαηλίδης με την ταινία του Scorsese και μάλλον το μετάνιωσε πικρά αργότερα. Γιατί βρε παιδί μου, όλες οι ταινίες αυτοδικίας δεν είναι ίδιες. Είναι σαν να λέμε τη γνωστή φράση – πιπίλα «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Έ, όχι ρε φίλε, μην εξισώνεις το θύτη με το θύμα! Ναι, η αστική δημοκρατία χρησιμοποιεί το Νόμο για να διατηρεί την Τάξη, για να μην μετατραπεί η κοινωνία, η κάθε ευνομούμενη κοινωνία, σε ζούγκλα. Και σας ρωτώ: είναι αυτό που ζούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δημοκρατία; Είναι δημοκρατία να είσαι παιδεραστής και να μην την πληρώνεις επειδή έχεις δύναμη και φράγκα αλλά να μπαίνεις στη φυλακή επειδή, ξέρω 'γω, έθιξες τον... Παϊσιο; Είναι ρητορική μίσους να λες «καλά του κάνανε του Παπαδήμου» και δεν είναι ρητορική μίσους να λες «κάτω η χούντα των Συριζανέλ» ή «κλείστε τώρα τα social media»;;;;; Πίσω στην ταινία μας.
Στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη, η πρώτη ύλη από την pulp νουβέλα του Jonathan Ames θα μπορούσε να δώσει ως τελικό αποτέλεσμα κάτι στο πλαίσιο και στο μήκος κύματος του «Death Wish». Ή για να μην πάμε τόοοοσο πίσω, στις ταινίες με πρωταγωνιστή τον Charles Bronson, ας μνημονεύσουμε τις ταινίες τύπου «Taken», όπου η αυτοδικία έχει γίνει πλέον απλά ένας αστερίσκος της πλοκής, το εναρκτήριο λάκτισμα, για να δούμε μια σπινταριστή περιπέτεια. H Lynne Ramsey είναι έμπειρη, ξέρει τις παγίδες και τις αποφεύγει. Σαφώς και κάνει την καταγγελία της αλλά πιο πολύ την ενδιαφέρει η ψυχή του πρωταγωνιστή της. Το λακωνικό σε λέξεις σενάριό της βρίσκει τον απόλυτο εκφραστή της στο πρόσωπο (ναι, στο πρόσωπο) και την εσωτερική ερμηνεία ενός από τους πιο σπουδαίους σύγχρονους ηθοποιούς παγκοσμίως!
Με πυκνή γενειάδα που – κοίτα να δεις τώρα – μου τον έκανε να μοιάζει πάρα πολύ με τον Mel Gibson στην πρόσφατη «Βίαιη δικαιοσύνη» (Blood Father), ο Joaquin Phoenix θερίζει! Τον βλέπεις και με το βλέμμα του, την ανάσα του, τον τρόπο που λέει τις ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιεί, βιώνεις τον πόνο του χαρακτήρα που υποδύεται. Τον βλέπεις και ανατριχιάζεις! Τον βλέπεις και ξέρεις πως διορθώνοντας (βίαια) το κακό που κάνουν γουρούνια σε μικρά κορίτσια προσπαθεί να μην τρελαθεί, να μην σαλτάρει, να εξιλεωθεί. Δεν σώζει τα κορίτσια – εκείνα τον σώζουν! Είναι πραγματικά απίστευτος. Και εξαιρετικός στα δύο του δίδυμα. Τόσο με τη μητέρα του (πολύ καλή η Judith Roberts) όσο κυρίως με την πιτσιρίκα Ekaterina Samsonov, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη σε μια άλλη ταινία στην οποία την είδαμε στις Κάννες, στο διαγωνιστικό, στο «Wonderstruck». Η σχέση του με τη μικρή Νίνα που υποδύεται η Samsonov δεν είναι ανάλογη με εκείνη του De Niro με την Foster στον «Ταξιτζή». Είναι πιο βαθιά, πιο δεμένη, πιο ολοκληρωμένη.
Παρά το σκοτεινό, σκοτεινότατο θέμα της, η ταινία διαθέτει σκηνές κατάμαυρου χιούμορ. Καθώς μαθαίνει απαραίτητες αλήθειες από έναν άνθρωπο που οδηγεί στο θάνατο, ο Τζο ξαπλώνει μαζί του στο πάτωμα, κρατιούνται χέρι χέρι και τραγουδούν μαζί το «I’ve Never Been To Me» της Charlene! Ξέρετε, αυτό το τραγούδι που μεταξύ των άλλων λέει «Oh I've been to Nice and the Isle of Greece»!!! Γενικώς, η ηχητική μπάντα είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας. Τη μουσική υπογράφει ο θεούλης Jonny Greenwood των Radiohead, δεύτερη φορά για ταινία της Ramsey και τρίτη φορά για ταινία με πρωταγωνιστή τον Phoenix (καθώς ο Joaquin έχει πρωταγωνιστήσει στις δύο από τις τρεις ταινίες του Paul Thomas Anderson για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Greenwood!). Και το μοντάζ είναι πρωταγωνιστής και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, τίποτα δεν μοιάζει άστοχο, ακόμα και οι σινεφίλ αναφορές είναι πανταχού παρούσες (εκείνο το διαλυμένο γυαλί πόσο «Αδέσποτα σκυλιά» και Peckinpah είναι ρε παιδιά – άλλη ταινία που κατηγορήθηκε για φασιστική στην εποχή της, όπως και ο «Ταξιτζής» για το θέμα της αυτοδικίας – είπαμε, είναι και η οπτική και η ηθική με την οποία διαπραγματεύεσαι ένα θέμα). Αλλά και... «Oldboy» έχουμε – ο δικός μας σκοτώνει με σφυρί – είθε να κρατούσε και δρεπάνι!
Υπάρχουν σκηνές πραγματικής ποίησης (όπως εκείνη της βύθισης στο ποτάμι, με τις πέτρες, μια διπλή υγρή ταφή με μία επιστροφή) υπάρχει και μία αστοχία: το φινάλε πριν το φινάλε. Φοβερό σε δύναμη, σοκαριστικό, «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» και ματωμένα χρήματα, αλλά λίγο γίνεται προς εντυπωσιασμό. Το happy end (κι όμως!) εντέλει το κερδίζουν οι δύο ήρωες. Σπουδαία ταινία, indeed. Και σε όσους δεν άρεσε, δεν ήταν πραγματικά εκεί όταν προβαλλόταν...
Η υπόθεση: Ο Τζο είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Ως παιδί βίωσε ενδοοικογενειακή βία, καθώς ο πατέρας του βιαιοπραγούσε τόσο πάνω στη μητέρα του όσο και πάνω στον ίδιο. Ως πράκτορας του FBI βίωσε γεγονότα, που τον στοίχειωσαν. Ως στρατιώτης στην... επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ βίωσε πράγματα, που τον συγκλόνισαν. Πλέον ζει με τη γηραιά και χρήζουσα φροντίδα μητέρα του, καταπίνει χάπια για να αντέξει τον πόνο στο χαρακωμένο και πληγωμένο μυαλό και κορμί του και φλερτάρει με την ιδέα να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον κρατάει ζωντανό το γεγονός ότι θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας αποστολής – έστω, με το αζημίωτο: να βρίσκει εξαφανισμένα ανήλικα κορίτσια, μπλεγμένα δολίως σε κυκλώματα πορνείας και να τιμωρεί όσους εμπλέκονται σε αυτά. Κι όταν λέμε «τιμωρεί» εννοούμε «σκοτώνει». Η τελευταία υπόθεση που αναλαμβάνει, όμως, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαφθορά σε ανώτερα επίπεδα, καθώς η Νίνα, το κορίτσι που ψάχνει, είναι κόρη ενός Αμερικάνου γερουσιαστή και στην εξαφάνισή της εμπλέκεται ένας άνθρωπος υπεράνω πάσης υποψίας...
Η άποψή μας: Ε, ναι λοιπόν, η Lynne Ramsay κάνει τον «Ταξιτζή» του 21ου αιώνα – οι αναλογίες είναι εμφανέστατες. Γι' αυτό και προτείνω σε αγαπητούς συναδέλφους να μην βιάζονται στις (αρνητικές τους) κρίσεις για την ταινία. Το ίδιο έκανε ο Ραφαηλίδης με την ταινία του Scorsese και μάλλον το μετάνιωσε πικρά αργότερα. Γιατί βρε παιδί μου, όλες οι ταινίες αυτοδικίας δεν είναι ίδιες. Είναι σαν να λέμε τη γνωστή φράση – πιπίλα «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Έ, όχι ρε φίλε, μην εξισώνεις το θύτη με το θύμα! Ναι, η αστική δημοκρατία χρησιμοποιεί το Νόμο για να διατηρεί την Τάξη, για να μην μετατραπεί η κοινωνία, η κάθε ευνομούμενη κοινωνία, σε ζούγκλα. Και σας ρωτώ: είναι αυτό που ζούμε στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δημοκρατία; Είναι δημοκρατία να είσαι παιδεραστής και να μην την πληρώνεις επειδή έχεις δύναμη και φράγκα αλλά να μπαίνεις στη φυλακή επειδή, ξέρω 'γω, έθιξες τον... Παϊσιο; Είναι ρητορική μίσους να λες «καλά του κάνανε του Παπαδήμου» και δεν είναι ρητορική μίσους να λες «κάτω η χούντα των Συριζανέλ» ή «κλείστε τώρα τα social media»;;;;; Πίσω στην ταινία μας.
Στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη, η πρώτη ύλη από την pulp νουβέλα του Jonathan Ames θα μπορούσε να δώσει ως τελικό αποτέλεσμα κάτι στο πλαίσιο και στο μήκος κύματος του «Death Wish». Ή για να μην πάμε τόοοοσο πίσω, στις ταινίες με πρωταγωνιστή τον Charles Bronson, ας μνημονεύσουμε τις ταινίες τύπου «Taken», όπου η αυτοδικία έχει γίνει πλέον απλά ένας αστερίσκος της πλοκής, το εναρκτήριο λάκτισμα, για να δούμε μια σπινταριστή περιπέτεια. H Lynne Ramsey είναι έμπειρη, ξέρει τις παγίδες και τις αποφεύγει. Σαφώς και κάνει την καταγγελία της αλλά πιο πολύ την ενδιαφέρει η ψυχή του πρωταγωνιστή της. Το λακωνικό σε λέξεις σενάριό της βρίσκει τον απόλυτο εκφραστή της στο πρόσωπο (ναι, στο πρόσωπο) και την εσωτερική ερμηνεία ενός από τους πιο σπουδαίους σύγχρονους ηθοποιούς παγκοσμίως!
Με πυκνή γενειάδα που – κοίτα να δεις τώρα – μου τον έκανε να μοιάζει πάρα πολύ με τον Mel Gibson στην πρόσφατη «Βίαιη δικαιοσύνη» (Blood Father), ο Joaquin Phoenix θερίζει! Τον βλέπεις και με το βλέμμα του, την ανάσα του, τον τρόπο που λέει τις ελάχιστες λέξεις που χρησιμοποιεί, βιώνεις τον πόνο του χαρακτήρα που υποδύεται. Τον βλέπεις και ανατριχιάζεις! Τον βλέπεις και ξέρεις πως διορθώνοντας (βίαια) το κακό που κάνουν γουρούνια σε μικρά κορίτσια προσπαθεί να μην τρελαθεί, να μην σαλτάρει, να εξιλεωθεί. Δεν σώζει τα κορίτσια – εκείνα τον σώζουν! Είναι πραγματικά απίστευτος. Και εξαιρετικός στα δύο του δίδυμα. Τόσο με τη μητέρα του (πολύ καλή η Judith Roberts) όσο κυρίως με την πιτσιρίκα Ekaterina Samsonov, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη σε μια άλλη ταινία στην οποία την είδαμε στις Κάννες, στο διαγωνιστικό, στο «Wonderstruck». Η σχέση του με τη μικρή Νίνα που υποδύεται η Samsonov δεν είναι ανάλογη με εκείνη του De Niro με την Foster στον «Ταξιτζή». Είναι πιο βαθιά, πιο δεμένη, πιο ολοκληρωμένη.
Παρά το σκοτεινό, σκοτεινότατο θέμα της, η ταινία διαθέτει σκηνές κατάμαυρου χιούμορ. Καθώς μαθαίνει απαραίτητες αλήθειες από έναν άνθρωπο που οδηγεί στο θάνατο, ο Τζο ξαπλώνει μαζί του στο πάτωμα, κρατιούνται χέρι χέρι και τραγουδούν μαζί το «I’ve Never Been To Me» της Charlene! Ξέρετε, αυτό το τραγούδι που μεταξύ των άλλων λέει «Oh I've been to Nice and the Isle of Greece»!!! Γενικώς, η ηχητική μπάντα είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ταινίας. Τη μουσική υπογράφει ο θεούλης Jonny Greenwood των Radiohead, δεύτερη φορά για ταινία της Ramsey και τρίτη φορά για ταινία με πρωταγωνιστή τον Phoenix (καθώς ο Joaquin έχει πρωταγωνιστήσει στις δύο από τις τρεις ταινίες του Paul Thomas Anderson για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Greenwood!). Και το μοντάζ είναι πρωταγωνιστής και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι εξαιρετική, τίποτα δεν μοιάζει άστοχο, ακόμα και οι σινεφίλ αναφορές είναι πανταχού παρούσες (εκείνο το διαλυμένο γυαλί πόσο «Αδέσποτα σκυλιά» και Peckinpah είναι ρε παιδιά – άλλη ταινία που κατηγορήθηκε για φασιστική στην εποχή της, όπως και ο «Ταξιτζής» για το θέμα της αυτοδικίας – είπαμε, είναι και η οπτική και η ηθική με την οποία διαπραγματεύεσαι ένα θέμα). Αλλά και... «Oldboy» έχουμε – ο δικός μας σκοτώνει με σφυρί – είθε να κρατούσε και δρεπάνι!
Υπάρχουν σκηνές πραγματικής ποίησης (όπως εκείνη της βύθισης στο ποτάμι, με τις πέτρες, μια διπλή υγρή ταφή με μία επιστροφή) υπάρχει και μία αστοχία: το φινάλε πριν το φινάλε. Φοβερό σε δύναμη, σοκαριστικό, «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» και ματωμένα χρήματα, αλλά λίγο γίνεται προς εντυπωσιασμό. Το happy end (κι όμως!) εντέλει το κερδίζουν οι δύο ήρωες. Σπουδαία ταινία, indeed. Και σε όσους δεν άρεσε, δεν ήταν πραγματικά εκεί όταν προβαλλόταν...
Της... αυτοδικίας λοιπόν στην αρχή αυτής της ανταπόκρισης, αλλά και στη συνέχειά της. Μιας που μιλάμε για τη νέα ταινία του πολύ πολύ αγαπημένου μας Fatih Akin, Aus dem Nichts (In the Fade). Πλάκα πλάκα, αυτή είναι η ένατη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του τουρκικής καταγωγής Γερμανού σκηνοθέτη, που αγαπάει το Αμβούργο (όπου γεννήθηκε) και την Ελλάδα (κι εμείς τον αγαπάμε, τα αισθήματα είναι αμοιβαία)!. Και είναι μόλις η δεύτερη ταινία του, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ των Καννών! Η προηγούμενη με την οποία διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα ήταν η ταινία «Η άκρη του ουρανού» (Auf der anderen Seite, 2007). Μάλιστα, εκείνη η ταινία κέρδισε το βραβείο σεναρίου και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής! Για να δούμε τι θα κάνει τούτη εδώ.
Η υπόθεση: Η Κάτια είναι μια Γερμανίδα που ζει στο Αμβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον κουρδικής καταγωγής Νούρι Σεκέρτσι, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών. Εκεί θα τον παντρευτεί. Έξι χρόνια μετά, ο Νούρι έχει βγει από τη φυλακή, δουλεύει ως νομοταγής πολίτης και επιχειρηματίας, η Κάτια κρατάει τα λογιστικά του βιβλία κι έχουν αποκτήσει μαζί κι έναν αξιολάτρευτο γιο, τον Ρόκο. Μια μέρα η Κάτια θα αφήσει τον Ρόκο στο γραφείο του πατέρα του για να πάει με την κολλητή της σε ένα σπα. Επιστρέφοντας, θα μάθει τα άσχημα νέα: έκρηξη βόμβας διέλυσε το γραφείο και σκότωσε τον Νούρι και τον Ρόκο! Η Κάτια είναι συντετριμμένη, τόσο που θέλει να βάλει τέλος στη ζωή της. Όταν η αστυνομία, με τη βοήθεια της Κάτιας, παύει να ψάχνει στην κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ως κίνητρο της βομβιστικής επίθεσης, αλλά συλλαμβάνει δύο νεοναζί ως υπαίτιους, υποκινούμενους από ρατσιστικό μίσος, η Κάτια παίρνει κουράγιο για να τους δει να τιμωρούνται. Θα τιμωρηθούν όμως; Μπορεί η δικαιοσύνη να τη δικαιώσει; Ή θα χρειαστεί να πάρει η ίδια το νόμο στα χέρια της;
Η άποψή μας: Μετά την αστοχία της «Μαχαιριάς» και το μικρό αλλά γλυκύτατο «Βερολίνο, Αντίο», που είδαμε (οι λίγοι που το είδαμε) φέτος στις αίθουσες της χώρας μας, ο Akin επιστρέφει σε ακόμα μεγαλύτερη φόρμα με τούτη τη δραματική ταινία. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Diane Kruger, παίζει για πρώτη φορά την Γερμανίδα σε γερμανική παραγωγή, όντας... Γερμανίδα. Η γυναίκα έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες, κυρίως όμως γαλλικές ή και χολιγουντιανές παραγωγές. Κλείνουμε την παρένθεση. Η ταινία έχει σαφή διακριτά μέρη. Στην αρχή, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Akin μας συστήνει τους ήρωές του και με λιτές λεπτομέρειες μας βάζει στον κόσμο τους. Δεν φαφλατίζει, δεν απεραντολογεί, είναι καίριος, άμεσος, μας συστήνει τους ήρωές του και δεν μπορούμε παρά να τους συμπαθήσουμε. Ναι ρε παιδί μου, κι ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά άνθρωπος μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να γίνει συνειδητοποιημένος πολίτης, θετικός για το κοινωνικό σύνολο, καλός οικογενειάρχης, όλα αυτά. Και μετά έρχεται η έκρηξη. Και η απώλεια. Και ο θάνατος.
Και στο κάδρο κυριαρχεί πλέον η Kruger. Που πνίγεται μέσα στη θλίψη. Που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έγινε και γιατί έγινε. Που δεν μπορεί να συνέλθει. Που είναι διαλυμένη. Αλλά που έχει τη διαύγεια να υπερασπιστεί τη μνήμη του άνδρα της και του παιδιού της. Όταν η αστυνομία αφήνει υπονοούμενα ότι ο άνδρας της έμπλεξε ξανά με τα ναρκωτικά και πως η έκρηξη είχε ως κίνητρο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντιδράει. Λογικά. Και αντιπροτείνει κάτι που της φαίνεται απολύτως λογικό επίσης: τη βόμβα την έβαλαν νεοναζί. Έτσι κι αλλιώς, καθώς έφευγε από το γραφείο, μίλησε με μια κοπέλα που άφησε το ποδήλατό της έξω από το γραφείο. Μια κοπέλα με χαρακτηριστικά... Άριας φυλής. Δεν την πιστεύει όμως κανείς. Και προχωράει σε μια πράξη, που εκείνη τη στιγμή της φαίνεται η πιο... λογική (και πάλι, αυτό το άτιμο το μυαλό). Μέσα στο μπάνιο κόβει τις φλέβες της.
Σ' αυτό το σημείο παραδόξως τούτη η ταινία θυμίζει τη βραβευμένη με Χρυσή Άρκτο φέτος στο Βερολίνο ταινία «On Body and Soul» της Ildikó Enyedi: και στις δύο, οι γυναίκες πρωταγωνίστριες σώζονται μετά από απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στη μπανιέρα από ένα τηλεφώνημα. Η σκηνή που βγαίνει η Kruger από το γεμάτο αίμα μπάνιο της θα μπορούσε να είχε παρθεί από το «Carrie» ή από ταινία του Argento! Από αυτό το σημείο και μετά, η λογική της ταινίας αλλάζει. Γίνεται ένα δικαστικό δράμα. Και ο Akin χάνει για λίγο την ισορροπία του. Το ασπρόμαυρο κυριαρχεί στη δικαστική αίθουσα, το ασπρόμαυρο κυριαρχεί και σε ότι αφορά τους συμμετέχοντες στη δίκη. Οι νεοναζί κατηγορούμενοι (η κοπέλα με το ποδήλατο όπου ήταν παγιδευμένη η βόμβα και ο σύντροφός της) και ο δικηγόρος τους σκιαγραφούνται ως το απόλυτο κακό και η Kruger και ο δικός της δικηγόρος ως το απόλυτο καλό. Λογικό (υπερβολική χρήση της λέξης, αλλά ναι, απολύτως δικαιολογημένα): σκατά στους φασίστες και δεν μπορεί φασίστας να είναι καλός άνθρωπος. Αλλά να, ίσως θα μπορούσε να το δουλέψει λίγο περισσότερο αυτό το τμήμα ο σκηνοθέτης. Ήταν εύκολο γι' αυτόν να το αφήσει έτσι. Τέλος πάντων.
Στις σκηνές του δικαστηρίου κάνει μεγάλη εμφάνα και ο Γιάννης Οικονομίδης, ο γνωστός σκηνοθέτης μας, που υποδύεται έναν χρυσαυγίτη (!!!) ο οποίος δίνει άλλοθι στους κατηγορούμενους (ότι και καλά, την εποχή που έγινε η επίθεση, βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του, στην Ελλάδα), όταν ο ίδιος ο πατέρας του νεοναζί τον κατηγορεί ξεκάθαρα ως βέβαιο οργανωτή της επίθεσης (πάρα πολύ καλός για άλλη μια φορά ο Ulrich Tukur στον μικρό του ρόλο). Και μετά; Η δικαιοσύνη όντας τυφλή (ή κάνοντας τα στραβά μάτια εκεί που πρέπει κι εκεί που θέλει) αφήνει τους κατηγορούμενους ελεύθερους λόγω έλλειψης αρκετών επιβαρυντικών στοιχείων. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση της Kruger, με δεδομένη την ενοχή των κατηγορούμενων, παρά την άδικη απόφαση του δικαστηρίου; Θα τους συγχωρούσατε; Μπράβο, αυτό θα σας έκανε καλούς Χριστιανούς. Ή θα ζητούσατε να πάρετε εκδίκηση; Κι εδώ μπαίνει και πάλι το ακανθώδες ζήτημα της αυτοδικίας.
Κι άλλη παρένθεση εδώ: στο «120 battements par minute» τα μέλη της Act Up, βλέποντας πως η κυβέρνηση Μιτεράν και η δικαιοσύνη δεν κάνουν τίποτε για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του Aids, προβαίνουν σε δυναμικές αντιδράσεις. Μεταξύ αυτών, πετάνε μπαλόνια ή καπότες (δεν θυμάμαι) γεμάτες με ψεύτικο αίμα, σε ανευθυνο-υπεύθυνους. Δεν είναι αυτό... αυτοδικία; Δεν αντιδρούν σε κάτι που μπορεί να στερήσει τη ζωή τους, που τους αδικεί κατάφωρα, παίρνοντας το νόμο στα χέρια τους; Έχουν άδικο; Δεν ασκούν βία; Ναι, οι γραμμές είναι πολύ λεπτές, αλλά με αφορμή και τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας μετά την επίθεση στον Παπαδήμο, τα όσα έγραψε ο Φιλιππάκης, η μήνυση Στουρνάρα, λίγο έλεος, εντάξει; Αυτοδικία, λοιπόν. Το ποιος θα αποφασίσει αν είναι σωστή ή λάθος έχει να κάνει με το από ποια μεριά του φράχτη βρίσκεσαι. Κι εδώ, όμως, ο Akin το παλεύει το θέμα όπως και η πρωταγωνίστριά του. Ο άνδρας της σκοτώθηκε, το παιδί της σκοτώθηκε, η δικαιοσύνη την πρόδωσε και οι δολοφόνοι βρίσκονται εκεί έξω (στην Ελλάδα συγκεκριμένα!!!), να κρύβονται (γνωστά θρασύδειλα), μέχρις ότου αποφασίσουν να προχωρήσουν σε κάποια άλλη πράξη βίας, και πάλι ατιμώρητη. Τι κάνεις; Πώς πολεμάς τον φασισμό; Αν βάλει απλά τα εκρηκτικά και τους σκοτώσει, όπως σχεδιάζει αρχικά η Kruger, θα εξισωθεί με αυτούς στα βλέμματα κάποιων θεατών – όχι όλων, αλλά λέμε. Δεν μπορεί όμως και να τους αφήσει και ατιμώρητους. Οπότε... «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των άλλων αλλοφύλων».
Συγκλονιστική ταινία, που σε στιγμές θυσιάζει τη λεπτότητα υπέρ του μηνύματος. Αυτό.
Η υπόθεση: Η Κάτια είναι μια Γερμανίδα που ζει στο Αμβούργο. Είναι ερωτευμένη με τον κουρδικής καταγωγής Νούρι Σεκέρτσι, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών. Εκεί θα τον παντρευτεί. Έξι χρόνια μετά, ο Νούρι έχει βγει από τη φυλακή, δουλεύει ως νομοταγής πολίτης και επιχειρηματίας, η Κάτια κρατάει τα λογιστικά του βιβλία κι έχουν αποκτήσει μαζί κι έναν αξιολάτρευτο γιο, τον Ρόκο. Μια μέρα η Κάτια θα αφήσει τον Ρόκο στο γραφείο του πατέρα του για να πάει με την κολλητή της σε ένα σπα. Επιστρέφοντας, θα μάθει τα άσχημα νέα: έκρηξη βόμβας διέλυσε το γραφείο και σκότωσε τον Νούρι και τον Ρόκο! Η Κάτια είναι συντετριμμένη, τόσο που θέλει να βάλει τέλος στη ζωή της. Όταν η αστυνομία, με τη βοήθεια της Κάτιας, παύει να ψάχνει στην κατεύθυνση του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ως κίνητρο της βομβιστικής επίθεσης, αλλά συλλαμβάνει δύο νεοναζί ως υπαίτιους, υποκινούμενους από ρατσιστικό μίσος, η Κάτια παίρνει κουράγιο για να τους δει να τιμωρούνται. Θα τιμωρηθούν όμως; Μπορεί η δικαιοσύνη να τη δικαιώσει; Ή θα χρειαστεί να πάρει η ίδια το νόμο στα χέρια της;
Η άποψή μας: Μετά την αστοχία της «Μαχαιριάς» και το μικρό αλλά γλυκύτατο «Βερολίνο, Αντίο», που είδαμε (οι λίγοι που το είδαμε) φέτος στις αίθουσες της χώρας μας, ο Akin επιστρέφει σε ακόμα μεγαλύτερη φόρμα με τούτη τη δραματική ταινία. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Diane Kruger, παίζει για πρώτη φορά την Γερμανίδα σε γερμανική παραγωγή, όντας... Γερμανίδα. Η γυναίκα έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες, κυρίως όμως γαλλικές ή και χολιγουντιανές παραγωγές. Κλείνουμε την παρένθεση. Η ταινία έχει σαφή διακριτά μέρη. Στην αρχή, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Akin μας συστήνει τους ήρωές του και με λιτές λεπτομέρειες μας βάζει στον κόσμο τους. Δεν φαφλατίζει, δεν απεραντολογεί, είναι καίριος, άμεσος, μας συστήνει τους ήρωές του και δεν μπορούμε παρά να τους συμπαθήσουμε. Ναι ρε παιδί μου, κι ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά άνθρωπος μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να γίνει συνειδητοποιημένος πολίτης, θετικός για το κοινωνικό σύνολο, καλός οικογενειάρχης, όλα αυτά. Και μετά έρχεται η έκρηξη. Και η απώλεια. Και ο θάνατος.
Και στο κάδρο κυριαρχεί πλέον η Kruger. Που πνίγεται μέσα στη θλίψη. Που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έγινε και γιατί έγινε. Που δεν μπορεί να συνέλθει. Που είναι διαλυμένη. Αλλά που έχει τη διαύγεια να υπερασπιστεί τη μνήμη του άνδρα της και του παιδιού της. Όταν η αστυνομία αφήνει υπονοούμενα ότι ο άνδρας της έμπλεξε ξανά με τα ναρκωτικά και πως η έκρηξη είχε ως κίνητρο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντιδράει. Λογικά. Και αντιπροτείνει κάτι που της φαίνεται απολύτως λογικό επίσης: τη βόμβα την έβαλαν νεοναζί. Έτσι κι αλλιώς, καθώς έφευγε από το γραφείο, μίλησε με μια κοπέλα που άφησε το ποδήλατό της έξω από το γραφείο. Μια κοπέλα με χαρακτηριστικά... Άριας φυλής. Δεν την πιστεύει όμως κανείς. Και προχωράει σε μια πράξη, που εκείνη τη στιγμή της φαίνεται η πιο... λογική (και πάλι, αυτό το άτιμο το μυαλό). Μέσα στο μπάνιο κόβει τις φλέβες της.
Σ' αυτό το σημείο παραδόξως τούτη η ταινία θυμίζει τη βραβευμένη με Χρυσή Άρκτο φέτος στο Βερολίνο ταινία «On Body and Soul» της Ildikó Enyedi: και στις δύο, οι γυναίκες πρωταγωνίστριες σώζονται μετά από απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στη μπανιέρα από ένα τηλεφώνημα. Η σκηνή που βγαίνει η Kruger από το γεμάτο αίμα μπάνιο της θα μπορούσε να είχε παρθεί από το «Carrie» ή από ταινία του Argento! Από αυτό το σημείο και μετά, η λογική της ταινίας αλλάζει. Γίνεται ένα δικαστικό δράμα. Και ο Akin χάνει για λίγο την ισορροπία του. Το ασπρόμαυρο κυριαρχεί στη δικαστική αίθουσα, το ασπρόμαυρο κυριαρχεί και σε ότι αφορά τους συμμετέχοντες στη δίκη. Οι νεοναζί κατηγορούμενοι (η κοπέλα με το ποδήλατο όπου ήταν παγιδευμένη η βόμβα και ο σύντροφός της) και ο δικηγόρος τους σκιαγραφούνται ως το απόλυτο κακό και η Kruger και ο δικός της δικηγόρος ως το απόλυτο καλό. Λογικό (υπερβολική χρήση της λέξης, αλλά ναι, απολύτως δικαιολογημένα): σκατά στους φασίστες και δεν μπορεί φασίστας να είναι καλός άνθρωπος. Αλλά να, ίσως θα μπορούσε να το δουλέψει λίγο περισσότερο αυτό το τμήμα ο σκηνοθέτης. Ήταν εύκολο γι' αυτόν να το αφήσει έτσι. Τέλος πάντων.
Στις σκηνές του δικαστηρίου κάνει μεγάλη εμφάνα και ο Γιάννης Οικονομίδης, ο γνωστός σκηνοθέτης μας, που υποδύεται έναν χρυσαυγίτη (!!!) ο οποίος δίνει άλλοθι στους κατηγορούμενους (ότι και καλά, την εποχή που έγινε η επίθεση, βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του, στην Ελλάδα), όταν ο ίδιος ο πατέρας του νεοναζί τον κατηγορεί ξεκάθαρα ως βέβαιο οργανωτή της επίθεσης (πάρα πολύ καλός για άλλη μια φορά ο Ulrich Tukur στον μικρό του ρόλο). Και μετά; Η δικαιοσύνη όντας τυφλή (ή κάνοντας τα στραβά μάτια εκεί που πρέπει κι εκεί που θέλει) αφήνει τους κατηγορούμενους ελεύθερους λόγω έλλειψης αρκετών επιβαρυντικών στοιχείων. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση της Kruger, με δεδομένη την ενοχή των κατηγορούμενων, παρά την άδικη απόφαση του δικαστηρίου; Θα τους συγχωρούσατε; Μπράβο, αυτό θα σας έκανε καλούς Χριστιανούς. Ή θα ζητούσατε να πάρετε εκδίκηση; Κι εδώ μπαίνει και πάλι το ακανθώδες ζήτημα της αυτοδικίας.
Κι άλλη παρένθεση εδώ: στο «120 battements par minute» τα μέλη της Act Up, βλέποντας πως η κυβέρνηση Μιτεράν και η δικαιοσύνη δεν κάνουν τίποτε για να αντιμετωπιστεί η μάστιγα του Aids, προβαίνουν σε δυναμικές αντιδράσεις. Μεταξύ αυτών, πετάνε μπαλόνια ή καπότες (δεν θυμάμαι) γεμάτες με ψεύτικο αίμα, σε ανευθυνο-υπεύθυνους. Δεν είναι αυτό... αυτοδικία; Δεν αντιδρούν σε κάτι που μπορεί να στερήσει τη ζωή τους, που τους αδικεί κατάφωρα, παίρνοντας το νόμο στα χέρια τους; Έχουν άδικο; Δεν ασκούν βία; Ναι, οι γραμμές είναι πολύ λεπτές, αλλά με αφορμή και τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας μετά την επίθεση στον Παπαδήμο, τα όσα έγραψε ο Φιλιππάκης, η μήνυση Στουρνάρα, λίγο έλεος, εντάξει; Αυτοδικία, λοιπόν. Το ποιος θα αποφασίσει αν είναι σωστή ή λάθος έχει να κάνει με το από ποια μεριά του φράχτη βρίσκεσαι. Κι εδώ, όμως, ο Akin το παλεύει το θέμα όπως και η πρωταγωνίστριά του. Ο άνδρας της σκοτώθηκε, το παιδί της σκοτώθηκε, η δικαιοσύνη την πρόδωσε και οι δολοφόνοι βρίσκονται εκεί έξω (στην Ελλάδα συγκεκριμένα!!!), να κρύβονται (γνωστά θρασύδειλα), μέχρις ότου αποφασίσουν να προχωρήσουν σε κάποια άλλη πράξη βίας, και πάλι ατιμώρητη. Τι κάνεις; Πώς πολεμάς τον φασισμό; Αν βάλει απλά τα εκρηκτικά και τους σκοτώσει, όπως σχεδιάζει αρχικά η Kruger, θα εξισωθεί με αυτούς στα βλέμματα κάποιων θεατών – όχι όλων, αλλά λέμε. Δεν μπορεί όμως και να τους αφήσει και ατιμώρητους. Οπότε... «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των άλλων αλλοφύλων».
Συγκλονιστική ταινία, που σε στιγμές θυσιάζει τη λεπτότητα υπέρ του μηνύματος. Αυτό.
Και πάμε στην πιο απολαυστική ταινία του διαγωνιστικού τμήματος – με διαφορά! Το L'amant double του François Ozon είναι το πιο αστείο πάτσγουορκ – φόρος τιμής σε 586 χιλιάδες σκηνοθέτες και σκηνές που έχουμε δει στο παρελθόν! Κι έχει τουλάχιστον μια δική του, ολόδική του σκηνή, που πλέον είναι ανθολογίας. Θα επανέλθουμε, γιατί εδώ είμαστε στην εισαγωγή! Η 18η μεγάλου μήκους ταινία του 50χρονου σκηνοθέτη είναι μόλις η τρίτη του που διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα, μετά τις ταινίες «Η πισίνα» (Swimming Pool, 2003) και «Νέα & όμορφη» (Jeune & jolie, 2013), συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Αν κάνει την... αποκοτιά και της δώσει κανάν Χρυσό Φοίνικα ο Almodovar σήμερα το βράδυ, θα μιλάμε για την πιο fun βράβευση όλων των εποχών. Και όσο να πεις, το προτιμώ, από το να βραβευτεί το φαβορί κατά πως φαίνεται «120 battements par minute», μια ταινία δύο ωρών και 20 λεπτών που οι δύο ώρες της διαδραματίζονται σε ένα αμφιθέατρο όπου μαζεύονται τα μέλη της Act Up και μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, the french way. Πολύ κινηματογραφικό ενδιαφέρον, τι να πω! Ήδη η συγκεκριμένη ταινία κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI ως η καλύτερη του διαγωνιστικού – για να μην μπερδευόμαστε, η ταινία του Campillo, όχι του Ozon. Οι συνάδελφοι, όπως διαπίστωσα και από τα βραβεία που έδωσε η Διεθνής Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, σίγουρα στερούνται χιούμορ – ή διαθέτουν μπόλικο από αυτό...
Η υπόθεση: Η Κλοέ είναι μια πανέμορφη, νέα γυναίκα. Παλιότερα μάλιστα δούλευε ως μοντέλο. Διαμαρτύρεται για πόνους στο στομάχι της. Κι όταν οι γιατροί στους οποίους απευθύνεται δεν της βρίσκουν τίποτε σωματικό, αποφασίζει με την παρότρυνση κάποιου από αυτούς να πάει σε ψυχίατρο, μιας που το πρόβλημά της κατά πως φαίνεται, είναι ψυχολογικό. Πηγαίνει στον Πολ Μεγιέρ και βρίσκει τις συναντήσεις μαζί του εξαιρετικά απελευθερωτικές. Εκείνος την ακούει κι εκείνη ξανοίγεται ολοένα και περισσότερο. Κάποια στιγμή της λέει πως δεν μπορεί να την βλέπει πια, καθώς την έχει ερωτευθεί. Οι συνεδρίες ολοκληρώνονται, η Κλοέ δείχνει ευτυχισμένη, οι πόνοι έχουν φύγει και οι δυο τους... παντρεύονται και ζουν μαζί. Η Κλοέ πιάνει δουλειά σε ένα μουσείο, όλα δείχνουν καλά. Τα προβλήματα θα επιστρέψουν όταν η Κλοέ αντιληφθεί πως δεν ξέρει σχεδόν τίποτε για τον Πολ, ενώ εκείνος γνωρίζει τα πάντα για εκείνην. Γιατί της κρύβει πράγματα; Ποια η σχέση του επίσης ψυχιάτρου Λουί Ντελόρντ με τον Πολ; Γιατί μοιάζουν σαν δυο σταγόνες βροχής; Κι εντέλει, τι είναι αυτοί οι πόνοι στο στομάχι, που επιστρέφουν;
Η άποψή μας: Αρχίζει η ταινία, πέφτουν οι τίτλοι αρχής και βλέπουμε την Κλοέ να της κόβουν τα μακριά μαλλιά. Η μουσική είναι ωραία, οι τίτλοι πέφτουν χαλαρά, η Marine Vacth, που υποδύεται την Κλοέ είναι πανέμορφη, όλα καλά. Κατ. Κοντινό. Γκρο πλάνο ρε παιδιά, πως το λένε. Κάτι βγαίνει από έναν σάρκινο ροζ σωλήνα. Βλέπουμε ένα υπέροχο αιδοίο. Βρισκόμαστε σε ιατρείο και η γυναικολόγος μόλις έχει τελειώσει μια κολποσκόπηση, βγάζοντας τον κολποδιαστολέα. Το αιδοίο, εκεί, σε όλη του την υπέροχη μεγαλοπρέπεια. Κατ. Και μοντάζ κατευθείαν με το πράσινο, υγρό μάτι της Κλοέ. Σε κάθετη λήψη. Όχι οριζόντια. Με το μετείκασμα να στέλνει κατευθείαν το μήνυμα: αιδοίο ίσον μάτι! Με το μάτι βλέπουμε τη ζωή. Από το αιδοίο γεννιέται η ζωή! Ρε τον μπαγάσα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Ozon κάνει μια υπέροχη δήλωση για το σινεμά (που ως γνωστό είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο) για τη ζωή και αποτίνει έναν βλάσφημο φόρο τιμής στον «Ανδαλουσιανό σκύλο» του Luis Buñuel και του Salvador Dalí! Εκεί, ένα ξυράφι κόβει ένα μάτι!
Εννοείται πως στην ταινία δεν υπάρχει κανένας σκύλος, παρά μόνο στον τίτλο. Ε, στην ταινία του Ozon το πόσο πολλές γάτες υπάρχουν (ζωντανές και βαλσαμωμένες) δείχνουν ότι συνεχίζει το αστείο, χωρίς μέτρο, έτσι, γαμάτα! Και μην ξεχνάμε βεβαίως πως στα αγγλικά η γάτα είναι γνωστή και ως pussy, ήτοι, μουνί. Πω πω πω, και δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα, έτσι; Ο Ozon δημιουργεί ένα ερωτικό θρίλερ και διασκεδάζει αφάνταστα στην πορεία! Οι αναφορές του πέφτουν η μία μετά την άλλη με ρυθμό πολυβόλου! Προφανέστατη αναφορά νούμερο ένα: «Οι διψασμένοι» (Dead Ringers, 1988) του David Cronenberg. Δίδυμοι γυναικολόγοι εκεί δίδυμοι (;;;;;) ψυχίατροι εδώ. Η μήτρα όμως, στο επίκεντρο και των δύο ταινιών. Τα πολλαπλά είδωλα, το παιχνίδι με τα τζάμια και τους καθρέφτες, παραπέμπει τουλάχιστον στον Orson Welles και στην «Κυρία της Σαγκάης» (The Lady from Shanghai, 1947). Οι πρώτες συναντήσεις με τον Πολ, όπου το μοντάζ φέρνει τα δύο πρόσωπα κοντά ενώ βρίσκονται μακριά είναι ντάλε κουάλε Brian De Palma.
Ο Ozon παίζει, το είπαμε αυτό, έτσι; Και ασχολείται με τη γυναικεία υστερία. Με τη γυναικεία ψυχρότητα. Όταν η Κλοέ έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή της σε οργασμό και πάλι ο θεούλης Γάλλος χρησιμοποιεί κάμερα μέσα στον κόλπο που τον δείχνει (τον κόλπο) να γεμίζει με κολλώδες υγρό και να ανοιγοκλείνει από χαρά – όπως έλεγε μια παλιά συνάδελφος στον «Αγγελιοφόρο»: «χειροκροτάει το παπάκι της» (παιδιά, σόρι, αν γράφω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι θα χαρακτηριστώ χυδαίος – που είμαι, αλλά να, προσπαθώ να κρατάω τα προσχήματα)! Και βέβαια, έχει πολύ Hitchcock η ταινία. Πολύ! Και μια διεστραμμένη (;;;) οπτική πάνω στο σεξ, αλά Verhoeven.
Όλα όσα βλέπουμε στην ταινία τα βλέπουμε μέσω της Κλοέ, που είναι βέβαια αυτό που λέμε «μη αξιόπιστος αφηγητής». Α, ναι, τώρα θυμήθηκα: και Polanski παιδιά βάζει ο Ozon, και Polanski της «Αποστροφής»! Μετά το υπέροχο «Frantz», την πιο ήσυχη, διακριτική, τρυφερή θα τολμούσα να πω ταινία της φιλμογραφίας του, ο Ozon αποφασίζει να ξεσαλώσει! Το καταδιασκεδάζει κι αυτό περνάει και στην αίθουσα! Αυτή ήταν η πιο φαν δημοσιογραφική προβολή όλου του φεστιβάλ! Βάζει και μια επιστημονικότητα σε όλο αυτό, αλά Trier για το τι είναι κανιβαλιστικά δίδυμα ή παρασιτικά δίδυμα, για το πως προκύπτουν λόγω ιδιαίτερης βιολογίας οι γάτες, έχει και φροϊδικές και λακανικές αναφορές για το βλέμμα, μιλάμε, την κάναμε λαχείο στην προβολή! Εννοείται ότι χρησιμοποιεί και σκηνές ονείρου (όλα τα κλισέ, είναι τρομερός!) και σε μια από αυτές που... πονάει, θα ξανασκεφτείτε πολύ την έννοια του strap-on όπως τη γνωρίζατε. Βρε τι θυσίες κάνει ένας άνδρας όταν αγαπάει...
Η Marine Vacth είναι πανέμορφη (και η ομοιότητά της με την δική μας Δάφνη Πατακιά είναι συγκλονιστική – θα μπορούσαν άνετα να παίξουν τις αδελφές σε μια ταινία προσεχώς – είναι πιο όμορφη από τη δική μας, αλλά η Δάφνη μας είναι σαφώς πιο ταλαντούχα και εννοείται πιο ερωτική – η Vacht όντως βγάζει μια ψυχρότητα – τέλειο κάστινγκ by the way). Ο Jérémie Renier ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες του διπλού του (!!!!) ρόλου κι έχουμε και μια εμφάνιση από τις σπάνιες τα τελευταία χρόνια της επίσης γυναικάρας στα νιάτα της, Jacqueline Bisset. Δεν ξέρω πόσο άλλαξε τα φώτα στο βιβλίο της Joyce Carol Oates «Lives of the Twins» πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο (η Joyce το έγραψε χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Rosamond Smith) αλλά ο Ozon μας... έφτιαξε, ποικιλοτρόπως με την ταινία του! Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν. Εύγε, ζήτω και μπράβο!
Η υπόθεση: Η Κλοέ είναι μια πανέμορφη, νέα γυναίκα. Παλιότερα μάλιστα δούλευε ως μοντέλο. Διαμαρτύρεται για πόνους στο στομάχι της. Κι όταν οι γιατροί στους οποίους απευθύνεται δεν της βρίσκουν τίποτε σωματικό, αποφασίζει με την παρότρυνση κάποιου από αυτούς να πάει σε ψυχίατρο, μιας που το πρόβλημά της κατά πως φαίνεται, είναι ψυχολογικό. Πηγαίνει στον Πολ Μεγιέρ και βρίσκει τις συναντήσεις μαζί του εξαιρετικά απελευθερωτικές. Εκείνος την ακούει κι εκείνη ξανοίγεται ολοένα και περισσότερο. Κάποια στιγμή της λέει πως δεν μπορεί να την βλέπει πια, καθώς την έχει ερωτευθεί. Οι συνεδρίες ολοκληρώνονται, η Κλοέ δείχνει ευτυχισμένη, οι πόνοι έχουν φύγει και οι δυο τους... παντρεύονται και ζουν μαζί. Η Κλοέ πιάνει δουλειά σε ένα μουσείο, όλα δείχνουν καλά. Τα προβλήματα θα επιστρέψουν όταν η Κλοέ αντιληφθεί πως δεν ξέρει σχεδόν τίποτε για τον Πολ, ενώ εκείνος γνωρίζει τα πάντα για εκείνην. Γιατί της κρύβει πράγματα; Ποια η σχέση του επίσης ψυχιάτρου Λουί Ντελόρντ με τον Πολ; Γιατί μοιάζουν σαν δυο σταγόνες βροχής; Κι εντέλει, τι είναι αυτοί οι πόνοι στο στομάχι, που επιστρέφουν;
Η άποψή μας: Αρχίζει η ταινία, πέφτουν οι τίτλοι αρχής και βλέπουμε την Κλοέ να της κόβουν τα μακριά μαλλιά. Η μουσική είναι ωραία, οι τίτλοι πέφτουν χαλαρά, η Marine Vacth, που υποδύεται την Κλοέ είναι πανέμορφη, όλα καλά. Κατ. Κοντινό. Γκρο πλάνο ρε παιδιά, πως το λένε. Κάτι βγαίνει από έναν σάρκινο ροζ σωλήνα. Βλέπουμε ένα υπέροχο αιδοίο. Βρισκόμαστε σε ιατρείο και η γυναικολόγος μόλις έχει τελειώσει μια κολποσκόπηση, βγάζοντας τον κολποδιαστολέα. Το αιδοίο, εκεί, σε όλη του την υπέροχη μεγαλοπρέπεια. Κατ. Και μοντάζ κατευθείαν με το πράσινο, υγρό μάτι της Κλοέ. Σε κάθετη λήψη. Όχι οριζόντια. Με το μετείκασμα να στέλνει κατευθείαν το μήνυμα: αιδοίο ίσον μάτι! Με το μάτι βλέπουμε τη ζωή. Από το αιδοίο γεννιέται η ζωή! Ρε τον μπαγάσα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Ozon κάνει μια υπέροχη δήλωση για το σινεμά (που ως γνωστό είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο) για τη ζωή και αποτίνει έναν βλάσφημο φόρο τιμής στον «Ανδαλουσιανό σκύλο» του Luis Buñuel και του Salvador Dalí! Εκεί, ένα ξυράφι κόβει ένα μάτι!
Εννοείται πως στην ταινία δεν υπάρχει κανένας σκύλος, παρά μόνο στον τίτλο. Ε, στην ταινία του Ozon το πόσο πολλές γάτες υπάρχουν (ζωντανές και βαλσαμωμένες) δείχνουν ότι συνεχίζει το αστείο, χωρίς μέτρο, έτσι, γαμάτα! Και μην ξεχνάμε βεβαίως πως στα αγγλικά η γάτα είναι γνωστή και ως pussy, ήτοι, μουνί. Πω πω πω, και δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα, έτσι; Ο Ozon δημιουργεί ένα ερωτικό θρίλερ και διασκεδάζει αφάνταστα στην πορεία! Οι αναφορές του πέφτουν η μία μετά την άλλη με ρυθμό πολυβόλου! Προφανέστατη αναφορά νούμερο ένα: «Οι διψασμένοι» (Dead Ringers, 1988) του David Cronenberg. Δίδυμοι γυναικολόγοι εκεί δίδυμοι (;;;;;) ψυχίατροι εδώ. Η μήτρα όμως, στο επίκεντρο και των δύο ταινιών. Τα πολλαπλά είδωλα, το παιχνίδι με τα τζάμια και τους καθρέφτες, παραπέμπει τουλάχιστον στον Orson Welles και στην «Κυρία της Σαγκάης» (The Lady from Shanghai, 1947). Οι πρώτες συναντήσεις με τον Πολ, όπου το μοντάζ φέρνει τα δύο πρόσωπα κοντά ενώ βρίσκονται μακριά είναι ντάλε κουάλε Brian De Palma.
Ο Ozon παίζει, το είπαμε αυτό, έτσι; Και ασχολείται με τη γυναικεία υστερία. Με τη γυναικεία ψυχρότητα. Όταν η Κλοέ έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή της σε οργασμό και πάλι ο θεούλης Γάλλος χρησιμοποιεί κάμερα μέσα στον κόλπο που τον δείχνει (τον κόλπο) να γεμίζει με κολλώδες υγρό και να ανοιγοκλείνει από χαρά – όπως έλεγε μια παλιά συνάδελφος στον «Αγγελιοφόρο»: «χειροκροτάει το παπάκι της» (παιδιά, σόρι, αν γράφω τα πράγματα όπως ακριβώς είναι θα χαρακτηριστώ χυδαίος – που είμαι, αλλά να, προσπαθώ να κρατάω τα προσχήματα)! Και βέβαια, έχει πολύ Hitchcock η ταινία. Πολύ! Και μια διεστραμμένη (;;;) οπτική πάνω στο σεξ, αλά Verhoeven.
Όλα όσα βλέπουμε στην ταινία τα βλέπουμε μέσω της Κλοέ, που είναι βέβαια αυτό που λέμε «μη αξιόπιστος αφηγητής». Α, ναι, τώρα θυμήθηκα: και Polanski παιδιά βάζει ο Ozon, και Polanski της «Αποστροφής»! Μετά το υπέροχο «Frantz», την πιο ήσυχη, διακριτική, τρυφερή θα τολμούσα να πω ταινία της φιλμογραφίας του, ο Ozon αποφασίζει να ξεσαλώσει! Το καταδιασκεδάζει κι αυτό περνάει και στην αίθουσα! Αυτή ήταν η πιο φαν δημοσιογραφική προβολή όλου του φεστιβάλ! Βάζει και μια επιστημονικότητα σε όλο αυτό, αλά Trier για το τι είναι κανιβαλιστικά δίδυμα ή παρασιτικά δίδυμα, για το πως προκύπτουν λόγω ιδιαίτερης βιολογίας οι γάτες, έχει και φροϊδικές και λακανικές αναφορές για το βλέμμα, μιλάμε, την κάναμε λαχείο στην προβολή! Εννοείται ότι χρησιμοποιεί και σκηνές ονείρου (όλα τα κλισέ, είναι τρομερός!) και σε μια από αυτές που... πονάει, θα ξανασκεφτείτε πολύ την έννοια του strap-on όπως τη γνωρίζατε. Βρε τι θυσίες κάνει ένας άνδρας όταν αγαπάει...
Η Marine Vacth είναι πανέμορφη (και η ομοιότητά της με την δική μας Δάφνη Πατακιά είναι συγκλονιστική – θα μπορούσαν άνετα να παίξουν τις αδελφές σε μια ταινία προσεχώς – είναι πιο όμορφη από τη δική μας, αλλά η Δάφνη μας είναι σαφώς πιο ταλαντούχα και εννοείται πιο ερωτική – η Vacht όντως βγάζει μια ψυχρότητα – τέλειο κάστινγκ by the way). Ο Jérémie Renier ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες του διπλού του (!!!!) ρόλου κι έχουμε και μια εμφάνιση από τις σπάνιες τα τελευταία χρόνια της επίσης γυναικάρας στα νιάτα της, Jacqueline Bisset. Δεν ξέρω πόσο άλλαξε τα φώτα στο βιβλίο της Joyce Carol Oates «Lives of the Twins» πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο (η Joyce το έγραψε χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Rosamond Smith) αλλά ο Ozon μας... έφτιαξε, ποικιλοτρόπως με την ταινία του! Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν. Εύγε, ζήτω και μπράβο!
Τελευταία ταινία από το διαγωνιστικό που είδαμε είναι μία που έχει ελληνικό ενδιαφέρον. Είναι το Good Time των αδελφών Safdie (του Ben και του Joshua). Γιατί έχει ελληνικό ενδιαφέρον; Μα γιατί πίσω από την ταινία βρίσκεται το Hercules Film Fund, ένα fund ειδικού σκοπού που διευθύνεται από τον Πάρι Κασιδόκωστα-Λάτση. Και για αυτό φαντάζομαι ο βασικός ήρωας της ταινίας, τον οποίο υποδύεται ο Robert Pattinson, είναι ελληνικής καταγωγής! Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Safdie, που στην Ελλάδα τους ανακαλύψαμε μέσω του Λευτέρη Αδαμίδη, όταν ηγούνταν του τμήματος «Ημέρες Ανεξαρτησίας» στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τους είχε καλέσει κιόλας στην πόλη μας. Για να δούμε τι έχουν να μας δώσουν τα δύο αυτά παράξενα αδέλφια προσεχώς...
Η υπόθεση: Ο Κόνι Νίκας είναι ένας ελληνικής καταγωγής νεαρός, που έτυχε να ανήκει στους φτωχούς αυτού του κόσμου. Είναι απίστευτα προστατευτικός απέναντι στον μικρότερο αδελφό του, τον Νικ Νίκας (σ.σ.: μουάχαχαχαχαχα), ο οποίος έχει πνευματική καθυστέρηση (μου διαφεύγει αυτήν τη στιγμή ο πολιτικά ορθός όρος). Θα τον αρπάξει από μια συνεδρία με έναν ψυχίατρο, ελευθερώνοντάς τον και μαζί θα προχωρήσουν σε μια ληστεία τράπεζας! Όλα βαίνουν καλώς, αλλά τελικά, όχι, όλα πάνε σκατά! Η αστυνομία τους στριμώχνει, τα χρήματα μαρκάρονται από κόκκινη μπογιά που σκάει και ο Νικ συλλαμβάνεται αφού τραυματίζεται άσχημα και τον πάνε στο νοσοκομείο όπου φυλάσσεται από την αστυνομία, τυλιγμένος με γάζες σε όλο του το κεφάλι. Ο Κόνι γλυτώνει. Προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να βγάλει τον αδελφό του με εγγύηση. Δεν τα καταφέρνει. Και μετά αποφασίζει να... απαγάγει τον αδελφό του από το νοσοκομείο. Το τι θα ακολουθήσει θα είναι μια από τις πιο παράξενες νύχτες που έχει ζήσει ποτέ κάποιος στη Νέα Υόρκη!
Η άποψή μας: Σαν να συνάντησε το «Μετά τα μεσάνυχτα» (After Hours, 1985) του Martin Scorsese το «Εκτός ορίων» (Crank, 2006) των Neveldine – Taylor είναι ετούτη η σπιντάτη κατάδυση στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ναι, είναι μια περιπέτεια η ταινία, με μπόλικη βία κι ακόμα περισσότερο διεστραμμένο χιούμορ, αλλά δεν είναι περιπέτεια από αυτές που κυριαρχούν στα μούλτιπλεξ. Κι αυτό γιατί αν ξύσει κανείς λίγο την επιφάνεια θα βρει από κάτω μια εξαιρετική, πικρή, κριτική ματιά στο σύγχρονο αστικό τοπίο των άσχημων μεγαλουπόλεων, των γεμάτων αποξενωμένων ανθρώπων, όπου ο παραλογισμός είναι το κυρίαρχο στοιχείο.
O Robert Pattinson μπορεί να δίνει και την καλύτερη ερμηνεία της έως τώρα καριέρας του, όντας ένας άνθρωπος που μεγάλωσε χωρίς αγάπη και φροντίδα, έχει τις καλύτερες προθέσεις, αγαπά και προστατεύει τον αδελφό του, αλλά δεν μπορεί παρά να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο σε κρίσιμες καταστάσεις. Και να διαλέγει πάντα τον λάθος δρόμο, την λάθος κίνηση, τη λάθος έκφραση. Η σχέση του με τον απαχθέντα (δεν σας λέω περισσότερα γιατί θα σας χαλάσω μια από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές της ταινίας) βγάζει πολύ γέλιο, η σχέση του με την πιτσιρίκα αφροαμερικάνα, που μπαίνει στην περιπέτεια από καθαρή βαρεμάρα, λέει πολλά για την αμερικάνικη κοινωνία (ακόμα και η επιλογή των αδελφών να κλέψουν την τράπεζα φορώντας μάσκες αφροαμερικάνων δηλώνει πολλά περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία καταγγελίας), η ηχητική μπάντα είναι σπουδαία, τα δάνεια από την αισθητική των seventies είναι καλοδεχούμενα, γενικώς απορώ γιατί μερικοί συνάδελφοι ξίνισαν απέναντι σε τούτη την ταινία. Ωραιότατη ήταν και άφησε υποσχέσεις για ένα ακόμα καλύτερο μέλλον.
Αυτά παιδιά. Έμεινε να στείλω άλλη μια ανταπόκριση... μετά το πέρας του φεστιβάλ, στην οποία θα αναφερθώ σε μερικές ακόμα ταινίες και συγκεκριμένα στις ταινίες «The Florida Project» του Sean Baker, το «Nos années folles» του André Téchiné, το «La Novia del Desierto» των Cecilia Atán, Valeria Pivato και το «Makala» του Emmanuel Gras. Για να δούμε τι θα δούμε στην αποψινή απονομή...
Η υπόθεση: Ο Κόνι Νίκας είναι ένας ελληνικής καταγωγής νεαρός, που έτυχε να ανήκει στους φτωχούς αυτού του κόσμου. Είναι απίστευτα προστατευτικός απέναντι στον μικρότερο αδελφό του, τον Νικ Νίκας (σ.σ.: μουάχαχαχαχαχα), ο οποίος έχει πνευματική καθυστέρηση (μου διαφεύγει αυτήν τη στιγμή ο πολιτικά ορθός όρος). Θα τον αρπάξει από μια συνεδρία με έναν ψυχίατρο, ελευθερώνοντάς τον και μαζί θα προχωρήσουν σε μια ληστεία τράπεζας! Όλα βαίνουν καλώς, αλλά τελικά, όχι, όλα πάνε σκατά! Η αστυνομία τους στριμώχνει, τα χρήματα μαρκάρονται από κόκκινη μπογιά που σκάει και ο Νικ συλλαμβάνεται αφού τραυματίζεται άσχημα και τον πάνε στο νοσοκομείο όπου φυλάσσεται από την αστυνομία, τυλιγμένος με γάζες σε όλο του το κεφάλι. Ο Κόνι γλυτώνει. Προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να βγάλει τον αδελφό του με εγγύηση. Δεν τα καταφέρνει. Και μετά αποφασίζει να... απαγάγει τον αδελφό του από το νοσοκομείο. Το τι θα ακολουθήσει θα είναι μια από τις πιο παράξενες νύχτες που έχει ζήσει ποτέ κάποιος στη Νέα Υόρκη!
Η άποψή μας: Σαν να συνάντησε το «Μετά τα μεσάνυχτα» (After Hours, 1985) του Martin Scorsese το «Εκτός ορίων» (Crank, 2006) των Neveldine – Taylor είναι ετούτη η σπιντάτη κατάδυση στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης. Ναι, είναι μια περιπέτεια η ταινία, με μπόλικη βία κι ακόμα περισσότερο διεστραμμένο χιούμορ, αλλά δεν είναι περιπέτεια από αυτές που κυριαρχούν στα μούλτιπλεξ. Κι αυτό γιατί αν ξύσει κανείς λίγο την επιφάνεια θα βρει από κάτω μια εξαιρετική, πικρή, κριτική ματιά στο σύγχρονο αστικό τοπίο των άσχημων μεγαλουπόλεων, των γεμάτων αποξενωμένων ανθρώπων, όπου ο παραλογισμός είναι το κυρίαρχο στοιχείο.
O Robert Pattinson μπορεί να δίνει και την καλύτερη ερμηνεία της έως τώρα καριέρας του, όντας ένας άνθρωπος που μεγάλωσε χωρίς αγάπη και φροντίδα, έχει τις καλύτερες προθέσεις, αγαπά και προστατεύει τον αδελφό του, αλλά δεν μπορεί παρά να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο σε κρίσιμες καταστάσεις. Και να διαλέγει πάντα τον λάθος δρόμο, την λάθος κίνηση, τη λάθος έκφραση. Η σχέση του με τον απαχθέντα (δεν σας λέω περισσότερα γιατί θα σας χαλάσω μια από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές της ταινίας) βγάζει πολύ γέλιο, η σχέση του με την πιτσιρίκα αφροαμερικάνα, που μπαίνει στην περιπέτεια από καθαρή βαρεμάρα, λέει πολλά για την αμερικάνικη κοινωνία (ακόμα και η επιλογή των αδελφών να κλέψουν την τράπεζα φορώντας μάσκες αφροαμερικάνων δηλώνει πολλά περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία καταγγελίας), η ηχητική μπάντα είναι σπουδαία, τα δάνεια από την αισθητική των seventies είναι καλοδεχούμενα, γενικώς απορώ γιατί μερικοί συνάδελφοι ξίνισαν απέναντι σε τούτη την ταινία. Ωραιότατη ήταν και άφησε υποσχέσεις για ένα ακόμα καλύτερο μέλλον.
Αυτά παιδιά. Έμεινε να στείλω άλλη μια ανταπόκριση... μετά το πέρας του φεστιβάλ, στην οποία θα αναφερθώ σε μερικές ακόμα ταινίες και συγκεκριμένα στις ταινίες «The Florida Project» του Sean Baker, το «Nos années folles» του André Téchiné, το «La Novia del Desierto» των Cecilia Atán, Valeria Pivato και το «Makala» του Emmanuel Gras. Για να δούμε τι θα δούμε στην αποψινή απονομή...
Θοδωρής Γιαχουστίδης