της Άντζελας Ισμαήλου. Με τους Άντζελα Ισμαήλου, Shaun Benson, Erich Wildpret, Bernard Hill, Sarah Miles, Ρούλα Πατεράκη, Γιάννη Βόγλη
Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας (άσχετο είπατε;)
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Στο νησί της Αποκάλυψης
Η Άντζελα Ισμαήλου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Νομική Σχολή. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την υποκριτική και το θέατρο σπουδάζοντας στο Julliard School στη Νέα Υόρκη όπου και εγκαθίσταται μόνιμα. Όπως μας πληροφορεί το imdb, στη Νέα Υόρκη γεννήθηκε και μεγάλωσε η κόρη της. Η Άντζελα Ισμαήλου μιλάει άψογα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά!
Αυτή είναι η δεύτερη ταινία που σκηνοθετεί. Πέρα από τη σκηνοθεσία, βέβαια, πρωταγωνιστεί, έχει γράψει το σενάριο κι έχει βάλει λεφτά για την παραγωγή της ταινίας. Το μπάτζετ της έφτασε τα επτά εκατομμύρια ευρώ! Η πρώτη ταινία της Ισμαήλου «Μεγάλοι σκηνοθέτες» (Great Directors) ήταν ντοκιμαντέρ και προβλήθηκε μεταξύ άλλων στα φεστιβάλ Καννών, Βενετίας και Στοκχόλμης ενώ διανεμήθηκε κινηματογραφικά σε όλο τον κόσμο. Στο ντοκιμαντέρ της συμμετείχαν πρωτοπόροι του παγκόσμιου κινηματογράφου όπως οι David Lynch, Bernardo Bertolucci, Richard Linklater, Ken Loach, Agnes Varda, Stephen Frears, Todd Haynes.
Η υπόθεση: Η Δάφνη, μια μυστηριώδης γυναίκα, πρώην διάσημη τραγουδίστρια όπερας, έχει επιλέξει να ζει απομονωμένη, ως προσωπική κάθαρση και αυτοτιμωρία, στο ιερό νησί της Πάτμου. Δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άντρες, ο Θεόντορικ και ο Εστέμπαν, θα βρεθούν στο νησί αναζητώντας τις δικές τους απαντήσεις στα θέματα που τους απασχολούν: Ο πρώτος, ιερέας, αναζητά σπάνια χειρόγραφα στο μοναστήρι του νησιού. Ο δεύτερος, ταυρομάχος, οδηγείται εκεί αναζητώντας καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Όταν τα μονοπάτια των δύο αντρών διασταυρώνονται τυχαία με της Δάφνης, ξυπνούν πρωτόγνωρα και ανεξέλεγκτα συναισθήματα, οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερες αλήθειες από εκείνες που προσδοκούσαν να βρουν.
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία κρύβει την υπόσχεση, τον αντίλαλο, την ηχώ ενός σπουδαίου κινηματογραφικού έργου. Μας παραδίδεται, όμως, ως ένα υπερφίαλο, και εντέλει ψεύτικο, vanity project της γυναίκας που βρίσκεται... παντού σ' αυτήν! Τα φωτογενή κάδρα της καθώς σκηνοθετεί τον εαυτό της είναι περισσότερα από τις ομορφιές της Πάτμου που αποτυπώνονται στην ταινία! Λογικόν, θα μου πείτε, αλλά το νησί μένει ανεκμετάλλευτο. Θέλω να πω: διαλέγεις να γυρίσεις μια ταινία στην Πάτμο μόνο για το συμβολικόν του πράγματος; Ωραία. Μην τη γυρίζεις στην Πάτμο! Ακόμα και από τουριστικής απόψεως να το δει κανείς, χάθηκε μεγάλη ευκαιρία. Ίσως να ήθελε να κρατήσει την ισορροπία, να μην κατηγορηθεί για εστίαση στα περιττά εις βάρος της ουσίας. Ναι, αλλά έφτασε στο άλλο άκρο, με το 90% της ταινίας να είναι γυρισμένη μέσα σε δωμάτια, μέσα σε σπίτια, εσωτερικά δηλαδή. Πετυχαίνει το εξής παράδοξο η Ισμαήλου: να προσπαθεί να μην κατηγορηθεί για σκηνοθετικά κόλπα κι εντέλει να... υπερσκηνοθετεί – και μάλιστα, θεατρικώ τω τρόπω!
Κι όμως, εκεί που αφέθηκε λίγο (στη σκηνή πχ όπου ο ταυρομάχος προς το φινάλε κινηματογραφείται κάθετα από ψηλά και μετά έχουμε ένα κοντινό του όντας ξαπλωμένος στη γη) το οπτικό αποτέλεσμα ήταν αν μη τι άλλο εντυπωσιακό. Πάμε στα σοβαρότερα προβλήματα τώρα. Αυτά που έχουν να κάνουν από τη μια με το σενάριο και από την άλλη με τις ερμηνείες. Το σενάριο δεν προσπαθεί – είναι πομπώδες. Στην προσπάθειά της να πει πάρα πολλά η σεναριογράφος Ισμαήλου φτάνει σε έναν απίστευτο μαξιμαλισμό. Οι διάλογοι φαίνονται ψεύτικοι, στημένοι, υπερβολικοί. Κι ενώ λέγονται ενδιαφέροντα πράγματα για την πίστη, τον έρωτα, τη θυσία, τίποτα δεν περνάει στον θεατή. Και η ίντριγκα; Πώς να πιστέψεις πως δύο άνδρες σαν τα κρύα τα νερά, ένας ατσαλάκωτος παπάς και ένας παθιασμένος σπανιόλος, ερωτεύονται μια εκνευριστικά καταθλιπτική γυναίκα; Με την πρώτη ματιά; Που δεν τους αφήνει και πολλά περιθώρια καθώς κάτι την πνίγει (τι; το μαθαίνουμε αργά κι όταν το μαθαίνουμε δεν είναι ούτε κι αυτό πειστικό). Δυστυχώς, δεν υπάρχει κατά πως φαίνεται γνώση της κινηματογραφικής γλώσσας.
Όλο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα μυθιστόρημα ή ακόμα καλύτερα για ένα θεατρικό έργο. Και σαν να μην έφτανε η αναληθοφάνεια του σεναρίου έρχονται οι ερμηνείες για να αποτελειώσουν οποιαδήποτε ελπίδα. Όλοι οι ηθοποιοί, μηδενός εξαιρουμένου, απαγγέλλουν τις (στα αγγλικά γραμμένες) γραμμές τους: δεν κάνουν κινηματογραφικό διάλογο. Δεν μιλάνε κινηματογραφικά. Μιλάνε με στόμφο ακριβώς επειδή λένε ατάκες που δεν τις πιστεύουν. Κι επειδή καθοδηγούνται έτσι από τη σκηνοθέτιδα Ισμαήλου. Δυστυχώς, αυτή είναι η τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Γιάννη Βόγλη. Ευτυχώς, υπάρχει η (υπερβολική κι αυτή αλλά ευτυχώς ποτέ δεν ξεφεύγει) μουσική που έχει γράψει ο Jan A.P. Kaczmarek.
Η υπόθεση: Η Δάφνη, μια μυστηριώδης γυναίκα, πρώην διάσημη τραγουδίστρια όπερας, έχει επιλέξει να ζει απομονωμένη, ως προσωπική κάθαρση και αυτοτιμωρία, στο ιερό νησί της Πάτμου. Δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άντρες, ο Θεόντορικ και ο Εστέμπαν, θα βρεθούν στο νησί αναζητώντας τις δικές τους απαντήσεις στα θέματα που τους απασχολούν: Ο πρώτος, ιερέας, αναζητά σπάνια χειρόγραφα στο μοναστήρι του νησιού. Ο δεύτερος, ταυρομάχος, οδηγείται εκεί αναζητώντας καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Όταν τα μονοπάτια των δύο αντρών διασταυρώνονται τυχαία με της Δάφνης, ξυπνούν πρωτόγνωρα και ανεξέλεγκτα συναισθήματα, οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερες αλήθειες από εκείνες που προσδοκούσαν να βρουν.
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία κρύβει την υπόσχεση, τον αντίλαλο, την ηχώ ενός σπουδαίου κινηματογραφικού έργου. Μας παραδίδεται, όμως, ως ένα υπερφίαλο, και εντέλει ψεύτικο, vanity project της γυναίκας που βρίσκεται... παντού σ' αυτήν! Τα φωτογενή κάδρα της καθώς σκηνοθετεί τον εαυτό της είναι περισσότερα από τις ομορφιές της Πάτμου που αποτυπώνονται στην ταινία! Λογικόν, θα μου πείτε, αλλά το νησί μένει ανεκμετάλλευτο. Θέλω να πω: διαλέγεις να γυρίσεις μια ταινία στην Πάτμο μόνο για το συμβολικόν του πράγματος; Ωραία. Μην τη γυρίζεις στην Πάτμο! Ακόμα και από τουριστικής απόψεως να το δει κανείς, χάθηκε μεγάλη ευκαιρία. Ίσως να ήθελε να κρατήσει την ισορροπία, να μην κατηγορηθεί για εστίαση στα περιττά εις βάρος της ουσίας. Ναι, αλλά έφτασε στο άλλο άκρο, με το 90% της ταινίας να είναι γυρισμένη μέσα σε δωμάτια, μέσα σε σπίτια, εσωτερικά δηλαδή. Πετυχαίνει το εξής παράδοξο η Ισμαήλου: να προσπαθεί να μην κατηγορηθεί για σκηνοθετικά κόλπα κι εντέλει να... υπερσκηνοθετεί – και μάλιστα, θεατρικώ τω τρόπω!
Κι όμως, εκεί που αφέθηκε λίγο (στη σκηνή πχ όπου ο ταυρομάχος προς το φινάλε κινηματογραφείται κάθετα από ψηλά και μετά έχουμε ένα κοντινό του όντας ξαπλωμένος στη γη) το οπτικό αποτέλεσμα ήταν αν μη τι άλλο εντυπωσιακό. Πάμε στα σοβαρότερα προβλήματα τώρα. Αυτά που έχουν να κάνουν από τη μια με το σενάριο και από την άλλη με τις ερμηνείες. Το σενάριο δεν προσπαθεί – είναι πομπώδες. Στην προσπάθειά της να πει πάρα πολλά η σεναριογράφος Ισμαήλου φτάνει σε έναν απίστευτο μαξιμαλισμό. Οι διάλογοι φαίνονται ψεύτικοι, στημένοι, υπερβολικοί. Κι ενώ λέγονται ενδιαφέροντα πράγματα για την πίστη, τον έρωτα, τη θυσία, τίποτα δεν περνάει στον θεατή. Και η ίντριγκα; Πώς να πιστέψεις πως δύο άνδρες σαν τα κρύα τα νερά, ένας ατσαλάκωτος παπάς και ένας παθιασμένος σπανιόλος, ερωτεύονται μια εκνευριστικά καταθλιπτική γυναίκα; Με την πρώτη ματιά; Που δεν τους αφήνει και πολλά περιθώρια καθώς κάτι την πνίγει (τι; το μαθαίνουμε αργά κι όταν το μαθαίνουμε δεν είναι ούτε κι αυτό πειστικό). Δυστυχώς, δεν υπάρχει κατά πως φαίνεται γνώση της κινηματογραφικής γλώσσας.
Όλο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα μυθιστόρημα ή ακόμα καλύτερα για ένα θεατρικό έργο. Και σαν να μην έφτανε η αναληθοφάνεια του σεναρίου έρχονται οι ερμηνείες για να αποτελειώσουν οποιαδήποτε ελπίδα. Όλοι οι ηθοποιοί, μηδενός εξαιρουμένου, απαγγέλλουν τις (στα αγγλικά γραμμένες) γραμμές τους: δεν κάνουν κινηματογραφικό διάλογο. Δεν μιλάνε κινηματογραφικά. Μιλάνε με στόμφο ακριβώς επειδή λένε ατάκες που δεν τις πιστεύουν. Κι επειδή καθοδηγούνται έτσι από τη σκηνοθέτιδα Ισμαήλου. Δυστυχώς, αυτή είναι η τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Γιάννη Βόγλη. Ευτυχώς, υπάρχει η (υπερβολική κι αυτή αλλά ευτυχώς ποτέ δεν ξεφεύγει) μουσική που έχει γράψει ο Jan A.P. Kaczmarek.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Απριλίου 2017 από την Strada Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική