του Mustafa Kara. Με τους Haydar Sisman, Nuray Yesilaraz, Hanife Kara, Ibrahim Kuvvet, Temel Kara
Στα βουνά του Πόντου!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Άνθρακες ο θησαυρός (;)
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Mustafa Kara, οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του, το «Umut adasi» (2015). Η ταινία «Το κρύο της Τραπεζούντας», αν και παραγωγή του 2015, ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της Τουρκίας για τα ξενόγλωσσα Όσκαρ του 2016, δεν μπόρεσε όμως να μπει στις τελικές υποψηφιότητες και να διεκδικήσει το αντίστοιχο βραβείο που δόθηκε πριν περίπου ένα μήνα.
Η ταινία Kalandar Sogucu προβλήθηκε σε μια σειρά από φεστιβάλ, όπως: του Τόκιο, της Αντάλια, της Ανζέ, του Αμβούργου, της Χάιφας. Και στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης βραβεύτηκε με την Χρυσή Τουλίπα καλύτερης σκηνοθεσίας, αλλά και με τα βραβεία καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας, μοντάζ και α' ανδρικού ρόλου (στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα).
Η υπόθεση: Η ζωή του Μεχμέτ ξύνει τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Ζει σε ένα εξαθλιωμένο ορεινό χαμόσπιτο στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας (όχι της πόλης, αλλά της περιοχής), συντροφιά με την γριά μάνα του, την εξουθενωμένη και απελπισμένη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του. Τα λιγοστα ζωντανά που εκτρέφουν, δεν τους παρέχουν παρά ελάχιστα. Το λογικό θα ήταν να έβρισκε κάποια δουλειά στο κοντινό ορυχείο όπως τον πιέζει η οικογενεία του για να πληρώσει τα αμέτρητα χρέη του, αλλά ο Μεχμέτ γυρνάει τα βουνά μόνος του αναζητώντας με μανία, εκείνη την χρυσοφόρο φλέβα που θα τους λύσει τα προβλήματα μια για πάντα...
Η άποψή μας: Ρε τους άτιμους τους Τούρκους. Τι σινεμά είναι αυτό που διαθέτουν ρε παιδιά. Προφανώς παράγουν και ταινίες ευρείας κατανάλωσης που... βλέπονται: αυτό γίνεται αντιληπτό και από τα σίριάλ τους – όλα με υψηλά κατασκευαστικά στάνταρ, που πιάνουν το σφυγμό του πόπολου. Γυρίζουν όμως και κάτι ταινίες – ψιλοβελονιές, απίστευτες! Όπως τούτη εδώ! Ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα! Που – να το επισημάνουμε αυτό εδώ προς αποφυγή παρεξηγήσεων – δεν είναι σινεμά για τα μούλτιπλεξ. Δεν είναι σινεμά για τις μάζες. Δεν είναι εμπορική ταινία βρε παιδί μου, πως να το πούμε διαφορετικά. Είναι μια ταινία, όμως, που τη βλέπεις και λες: να, αυτή είναι μια χορταστική φέτα ζωής.
Η ταινία του Kara είναι σαφέστατα ταινία μυθοπλασίας, κρατάει όμως και πολύ έντονα στοιχεία ντοκιμαντέρ. Ο φακός του παρακολουθεί τη ζωή των ηρώων του αλλά παρακολουθεί και τη φύση στο διάβα των τεσσάρων εποχών ενός χρόνου. Η οικογένεια ζει... εκτός σχεδίου πόλης, σε ένα αυθαίρετο χαμόσπιτο, σε οροπέδιο, μακριά από τον πολιτισμό, χωρίς ρεύμα, μαζί με τα λίγα οικόσιτα ζώα που διαθέτει. Για να καταλάβετε: η φωτιά που ζεσταίνει το σπίτι βρίσκεται στη μέση του κοινόχρηστου χώρου, εκεί που καίγονται τα ξύλα: ούτε σόμπα, ούτε τζάκι, ούτε καλοριφέρ εννοείται. Καταγής. Όπως τα στρώματα, το τραπέζι, το νοικοκυριό. Για να κάνει μπάνιο η σύζυγος του πρωταγωνιστή, η Χατιφέ, πηγαίνει στον στάβλο. Εκεί κάνει ζέστη, εκεί, δίπλα στις αγελάδες που αφοδεύουν και κατουράνε, εκεί πλένεται και καθαρίζεται. Κι ο στάβλος είναι κάτω από το σπίτι: σηκώνοντας σανίδια ο Μεχμέτ μπορεί να δει τι γίνεται μέσα στο στάβλο. Έτυχε να δω τούτη την ταινία την ίδια μέρα που είδα σε dvd το «Η μάγισσα» (The Witch, 2015) του Robert Eggers. Και οι δύο ταινίες είχαν σπουδαία, αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας και οι δύο ταινίες παρουσίαζαν τη φύση ως χαρακτήρα και μεγαλειωδώς. Μόνο που ενώ στην τούρκικη ταινία η φύση απλά υπάρχει, χωρίς να ενδιαφέρεται (ίσα – ίσα, αδιαφορεί) για το ανθρώπινο δράμα, στην ανεξάρτητη αμερικάνικη ταινία, στο πλαίσιο του παγανιστικού της κλίματος και της θρίλερ χροιάς της, ενέχει εντέλει το ρόλο του αντιχριστιανικού κακού.
Αυτό που πετυχαίνουν οι δύο διευθυντές φωτογραφίας στην τούρκικη ταινία, ο Cevahir Sahin και ο Kürsat Üresin, είναι μυθικό! Απίστευτη ομορφιά ρε παιδί μου, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το διηγείσαι. Με φυσικό φως μέσα στο σπίτι, βράδυ, με μόνο τη φωτιά να καίει. Μέσα στο όρυγμα, σε σκοτάδι, με την αξίνα να γδέρνει το εσωτερικό του βουνού και να πετάγονται σπίθες. Πάνω στο οροπέδιο, σύννεφα, σε σχηματισμό που δεν πιστεύεις στα μάτια σου ότι θα μπορούσες ποτέ να δεις. Σαλιγκάρια να κατακλύζουν τα πάντα μετά από βροχή. Απόλυτη αρμονία ανθρώπου και φύσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η σχέση αυτή δεν είναι δύσκολη! Και να ο λύκος που τρώει τις κατσίκες του γείτονα και να το χιόνι που σκεπάζει σχεδόν τα πάντα και να το κρύο που δεν αντέχεται. Εξαιρετική αίσθηση καδραρίσματος, απαράμιλλη πλανοθεσία, οι άνθρωποι ζωγραφίζουν!
Ο ήρωας της ταινίας μας, ο Μεχμέτ, είναι τυχοδιώκτης κατά μία έννοια. Πάμφτωχος, νιώθει πως για να ξεφύγει από τη φτώχεια του δεν μπορεί να βασιστεί στη χειρωνακτική εργασία. Να πάει να πιάσει δουλειά στο παρακείμενο ορυχείο. Ξέρει πως αυτός είναι ο σίγουρος τρόπος να διαιωνίσει τη φτώχεια του. Εννοείται πως αν δουλέψει έτσι όπως επιθυμούν όλοι γύρω του, τουλάχιστον δεν θα αυξήσει τα χρέη του. Δεν τον αρκεί αυτό. Κι επειδή μια φορά είχε σταθεί τυχερός, ψάχνει στις σπηλιές και στα ανοίγματα του βουνού, μπας και βρει χρυσάφι κι άλλα πολύτιμα μέταλλα, που θα τον σώσουν από τη μοίρα του, από τη μοίρα του φτωχού. Όχι, δεν τα καταφέρνει: αποτυχία. Όταν χειμωνιάζει και δεν μπορεί να ψάχνει στα βουνά, ρίχνει το βάρος του σε άλλη πιθανή πηγή πλουτισμού: τις ταυρομαχίες. Έχει έναν ταύρο, που η γυναίκα του τον σπρώχνει να τον πουλήσει για να μειώσουν τα χρέη τους, να πάνε το μικρότερό παιδί τους (που είναι mentally challenged, για να το θέσουμε πολιτικά ορθά) στο γιατρό, να πάρουν μια ανάσα. Όχι, ο Μεχμέτ έχει το σχέδιό του. Και ορκίζεται πως αν δεν πάει κι αυτό καλά, θα κάνει ό,τι του υποδείξει εκείνη. Θα παραιτηθεί. Θα συμβιβαστεί. Θα μπει στη σειρά...
Οι ρυθμοί είναι αργοί, τελετουργικοί, το άναμμα τσιγάρου έχει τη σημασία του, το άρμεγμα της αγελάδας είναι σημείο αναφοράς, το μάζεμα φρούτων επίσης. Και υπάρχουν και ιστορίες. Για τα παλιά χρόνια όπου στα συγκεκριμένα εδάφη ζούσαν Έλληνες. Και η γιαγιά μιλάει στα εγγόνια της για το μεγάλο, υπέροχο μοναστήρι, που το έκαψαν οι Τούρκοι και από τα ερείπιά του πήραν οικοδομικά υλικά και χτίσανε τα σπίτια τους. Και μιλάει για τους μωμόγερους, που όσοι είναι Πόντιοι (όπως εγώ) τους έχουμε ακουστά, μας έχουν διηγηθεί οι γονείς μας και οι παππούδες μας για αυτά τα τέρατα της τοπικής μυθολογίας. Ακούμε μουσική (ελάχιστη) αλλά με τόσο κοντινά ηχοχρώματα σε σχέση με την ποντιακή μουσική. Βλέπουμε το ζευγάρωμα του ανδρόγυνου στα βουβά, μουλωχτά, πνιχτά, καταγής. Βλέπουμε τα μαλώματά τους. Βλέπουμε πως στηρίζουν εντέλει ο ένας τον άλλο παρά τη δυστυχία τους. Και βλέπουμε και πως κυλάει η ζωή σε εκείνες τις περιοχές. Όλη η φάση με τις ταυρομαχίες θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει μιας πρώτης τάξεως ντοκιμαντέρ από μόνη της. Βλέπουμε τη γέννα ενός μοσχαριού. Βλέπουμε, βλέπουμε, βλέπουμε και δεν χορταίνουμε! Είναι εμπειρία η θέαση τούτης της ταινίας. Κι ενώ αν σε ρωτήσουν τι γίνεται στην ταινία νιώθεις πως ουσιαστικά δεν γίνεται κάτι, συμβαίνουν τόσα μα τόσα πολλά. Μικρός ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Το απόλυτο τίποτα ο φτωχός μέσα στον καπιταλισμό. Ευτυχώς που καμιά φορά οι ταύροι, έστω και ηττημένοι, χάνονται σε τρύπες χρυσαφένιες.
Τρομερή ταινία, με ερμηνείες από καταφανέστατα ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι δεν είχαν πρότερη υποκριτική πείρα, οι οποίοι για πρώτη φορά στάθηκαν μπροστά σε κινηματογραφικό φακό και οι οποίοι θα έκαναν χολιγουντιανούς σταρ να δακρύσουν! Όσοι τη δείτε (ενήλικες) θα τη θυμάστε για χρόνια (οι πιο υπομονετικοί). Και κάτι τελευταίο: ο σκηνοθέτης αποφασίζει στο φινάλε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη. Κάποτε οι φτωχοί αυτού του κόσμου πρέπει να δικαιώνονται κιόλας, έτσι; Κι αν προς το παρόν αυτό συμβαίνει μόνο στις ταινίες, καιρός είναι να αλλάζουν τα πράγματα και στην αληθινή ζωή...
Η υπόθεση: Η ζωή του Μεχμέτ ξύνει τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Ζει σε ένα εξαθλιωμένο ορεινό χαμόσπιτο στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας (όχι της πόλης, αλλά της περιοχής), συντροφιά με την γριά μάνα του, την εξουθενωμένη και απελπισμένη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του. Τα λιγοστα ζωντανά που εκτρέφουν, δεν τους παρέχουν παρά ελάχιστα. Το λογικό θα ήταν να έβρισκε κάποια δουλειά στο κοντινό ορυχείο όπως τον πιέζει η οικογενεία του για να πληρώσει τα αμέτρητα χρέη του, αλλά ο Μεχμέτ γυρνάει τα βουνά μόνος του αναζητώντας με μανία, εκείνη την χρυσοφόρο φλέβα που θα τους λύσει τα προβλήματα μια για πάντα...
Η άποψή μας: Ρε τους άτιμους τους Τούρκους. Τι σινεμά είναι αυτό που διαθέτουν ρε παιδιά. Προφανώς παράγουν και ταινίες ευρείας κατανάλωσης που... βλέπονται: αυτό γίνεται αντιληπτό και από τα σίριάλ τους – όλα με υψηλά κατασκευαστικά στάνταρ, που πιάνουν το σφυγμό του πόπολου. Γυρίζουν όμως και κάτι ταινίες – ψιλοβελονιές, απίστευτες! Όπως τούτη εδώ! Ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα! Που – να το επισημάνουμε αυτό εδώ προς αποφυγή παρεξηγήσεων – δεν είναι σινεμά για τα μούλτιπλεξ. Δεν είναι σινεμά για τις μάζες. Δεν είναι εμπορική ταινία βρε παιδί μου, πως να το πούμε διαφορετικά. Είναι μια ταινία, όμως, που τη βλέπεις και λες: να, αυτή είναι μια χορταστική φέτα ζωής.
Η ταινία του Kara είναι σαφέστατα ταινία μυθοπλασίας, κρατάει όμως και πολύ έντονα στοιχεία ντοκιμαντέρ. Ο φακός του παρακολουθεί τη ζωή των ηρώων του αλλά παρακολουθεί και τη φύση στο διάβα των τεσσάρων εποχών ενός χρόνου. Η οικογένεια ζει... εκτός σχεδίου πόλης, σε ένα αυθαίρετο χαμόσπιτο, σε οροπέδιο, μακριά από τον πολιτισμό, χωρίς ρεύμα, μαζί με τα λίγα οικόσιτα ζώα που διαθέτει. Για να καταλάβετε: η φωτιά που ζεσταίνει το σπίτι βρίσκεται στη μέση του κοινόχρηστου χώρου, εκεί που καίγονται τα ξύλα: ούτε σόμπα, ούτε τζάκι, ούτε καλοριφέρ εννοείται. Καταγής. Όπως τα στρώματα, το τραπέζι, το νοικοκυριό. Για να κάνει μπάνιο η σύζυγος του πρωταγωνιστή, η Χατιφέ, πηγαίνει στον στάβλο. Εκεί κάνει ζέστη, εκεί, δίπλα στις αγελάδες που αφοδεύουν και κατουράνε, εκεί πλένεται και καθαρίζεται. Κι ο στάβλος είναι κάτω από το σπίτι: σηκώνοντας σανίδια ο Μεχμέτ μπορεί να δει τι γίνεται μέσα στο στάβλο. Έτυχε να δω τούτη την ταινία την ίδια μέρα που είδα σε dvd το «Η μάγισσα» (The Witch, 2015) του Robert Eggers. Και οι δύο ταινίες είχαν σπουδαία, αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας και οι δύο ταινίες παρουσίαζαν τη φύση ως χαρακτήρα και μεγαλειωδώς. Μόνο που ενώ στην τούρκικη ταινία η φύση απλά υπάρχει, χωρίς να ενδιαφέρεται (ίσα – ίσα, αδιαφορεί) για το ανθρώπινο δράμα, στην ανεξάρτητη αμερικάνικη ταινία, στο πλαίσιο του παγανιστικού της κλίματος και της θρίλερ χροιάς της, ενέχει εντέλει το ρόλο του αντιχριστιανικού κακού.
Αυτό που πετυχαίνουν οι δύο διευθυντές φωτογραφίας στην τούρκικη ταινία, ο Cevahir Sahin και ο Kürsat Üresin, είναι μυθικό! Απίστευτη ομορφιά ρε παιδί μου, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το διηγείσαι. Με φυσικό φως μέσα στο σπίτι, βράδυ, με μόνο τη φωτιά να καίει. Μέσα στο όρυγμα, σε σκοτάδι, με την αξίνα να γδέρνει το εσωτερικό του βουνού και να πετάγονται σπίθες. Πάνω στο οροπέδιο, σύννεφα, σε σχηματισμό που δεν πιστεύεις στα μάτια σου ότι θα μπορούσες ποτέ να δεις. Σαλιγκάρια να κατακλύζουν τα πάντα μετά από βροχή. Απόλυτη αρμονία ανθρώπου και φύσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η σχέση αυτή δεν είναι δύσκολη! Και να ο λύκος που τρώει τις κατσίκες του γείτονα και να το χιόνι που σκεπάζει σχεδόν τα πάντα και να το κρύο που δεν αντέχεται. Εξαιρετική αίσθηση καδραρίσματος, απαράμιλλη πλανοθεσία, οι άνθρωποι ζωγραφίζουν!
Ο ήρωας της ταινίας μας, ο Μεχμέτ, είναι τυχοδιώκτης κατά μία έννοια. Πάμφτωχος, νιώθει πως για να ξεφύγει από τη φτώχεια του δεν μπορεί να βασιστεί στη χειρωνακτική εργασία. Να πάει να πιάσει δουλειά στο παρακείμενο ορυχείο. Ξέρει πως αυτός είναι ο σίγουρος τρόπος να διαιωνίσει τη φτώχεια του. Εννοείται πως αν δουλέψει έτσι όπως επιθυμούν όλοι γύρω του, τουλάχιστον δεν θα αυξήσει τα χρέη του. Δεν τον αρκεί αυτό. Κι επειδή μια φορά είχε σταθεί τυχερός, ψάχνει στις σπηλιές και στα ανοίγματα του βουνού, μπας και βρει χρυσάφι κι άλλα πολύτιμα μέταλλα, που θα τον σώσουν από τη μοίρα του, από τη μοίρα του φτωχού. Όχι, δεν τα καταφέρνει: αποτυχία. Όταν χειμωνιάζει και δεν μπορεί να ψάχνει στα βουνά, ρίχνει το βάρος του σε άλλη πιθανή πηγή πλουτισμού: τις ταυρομαχίες. Έχει έναν ταύρο, που η γυναίκα του τον σπρώχνει να τον πουλήσει για να μειώσουν τα χρέη τους, να πάνε το μικρότερό παιδί τους (που είναι mentally challenged, για να το θέσουμε πολιτικά ορθά) στο γιατρό, να πάρουν μια ανάσα. Όχι, ο Μεχμέτ έχει το σχέδιό του. Και ορκίζεται πως αν δεν πάει κι αυτό καλά, θα κάνει ό,τι του υποδείξει εκείνη. Θα παραιτηθεί. Θα συμβιβαστεί. Θα μπει στη σειρά...
Οι ρυθμοί είναι αργοί, τελετουργικοί, το άναμμα τσιγάρου έχει τη σημασία του, το άρμεγμα της αγελάδας είναι σημείο αναφοράς, το μάζεμα φρούτων επίσης. Και υπάρχουν και ιστορίες. Για τα παλιά χρόνια όπου στα συγκεκριμένα εδάφη ζούσαν Έλληνες. Και η γιαγιά μιλάει στα εγγόνια της για το μεγάλο, υπέροχο μοναστήρι, που το έκαψαν οι Τούρκοι και από τα ερείπιά του πήραν οικοδομικά υλικά και χτίσανε τα σπίτια τους. Και μιλάει για τους μωμόγερους, που όσοι είναι Πόντιοι (όπως εγώ) τους έχουμε ακουστά, μας έχουν διηγηθεί οι γονείς μας και οι παππούδες μας για αυτά τα τέρατα της τοπικής μυθολογίας. Ακούμε μουσική (ελάχιστη) αλλά με τόσο κοντινά ηχοχρώματα σε σχέση με την ποντιακή μουσική. Βλέπουμε το ζευγάρωμα του ανδρόγυνου στα βουβά, μουλωχτά, πνιχτά, καταγής. Βλέπουμε τα μαλώματά τους. Βλέπουμε πως στηρίζουν εντέλει ο ένας τον άλλο παρά τη δυστυχία τους. Και βλέπουμε και πως κυλάει η ζωή σε εκείνες τις περιοχές. Όλη η φάση με τις ταυρομαχίες θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει μιας πρώτης τάξεως ντοκιμαντέρ από μόνη της. Βλέπουμε τη γέννα ενός μοσχαριού. Βλέπουμε, βλέπουμε, βλέπουμε και δεν χορταίνουμε! Είναι εμπειρία η θέαση τούτης της ταινίας. Κι ενώ αν σε ρωτήσουν τι γίνεται στην ταινία νιώθεις πως ουσιαστικά δεν γίνεται κάτι, συμβαίνουν τόσα μα τόσα πολλά. Μικρός ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Το απόλυτο τίποτα ο φτωχός μέσα στον καπιταλισμό. Ευτυχώς που καμιά φορά οι ταύροι, έστω και ηττημένοι, χάνονται σε τρύπες χρυσαφένιες.
Τρομερή ταινία, με ερμηνείες από καταφανέστατα ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι δεν είχαν πρότερη υποκριτική πείρα, οι οποίοι για πρώτη φορά στάθηκαν μπροστά σε κινηματογραφικό φακό και οι οποίοι θα έκαναν χολιγουντιανούς σταρ να δακρύσουν! Όσοι τη δείτε (ενήλικες) θα τη θυμάστε για χρόνια (οι πιο υπομονετικοί). Και κάτι τελευταίο: ο σκηνοθέτης αποφασίζει στο φινάλε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη. Κάποτε οι φτωχοί αυτού του κόσμου πρέπει να δικαιώνονται κιόλας, έτσι; Κι αν προς το παρόν αυτό συμβαίνει μόνο στις ταινίες, καιρός είναι να αλλάζουν τα πράγματα και στην αληθινή ζωή...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Neo Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική