του Arnaud des Pallières. Με τους Adèle Haenel, Adèle Exarchopoulos, Solène Rigot, Vega Cuzytek, Gemma Arterton, Sergi López, Nicolas Duvauchelle, Robert Hunger-Bühler
Η ζωή είναι γυναίκα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Και αντίστροφα μετράει ο καιρός...»
Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανώτατων Κινηματογραφικών Σπουδών, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Arnaud des Pallières γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Drancy Avenir» το 1996. Λάτρης του ντοκιμαντέρ, το 2000 μπαίνει, για την τηλεόραση, στο πετσί της Γερτρούδης Στάιν με το μεσαίου μήκους «Is dead ou Portrait incomplet de Gertrud Stein». Το ντοκιμαντέρ του «Poussières d'Amérique», που γύρισε το 2011 χρησιμοποιώντας εικόνες αρχείου από ταινίες βωβού κινηματογράφου γυρισμένες στις ΗΠΑ, προβλήθηκε στην τελετή έναρξης του FID Marseille. Η προηγούμενη ταινία του, «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (Michael Kohlhaas, 2013) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και τιμήθηκε με δύο βραβεία César: καλύτερης μουσικής και ήχου.
Η Orpheline είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν ενώ η παγκόσμια πρεμιέρα της έλαβε χώρα στο φεστιβάλ του Τορόντο. Το σενάριο το υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης μαζί με την Christelle Berthevas (συνσεναριογράφο του και στο «Michael Kohlhaas») και είναι ένα σενάριο βασισμένο χαλαρά στη ζωή της Berthevas, πριν αυτή γίνει η σύζυγος του σκηνοθέτη! Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες μία μέρα πριν βγει στις ελληνικές αίθουσες, ήτοι στις 29 Μαρτίου εκεί, στις 30 Μαρτίου εδώ. Και τα... αστεράκια που έχει «τσιμπήσει» κυμαίνονται από τα πέντε αστεράκια του Première, μέχρι το ένα αστεράκι της Le Figaro, με το Cahiers du Cinéma να δίνει στην ταινία δύο αστεράκια. Την αξιολόγηση που δίνουμε κι εμείς εντέλει...
Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...
Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...».
Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και υποδύονται ουσιαστικά τον ίδιο ρόλο, την ίδια γυναίκα σε ηλικία 6, 13, 20 και 27 ετών (με απόσταση 7 χρόνια δηλαδή το ένα πορτρέτο από το άλλο) δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είσαι και θα χαθείς στην αφήγηση. Και θα εκνευριστείς. Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά και συνοπτικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία, που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση.
Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας ως βασικό όπλο τον ερωτισμό τους! Εδώ να κάνω μια επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση.
Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει (στην προσπάθειά της να βρει αγάπη, που δεν τη βρίσκει από τον βίαιο πατέρα της;), η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα στήθη της – στήθη μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Και τα τρίβει και μια ώρα, πάντα σε γκρο πλάνο – ποτέ μαζί με το πρόσωπο – η Adèle Haenel προφανώς και δεν δέχτηκε να δείξει τα δικά της στήθη (έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να είναι τα γεμάτα στήθη μιας εγκύου) κι αυτά που βλέπουμε είναι στήθη αντικαταστάτριας. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με... αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε πρόσφατα τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω τούτου του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και σωβινισμό/ σεξισμό - και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχονται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Δεν είναι πολύ... χριστιανικό όλο αυτό; Και κομμάτι συντηρητικό; Χμ, το σίγουρο είναι πως η ταινία με καταμπέρδεψε...
Η υπόθεση: Τέσσερις στιγμές στη ζωή τεσσάρων γυναικείων χαρακτήρων: Μια ενήλικη γυναίκα, που νόμιζε πως βρήκε ασφαλές καταφύγιο μακριά από το παρελθόν της. Μια νεαρή γυναίκα που μετακομίζει στο Παρίσι κι έχει τάση προς την καταστροφή. Μία έφηβη εγκλωβισμένη σε μια ατελείωτη διαδοχή φυγής, ανδρών και ατυχιών, γιατί οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο από την οικογένειά της. Ένα μικρό κορίτσι από την επαρχία παίζει ένα κρυφτό που μετατρέπεται σε τραγωδία. Σταδιακά, οι χαρακτήρες συναντιούνται για να σχηματίσουν μία ενιαία ηρωίδα...
Η άποψή μας: Ο σκηνοθέτης του πολύ ενδιαφέροντος «Ο θρύλος του Μάικλ Κολχαας» (κι ουχί του Σταύρου Κόλκα, δηλαδή, έλεος κάπου) επιχειρεί κάτι πολύ φιλόδοξο. Φτιάχνει το πορτρέτο μιας γυναίκας εξετάζοντας τέσσερις διαφορετικές περιόδους της ζωής της, ξεκινώντας από το φιλμικό τώρα, πηγαίνοντας πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, πιο πίσω ηλικιακά, μέχρι την παιδική ηλικία, για να επιστρέψει στο φιλμικό τώρα. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (κι έχει τη σημασία του): «Ο θεατής θα αντιληφθεί σύντομα την ιδέα της ταινίας: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας. Δεν μοιάζουν και πολύ μεταξύ τους. Αλλά γιατί να τις κάναμε ίδιες όταν η κάθε ηλικία διεκδικεί την ταυτότητά της και θέλει να ορίζει τον εαυτό της σε αντίθεση με τον προηγούμενο; Η συνοχή του χαρακτήρα είναι το μόνο που έχει σημασία, η συνέχειά του μέσα από τέσσερις διαφορετικές ηθοποιούς. Σαν την αληθινή ζωή...».
Μια χαρά τα λέει ο φίλος μας, με μόνη διαφωνία πως αν ο θεατής μπει στην ταινία χωρίς να έχει διαβάσει οτιδήποτε γι' αυτήν, θα δυσκολευτεί αρχικά να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Το ανάποδο στη χρονική αφήγηση και οι διαφορετικές ηθοποιοί που δεν μοιάζουν μεταξύ τους και υποδύονται ουσιαστικά τον ίδιο ρόλο, την ίδια γυναίκα σε ηλικία 6, 13, 20 και 27 ετών (με απόσταση 7 χρόνια δηλαδή το ένα πορτρέτο από το άλλο) δεν βοηθάνε πολύ τον θεατή, για να το θέσουμε κομψά. Ίσα ίσα. Λίγο απρόσεκτος να είσαι και θα χαθείς στην αφήγηση. Και θα εκνευριστείς. Από την άλλη όλο αυτό έχει το ενδιαφέρον του, για αυτόν ακριβώς το λόγο: ο σκηνοθέτης θέλει ο θεατής του να είναι απόλυτα ενεργός, να δώσει όλη του την προσοχή στα επί της οθόνης δρώμενα, να καταλάβει. Ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο θα σας δώσω κι εγώ: η Gemma Arterton υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ ο πάντα αγαπητός Sergi Lopez υποδύεται χαρακτήρα που εμφανίζεται στη δεύτερη και την τρίτη ιστορία. Συνολικά και συνοπτικά λοιπόν, έχουμε να κάνουμε κατά μία έννοια με μια σπονδυλωτή ταινία, που αναφέρεται στη ζωή μιας γυναίκας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής της, με ανάποδη αφήγηση.
Πώς ήταν το «5 Χ 2» του Ozon για τον γάμο; Ε, κάτι τέτοιο. Σαν ρώσικη κούκλα, σαν μια μπάμπουσκα που καθώς ξεσκεπάζουμε τη μεγαλύτερη κούκλα πέφτουμε πάνω στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη και μετά στη μικρότερη. Εκτός από το πολύ πιτσιρίκι, όλες οι άλλες μορφές αυτής της γυναίκας (που ονομάζεται Kiki μικρή, Karine στην πρώιμη εφηβεία της, Sandra όταν μεγαλώνει και Renée όταν την βλέπουμε στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας – άλλο ένα δείγμα... αποπροσανατολισμού!) προσπαθούν ταυτόχρονα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τη μοίρα τους ως θηλυκά σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους άνδρες, χρησιμοποιώντας ως βασικό όπλο τον ερωτισμό τους! Εδώ να κάνω μια επισήμανση: μου φαίνεται δύσκολο να βρω στη συγκεκριμένη ταινία τα όρια ανάμεσα στη χειραφέτηση και την εκμετάλλευση.
Θέλω να πω, η 13χρονη Karine μοιράζει πίπες σε όποιον βρει (στην προσπάθειά της να βρει αγάπη, που δεν τη βρίσκει από τον βίαιο πατέρα της;), η Sandra γαμιέται με άνδρες και γυναίκες και η Renée μας δείχνει τα στήθη της – στήθη μιας εγκύου – με γκρο πλάνα σε κάθε ευκαιρία. Και τα τρίβει και μια ώρα, πάντα σε γκρο πλάνο – ποτέ μαζί με το πρόσωπο – η Adèle Haenel προφανώς και δεν δέχτηκε να δείξει τα δικά της στήθη (έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να είναι τα γεμάτα στήθη μιας εγκύου) κι αυτά που βλέπουμε είναι στήθη αντικαταστάτριας. Καλοδεχούμενος ο ρεαλισμός και ο ερωτισμός, δεν λέω, αλλά πόσο λεπτή πια είναι η γραμμή που χωρίζει φεμινισμό με... αντιφεμινισμό; Δεν ξέρω. Ίσως να είχε δίκιο και η Emma Watson, που αναρωτήθηκε πρόσφατα τι σχέση έχουν τα βυζιά με τον φεμινισμό. Και να βγάζω τώρα εγώ μέσω τούτου του γραπτού σκέτη πουριτανίλα και σωβινισμό/ σεξισμό - και δεν το θέλω! Ενδιαφέρουσα ταινία το δίχως άλλο, με ατρόμητες ερμηνείες (κι ας αρχίζει να τυποποιείται επικίνδυνα η Adèle Exarchopoulos σε ρόλους καβλιάρας μεταέφηβης) κι ένα φινάλε που παραπέμπει το δίχως άλλο στο φινάλε μίας από τις ιστορίες του «Δεκαπενταύγουστου» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, με τον δικό μας να έχει κάνει πολύ καλύτερη δουλειά, εντάξει; Φινάλε που υποδεικνύει πως η πραγματική λύτρωση και η πραγματική ελευθερία έρχονται μόνον εφόσον κάποιος έχει πληρώσει για τις αμαρτίες του. Ισχύει; Δεν είναι πολύ... χριστιανικό όλο αυτό; Και κομμάτι συντηρητικό; Χμ, το σίγουρο είναι πως η ταινία με καταμπέρδεψε...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Μαρτίου 2017 από την Weird Wave
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική