των Mehdi Idir, Grand Corps Malade. Με τους Pablo Pauly, Soufiane Guerrab, Moussa Mansaly, Nailia Harzoune, Franck Falise, Florence Muller, Dominique Blanc
Κουνήσου!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Δολοφονικά» αμαξίδια!
Η συγκεκριμένη ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, έτσι όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο «Πάντα ήρωες» (Patients) του γεννημένου στις 31 Ιουλίου 1977 Fabien Marsaud. Το βιβλίο κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», σε μετάφραση που επιμελήθηκε η Χάρις Αλεξίου. Κι επειδή έχει σημασία να καταλάβουμε ακριβώς περί τίνος πρόκειται, μεταφέρουμε (ελαφρώς παραλλαγμένη) τη σύνοψη για το βιβλίο από τον εγχώριο εκδοτικό οίκο: «Ο Fabien Marsaud είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Γάλλους καλλιτέχνες (τραγουδοποιός, αυτοσχεδιαστικός ποιητής). Για το καλλιτεχνικό του έργο έχει λάβει πλήθος διακρίσεων, ενώ το 2008 τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση με τον τίτλο του Ιππότη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων. Το καλοκαίρι του 1997 εργαζόταν σε μια αθλητική κατασκήνωση κι έκανε μια βουτιά στην πισίνα, η οποία στάθηκε μοιραία για την εξέλιξή του: τραυμάτισε πολύ σοβαρά τη σπονδυλική του στήλη και η διάγνωση ήταν ότι δεν θα μπορούσε να περπατήσει ξανά. Ωστόσο, ύστερα από έναν χρόνο εντατικής θεραπείας και επίμονης προσπάθειας, διέψευσε τις προβλέψεις. Σε αυτό το βιβλίο αφηγείται με χιούμορ, περιπαικτική διάθεση και πολύ συναίσθημα τη δωδεκάμηνη περιπέτειά του ως ατελούς τετραπληγικού μεταφέροντάς μας τις εμπειρίες τόσο τις δικές του όσο και των ομοιοπαθών συντρόφων του από το Κέντρο Αποκατάστασης. Από όλη αυτήν την εμπειρία προέκυψε και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο ''Grand Corps Malade'': το ψηλό του σώμα (1,95) καλύπτει τον χαρακτηρισμό Grand Corps και το ότι το σώμα αυτό ήταν άρρωστο και ουσιαστικά ποτέ δεν θεραπεύτηκε εντελώς μετά το ατύχημά του καλύπτει τον χαρακτηρισμό Malade».
Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες την 1η του Μάρτη και στις δύο πρώτες βδομάδες προβολής της έχει κόψει σχεδόν 540 χιλιάδες εισιτήρια – και εννοείται ότι συνεχίζει την προβολή της! Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στους χώρους του πραγματικού κέντρου αποκατάστασης, στο οποίο βρέθηκε και ο Grand Corps Malade. Και η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα, μετά τη Γαλλία, στην οποία η ταινία βγήκε (ως τώρα) στους κινηματογράφους...
Η υπόθεση: Μπάνιο, ντύσιμο, περπάτημα, μπάσκετ. Όλα τα παραπάνω, είναι πράγματα που ο Μπεν δεν μπορεί πλέον να κάνει, όταν φτάνει σε ένα κέντρο αποκατάστασης μετά από ένα τρομακτικά σοβαρό ατύχημα. Πλέον, οι νέοι του φίλοι είναι τετραπληγικοί, παραπληγικοί, άνθρωποι με κρανιοεγκεφαλικά τραύματα. Μαζί, θα μάθουν να είναι υπομονετικοί. Θα αντιταχθούν. Θα ξεπεράσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Θα προδώσουν και θα γοητεύσουν ο ένας τον άλλο. Μα πάνω απ’ όλα, θα βρουν την ενέργεια για να μάθουν και πάλι τί σημαίνει να ζεις.
Η άποψή μας: Είναι μικρές λεπτομέρειες, που μπορούν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ ή κατά μιας ταινίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της ταινίας, πριν καν ξεκινήσουν να πέφτουν οι τίτλοι, λειτουργεί υπέρ της. Κι αυτό επειδή οι δύο συνσκηνοθέτες είχαν τη φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσουν το αυθεντικό σήμα της Gaumont, όπως αυτό ήταν το 1997, τη χρονιά που ο Fabien Marsaud έπαθε το ατύχημά του! Έξυπνο κλείσιμο του ματιού, που βοηθάει να μεταφερθούμε νοητά σε εκείνη τη χρονιά. Από εκεί και πέρα οι αναφορές για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Πχ, έναν χρόνο πριν ο Eminem κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο, το «Infinite». Το 1996 είχε πεθάνει ο François Mitterrand, ο πολιτικός με τη μακροβιότερη θητεία ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας! Τέτοια.
Και, για το κλείσιμο του ματιού: τόσο τα «πειραγμένα» χρώματα όσο και ο τρόπος κινηματογράφησης μας μεταφέρουν στο τότε αλλά και στην κατάσταση του ασθενούς, από τη στιγμή που εισάγεται στο κέντρο αποκατάστασης έως ότου φεύγει από αυτό. Πχ, στην αρχή η κάμερα έχει το υποκειμενικό βλέμμα του Μπεν. Χτυπημένος, ζαλισμένος, διασωληνωμένος, ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα και βλέπουμε ότι βλέπει. Σαν το «Σκάφανδρο και η πεταλούδα» ένα πράγμα! Εννοείται – ευτυχώς – ότι αυτό δεν είναι το στυλ κινηματογράφησης καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας: θα ήταν πολύ κουραστικό. Όχι, από κάποιο σημείο και μετά η κινηματογράφηση αλλάζει. Και παρά το γεγονός ότι, ακριβώς επειδή το σενάριο είναι πολύ αληθινό, υπάρχει μια ντοκιμαντερίστικη αίσθηση, οι δύο σκηνοθέτες δεν παίρνουν κάμερα στο χέρια – κι ευτυχώς! Σταθερά πλάνα, κάμερα στο ύψος των ανθρώπων στα αναπηρικά αμαξίδια, όλα καλά.
Ένα ακόμα έξυπνο στη διαχείριση του υλικού που αποφάσισαν οι δημιουργοί είναι πως δεν προχωράνε ποτέ σε έντονη δραματοποίηση. Είναι απόφαση – κλειδί να μην επιδιώξουν συναισθηματικό εκβιασμό από τους θεατές τους. Γιατί σε εκείνην την περίπτωση το όλον θα ξέπεφτε σε ένα αμερικάνικου τύπου γλιτσερό μελόδραμα. Όχι, δεν θέλουν να λυπόμαστε τους προσωρινά ή μόνιμα ΑμΕΑ. Άνθρωποι είναι, με συναισθήματα, παραξενιές, γούστα, γνώσεις, συμπεριφορές διαφορετικές, όπως όλοι μας! Που γελάνε, που κλαίνε, που παθιάζονται, που απογοητεύονται, που ερωτεύονται, που κάνουν πίσω. Απλά, διαθέτουν ένα επιπλέον «βάρος»: είναι εγκλωβισμένοι στα σώματά τους – τα σώματά τους είναι η φυλακή τους – και αυτή η αίσθηση της φυλακής είναι πανταχού παρούσα σε όλη τη διάρκεια του φιλμ. Αλλά όλοι μας έχουμε τις φυλακές μας, έτσι δεν είναι; Οικονομικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές...
Αποδραματοποίηση λοιπόν, αλλά όχι σε βαθμό αδιαφορίας, καλή και απαραίτητη χρήση του χιούμορ, μια χαρά. Ο θεατής παρακολουθεί τα δρώμενα και γαντζώνεται, όπως όταν βρισκόμαστε σε μια παρέα και περνάμε καλά, καθώς κάθε ένα από τα μέλη της παρέας έχει από μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πει. Ακόμα και το αρχόμενο ρομάντζο του Μπεν με τη Σαμιά (γήινα όμορφη η Nailia Harzoune) δεν έχει την κατάληξη που θα ευχόμασταν (;): ξεφουσκώνει άδοξα, όπως συμβαίνει και στην «Αληθινή ζωή», που θα έλεγε και ο Κούτρας... Και τα μοντάζ του χρόνου που περνάει είναι καλά, και το γεγονός ότι οι σκηνοθέτες επιμένουν σε μικρές ιστορίες εις βάρος ενδεχομένως μεγαλύτερων έχει ενδιαφέρον. Εκεί που χρειαζόταν περισσότερη δουλειά ήταν το σενάριο. Να γίνει πιο δυνατό – λιγότερο απλοϊκό. Μικρό το κακό.
Όχι, δεν θα πάθετε κατάθλιψη βλέποντας την ταινία. Όχι, δεν κάνει μάθημα για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Όχι, δεν θα νιώσετε την ανάγκη να κλαίτε τρεις και λίγο εξαιτίας κόλπων που σας εκβιάζουν. Μια μικρή, ενδιαφέρουσα, κινηματογραφική ταινία είναι, που αξίζει της προσοχής σας.
Η υπόθεση: Μπάνιο, ντύσιμο, περπάτημα, μπάσκετ. Όλα τα παραπάνω, είναι πράγματα που ο Μπεν δεν μπορεί πλέον να κάνει, όταν φτάνει σε ένα κέντρο αποκατάστασης μετά από ένα τρομακτικά σοβαρό ατύχημα. Πλέον, οι νέοι του φίλοι είναι τετραπληγικοί, παραπληγικοί, άνθρωποι με κρανιοεγκεφαλικά τραύματα. Μαζί, θα μάθουν να είναι υπομονετικοί. Θα αντιταχθούν. Θα ξεπεράσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Θα προδώσουν και θα γοητεύσουν ο ένας τον άλλο. Μα πάνω απ’ όλα, θα βρουν την ενέργεια για να μάθουν και πάλι τί σημαίνει να ζεις.
Η άποψή μας: Είναι μικρές λεπτομέρειες, που μπορούν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ ή κατά μιας ταινίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της ταινίας, πριν καν ξεκινήσουν να πέφτουν οι τίτλοι, λειτουργεί υπέρ της. Κι αυτό επειδή οι δύο συνσκηνοθέτες είχαν τη φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσουν το αυθεντικό σήμα της Gaumont, όπως αυτό ήταν το 1997, τη χρονιά που ο Fabien Marsaud έπαθε το ατύχημά του! Έξυπνο κλείσιμο του ματιού, που βοηθάει να μεταφερθούμε νοητά σε εκείνη τη χρονιά. Από εκεί και πέρα οι αναφορές για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Πχ, έναν χρόνο πριν ο Eminem κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο, το «Infinite». Το 1996 είχε πεθάνει ο François Mitterrand, ο πολιτικός με τη μακροβιότερη θητεία ως Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας! Τέτοια.
Και, για το κλείσιμο του ματιού: τόσο τα «πειραγμένα» χρώματα όσο και ο τρόπος κινηματογράφησης μας μεταφέρουν στο τότε αλλά και στην κατάσταση του ασθενούς, από τη στιγμή που εισάγεται στο κέντρο αποκατάστασης έως ότου φεύγει από αυτό. Πχ, στην αρχή η κάμερα έχει το υποκειμενικό βλέμμα του Μπεν. Χτυπημένος, ζαλισμένος, διασωληνωμένος, ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα και βλέπουμε ότι βλέπει. Σαν το «Σκάφανδρο και η πεταλούδα» ένα πράγμα! Εννοείται – ευτυχώς – ότι αυτό δεν είναι το στυλ κινηματογράφησης καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας: θα ήταν πολύ κουραστικό. Όχι, από κάποιο σημείο και μετά η κινηματογράφηση αλλάζει. Και παρά το γεγονός ότι, ακριβώς επειδή το σενάριο είναι πολύ αληθινό, υπάρχει μια ντοκιμαντερίστικη αίσθηση, οι δύο σκηνοθέτες δεν παίρνουν κάμερα στο χέρια – κι ευτυχώς! Σταθερά πλάνα, κάμερα στο ύψος των ανθρώπων στα αναπηρικά αμαξίδια, όλα καλά.
Ένα ακόμα έξυπνο στη διαχείριση του υλικού που αποφάσισαν οι δημιουργοί είναι πως δεν προχωράνε ποτέ σε έντονη δραματοποίηση. Είναι απόφαση – κλειδί να μην επιδιώξουν συναισθηματικό εκβιασμό από τους θεατές τους. Γιατί σε εκείνην την περίπτωση το όλον θα ξέπεφτε σε ένα αμερικάνικου τύπου γλιτσερό μελόδραμα. Όχι, δεν θέλουν να λυπόμαστε τους προσωρινά ή μόνιμα ΑμΕΑ. Άνθρωποι είναι, με συναισθήματα, παραξενιές, γούστα, γνώσεις, συμπεριφορές διαφορετικές, όπως όλοι μας! Που γελάνε, που κλαίνε, που παθιάζονται, που απογοητεύονται, που ερωτεύονται, που κάνουν πίσω. Απλά, διαθέτουν ένα επιπλέον «βάρος»: είναι εγκλωβισμένοι στα σώματά τους – τα σώματά τους είναι η φυλακή τους – και αυτή η αίσθηση της φυλακής είναι πανταχού παρούσα σε όλη τη διάρκεια του φιλμ. Αλλά όλοι μας έχουμε τις φυλακές μας, έτσι δεν είναι; Οικονομικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές...
Αποδραματοποίηση λοιπόν, αλλά όχι σε βαθμό αδιαφορίας, καλή και απαραίτητη χρήση του χιούμορ, μια χαρά. Ο θεατής παρακολουθεί τα δρώμενα και γαντζώνεται, όπως όταν βρισκόμαστε σε μια παρέα και περνάμε καλά, καθώς κάθε ένα από τα μέλη της παρέας έχει από μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πει. Ακόμα και το αρχόμενο ρομάντζο του Μπεν με τη Σαμιά (γήινα όμορφη η Nailia Harzoune) δεν έχει την κατάληξη που θα ευχόμασταν (;): ξεφουσκώνει άδοξα, όπως συμβαίνει και στην «Αληθινή ζωή», που θα έλεγε και ο Κούτρας... Και τα μοντάζ του χρόνου που περνάει είναι καλά, και το γεγονός ότι οι σκηνοθέτες επιμένουν σε μικρές ιστορίες εις βάρος ενδεχομένως μεγαλύτερων έχει ενδιαφέρον. Εκεί που χρειαζόταν περισσότερη δουλειά ήταν το σενάριο. Να γίνει πιο δυνατό – λιγότερο απλοϊκό. Μικρό το κακό.
Όχι, δεν θα πάθετε κατάθλιψη βλέποντας την ταινία. Όχι, δεν κάνει μάθημα για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Όχι, δεν θα νιώσετε την ανάγκη να κλαίτε τρεις και λίγο εξαιτίας κόλπων που σας εκβιάζουν. Μια μικρή, ενδιαφέρουσα, κινηματογραφική ταινία είναι, που αξίζει της προσοχής σας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Μαρτίου 2017 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική