του Sven Taddicken. Με τους Martina Gedeck, Ulrich Tukur, Johannes Krisch, Hans-Michael Rehberg, Sebastian Rudolph
Τσακισμένα λουλούδια
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Ποθούμε την ευτυχία ή ποθούμε τον πόθο για ευτυχία;»
Αυτή είναι η 4η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1974 στο Αμβούργο Γερμανός σκηνοθέτης Sven Taddicken. Και στην Ελλάδα έχουν πάρει διανομή οι... ζυγές ταινίες του! Η πρώτη του ταινία ήταν το «Mein Bruder, der Vampir» (2001), η δεύτερη το πολύ καλό «Οι φίλοι της Έμμα» (Emmas Glück, 2006) και η τρίτη το «12 Meter ohne Kopf» (2009). Α, και κάτι που ανακάλυψα μόλις τώρα: η δεύτερη και τέταρτη ταινία του έχουν τη λέξη «Glück» στον τίτλο τους, λέξη που στα γερμανικά σημαίνει «ευτυχία» κυρίως αλλά και «τύχη»...
Το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας βασίζεται σε μια νουβέλα της Σκωτζέζας συγγραφέα Alison Louise ''A. L." Kennedy (κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Αρχέγονη ευτυχία» από τις εκδόσεις Οδυσσέας). Έχει λάβει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ, όπως του Μονάχου, του Κάρλοβι Βάρι και της Θεσσαλονίκης (όπου και την είδαμε). Και είναι αυτή η ταινία στην οποία συναντιούνται για δεύτερη φορά η Martina Gedeck με τον Ulrich Tukur, 10 χρόνια μετά το «Οι ζωές των άλλων» (Das Leben der Anderen, 2006).
Η υπόθεση: Η Ελένε Μπρίντελ είναι μια μεσήλικη γυναίκα, που βλέπει έναν γηραιό γείτονά της να πεθαίνει σε δυστύχημα μέσα στον οπωρώνα του, περιτριγυρισμένος από μυρωδάτα μήλα... Κάθε βράδυ, την ώρα κατά την οποία ο σύζυγός της κοιμάται, η ίδια του ετοιμάζει πρωινό, χυμούς και το φαγητό που θα πάρει μαζί του στη δουλειά. Και κάθε πρωί ο σύζυγός της που φεύγει για τη δουλειά, τη βλέπει «ξεραμένη» μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Η Ελένε πάσχει από αϋπνίες. «Πάσχει» από την ενδοσυζυγική βία, την οποία βιώνει συχνά και χωρίς προφανή λόγο. Κυρίως, πάσχει από το γεγονός ότι χάνει την πίστη της στο Θεό, τον οποίο ένιωθε δίπλα της σε όλα τα πράγματα, σε όλη της τη ζωή. Αναζητώντας τη λύτρωση, θα πιστέψει ότι μπορεί και να τη βρήκε στις διδαχές ενός αναγνωρισμένου ψυχολόγου – γκουρού αυτοβοήθειας, ονόματι Έντουαρντ Ε. Γκλουκ.
Προφασιζόμενη επίσκεψη σε συγγενή, η Ελένε θα πάει στο Αμβούργο όπου δίνει διάλεξη ο Έντουαρντ προκειμένου να τον συναντήσει. Θα τον συναντήσει. Μόνο που ο Έντουαρντ, ενώ βοηθάει χιλιάδες κόσμου, δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, εθισμένος καθώς είναι στην πορνογραφία! Δεν είναι λοιπόν αυτό που περίμενε η Ελένε. Ο Έντουαρντ θα νιώσει έντονη έλξη για την Ελένε. Δεν μπορεί όμως να νιώσει ερωτική οικειότητα – δεν θέλει να τον αγγίζουν! Μπορούν οι δύο αυτοί κατεστραμμένοι άνθρωποι να σώσουν ο ένας τον άλλο ή γενικά, να σωθούν;
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας ευθύς εξαρχής κάτι: αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Είναι μια ταινία που θίγει ενήλικα θέματα και απευθύνεται σε ενήλικες. Σε ώριμους θεατές εν πάση περιπτώσει και δεν μιλάω (μόνον) ηλικιακά. Για να μπορέσεις να κοινωνήσεις λίγη από τη σοφία της ταινίας θα πρέπει να έχεις εικόνα για το τι εστί γάμος ή έστω μακρόχρονη σχέση. Θα πρέπει να έχεις εντρυφήσει στην πορνογραφία, έστω επιδερμικά, χωρίς να την καταδικάζεις ως «φτου κακά, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα». Θα πρέπει να έχεις βιώσει την απόλυτη απελπισία. Θα πρέπει να αντιλαμβάνεσαι το «δεν πιστεύω τίποτα: δεν νιώθω ελεύθερος, νιώθω δυστυχισμένος». Θα πρέπει να έχεις υπόψιν σου πως η ενδοσυζυγική βία δεν είναι ένα κινηματογραφικό κόνσεπτ αλλά ένα υπαρκτό πρόβλημα που ταλανίζει πολλές γυναίκες αλλά και μπόλικους άνδρες.
Οι καταστάσεις που παρουσιάζει το φιλμ είναι απτές, ενδιαφέρουσες, καθημερινές και ταυτόχρονα ανάγονται σε μια άλλη σφαίρα, του σχεδόν μυθικού, του σχεδόν «αυτά συμβαίνουν μόνον στις ταινίες». Έχοντας καταφανώς ένα πρώτης τάξεως σενάριο στα χέρια του ο σκηνοθέτης κατορθώνει και να το χειραγωγήσει για να μην του ξεφύγει αλλά και να το αφήσει να αναπνεύσει, να μας πάει αλλού. Η αλήθεια είναι πως πετυχαίνει απόλυτα στο στόχο του: δεν «καπελώνει» την ταινία αλλά αναδεικνύει τα θέματα που θίγει το σενάριο, εκμαιεύοντας παράλληλα δύο πολύ σπουδαίες ερμηνείες.
Η Martina Gedeck είναι για μένα μια από τις σημαντικότερες (ίσως και η σημαντικότερη!) Γερμανίδες ηθοποιούς. Το πως ερμηνεύει την Ελένε είναι μάθημα υποκριτικής! Σχεδόν κατατονική στο πρώτο μισό της ταινίας, παίζει με το βλέμμα, τη σιωπή, το σώμα. Είναι εγκλωβισμένη σε έναν στείρο (δεν έχει αποκτήσει παιδιά) και χωρίς αγάπη γάμο, από τον οποίο δεν φεύγει καθώς θεωρεί κατά πως φαίνεται πως δεν φταίει ο γάμος για τη δυστυχία της. Στο δεύτερο μισό αλλάζει. Από τη συνάντησή της με τον Έντουαρντ και μετά. Χαμογελάει, είναι περίεργη, το παλεύει, αφήνει ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της: ξέρει πως ο Έντουαρντ την ποθεί, εκείνη (αρχικά) δεν νιώθει το ίδιο για εκείνον, κι όλα θα αλλάξουν μετά τον «χωρισμό» τους και τα συνεχή γράμματα που της στέλνει εκείνος. Ο Ulrich Tukur δίνει επίσης μια σπουδαία ερμηνεία. Και είναι σπουδαία ακριβώς επειδή δεν κάνει τίποτε για να τραβήξει τα φώτα επάνω του: αφήνει τη συνάδελφό του να λάμψει και να πάρει φως από το φως της!
Οι δυο τους είναι τσακισμένοι ενήλικες, μισοί άνθρωποι, με τα θέματά τους, που παλεύουν για επικοινωνία, παλεύουν για αγάπη. Και παρά τα χρόνια τους και παρά την πείρα τους κινούνται άτσαλα, τσαπατσούλικα, δεν ξέρουν πως να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, δεν ξέρουν πως να μετατρέψουν το πάθος τους σε αγάπη. Κι όμως, το παλεύουν, χωρίς δίχτυα ασφαλείας, μίλια μακριά από τις μαρκετινίστικες ντιρεκτίβες και τους ορισμούς περί έρωτος και άλλων δαιμονίων. Δυο τρομεροί ηθοποιοί σε πολύ γενναίες ερμηνείες, ένα σενάριο με διαλόγους απίστευτα απολαυστικούς αλλά και γεμάτους απόγνωση, δύο χαρακτήρες τρισδιάστατοι, με σάρκα και οστά που μαθαίνουν επιτέλους τι είναι αυτό που το λένε αγάπη, αφού πρώτα αφήσουν τα κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά γεμάτα χυμούς και ζέση σώματά τους να «τρακάρουν».
Αφοπλιστικό, υπέροχο, επώδυνο μα και αστείο σινεμά. Η αυτογνωσία είναι μια διαδικασία επίπονη και μπορεί τότε μονάχα να κατακτηθεί όταν δούμε τον εαυτό μας με ειλικρίνεια στον καθρέφτη. Αν στη διαδικασία αυτή πετύχουμε κι έναν άλλο άνθρωπο που παλεύει για τον ίδιο στόχο, και βιώσουμε μαζί του αυτήν την υπέροχη τελετή που ονοματίζουμε «έρωτα», ε, τότε, πολύ πιθανόν στα δικά του μάτια να δούμε τον εαυτό μας ακόμα καλύτερα. Παράδοξη ευτυχία, σου λέει ο άλλος...
Η υπόθεση: Η Ελένε Μπρίντελ είναι μια μεσήλικη γυναίκα, που βλέπει έναν γηραιό γείτονά της να πεθαίνει σε δυστύχημα μέσα στον οπωρώνα του, περιτριγυρισμένος από μυρωδάτα μήλα... Κάθε βράδυ, την ώρα κατά την οποία ο σύζυγός της κοιμάται, η ίδια του ετοιμάζει πρωινό, χυμούς και το φαγητό που θα πάρει μαζί του στη δουλειά. Και κάθε πρωί ο σύζυγός της που φεύγει για τη δουλειά, τη βλέπει «ξεραμένη» μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Η Ελένε πάσχει από αϋπνίες. «Πάσχει» από την ενδοσυζυγική βία, την οποία βιώνει συχνά και χωρίς προφανή λόγο. Κυρίως, πάσχει από το γεγονός ότι χάνει την πίστη της στο Θεό, τον οποίο ένιωθε δίπλα της σε όλα τα πράγματα, σε όλη της τη ζωή. Αναζητώντας τη λύτρωση, θα πιστέψει ότι μπορεί και να τη βρήκε στις διδαχές ενός αναγνωρισμένου ψυχολόγου – γκουρού αυτοβοήθειας, ονόματι Έντουαρντ Ε. Γκλουκ.
Προφασιζόμενη επίσκεψη σε συγγενή, η Ελένε θα πάει στο Αμβούργο όπου δίνει διάλεξη ο Έντουαρντ προκειμένου να τον συναντήσει. Θα τον συναντήσει. Μόνο που ο Έντουαρντ, ενώ βοηθάει χιλιάδες κόσμου, δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, εθισμένος καθώς είναι στην πορνογραφία! Δεν είναι λοιπόν αυτό που περίμενε η Ελένε. Ο Έντουαρντ θα νιώσει έντονη έλξη για την Ελένε. Δεν μπορεί όμως να νιώσει ερωτική οικειότητα – δεν θέλει να τον αγγίζουν! Μπορούν οι δύο αυτοί κατεστραμμένοι άνθρωποι να σώσουν ο ένας τον άλλο ή γενικά, να σωθούν;
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας ευθύς εξαρχής κάτι: αυτή είναι μια πολύ καλή ταινία. Είναι μια ταινία που θίγει ενήλικα θέματα και απευθύνεται σε ενήλικες. Σε ώριμους θεατές εν πάση περιπτώσει και δεν μιλάω (μόνον) ηλικιακά. Για να μπορέσεις να κοινωνήσεις λίγη από τη σοφία της ταινίας θα πρέπει να έχεις εικόνα για το τι εστί γάμος ή έστω μακρόχρονη σχέση. Θα πρέπει να έχεις εντρυφήσει στην πορνογραφία, έστω επιδερμικά, χωρίς να την καταδικάζεις ως «φτου κακά, εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα». Θα πρέπει να έχεις βιώσει την απόλυτη απελπισία. Θα πρέπει να αντιλαμβάνεσαι το «δεν πιστεύω τίποτα: δεν νιώθω ελεύθερος, νιώθω δυστυχισμένος». Θα πρέπει να έχεις υπόψιν σου πως η ενδοσυζυγική βία δεν είναι ένα κινηματογραφικό κόνσεπτ αλλά ένα υπαρκτό πρόβλημα που ταλανίζει πολλές γυναίκες αλλά και μπόλικους άνδρες.
Οι καταστάσεις που παρουσιάζει το φιλμ είναι απτές, ενδιαφέρουσες, καθημερινές και ταυτόχρονα ανάγονται σε μια άλλη σφαίρα, του σχεδόν μυθικού, του σχεδόν «αυτά συμβαίνουν μόνον στις ταινίες». Έχοντας καταφανώς ένα πρώτης τάξεως σενάριο στα χέρια του ο σκηνοθέτης κατορθώνει και να το χειραγωγήσει για να μην του ξεφύγει αλλά και να το αφήσει να αναπνεύσει, να μας πάει αλλού. Η αλήθεια είναι πως πετυχαίνει απόλυτα στο στόχο του: δεν «καπελώνει» την ταινία αλλά αναδεικνύει τα θέματα που θίγει το σενάριο, εκμαιεύοντας παράλληλα δύο πολύ σπουδαίες ερμηνείες.
Η Martina Gedeck είναι για μένα μια από τις σημαντικότερες (ίσως και η σημαντικότερη!) Γερμανίδες ηθοποιούς. Το πως ερμηνεύει την Ελένε είναι μάθημα υποκριτικής! Σχεδόν κατατονική στο πρώτο μισό της ταινίας, παίζει με το βλέμμα, τη σιωπή, το σώμα. Είναι εγκλωβισμένη σε έναν στείρο (δεν έχει αποκτήσει παιδιά) και χωρίς αγάπη γάμο, από τον οποίο δεν φεύγει καθώς θεωρεί κατά πως φαίνεται πως δεν φταίει ο γάμος για τη δυστυχία της. Στο δεύτερο μισό αλλάζει. Από τη συνάντησή της με τον Έντουαρντ και μετά. Χαμογελάει, είναι περίεργη, το παλεύει, αφήνει ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της: ξέρει πως ο Έντουαρντ την ποθεί, εκείνη (αρχικά) δεν νιώθει το ίδιο για εκείνον, κι όλα θα αλλάξουν μετά τον «χωρισμό» τους και τα συνεχή γράμματα που της στέλνει εκείνος. Ο Ulrich Tukur δίνει επίσης μια σπουδαία ερμηνεία. Και είναι σπουδαία ακριβώς επειδή δεν κάνει τίποτε για να τραβήξει τα φώτα επάνω του: αφήνει τη συνάδελφό του να λάμψει και να πάρει φως από το φως της!
Οι δυο τους είναι τσακισμένοι ενήλικες, μισοί άνθρωποι, με τα θέματά τους, που παλεύουν για επικοινωνία, παλεύουν για αγάπη. Και παρά τα χρόνια τους και παρά την πείρα τους κινούνται άτσαλα, τσαπατσούλικα, δεν ξέρουν πως να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, δεν ξέρουν πως να μετατρέψουν το πάθος τους σε αγάπη. Κι όμως, το παλεύουν, χωρίς δίχτυα ασφαλείας, μίλια μακριά από τις μαρκετινίστικες ντιρεκτίβες και τους ορισμούς περί έρωτος και άλλων δαιμονίων. Δυο τρομεροί ηθοποιοί σε πολύ γενναίες ερμηνείες, ένα σενάριο με διαλόγους απίστευτα απολαυστικούς αλλά και γεμάτους απόγνωση, δύο χαρακτήρες τρισδιάστατοι, με σάρκα και οστά που μαθαίνουν επιτέλους τι είναι αυτό που το λένε αγάπη, αφού πρώτα αφήσουν τα κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά γεμάτα χυμούς και ζέση σώματά τους να «τρακάρουν».
Αφοπλιστικό, υπέροχο, επώδυνο μα και αστείο σινεμά. Η αυτογνωσία είναι μια διαδικασία επίπονη και μπορεί τότε μονάχα να κατακτηθεί όταν δούμε τον εαυτό μας με ειλικρίνεια στον καθρέφτη. Αν στη διαδικασία αυτή πετύχουμε κι έναν άλλο άνθρωπο που παλεύει για τον ίδιο στόχο, και βιώσουμε μαζί του αυτήν την υπέροχη τελετή που ονοματίζουμε «έρωτα», ε, τότε, πολύ πιθανόν στα δικά του μάτια να δούμε τον εαυτό μας ακόμα καλύτερα. Παράδοξη ευτυχία, σου λέει ο άλλος...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Μαρτίου 2017 από την Danaos Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική