του Marco Bellocchio. Mε τους Valerio Mastandrea, Bérénice Bejo, Guido Caprino, Nicolò Cabras, Dario Dal Pero, Barbara Ronchi, Emanuelle Devos, Roberto Herlitzka, Arianna Scommegna, Pier Giorgio Bellocchio
Μαμά, γερνάω
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μάνα είναι μόνο μία!
Τα γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα, με αφορμή την έξοδο στη χώρα μας της προηγούμενης ταινίας του Marco Bellocchio «Αίμα από το αίμα μου», εννοείται ότι ισχύουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση: 52 ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Marco Bellocchio έβγαλε την πρώτη του, σπουδαία, μεγάλου μήκους ταινία «Γροθιές στην τσέπη» (I pugni in tasca, 1965) στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αισίως, με τούτη εδώ, έχει φτάσει στο να έχει σκηνοθετήσει 25 μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας! Στα 78 του χρόνια ο θρυλικός αριστερός (και μαοϊκός μη σου πω) σκηνοθέτης συνεχίζει ακάθεκτος – στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, επειδή το σενάριο δεν είναι δικό του και βασίζεται σε άλλη πηγή, δεν υπάρχει ως πλαίσιο δράσης η ιδιαίτερη πατρίδα του, κάτι που είναι σύνηθες στις ταινίες του.
Το σενάριο της ταινίας Fai Bei Sogni (Sweet Dreams) λοιπόν βασίζεται στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό best seller (για την Ιταλία) του δημοσιογράφου Massimo Gramellini. Η συγκεκριμένη ταινία αποτέλεσε το φιλμ έναρξης του τμήματος «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών.
Η υπόθεση: Τορίνο, 1969. Η ειδυλλιακή παιδική ηλικία του 9χρονου Μάσιμο κατακρημνίζεται από το μυστηριώδη θάνατο της πολυαγαπημένης του μητέρας. Κανένας δεν του εξηγεί πως έγινε. Κι ο πιτσιρικάς αρνείται να δεχτεί αυτήν τη βίαια απώλεια, ακόμα και όταν ο παπάς του λέει πως η μητέρα του βρίσκεται πλέον στον παράδεισο. Χρόνια αργότερα, κατά τη δεκαετία του '90, ο Μάσιμο έχει γίνει ένας αναγνωρισμένος δημοσιογράφος, έχοντας κάνει ένα πέρασμα και από τον αθλητικό τύπο. Μετά την παραμονή του στη Βοσνία όπου κατέγραφε τα τεκταινόμενα στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας κι ιδιαίτερα όσα έλαβαν χώρα στο Σαράγιεβο, αρχίζει να υποφέρει από κρίσεις πανικού. Καθώς ετοιμάζεται να πουλήσει το διαμέρισμα των γονέων του ο Μάσιμο αναγκάζεται να ξαναζήσει το τραυματικό παρελθόν του. Η Ελίζα, μια γιατρός με κατανόηση, ίσως να μπορεί να βοηθήσει τον τσακισμένο ψυχολογικά Μάσιμο να ανοιχτεί επιτέλους και να αντιμετωπίσει τα παιδικά του τραύματα.
Η άποψή μας: Οι άντρες του ευρωπαϊκού νότου έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα μας. Οι Ιταλοί είναι οι πιο διάσημοι «μαμάκηδες» όλου του κόσμου. Λατρεύουν τις μητέρες τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα! Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο αντεστραμμένα: οι Ελληνίδες μάνες λατρεύουν τους γιους τους. Ανησυχούν όταν βγαίνουν έξω και περιμένουν να επιστρέψει ο κανακάρης τους σπίτι ακόμα κι αν είναι 40 και 50 ετών ο... κανακάρης! «Μπουφάν να βάλεις», σου λέει, «Δεν σε ταΐζουν εκεί που είσαι;» σε ρωτάει ντεμέκ από ενδιαφέρον. Ε, λοιπόν, αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μητέρας και γιου αλά ιταλικά σκιαγραφεί εδώ ο Bellocchio. Και μάλιστα το κάνει σε ευθεία... αντίθεση με βασικό στοιχείο πλοκής της πρώτης του ταινίας, «Γροθιές στην τσέπη», όπου ένας νεαρός δολοφονεί τη μητέρα του! Μόνο που εδώ το... παρακάνει! Μια ταινία 134 λεπτών όπου ο βασικός πρωταγωνιστής δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χαμό της μητέρας του; Too much!
Υπάρχουν σκηνές που έχουν ενδιαφέρον, όπως εκείνη όπου μητέρα και γιος χορεύουν twist ή που παρακολουθούν μαζί τηλεόραση αλλά το χαλαρό δέσιμό τους και η φλυαρία δεν λειτουργούν υπέρ της ταινίας. Για άλλη μια φορά ο Bellocchio κάνει σινεμά με τους δικούς του όρους, χωρίς παραχωρήσεις στο θεατή. Θέλω να πω, μια χαρά μελόδραμα θα μπορούσε να είναι όλο αυτό, αλλά ο σκηνοθέτης ποσώς ενδιαφέρεται. Δίνει τη δική του οπτική στα δρώμενα και σχολιάζει το γενικό (η κατάσταση της Ιταλίας) με βάση το ειδικό (η πορεία του Μάσιμο) καθώς τέμνει πλαγίως πολλές από τις θεματικές με τις οποίες έχει ασχοληθεί στο παρελθόν. Όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Η ιστορία με επηρέασε βαθιά γιατί αναγνώρισα πολλά θέματα από τις ταινίες μου. Οικογένεια, μητέρες, πατέρες, το σπίτι σε περίοδο 30 ετών, σε περίοδο ραγδαίων εξελίξεων στην Ιταλία». Κι ενώ στο βιβλίο όλη η αφήγηση γίνεται με ένα συνεχόμενο φλασμπάκ, στην ταινία ο Bellocchio πηγαινοέρχεται μια στο παρόν, μια στο παρελθόν και βλέπουμε τον ήρωα μια όταν είναι 9 χρονών και μεγαλώνει και μια στο σήμερα, όπου προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Κάτι που επίσης είναι στην κρίση του θεατή στο αν λειτουργεί υπέρ της ταινίας.
Εκείνο που σίγουρα λειτουργεί υπέρ της ταινίας είναι η υπέροχη παρουσία της Berenice Bejo, στο ρόλο της γιατρού. Κάθε φορά που εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη (και δυστυχώς είναι λίγες σε σχέση με ολόκληρη την ταινία) το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Βέβαια, και πάλι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ένας τέτοιος ζεστός και τρυφερός άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να βρει ενδιαφέροντα έναν μονίμως μουτρωμένο, καταθλιπτικό και γκρινιάρη άντρα. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Ο Bellocchio λοιπόν δεν έκανε εδώ το θαύμα του. Οι λάτρεις του έργου του δεν θα απογοητευθούν. Οι άμαθοι και οι «είμαι πολύ σινεφίλ, πάω μια φορά το μήνα σινεμά» όμως, θα κλοτσήσουν. Και οι πιο ψύχραιμοι θα βρουν τα καλά αλλά θα υπογραμμίσουν και τα κακά...
Η υπόθεση: Τορίνο, 1969. Η ειδυλλιακή παιδική ηλικία του 9χρονου Μάσιμο κατακρημνίζεται από το μυστηριώδη θάνατο της πολυαγαπημένης του μητέρας. Κανένας δεν του εξηγεί πως έγινε. Κι ο πιτσιρικάς αρνείται να δεχτεί αυτήν τη βίαια απώλεια, ακόμα και όταν ο παπάς του λέει πως η μητέρα του βρίσκεται πλέον στον παράδεισο. Χρόνια αργότερα, κατά τη δεκαετία του '90, ο Μάσιμο έχει γίνει ένας αναγνωρισμένος δημοσιογράφος, έχοντας κάνει ένα πέρασμα και από τον αθλητικό τύπο. Μετά την παραμονή του στη Βοσνία όπου κατέγραφε τα τεκταινόμενα στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας κι ιδιαίτερα όσα έλαβαν χώρα στο Σαράγιεβο, αρχίζει να υποφέρει από κρίσεις πανικού. Καθώς ετοιμάζεται να πουλήσει το διαμέρισμα των γονέων του ο Μάσιμο αναγκάζεται να ξαναζήσει το τραυματικό παρελθόν του. Η Ελίζα, μια γιατρός με κατανόηση, ίσως να μπορεί να βοηθήσει τον τσακισμένο ψυχολογικά Μάσιμο να ανοιχτεί επιτέλους και να αντιμετωπίσει τα παιδικά του τραύματα.
Η άποψή μας: Οι άντρες του ευρωπαϊκού νότου έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα μας. Οι Ιταλοί είναι οι πιο διάσημοι «μαμάκηδες» όλου του κόσμου. Λατρεύουν τις μητέρες τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα! Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο αντεστραμμένα: οι Ελληνίδες μάνες λατρεύουν τους γιους τους. Ανησυχούν όταν βγαίνουν έξω και περιμένουν να επιστρέψει ο κανακάρης τους σπίτι ακόμα κι αν είναι 40 και 50 ετών ο... κανακάρης! «Μπουφάν να βάλεις», σου λέει, «Δεν σε ταΐζουν εκεί που είσαι;» σε ρωτάει ντεμέκ από ενδιαφέρον. Ε, λοιπόν, αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μητέρας και γιου αλά ιταλικά σκιαγραφεί εδώ ο Bellocchio. Και μάλιστα το κάνει σε ευθεία... αντίθεση με βασικό στοιχείο πλοκής της πρώτης του ταινίας, «Γροθιές στην τσέπη», όπου ένας νεαρός δολοφονεί τη μητέρα του! Μόνο που εδώ το... παρακάνει! Μια ταινία 134 λεπτών όπου ο βασικός πρωταγωνιστής δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χαμό της μητέρας του; Too much!
Υπάρχουν σκηνές που έχουν ενδιαφέρον, όπως εκείνη όπου μητέρα και γιος χορεύουν twist ή που παρακολουθούν μαζί τηλεόραση αλλά το χαλαρό δέσιμό τους και η φλυαρία δεν λειτουργούν υπέρ της ταινίας. Για άλλη μια φορά ο Bellocchio κάνει σινεμά με τους δικούς του όρους, χωρίς παραχωρήσεις στο θεατή. Θέλω να πω, μια χαρά μελόδραμα θα μπορούσε να είναι όλο αυτό, αλλά ο σκηνοθέτης ποσώς ενδιαφέρεται. Δίνει τη δική του οπτική στα δρώμενα και σχολιάζει το γενικό (η κατάσταση της Ιταλίας) με βάση το ειδικό (η πορεία του Μάσιμο) καθώς τέμνει πλαγίως πολλές από τις θεματικές με τις οποίες έχει ασχοληθεί στο παρελθόν. Όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Η ιστορία με επηρέασε βαθιά γιατί αναγνώρισα πολλά θέματα από τις ταινίες μου. Οικογένεια, μητέρες, πατέρες, το σπίτι σε περίοδο 30 ετών, σε περίοδο ραγδαίων εξελίξεων στην Ιταλία». Κι ενώ στο βιβλίο όλη η αφήγηση γίνεται με ένα συνεχόμενο φλασμπάκ, στην ταινία ο Bellocchio πηγαινοέρχεται μια στο παρόν, μια στο παρελθόν και βλέπουμε τον ήρωα μια όταν είναι 9 χρονών και μεγαλώνει και μια στο σήμερα, όπου προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Κάτι που επίσης είναι στην κρίση του θεατή στο αν λειτουργεί υπέρ της ταινίας.
Εκείνο που σίγουρα λειτουργεί υπέρ της ταινίας είναι η υπέροχη παρουσία της Berenice Bejo, στο ρόλο της γιατρού. Κάθε φορά που εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη (και δυστυχώς είναι λίγες σε σχέση με ολόκληρη την ταινία) το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Βέβαια, και πάλι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ένας τέτοιος ζεστός και τρυφερός άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να βρει ενδιαφέροντα έναν μονίμως μουτρωμένο, καταθλιπτικό και γκρινιάρη άντρα. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Ο Bellocchio λοιπόν δεν έκανε εδώ το θαύμα του. Οι λάτρεις του έργου του δεν θα απογοητευθούν. Οι άμαθοι και οι «είμαι πολύ σινεφίλ, πάω μια φορά το μήνα σινεμά» όμως, θα κλοτσήσουν. Και οι πιο ψύχραιμοι θα βρουν τα καλά αλλά θα υπογραμμίσουν και τα κακά...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Απριλίου 2017 από την Seven Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική