του Θόδωρου Γιαχουστίδη
18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τετάρτη 29 Μαρτίου
(Γαλλικό) Σινεμά, μας ταξιδεύεις!
(Γαλλικό) Σινεμά, μας ταξιδεύεις!
Ένα από τα κλισέ που αναπαράγουμε για το σινεμά είναι ότι αποτελεί ένα παράθυρο στον κόσμο. Μα είναι τόσο αληθινό αυτό το κλισέ! Οι ταινίες μας παίρνουν από το χέρι δια των οφθαλμών μας και μας συστήνουν γεωγραφίες ανθρώπινες, γήινες και... εξωγήινες. Μέρη, ανθρώπους, καταστάσεις, που χωρίς το σινεμά δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσουμε. Έτσι λοιπόν μπορεί να μας συστήσει μια μαία στο Παρίσι, μια οικογένεια κανιβάλων στον κόλπο Σλακ, έναν κτηνίατρο έξω από την Πράγα κι ένα golden boy που τα παρατάει όλα και βρίσκει την ελευθερία στην τάιγκα της Σιβηρίας, σε ένα καλύβι δίπλα στην παγωμένη λίμνη Βαϊκάλη! Για τέσσερις ταινίες θα σας μιλήσουμε και σε αυτήν, την τρίτη και τελευταία ανταπόκρισή μας από το Γαλλόφωνο Φεστιβάλ, μιας που σήμερα, Τετάρτη, είναι η τελευταία ημέρα προβολών του.
Εμπεριστατωμένες έρευνες έχουν δείξει πως αν ξεκινήσεις μια ανταπόκριση με ένα θαψίδι, ο αναγνώστης τσιμπάει και μετά διαβάζει το «σεντόνι» σου, κι ας είναι πεντακοσίων χιλιάδων λέξεων! Ξεκινάμε λοιπόν με τον αγαπημένο μας Bruno Dumont και την τελευταία του ταινία, την «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» (Ma Loute). Ο λατρεμένος μας σκηνοθέτης (δεν κάνω πλάκα) εδώ μπορεί να έχει γυρίσει και τη χειρότερη ταινία της καριέρας του. Βέβαια, το Cahiers du cinéma έβαλε τη συγκεκριμένη ταινία στο Νο5 της λίστας του με τις καλύτερες ταινίες του 2016! Να τα λέμε κι αυτά!
Η υπόθεση: Καλοκαίρι, 1910. Στον κόλπο που δημιουργείται στις εκβολές του ποταμού Σλακ στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα βόρεια της Γαλλίας, μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων έρχεται να ταράξει την περιοχή. Ο βαρέων βαρών αστυνομικός επιθεωρητής Μασίν και ο οξυδερκής Μαλφέ διερευνούν την υπόθεση. Οι δυο τους θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια παράξενη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον ΜαΛουτ, γιο μιας οικογένειας ψαράδων με περίεργες διατροφικές συνήθειες και την Μπιλί της οικογένειας Βαν Πέτεγκεμ, μιας μεγαλοαστικής και θα μπορούσε κάποιος να πει έκφυλης οικογένειας από την Λιλ, που διαθέτει το εξοχικό της στην περιοχή.
Η άποψή μας: Έχετε δει άλλη ταινία του Dumont; Όχι; Θα σας πρότεινα να δείτε μία από τις πρώτες τέσσερίς του λοιπόν πριν αισθανθείτε την ανάγκη να παρακολουθήσετε τούτη εδώ, που είναι η όγδοη της φιλμογραφίας του. Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Η ζωή του Ιησού» (La vie de Jésus, 1997), «Η ανθρωπότητα» (L'humanité, 1999) – για τον γράφοντα, αυτή είναι η κορυφαία ταινία του Dumont – «29 φοίνικες» (Twentynine Palms, 2003) και «Φλάνδρα» (Flandres, 2006). Καμιά του ταινία δεν είναι... φιλική προς τον θεατή. Σε όλες του τις ταινίες απαιτείται ένα μίνιμουμ ανοχής και υπομονής από μέρους του θεατή για να μπορέσει να τις εκτιμήσει όπως τις αξίζει. Όλες του οι ταινίες βρίθουν μισανθρωπισμό! Εδώ, όμως, το πράγμα ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο. Είναι η προσπάθεια του Dumont να γυρίσει κωμωδία! Ναι, καλά ακούσατε, κωμωδία, από έναν άνθρωπο που ανάθεμά με αν υπάρχει έστω και μισό πλάνο σε κάποια από τις προηγούμενες επτά ταινίες του όπου κάποιος από τους ήρωες χαμογελά έστω! Και δεν είναι ότι γυρίζει κωμωδία – δικαίωμά του είναι! Είναι ότι γυρίζει σλάπστικ κωμωδία εποχής με πολιτικές αναφορές και μεταφορές (!), με το ανομοιογενές μείγμα να μην τον δικαιώνει σχεδόν ποτέ!
Αν λοιπόν στόχος είναι να μας δείξει πως οι μεγαλοαστοί είναι τόσο έκφυλοι (ένα παιδί είναι καρπός αιμομιξίας) και τόσο ανώμαλοι (το ίδιο παιδί είναι κορίτσι που ντύνεται αγόρι ή το αντίστροφο – αυτό αντιλαμβάνονται οι ψαράδες, έτσι, να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε, μην μας πουν και ομοφοβικούς) που αξίζει να φαγωθούν στην κυριολεξία, ο Dumont το πετυχαίνει με την πρώτη! Δεν χρειάζεται επανάληψη. Αυτό λοιπόν που χαλάει τα πάντα στη συγκεκριμένη ταινία είναι από τη μια η διαρκής επανάληψη αστείων που εννοείται πως από κάποια στιγμή και μετά κουράζουν και από την άλλη το κοινωνικό σχόλιο, που φουσκωμένο σε γκροτέσκα μεγέθη, χάνει το στόχο του. Οι φτωχοί είναι άσχημοι, βρώμικοι, βίαιοι και ανθρωποφάγοι (τους υποδύονται κατά βάση πρωτοεμφανιζόμενοι και ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην κλασική παράδοση του Dumont) και οι μεγαλοαστοί είναι έκφυλοι, υπερβολικοί και ηλίθιοι! Δύο άτομα ξεχωρίζουν: η Μπιλί (που μερικές φορές ντύνεται ως ο Μπιλί) και η υπηρέτρια των Πέτεγκεμ. Η Μπιλί και η ηθοποιός Raph που την υποδύεται, είναι τα μοναδικά όμορφα πράγματα που υπάρχουν στην ταινία! Εντάξει, και η τοποθεσία έχει τη γραφικότητά της (αλλά όπως λέει και ο ΜαΛουτ «είναι συνηθισμένη») και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά.
Πέρα από αυτό, μηδέν. Ο χοντρός επιθεωρητής κυλάει μια, κυλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Η σεζ λονγκ χαλάει μια, χαλάει δυο, έ, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Και η προσπάθεια των διάσημων ηθοποιών να παίξουν τους μεγαλοαστούς όσο πιο γκροτέσκα μπορούν (προφανώς με εντολή σκηνοθέτη) βγάζει τραγικά αποτελέσματα. Η Juliette Binoche δεν έχει υπάρξει πχ πιο αντιπαθητική σε καμιά άλλη ταινία της! Από εκεί και πέρα τα περί καπιταλισμού, θρησκείας, θαυμάτων και ερώτων περισσότερο ως μπαταριές στο κενό φαντάζουν παρά δομικά στοιχεία μιας ταινίες. Πολύ σουρεάλ αδελφέ και δεν σου βγήκε. Το κακό είναι πως μια χαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταινία η φράση που εκστομίζει ο (εννοείται βλαμμένος) αδελφός της μεγαλοκυρίας που υποδύεται η Valeria Bruni Tedeschi (που παίζει την υπερφίαλη, αλλά... αντέχεται, όπως και ο Fabrice Luchini, που υποδύεται τον καμπούρη σύζυγό της, ο οποίος κάθε φορά που κινείται, ακούμε τα πόδια του να τρίζουν, μουάχαχαχαχα, πολύ αστείο – not...): η φράση λοιπόν (την οποία τη λέει καμιά δεκαριά φορά στα αγγλικά): «We know what to do, but we do not do». Ναι, μπορεί να ταιριάζει για την ανθρωπότητα, γενικώς, αλλά ισχύει και για την ταινία σου Bruno μου...
Η υπόθεση: Καλοκαίρι, 1910. Στον κόλπο που δημιουργείται στις εκβολές του ποταμού Σλακ στον Ατλαντικό Ωκεανό, στα βόρεια της Γαλλίας, μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων έρχεται να ταράξει την περιοχή. Ο βαρέων βαρών αστυνομικός επιθεωρητής Μασίν και ο οξυδερκής Μαλφέ διερευνούν την υπόθεση. Οι δυο τους θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια παράξενη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον ΜαΛουτ, γιο μιας οικογένειας ψαράδων με περίεργες διατροφικές συνήθειες και την Μπιλί της οικογένειας Βαν Πέτεγκεμ, μιας μεγαλοαστικής και θα μπορούσε κάποιος να πει έκφυλης οικογένειας από την Λιλ, που διαθέτει το εξοχικό της στην περιοχή.
Η άποψή μας: Έχετε δει άλλη ταινία του Dumont; Όχι; Θα σας πρότεινα να δείτε μία από τις πρώτες τέσσερίς του λοιπόν πριν αισθανθείτε την ανάγκη να παρακολουθήσετε τούτη εδώ, που είναι η όγδοη της φιλμογραφίας του. Έχουμε και λέμε λοιπόν: «Η ζωή του Ιησού» (La vie de Jésus, 1997), «Η ανθρωπότητα» (L'humanité, 1999) – για τον γράφοντα, αυτή είναι η κορυφαία ταινία του Dumont – «29 φοίνικες» (Twentynine Palms, 2003) και «Φλάνδρα» (Flandres, 2006). Καμιά του ταινία δεν είναι... φιλική προς τον θεατή. Σε όλες του τις ταινίες απαιτείται ένα μίνιμουμ ανοχής και υπομονής από μέρους του θεατή για να μπορέσει να τις εκτιμήσει όπως τις αξίζει. Όλες του οι ταινίες βρίθουν μισανθρωπισμό! Εδώ, όμως, το πράγμα ξεφεύγει πέρα από κάθε όριο. Είναι η προσπάθεια του Dumont να γυρίσει κωμωδία! Ναι, καλά ακούσατε, κωμωδία, από έναν άνθρωπο που ανάθεμά με αν υπάρχει έστω και μισό πλάνο σε κάποια από τις προηγούμενες επτά ταινίες του όπου κάποιος από τους ήρωες χαμογελά έστω! Και δεν είναι ότι γυρίζει κωμωδία – δικαίωμά του είναι! Είναι ότι γυρίζει σλάπστικ κωμωδία εποχής με πολιτικές αναφορές και μεταφορές (!), με το ανομοιογενές μείγμα να μην τον δικαιώνει σχεδόν ποτέ!
Αν λοιπόν στόχος είναι να μας δείξει πως οι μεγαλοαστοί είναι τόσο έκφυλοι (ένα παιδί είναι καρπός αιμομιξίας) και τόσο ανώμαλοι (το ίδιο παιδί είναι κορίτσι που ντύνεται αγόρι ή το αντίστροφο – αυτό αντιλαμβάνονται οι ψαράδες, έτσι, να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε, μην μας πουν και ομοφοβικούς) που αξίζει να φαγωθούν στην κυριολεξία, ο Dumont το πετυχαίνει με την πρώτη! Δεν χρειάζεται επανάληψη. Αυτό λοιπόν που χαλάει τα πάντα στη συγκεκριμένη ταινία είναι από τη μια η διαρκής επανάληψη αστείων που εννοείται πως από κάποια στιγμή και μετά κουράζουν και από την άλλη το κοινωνικό σχόλιο, που φουσκωμένο σε γκροτέσκα μεγέθη, χάνει το στόχο του. Οι φτωχοί είναι άσχημοι, βρώμικοι, βίαιοι και ανθρωποφάγοι (τους υποδύονται κατά βάση πρωτοεμφανιζόμενοι και ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην κλασική παράδοση του Dumont) και οι μεγαλοαστοί είναι έκφυλοι, υπερβολικοί και ηλίθιοι! Δύο άτομα ξεχωρίζουν: η Μπιλί (που μερικές φορές ντύνεται ως ο Μπιλί) και η υπηρέτρια των Πέτεγκεμ. Η Μπιλί και η ηθοποιός Raph που την υποδύεται, είναι τα μοναδικά όμορφα πράγματα που υπάρχουν στην ταινία! Εντάξει, και η τοποθεσία έχει τη γραφικότητά της (αλλά όπως λέει και ο ΜαΛουτ «είναι συνηθισμένη») και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά.
Πέρα από αυτό, μηδέν. Ο χοντρός επιθεωρητής κυλάει μια, κυλάει δυο, ε, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Η σεζ λονγκ χαλάει μια, χαλάει δυο, έ, στην τρίτη σταματάς να γελάς. Και η προσπάθεια των διάσημων ηθοποιών να παίξουν τους μεγαλοαστούς όσο πιο γκροτέσκα μπορούν (προφανώς με εντολή σκηνοθέτη) βγάζει τραγικά αποτελέσματα. Η Juliette Binoche δεν έχει υπάρξει πχ πιο αντιπαθητική σε καμιά άλλη ταινία της! Από εκεί και πέρα τα περί καπιταλισμού, θρησκείας, θαυμάτων και ερώτων περισσότερο ως μπαταριές στο κενό φαντάζουν παρά δομικά στοιχεία μιας ταινίες. Πολύ σουρεάλ αδελφέ και δεν σου βγήκε. Το κακό είναι πως μια χαρά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταινία η φράση που εκστομίζει ο (εννοείται βλαμμένος) αδελφός της μεγαλοκυρίας που υποδύεται η Valeria Bruni Tedeschi (που παίζει την υπερφίαλη, αλλά... αντέχεται, όπως και ο Fabrice Luchini, που υποδύεται τον καμπούρη σύζυγό της, ο οποίος κάθε φορά που κινείται, ακούμε τα πόδια του να τρίζουν, μουάχαχαχαχα, πολύ αστείο – not...): η φράση λοιπόν (την οποία τη λέει καμιά δεκαριά φορά στα αγγλικά): «We know what to do, but we do not do». Ναι, μπορεί να ταιριάζει για την ανθρωπότητα, γενικώς, αλλά ισχύει και για την ταινία σου Bruno μου...
Και μετά τον εκνευρισμό από τον Dumont οτιδήποτε άλλο λειτουργεί ως βάλσαμο για τα μάτια και την ψυχή. Έτσι λοιπόν μια χαρά περάσαμε με το «Sage femme» του Martin Provost. Μια... κανονική ταινία στην οποία συναντιούνται για πρώτη φορά επί της μεγάλης οθόνης δυο ιερά τέρατα του γαλλικού σινεμά, οι δύο πιο διάσημες Κατερίνες του: η Catherine Deneuve και η Catherine Frot. Να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη ταινία αποτέλεσε τμήμα του επίσημου προγράμματος της προηγούμενης Berlinale, όπου και προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού.
Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια μοναχική γυναίκα, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, σε ένα από τα μακρινά από το κέντρο καρτιέ. Είναι επαγγελματίας μαία και είναι μια δουλειά την οποία λατρεύει με πάθος. Το μαιευτήριο στο οποίο εργάζεται, όμως, είναι μη κερδοφόρο και θα κλείσει. Η Κλερ ανησυχεί: δεν θέλει να δουλέψει στις νέου τύπου φαντεζί κλινικές – εργοστάσια παραγωγής μωρών. Ο μοναχογιός της, τον οποίο έχει μεγαλώσει μόνη της, σπουδάζει ιατρική αλλά συνεχίζει να αποτελεί αιτία άγχους, μιας που δεν μπορεί να σταματήσει να στεναχωριέται για το μέλλον του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ένα τηλέφωνο από την Μπεατρίς, την αναστατώνει ακόμα περισσότερο. Ποια είναι η Μπεατρίς; Μια εκκεντρική γυναίκα, που υπήρξε ερωμένη του πρωταθλητή στην κολύμβηση και συχωρεμένου εδώ και καιρό πατέρα της...
Η άποψή μας: Καμιά φορά είναι αυτές οι ταινίες, οι κανονικές, οι με αρχή, μέση και τέλος, με αυτήν τη σειρά, που χρήζουν της υποστήριξης και της προτίμησής μας. Τι κάνει εδώ ο Provost; Τίποτε το ιδιαίτερο. Το πορτρέτο δυο γυναικών παρουσιάζει. Δυο γυναικών που πρέπει, για λόγους δραματοποίησης, να είναι εντελώς αντίθετοι. Η Κλερ της Catherine Frot είναι μια μεσήλικη γυναίκα, μαραμένη. Συντηρητική, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν τζογάρει, δεν πάει με άντρες (δεν έχει ερωτική ζωή δηλαδή), προσέχει το φαγητό της, τη σιλουέτα της, τη συμπεριφορά της. Το μόνο πράγμα που της δίνει χαρά είναι το γεγονός ότι βοηθάει γυναίκες να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους. Η επανεμφάνιση της Μπεατρίς την ταράζει. Η Μπεατρίς της Catherine Deneuve λοιπόν είναι το ακριβώς αντίθετο της Κλερ. Έξω καρδιά, τσιγγάνα ψυχή, και πίνει και καπνίζει και τζογάρει και τρώει ό,τι πιο ανθυγιεινό και βεβαίως έχοντας φύγει από τη μέση ηλικία και οδεύοντας στην τρίτη, καθόλου δεν μετανιώνει για το γεγονός πως έζησε με πολλούς άντρες. Το γιατί επιλέγει την Κλερ να τη βοηθήσει μετά από δεκαετίες απουσίας είναι κάτι που δεν αποκρυσταλλώνει το σενάριο – είναι μια σεναριακή σύμβαση. Από τη στιγμή, όμως, που οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά, αλλάζουν η μία την άλλη. Η Κλερ κουβαλάει θυμό και πικρία απέναντι στην Μπεατρίς. Είναι, κατά πως φαίνεται, ό,τι πιο κοντινό είχε σε μητρική φιγούρα, μιας που με τη βιολογική της μητέρα δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Έτσι νευριάζει μαζί της, της φέρεται απότομα, είναι ένα βάρος που θέλει να το ξεφορτωθεί. Όντας αλτουίστρια, όμως, δεν μπορεί και να μην τη βοηθήσει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της Μπεατρίς: πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο και πρέπει να κάνει εγχείρηση – και δεν έχει κανέναν στον κόσμο για να εμπιστευθεί!
Οι δύο σπουδαίες ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά και είναι απολαυστικό να τις βλέπεις μαζί στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία βγάζει χιούμορ, συγκίνηση, συναίσθημα από πράγματα μπανάλ, κοινότοπα, πράγματα που έχουμε δει και ξαναδεί. Και τι πειράζει; Ο στόχος επιτυγχάνεται. Και σε όλα αυτά να μπαίνει και ο πάντα ευπρόσδεκτος Olivier Gourmet ως ο φορτηγατζής της διπλανής πόρτας, που βοηθάει στο ξεμπλοκάρισμα της Κλερ. Και υπάρχουν σκηνές υπέροχες, με κορυφαία εκείνη του φιλιού που δίνει η Μπεατρίς στον γιο της Κλερ όταν τον βλέπει καθώς οι δυο γυναίκες κοιτούν σλάιντς από τον άντρα που τις καθόρισε, τον πατέρα της Κλερ, ο οποίος είναι ίδιος με τον εγγονό του. Η μουσική του Grégoire Hetzel μαϊκλναϊμανίζει, η ταινία είναι καλογυρισμένη, μια χαρά!
Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια μοναχική γυναίκα, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, σε ένα από τα μακρινά από το κέντρο καρτιέ. Είναι επαγγελματίας μαία και είναι μια δουλειά την οποία λατρεύει με πάθος. Το μαιευτήριο στο οποίο εργάζεται, όμως, είναι μη κερδοφόρο και θα κλείσει. Η Κλερ ανησυχεί: δεν θέλει να δουλέψει στις νέου τύπου φαντεζί κλινικές – εργοστάσια παραγωγής μωρών. Ο μοναχογιός της, τον οποίο έχει μεγαλώσει μόνη της, σπουδάζει ιατρική αλλά συνεχίζει να αποτελεί αιτία άγχους, μιας που δεν μπορεί να σταματήσει να στεναχωριέται για το μέλλον του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ένα τηλέφωνο από την Μπεατρίς, την αναστατώνει ακόμα περισσότερο. Ποια είναι η Μπεατρίς; Μια εκκεντρική γυναίκα, που υπήρξε ερωμένη του πρωταθλητή στην κολύμβηση και συχωρεμένου εδώ και καιρό πατέρα της...
Η άποψή μας: Καμιά φορά είναι αυτές οι ταινίες, οι κανονικές, οι με αρχή, μέση και τέλος, με αυτήν τη σειρά, που χρήζουν της υποστήριξης και της προτίμησής μας. Τι κάνει εδώ ο Provost; Τίποτε το ιδιαίτερο. Το πορτρέτο δυο γυναικών παρουσιάζει. Δυο γυναικών που πρέπει, για λόγους δραματοποίησης, να είναι εντελώς αντίθετοι. Η Κλερ της Catherine Frot είναι μια μεσήλικη γυναίκα, μαραμένη. Συντηρητική, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν τζογάρει, δεν πάει με άντρες (δεν έχει ερωτική ζωή δηλαδή), προσέχει το φαγητό της, τη σιλουέτα της, τη συμπεριφορά της. Το μόνο πράγμα που της δίνει χαρά είναι το γεγονός ότι βοηθάει γυναίκες να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους. Η επανεμφάνιση της Μπεατρίς την ταράζει. Η Μπεατρίς της Catherine Deneuve λοιπόν είναι το ακριβώς αντίθετο της Κλερ. Έξω καρδιά, τσιγγάνα ψυχή, και πίνει και καπνίζει και τζογάρει και τρώει ό,τι πιο ανθυγιεινό και βεβαίως έχοντας φύγει από τη μέση ηλικία και οδεύοντας στην τρίτη, καθόλου δεν μετανιώνει για το γεγονός πως έζησε με πολλούς άντρες. Το γιατί επιλέγει την Κλερ να τη βοηθήσει μετά από δεκαετίες απουσίας είναι κάτι που δεν αποκρυσταλλώνει το σενάριο – είναι μια σεναριακή σύμβαση. Από τη στιγμή, όμως, που οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά, αλλάζουν η μία την άλλη. Η Κλερ κουβαλάει θυμό και πικρία απέναντι στην Μπεατρίς. Είναι, κατά πως φαίνεται, ό,τι πιο κοντινό είχε σε μητρική φιγούρα, μιας που με τη βιολογική της μητέρα δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Έτσι νευριάζει μαζί της, της φέρεται απότομα, είναι ένα βάρος που θέλει να το ξεφορτωθεί. Όντας αλτουίστρια, όμως, δεν μπορεί και να μην τη βοηθήσει σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή της Μπεατρίς: πάσχει από καρκίνο στον εγκέφαλο και πρέπει να κάνει εγχείρηση – και δεν έχει κανέναν στον κόσμο για να εμπιστευθεί!
Οι δύο σπουδαίες ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά και είναι απολαυστικό να τις βλέπεις μαζί στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία βγάζει χιούμορ, συγκίνηση, συναίσθημα από πράγματα μπανάλ, κοινότοπα, πράγματα που έχουμε δει και ξαναδεί. Και τι πειράζει; Ο στόχος επιτυγχάνεται. Και σε όλα αυτά να μπαίνει και ο πάντα ευπρόσδεκτος Olivier Gourmet ως ο φορτηγατζής της διπλανής πόρτας, που βοηθάει στο ξεμπλοκάρισμα της Κλερ. Και υπάρχουν σκηνές υπέροχες, με κορυφαία εκείνη του φιλιού που δίνει η Μπεατρίς στον γιο της Κλερ όταν τον βλέπει καθώς οι δυο γυναίκες κοιτούν σλάιντς από τον άντρα που τις καθόρισε, τον πατέρα της Κλερ, ο οποίος είναι ίδιος με τον εγγονό του. Η μουσική του Grégoire Hetzel μαϊκλναϊμανίζει, η ταινία είναι καλογυρισμένη, μια χαρά!
Η ταινία «Στα δάση της Σιβηρίας» (Dans les forêts de Sibérie) του Safy Nebbou βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Sylvain Tesson. Ο Tesson είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ειδικότερα του «nature writing», όπως είναι ο όρος στα αγγλικά και αναφέρεται στους λογοτέχνες που δεν επισκέπτονται απλώς κάποια μέρη, αλλά ζουν στη φύση προτού γράψουν γι’ αυτήν. Από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του είδους, ο Γάλλος συγγραφέας βραβεύτηκε με το Prix Goncourt, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία λογοτεχνίας, ακριβώς για αυτήν την ταινία. Η ταινία ήταν υποψήφια και για βραβείο Cesar μουσικής, για το σκορ που έγραψε ο Ibrahim Maalouf, ο οποίος τελικά το κατέκτησε κιόλας!
Η υπόθεση: Ο Τεντί έχει κουραστεί από τη βοή του σύγχρονου κόσμου. Για να εκπληρώσει την ανάγκη του για ελευθερία, αποφασίζει να απαρνηθεί τις πολυτέλειες μίας εύρωστης ζωής στο Παρίσι. Εγκαταλείπει την υψηλή θέση υπευθύνου νέων μέσων επικοινωνίας σε μεγάλη εταιρία, κλείνει μια για πάντα το κινητό του και ταξιδεύει ως τον παγετό της λίμνης Βαϊκάλης στη Σιβηρία, επιλέγοντας τη ζωή σε μία καλύβα, με τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς κανέναν άνθρωπο γύρω του, με τον κοντινότερο καταυλισμό να απέχει πολλά πολλά χιλιόμετρα. Σιγά σιγά αντιλαμβάνεται ότι η ζωή σε ένα τέτοιο μέρος δεν έχει μόνο την ηρεμία που είχε φανταστεί. Ο κίνδυνος καραδοκεί ακόμη και στο πιο φωτεινό τοπίο. Το βράδυ που χάνεται στη χιονοθύελλα θα μπορούσε να είχε αποβεί μοιραίο αν δεν ήταν εκεί ο Αλεξέι, ένας Ρώσος καταζητούμενος που ζει κρυμμένος στα δάση της Σιβηρίας για χρόνια. Ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς άνδρες αναπτύσσεται μία φιλία που είναι συγχρόνως τόσο αναπάντεχη όσο και απαραίτητη και για τους δύο.
Η άποψή μας: Πραγματικά απίστευτη ταινία είναι τούτη εδώ. Που πετάει στον αέρα πάρα πολλά μπαλάκια, κατορθώνοντας να μην χάσει κανένα από αυτά, πετυχαίνοντας να μην πέσει κανένα από την υπέροχη τροχιά του. Ως ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ λειτουργεί εξαιρετικά. Παθαίνεις πλάκα με την ομορφιά αυτού του σκληρού και απάνθρωπου τοπίου! Πάγος, πάγος, πάγος παντού, σε όλα τα σχήματα, με πολλά χρώματα και ανοιχτωσιά μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι! Η απόλυτη ησυχία. Η απόλυτη ηρεμία. Η απόλυτη μοναξιά! Είναι αυτό η απόλυτή ελευθερία; Για τον Τεντί είναι! Ένας άνδρας μόνος, αντιμέτωπος με τη φύση. Γουάου! Και λέμε για ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ μιας που αυτό που βλέπουμε δεν θα μπορούσαμε να το δούμε υπό κανονικές συνθήκες. Εντάξει, τρελαμένοι υπάρχουν πολλοί αλλά δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσε να φτάσει στις εσχατιές του κόσμου και να ζήσει εκεί, μόνος ή σχεδόν μόνος για έναν ολόκληρο χρόνο! Έτσι λοιπόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να θαυμάσουμε τούτη την σχεδόν απάτητη ομορφιά – αυτή η ταινία.
Αυτό, ναι, είναι ένα Survivor που αξίζει να δεις, μακριά από fake δοκιμασίες και ίντριγκες για τον τηλεοπτικό φακό. Για το θεαθήναι. Θαυμάζεις την ταινία και για άλλο λόγο. Για τον πρωταγωνιστή της, Raphaël Personnaz. Δεν ξέρω αν υπήρχε δίπλα του συνεργείο με κουβέρτες και ισοθερμικά εσώρουχα ή αν έμενε κάθε μέρα μετά το γύρισμα στο πιο πολυτελές ξενοδοχείο του κόσμου αλλά ρε παιδιά, τι ατρόμητη στα όρια της ανθρώπινης αντοχής ερμηνεία! Ο τύπος μπαίνει ολόγυμνος μέσα σε μια τρύπα στον πάγο της λίμνης, καταχείμωνο, ενώ έχει βγει από το ολόζεστο περιβάλλον μιας σάουνας, έτσι όπως κάνουν συγκεκριμένοι λαοί, αλλά όχι ένας καλοαναθρεμμένος Γάλλος ηθοποιός! Τον έβλεπα και δεν πίστευα στα μάτια μου! Εκτός κι αν όλο αυτό ήταν εφέ, οπότε πάσο. Το τρίτο και σημαντικότερο: όλα αυτά δημιουργούν το πλαίσιο για να περιγραφεί μια υπέροχη, ανδρική φιλία! Από τη στιγμή που συναντιούνται ο Τεντί με τον Αλεξέι, όλη η ταινία αλλάζει. Οι δυο ξένοι αυτοί άνθρωποι συναντιούνται σε ένα αφιλόξενο μέρος, από το πουθενά, βοηθούν ο ένας τον άλλο και κυρίως ξεγυμνώνονται ο ένας στον άλλο: ψυχικά. Λίγη παραπάνω βότκα και ο κίνδυνος θανάτου από μια ξαφνική χιονοθύελλα το πετυχαίνουν αυτό! Η σκηνή όπου ο επί 12 χρόνια χαμένος από προσώπου γης Αλεξέι ρωτάει τον Τεντί ποιος κυβερνάει τη Ρωσία και ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι τόσο αστεία, τόσο αυθόρμητη, τόσο όμορφη, που γελάς, χωρίς να χρειάζονται χοντράδες. Η δε σκηνή όπου ο Τεντί πηγαίνει στο Ιρκούτσκ για να πάρει φάρμακα για τον νέο του φίλο και ρωτάει από μια γυναίκα τι λέει το γράμμα – σημείωμα που του έδωσε ο Αλεξέι είναι τόσο συγκινητική και τόσο σπουδαία, που δεν μπορεί, θα σας πάρουν κι εσάς τα ζουμιά.
Υπέροχη, πραγματικά πολύ όμορφη ταινία, τόσο καυτή που καίει την οθόνη – κι ας έχει γυριστεί σε συνθήκες θερμοκρασίας υπό του μηδενός...
Η υπόθεση: Ο Τεντί έχει κουραστεί από τη βοή του σύγχρονου κόσμου. Για να εκπληρώσει την ανάγκη του για ελευθερία, αποφασίζει να απαρνηθεί τις πολυτέλειες μίας εύρωστης ζωής στο Παρίσι. Εγκαταλείπει την υψηλή θέση υπευθύνου νέων μέσων επικοινωνίας σε μεγάλη εταιρία, κλείνει μια για πάντα το κινητό του και ταξιδεύει ως τον παγετό της λίμνης Βαϊκάλης στη Σιβηρία, επιλέγοντας τη ζωή σε μία καλύβα, με τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς κανέναν άνθρωπο γύρω του, με τον κοντινότερο καταυλισμό να απέχει πολλά πολλά χιλιόμετρα. Σιγά σιγά αντιλαμβάνεται ότι η ζωή σε ένα τέτοιο μέρος δεν έχει μόνο την ηρεμία που είχε φανταστεί. Ο κίνδυνος καραδοκεί ακόμη και στο πιο φωτεινό τοπίο. Το βράδυ που χάνεται στη χιονοθύελλα θα μπορούσε να είχε αποβεί μοιραίο αν δεν ήταν εκεί ο Αλεξέι, ένας Ρώσος καταζητούμενος που ζει κρυμμένος στα δάση της Σιβηρίας για χρόνια. Ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς άνδρες αναπτύσσεται μία φιλία που είναι συγχρόνως τόσο αναπάντεχη όσο και απαραίτητη και για τους δύο.
Η άποψή μας: Πραγματικά απίστευτη ταινία είναι τούτη εδώ. Που πετάει στον αέρα πάρα πολλά μπαλάκια, κατορθώνοντας να μην χάσει κανένα από αυτά, πετυχαίνοντας να μην πέσει κανένα από την υπέροχη τροχιά του. Ως ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ λειτουργεί εξαιρετικά. Παθαίνεις πλάκα με την ομορφιά αυτού του σκληρού και απάνθρωπου τοπίου! Πάγος, πάγος, πάγος παντού, σε όλα τα σχήματα, με πολλά χρώματα και ανοιχτωσιά μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι! Η απόλυτη ησυχία. Η απόλυτη ηρεμία. Η απόλυτη μοναξιά! Είναι αυτό η απόλυτή ελευθερία; Για τον Τεντί είναι! Ένας άνδρας μόνος, αντιμέτωπος με τη φύση. Γουάου! Και λέμε για ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ μιας που αυτό που βλέπουμε δεν θα μπορούσαμε να το δούμε υπό κανονικές συνθήκες. Εντάξει, τρελαμένοι υπάρχουν πολλοί αλλά δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσε να φτάσει στις εσχατιές του κόσμου και να ζήσει εκεί, μόνος ή σχεδόν μόνος για έναν ολόκληρο χρόνο! Έτσι λοιπόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να θαυμάσουμε τούτη την σχεδόν απάτητη ομορφιά – αυτή η ταινία.
Αυτό, ναι, είναι ένα Survivor που αξίζει να δεις, μακριά από fake δοκιμασίες και ίντριγκες για τον τηλεοπτικό φακό. Για το θεαθήναι. Θαυμάζεις την ταινία και για άλλο λόγο. Για τον πρωταγωνιστή της, Raphaël Personnaz. Δεν ξέρω αν υπήρχε δίπλα του συνεργείο με κουβέρτες και ισοθερμικά εσώρουχα ή αν έμενε κάθε μέρα μετά το γύρισμα στο πιο πολυτελές ξενοδοχείο του κόσμου αλλά ρε παιδιά, τι ατρόμητη στα όρια της ανθρώπινης αντοχής ερμηνεία! Ο τύπος μπαίνει ολόγυμνος μέσα σε μια τρύπα στον πάγο της λίμνης, καταχείμωνο, ενώ έχει βγει από το ολόζεστο περιβάλλον μιας σάουνας, έτσι όπως κάνουν συγκεκριμένοι λαοί, αλλά όχι ένας καλοαναθρεμμένος Γάλλος ηθοποιός! Τον έβλεπα και δεν πίστευα στα μάτια μου! Εκτός κι αν όλο αυτό ήταν εφέ, οπότε πάσο. Το τρίτο και σημαντικότερο: όλα αυτά δημιουργούν το πλαίσιο για να περιγραφεί μια υπέροχη, ανδρική φιλία! Από τη στιγμή που συναντιούνται ο Τεντί με τον Αλεξέι, όλη η ταινία αλλάζει. Οι δυο ξένοι αυτοί άνθρωποι συναντιούνται σε ένα αφιλόξενο μέρος, από το πουθενά, βοηθούν ο ένας τον άλλο και κυρίως ξεγυμνώνονται ο ένας στον άλλο: ψυχικά. Λίγη παραπάνω βότκα και ο κίνδυνος θανάτου από μια ξαφνική χιονοθύελλα το πετυχαίνουν αυτό! Η σκηνή όπου ο επί 12 χρόνια χαμένος από προσώπου γης Αλεξέι ρωτάει τον Τεντί ποιος κυβερνάει τη Ρωσία και ποιος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι τόσο αστεία, τόσο αυθόρμητη, τόσο όμορφη, που γελάς, χωρίς να χρειάζονται χοντράδες. Η δε σκηνή όπου ο Τεντί πηγαίνει στο Ιρκούτσκ για να πάρει φάρμακα για τον νέο του φίλο και ρωτάει από μια γυναίκα τι λέει το γράμμα – σημείωμα που του έδωσε ο Αλεξέι είναι τόσο συγκινητική και τόσο σπουδαία, που δεν μπορεί, θα σας πάρουν κι εσάς τα ζουμιά.
Υπέροχη, πραγματικά πολύ όμορφη ταινία, τόσο καυτή που καίει την οθόνη – κι ας έχει γυριστεί σε συνθήκες θερμοκρασίας υπό του μηδενός...
Τελευταία ταινία για σήμερα και τελευταία ταινία του γαλλόφωνου που είδαμε για φέτος γενικώς είναι μια μη γαλλόφωνη ταινία! Μουάχαχαχαχαχα! Είναι μια συμπαραγωγή που έχει και γαλλικά κεφάλαια. Μιλάμε για την κατά βάση τσέχικη παραγωγή «Η θεωρία της τίγρης» (Teorie tygra) του Radek Bajgar. Μια ταινία που πέρασε και από το περσινό φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Η υπόθεση: Ο Γιάν είναι ένας 60χρονος κτηνίατρος. Είναι παντρεμένος για πάρα πολλά χρόνια με την ακαδημαϊκό σύζυγό του κι έχουν αποκτήσει μαζί δύο παιδιά: μια κόρη κι έναν γιο – και οι δυο τους παντρεμένοι με τη σειρά τους. Όταν πεθαίνει ο πεθερός του κάτι τον ταρακουνάει. Βασικά, η απόφαση της πεθεράς του και συνεπακόλουθα της συζύγου του, να προχωρήσουν σε ταφή του πεθερού του, όταν εκείνος είχε τονίσει την επιθυμία του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στο παρακείμενο ποτάμι. Νιώθοντας εγκλωβισμένος σε έναν γάμο όπου η γυναίκα του είχε το απόλυτο κουμάντο, κανονίζοντας τα πάντα στη ζωή του(ς) ψάχνει αφορμή να δραπετεύσει χωρίς να προχωρήσει σε διαζύγιο, κάτι που πιστεύει πως θα την πληγώσει βαθύτατα. Όταν ένας πελάτης του φέρνει στο κτηνιατρείο έναν γηραιό παπαγάλο, που σύμφωνα με τη γυναίκα του πελάτη, πάσχει από Αλτσχάιμερ (!!!), ο Γιαν αποφασίζει να προσποιηθεί πως πάσχει από την εν λόγω ασθένεια, μπας και μπορέσει να ξεφύγει λίγο και να αναπνεύσει ελεύθερα. Πώς θα καταλήξει το σχέδιό του και πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση τα άρρενα και τα θήλαια μέρη της οικογένειάς του;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία με παντελώς καθόλου, ούτε ίχνος, κινηματογραφικό ενδιαφέρον! Είναι σαν μια ταινία της εποχής δόξας των ελληνικών βιντεοταινιών! Τόσο αδιάφορη κινηματογραφικά είναι! Τηλεταινία, στην καλύτερη περίπτωση. Η πλάκα είναι πως ο κόσμος γελούσε με όσα έβλεπε να διαδραματίζονται επί της μεγάλης οθόνης. Οπότε, το σενάριο, κάποια ευαίσθητη χορδή άγγιξε. Εννοείται πως την ταινία απόλαυσαν περισσότερο οι... παντρεμένοι. Κι εννοείται πως, μέχρι ενός σημείου, η ταινία όντως είχε πλάκα. Αλλά οι προβληματισμοί της φαίνονται τόσο αναχρονιστικοί πλέον για τον 21ο αιώνα. Οι γυναίκες που ελέγχουν τα πάντα και οι ευνουχισμένοι άνδρες. Και να επαναλαμβάνεται διαρκώς το μοτίβο αυτό, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Μα να φτάσεις να κάνεις ότι έχεις Αλτσχάιμερ προκειμένου να ξεφύγεις από την μέγγενη της συζύγου σου;
Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός προβληματισμός. Οι ήρωες της ταινίας είναι άξιοι εκπρόσωποι της αστικής (μην πω, μεγαλοαστικής τάξης). Με σπιταρώνες, αμαξάρες και τα συναφή εμβλήματα οικονομικής ευμάρειας. Πχ ο γαμπρός της οικογένειας είναι διευθυντής σύνταξης σε εφημερίδα και διαθέτει διαμερισματάρα στο κέντρο της Πράγας κι αν και δεν τα πάω καλά με τις μάρκες αυτοκινήτων, αν κατάλαβα καλά από το σήμα, οδηγεί μια πανάκριβη Chevrolet. Μάλλον στην Τσεχία πληρώνονται πολύ καλά οι δημοσιογράφοι ή λαδώνονται ακόμα (ε, χμ). Τεςπα, στο τέλος ο Γιαν βρίσκει την ελευθερία του και αρνείται πλέον να κάνει ευνουχισμούς στα σκυλόγατα, γιαγιά και σύζυγος μένουν αγκυλωμένες στην αρτηριοσκλήρωσή τους, η κόρη «διορθώνεται» και αλλάζει προς το βέλτιστον, προς μεγάλη ευχαρίστηση του δημοσιογράφου συζύγου της και ο γιος είναι τόσο χαλαρός ανέκαθεν, που έτσι κι αλλιώς είναι ο πιο θετικός ήρωας της ταινίας. Χαβαλές να γίνεται μωρέ...
Η υπόθεση: Ο Γιάν είναι ένας 60χρονος κτηνίατρος. Είναι παντρεμένος για πάρα πολλά χρόνια με την ακαδημαϊκό σύζυγό του κι έχουν αποκτήσει μαζί δύο παιδιά: μια κόρη κι έναν γιο – και οι δυο τους παντρεμένοι με τη σειρά τους. Όταν πεθαίνει ο πεθερός του κάτι τον ταρακουνάει. Βασικά, η απόφαση της πεθεράς του και συνεπακόλουθα της συζύγου του, να προχωρήσουν σε ταφή του πεθερού του, όταν εκείνος είχε τονίσει την επιθυμία του να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν στο παρακείμενο ποτάμι. Νιώθοντας εγκλωβισμένος σε έναν γάμο όπου η γυναίκα του είχε το απόλυτο κουμάντο, κανονίζοντας τα πάντα στη ζωή του(ς) ψάχνει αφορμή να δραπετεύσει χωρίς να προχωρήσει σε διαζύγιο, κάτι που πιστεύει πως θα την πληγώσει βαθύτατα. Όταν ένας πελάτης του φέρνει στο κτηνιατρείο έναν γηραιό παπαγάλο, που σύμφωνα με τη γυναίκα του πελάτη, πάσχει από Αλτσχάιμερ (!!!), ο Γιαν αποφασίζει να προσποιηθεί πως πάσχει από την εν λόγω ασθένεια, μπας και μπορέσει να ξεφύγει λίγο και να αναπνεύσει ελεύθερα. Πώς θα καταλήξει το σχέδιό του και πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση τα άρρενα και τα θήλαια μέρη της οικογένειάς του;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία με παντελώς καθόλου, ούτε ίχνος, κινηματογραφικό ενδιαφέρον! Είναι σαν μια ταινία της εποχής δόξας των ελληνικών βιντεοταινιών! Τόσο αδιάφορη κινηματογραφικά είναι! Τηλεταινία, στην καλύτερη περίπτωση. Η πλάκα είναι πως ο κόσμος γελούσε με όσα έβλεπε να διαδραματίζονται επί της μεγάλης οθόνης. Οπότε, το σενάριο, κάποια ευαίσθητη χορδή άγγιξε. Εννοείται πως την ταινία απόλαυσαν περισσότερο οι... παντρεμένοι. Κι εννοείται πως, μέχρι ενός σημείου, η ταινία όντως είχε πλάκα. Αλλά οι προβληματισμοί της φαίνονται τόσο αναχρονιστικοί πλέον για τον 21ο αιώνα. Οι γυναίκες που ελέγχουν τα πάντα και οι ευνουχισμένοι άνδρες. Και να επαναλαμβάνεται διαρκώς το μοτίβο αυτό, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων. Μα να φτάσεις να κάνεις ότι έχεις Αλτσχάιμερ προκειμένου να ξεφύγεις από την μέγγενη της συζύγου σου;
Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός προβληματισμός. Οι ήρωες της ταινίας είναι άξιοι εκπρόσωποι της αστικής (μην πω, μεγαλοαστικής τάξης). Με σπιταρώνες, αμαξάρες και τα συναφή εμβλήματα οικονομικής ευμάρειας. Πχ ο γαμπρός της οικογένειας είναι διευθυντής σύνταξης σε εφημερίδα και διαθέτει διαμερισματάρα στο κέντρο της Πράγας κι αν και δεν τα πάω καλά με τις μάρκες αυτοκινήτων, αν κατάλαβα καλά από το σήμα, οδηγεί μια πανάκριβη Chevrolet. Μάλλον στην Τσεχία πληρώνονται πολύ καλά οι δημοσιογράφοι ή λαδώνονται ακόμα (ε, χμ). Τεςπα, στο τέλος ο Γιαν βρίσκει την ελευθερία του και αρνείται πλέον να κάνει ευνουχισμούς στα σκυλόγατα, γιαγιά και σύζυγος μένουν αγκυλωμένες στην αρτηριοσκλήρωσή τους, η κόρη «διορθώνεται» και αλλάζει προς το βέλτιστον, προς μεγάλη ευχαρίστηση του δημοσιογράφου συζύγου της και ο γιος είναι τόσο χαλαρός ανέκαθεν, που έτσι κι αλλιώς είναι ο πιο θετικός ήρωας της ταινίας. Χαβαλές να γίνεται μωρέ...