του Danny Boyle. Με τους Ewan McGregor, Jonny Lee Miller, Robert Carlyle, Ewen Bremner, Anjela Nedyalkova, Kelly Macdonald, Shirley Handerson, James Cosmo
«Choose Life»...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Τι έγινε 'κείνο το τρένο που έβλεπε/ τα άλλα τρένα να περνούν...»
Η πρώτη ταινία του Danny Boyle, το περίφημο «Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων» (Shallow Grave, 1994) βγήκε στις αίθουσες της χώρας μας την ημέρα που είχα τα 26α γενέθλιά μου: 8 Δεκεμβρίου του 1995. Δεν ήμουν ούτε δύο μήνες στον «εξώστη» (κατ' αναλογία με την χιουμοριστική σελίδα στο facebook, που αφορά το ΠΑΣΟΚ, τον «ορθόδοξο» εξώστη) κι έγραψα θυμάμαι κείμενο για εκείνη την ταινία, που μου είχε αρέσει πολύ. Ήταν τα πρώτα μου βήματα στο χώρο της κριτικής ταινιών και εννοείται πως ήμουν ενθουσιασμένος. Λίγους μήνες μετά, στις 24 Μαΐου του 1996, βγήκε στις ελληνικές αίθουσες η δεύτερη ταινία του Danny Boyle. Ήταν το περίφημο «Trainspotting»! Που με ενθουσίασε! Κι έγραψα και για εκείνην κείμενο, το οποίο το θυμάμαι ως ένα από τα πιο αγαπημένα μου. Τότε και η συγγραφή ήταν αλλιώς. Τα κείμενά μου τα έγραφα σε χαρτί, τα δακτυλογραφούσε η Αννούλα μας στο γραφείο στην Ισαύρων, υπήρχαν δισκέτες (τα περίφημα floppy disks), το ίντερνετ δεν ήταν και τόσο διαδεδομένο, καμία σχέση ακόμα με τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα ακόμα ούτε κινητά δεν είχαμε (ο Τάσος σαν να θυμάμαι ότι ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε εκείνες τις περίφημες «παντόφλες» με την κεραία – πάντα φρικιό με την τεχνολογία ο Τάσος, ο Τάσος που πέθανε κι εγώ είμαι μεγαλύτερος τώρα σε ηλικία από την ηλικία που είχε εκείνος όταν μας άφησε, άστα, χέστα...). Δεν έχω κρατήσει αρχείο από τότε, μαλακία, ή μήπως έχω και είναι κάπου καταχωνιασμένο στο χωριό; Αν έχω, θα έχω παλιά τεύχη μέσα σε ντοσιέ, αρχείο, μμμ, όταν θα πάω την επόμενη φορά στο Λευκώνα θα ψάξω στο σαλόνι, εκεί θα βρω κάτι, αν υπάρχει κάτι... Σχεδόν 21 χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την ταινία. Μια ολόκληρη ζωή!
Αυτή είναι η 12η μεγάλου μήκους ταινία του Danny Boyle. Στις μισές από αυτές το σενάριο το υπογράφει ο John Hodge. Είναι αυτός που υπέγραψε το σενάριο στο πρώτο «Trainspotting», είναι αυτός που το υπογράφει και στο δεύτερο. Και οι δύο ταινίες βασίζονται σε βιβλία του Irvine Welsh: το πρώτο αποκλειστικά στο «Trainspotting», το δεύτερο τόσο στο «Trainspotting» όσο και στη συνέχειά του, το «Porno». Και στις δύο ταινίες εμφανίζεται ο συγγραφέας στο μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο του κλεπταποδόχου Mikey Forrester. Βλέποντας αυτήν την ταινία κατάλαβα πως στην πρώτη ταινία, αυτός που πεθαίνει από την παρέα (από Aids), ο Tommy, είναι ο Kevin McKidd, ο γιατρός Owen Hunt από το τηλεοπτικό «Grey's Anatomy», στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση!!! Τούτη η ταινία έβαλε τέλος στην παρεξήγηση ανάμεσα στον Danny Boyle και τον Ewan McGregor. Ο Ewan, πρωταγωνιστής στις τρεις πρώτες ταινίες του Boyle, χαλάστηκε όταν ο σκηνοθέτης προτίμησε ως πρωταγωνιστή της τέταρτης ταινίας του, της «Παραλίας» (The Beach, 2000) τον Leonardo DiCaprio αντί του ιδίου. Η ταινία προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού, στο επίσημο πρόγραμμα της τελευταίας Berlinale...
Η υπόθεση: 20 χρόνια πριν ο 25χρονος τότε Μαρκ Ρέντον (παλιότερα γνωστός ως «Rent-boy») αρπάζει τις 12 από τις 16 χιλιάδες λίρες, που υποτίθεται ότι θα μοιραζόταν με τα τρία φιλαράκια του από μια «δουλειά» με ναρκωτικά και εξαφανίζεται από το Εδιμβούργο. Βρίσκει καταφύγιο στο Άμστερνταμ. Η νοσταλγία, όμως, και η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής στην Ολλανδία τον αναγκάζει να γυρίσει πίσω. Ο πρώτος από τους τρεις παλιόφιλους που θα συναντήσει είναι και ο μόνος στον οποίο είχε αφήσει το μερίδιο που του αναλογούσε πριν φύγει. Είναι ο Σπαντ. Και τον σώζει πριν φέρει εις πέρας μιαν απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Σπαντ είναι τζάνκι, έχει χωρίσει, έχει χάσει τη γυναίκα του και βλέπει σπάνια τον γιο του. Ο δεύτερος που βλέπει ο Μαρκ είναι ο Σάιμον (παλιότερα γνωστός ως «Sick Boy»).
Ήταν ο κολλητός του, που ποτέ δεν του συγχώρεσε την προδοσία. Έχει μια παμπ όπου δεν πατάει ψυχή, έχει μια γκόμενα, τη Βερόνικα από τη Βουλγαρία, με την οποία έχει κάνει σεξ όλη κι όλη μία φορά, βγάζει χρήματα εκβιάζοντας ανθρώπους και σκέφτεται να ανοίξει μια σάουνα – βιτρίνα ουσιαστικά για ένα μπουρδέλο. Ο τρίτος, τον οποίο δεν θέλει με τίποτε να δει ο Μαρκ, είναι ο Φράνσις Μπέντζι (παλιότερα γνωστός ο «Franco»). Ο πλέον... ψυχάκιας από τους τέσσερις, βρίσκεται στη φυλακή και δραπετεύει, έχοντας στο μυαλό του μόνο την εκδίκηση! Ποια έκβαση θα έχουν αυτήν τη φορά τα... μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων;
Η άποψή μας: Έχω παρατηρήσει πως όταν είναι να γράψω για μια ταινία που μου άρεσε, ενώ η πλειονότητα των συναδέλφων (εντός και εκτός εισαγωγικών) την έχει θάψει (με ή χωρίς επιχειρήματα) γίνομαι λίγο πολύ απολογιστικός – λάθος: προσπαθώ να απολογηθώ. Σαν να προσπαθώ να δικαιολογηθώ ρε παιδί μου, να πείσω τον αναγνώστη (ενδεχομένως και τον συνάδελφο που δεν γουστάρει) πως για τον άλφα, βήτα, γάμα (όσο είναι καιρός) λόγο, που δεν είναι απαραίτητο να έχει να κάνει με την ποιότητα της ταινίας, εμένα μου άρεσε. Έτσι κι αλλιώς (επαναλαμβάνω για εκατομμυριοστή φορά – πολύ κουραστικός μωρέ αδελφάκι μου) τις ταινίες τις κρίνουμε υποκειμενικά! Πχ, πολύς κόσμος δεν γούσταρε το πρώτο «Trainspotting», μια από τις πλέον εμβληματικές ταινίες για μια ολόκληρη γενιά! Ο τρόπος γυρίσματος, ο μηδενισμός, η μουσική, το χιούμορ της ταινίας εκείνης είχαν τη στάμπα του επείγοντος. Έδωσε φωνή σε εκατομμύρια νέους. Και ναι, (εδώ η εύλογη διαφωνία των πολλών) όντως, γκλαμοροποιούσε τη χρήση ναρκωτικών. Στο τέλος του περίφημου off μονολόγου «Choose Life», η καταληκτική φράση έλεγε: «ποιος χρειάζεται λόγους όταν υπάρχει η ηρωίνη»; Ok. Ναι, αλλά δεν μας... έριξε στα ναρκωτικά, d'oh. Ίσα ίσα, για πολλούς από εμάς, συνομήλικους με τους ήρωες εκείνης της ταινίας, μας έδωσε ένα walk on the wild side, εκ του ασφαλούς: βλέπετε αλλά μην αγγίζετε!
Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, η πρώτη ουσιαστικά μεταφορά της αισθητικής του βιντεοκλίπ σε ταινία, με ήρωες... αντιήρωες με όλη τη σημασία της λέξεως. Λούμπεν τέκνα της εργατικής τάξης, χωρίς ήθος, χωρίς ηθική, χωρίς πατρίδα, χωρίς θεό, κι όμως τόση φωτιά μέσα τους ρε παιδί μου. 21 χρόνια μετά, τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν είναι το ίδιο. Δεν ξέρω πόσο «χρήσιμο» είναι αυτό το σίκουελ, ποιους λόγους εξυπηρετεί, αν γυρίστηκε μόνο για να αρμέξει εκείνους τους θεατές, τους συνομήλικους με τους ήρωες, που πλέον μεγάλωσαν, συμβιβάστηκαν (αυτό κι αν είναι...) και βλέπουν πως έχουν μεγαλώσει και τα παλικάρια μας. «46 years old and I'm fucked», λέει ο Ρέντον. Άιντε να βρεις πολλούς σ' αυτήν την ηλικία που να μην ταυτιστούν. «Ο γιατρός μου έδωσε άλλα 30 χρόνια ζωής! 30. Να ήταν 3, 4 να πω ότι θα τα αντέξω. Αλλά 30; Πώς θα τα βγάλω πέρα;». Και πάλι ο Ρέντον αυτός που λέει τα παραπάνω λόγια. «Είσαι τουρίστας στην ίδια σου τη νιότη». Ω, ρε φίλε, μιλάμε με χτύπησε ρεύμα 800 χιλιάδες βολτ όταν άκουσα αυτήν τη φράση στην ταινία.
Ναι, nostalgia πουλάει η ταινία σε εμάς, και το κάνει καλά. Οι ήρωες μεγάλωσαν, κουράστηκαν, το Εδιμβούργο είναι μια πόλη με παλιό κλέος αλλά και γεμάτη χωματερές και αμάξια σε απόσυρση, καλή η κόκα αλλά μόνο από συνήθεια και η ηρωίνη, μόνο μια φορά, έτσι, για τους παλιούς καλούς καιρούς. Κι εμείς μεγαλώσαμε και οι ήρωες μεγάλωσαν και ο σκηνοθέτης μεγάλωσε. Λογικό είναι το σενάριο να είναι κάπως, να μην δένουν αρμονικά όλα τα κομμάτια, να υπάρχει συντηρητικοποίηση, ακόμα ακόμα και μια αμηχανία... Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν στο φινάλε ο τελειωμένος Ρέντον γυρίζει πίσω στο πατρικό σπίτι, μου κόλλησαν οι στίχοι από το «Δεν ήταν απαισιόδοξο τραγουδάκι» του Ντίνου Σαδίκη: «Μ’ ένα χορό που δεν αντέχεις να με βλέπεις φεύγω/// σ’ ένα σταθμό που χρόνια τη ζωή μου περιμένω...». Μόνη διαφωνία: εγώ ρε φίλε θα έβαζα τον Iggy στο πρωτότυπο «Lust for life»...
Η υπόθεση: 20 χρόνια πριν ο 25χρονος τότε Μαρκ Ρέντον (παλιότερα γνωστός ως «Rent-boy») αρπάζει τις 12 από τις 16 χιλιάδες λίρες, που υποτίθεται ότι θα μοιραζόταν με τα τρία φιλαράκια του από μια «δουλειά» με ναρκωτικά και εξαφανίζεται από το Εδιμβούργο. Βρίσκει καταφύγιο στο Άμστερνταμ. Η νοσταλγία, όμως, και η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής στην Ολλανδία τον αναγκάζει να γυρίσει πίσω. Ο πρώτος από τους τρεις παλιόφιλους που θα συναντήσει είναι και ο μόνος στον οποίο είχε αφήσει το μερίδιο που του αναλογούσε πριν φύγει. Είναι ο Σπαντ. Και τον σώζει πριν φέρει εις πέρας μιαν απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Σπαντ είναι τζάνκι, έχει χωρίσει, έχει χάσει τη γυναίκα του και βλέπει σπάνια τον γιο του. Ο δεύτερος που βλέπει ο Μαρκ είναι ο Σάιμον (παλιότερα γνωστός ως «Sick Boy»).
Ήταν ο κολλητός του, που ποτέ δεν του συγχώρεσε την προδοσία. Έχει μια παμπ όπου δεν πατάει ψυχή, έχει μια γκόμενα, τη Βερόνικα από τη Βουλγαρία, με την οποία έχει κάνει σεξ όλη κι όλη μία φορά, βγάζει χρήματα εκβιάζοντας ανθρώπους και σκέφτεται να ανοίξει μια σάουνα – βιτρίνα ουσιαστικά για ένα μπουρδέλο. Ο τρίτος, τον οποίο δεν θέλει με τίποτε να δει ο Μαρκ, είναι ο Φράνσις Μπέντζι (παλιότερα γνωστός ο «Franco»). Ο πλέον... ψυχάκιας από τους τέσσερις, βρίσκεται στη φυλακή και δραπετεύει, έχοντας στο μυαλό του μόνο την εκδίκηση! Ποια έκβαση θα έχουν αυτήν τη φορά τα... μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων;
Η άποψή μας: Έχω παρατηρήσει πως όταν είναι να γράψω για μια ταινία που μου άρεσε, ενώ η πλειονότητα των συναδέλφων (εντός και εκτός εισαγωγικών) την έχει θάψει (με ή χωρίς επιχειρήματα) γίνομαι λίγο πολύ απολογιστικός – λάθος: προσπαθώ να απολογηθώ. Σαν να προσπαθώ να δικαιολογηθώ ρε παιδί μου, να πείσω τον αναγνώστη (ενδεχομένως και τον συνάδελφο που δεν γουστάρει) πως για τον άλφα, βήτα, γάμα (όσο είναι καιρός) λόγο, που δεν είναι απαραίτητο να έχει να κάνει με την ποιότητα της ταινίας, εμένα μου άρεσε. Έτσι κι αλλιώς (επαναλαμβάνω για εκατομμυριοστή φορά – πολύ κουραστικός μωρέ αδελφάκι μου) τις ταινίες τις κρίνουμε υποκειμενικά! Πχ, πολύς κόσμος δεν γούσταρε το πρώτο «Trainspotting», μια από τις πλέον εμβληματικές ταινίες για μια ολόκληρη γενιά! Ο τρόπος γυρίσματος, ο μηδενισμός, η μουσική, το χιούμορ της ταινίας εκείνης είχαν τη στάμπα του επείγοντος. Έδωσε φωνή σε εκατομμύρια νέους. Και ναι, (εδώ η εύλογη διαφωνία των πολλών) όντως, γκλαμοροποιούσε τη χρήση ναρκωτικών. Στο τέλος του περίφημου off μονολόγου «Choose Life», η καταληκτική φράση έλεγε: «ποιος χρειάζεται λόγους όταν υπάρχει η ηρωίνη»; Ok. Ναι, αλλά δεν μας... έριξε στα ναρκωτικά, d'oh. Ίσα ίσα, για πολλούς από εμάς, συνομήλικους με τους ήρωες εκείνης της ταινίας, μας έδωσε ένα walk on the wild side, εκ του ασφαλούς: βλέπετε αλλά μην αγγίζετε!
Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, η πρώτη ουσιαστικά μεταφορά της αισθητικής του βιντεοκλίπ σε ταινία, με ήρωες... αντιήρωες με όλη τη σημασία της λέξεως. Λούμπεν τέκνα της εργατικής τάξης, χωρίς ήθος, χωρίς ηθική, χωρίς πατρίδα, χωρίς θεό, κι όμως τόση φωτιά μέσα τους ρε παιδί μου. 21 χρόνια μετά, τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν είναι το ίδιο. Δεν ξέρω πόσο «χρήσιμο» είναι αυτό το σίκουελ, ποιους λόγους εξυπηρετεί, αν γυρίστηκε μόνο για να αρμέξει εκείνους τους θεατές, τους συνομήλικους με τους ήρωες, που πλέον μεγάλωσαν, συμβιβάστηκαν (αυτό κι αν είναι...) και βλέπουν πως έχουν μεγαλώσει και τα παλικάρια μας. «46 years old and I'm fucked», λέει ο Ρέντον. Άιντε να βρεις πολλούς σ' αυτήν την ηλικία που να μην ταυτιστούν. «Ο γιατρός μου έδωσε άλλα 30 χρόνια ζωής! 30. Να ήταν 3, 4 να πω ότι θα τα αντέξω. Αλλά 30; Πώς θα τα βγάλω πέρα;». Και πάλι ο Ρέντον αυτός που λέει τα παραπάνω λόγια. «Είσαι τουρίστας στην ίδια σου τη νιότη». Ω, ρε φίλε, μιλάμε με χτύπησε ρεύμα 800 χιλιάδες βολτ όταν άκουσα αυτήν τη φράση στην ταινία.
Ναι, nostalgia πουλάει η ταινία σε εμάς, και το κάνει καλά. Οι ήρωες μεγάλωσαν, κουράστηκαν, το Εδιμβούργο είναι μια πόλη με παλιό κλέος αλλά και γεμάτη χωματερές και αμάξια σε απόσυρση, καλή η κόκα αλλά μόνο από συνήθεια και η ηρωίνη, μόνο μια φορά, έτσι, για τους παλιούς καλούς καιρούς. Κι εμείς μεγαλώσαμε και οι ήρωες μεγάλωσαν και ο σκηνοθέτης μεγάλωσε. Λογικό είναι το σενάριο να είναι κάπως, να μην δένουν αρμονικά όλα τα κομμάτια, να υπάρχει συντηρητικοποίηση, ακόμα ακόμα και μια αμηχανία... Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν στο φινάλε ο τελειωμένος Ρέντον γυρίζει πίσω στο πατρικό σπίτι, μου κόλλησαν οι στίχοι από το «Δεν ήταν απαισιόδοξο τραγουδάκι» του Ντίνου Σαδίκη: «Μ’ ένα χορό που δεν αντέχεις να με βλέπεις φεύγω/// σ’ ένα σταθμό που χρόνια τη ζωή μου περιμένω...». Μόνη διαφωνία: εγώ ρε φίλε θα έβαζα τον Iggy στο πρωτότυπο «Lust for life»...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Μαρτίου 2017 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική