του Stéphane Brizé. Με τους Judith Chemla, Jean-Pierre Darroussin, Yolande Moreau, Swann Arlaud, Nina Meurisse, Olivier Perrier, Clotilde Hesme, Alain Beigel, Finnegan Oldfield, Lucette Beudin
Αυτό που λέμε ζωάρα... not!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Τα πάθη και τα λάθη πληρώνονται
Αυτή είναι η 7η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 51χρονος Stéphane Brizé. Στην Ελλάδα τον... ανακαλύψαμε σχετικά αργά, μέσω της προηγούμενης ταινίας του. Το «Ο νόμος της αγοράς» (La loi du marché, 2015) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Vincent Lindon αλλά και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής (Ειδική μνεία). Και βεβαίως, είναι ταινιάρα! Τούτη εδώ, η τελευταία ταινία του, έλαβε επίσης μέρος σε διαγωνιστικό τμήμα φεστιβάλ και συγκεκριμένα σε εκείνο της περασμένης Βενετίας, όπου και κέρδισε το βραβείο της διεθνούς ένωσης κριτικών, FIPRESCI. Αλλά και στην προσεχή απονομή των βραβείων Cesar έχει θέση η ταινία, καθώς είναι υποψήφια για δύο βραβεία: καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (για την Judith Chemla) και κοστουμιών.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Guy de Maupassant, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1883! Και η ταινία προβλήθηκε στο τελευταίο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ειδικές προβολές».
Η υπόθεση: Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, που επιστρέφει σπίτι μετά από τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι. Όταν ζητάει το χέρι της εις γάμου κοινωνίαν ο όμορφος αριστοκράτης χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια Ζουλιέν, με τη συναίνεση των γονέων της, η Ζαν πιστεύει πως τα όνειρά της γίνονται πραγματικότητα. Φευ: ο εφιάλτης μόλις έχει ξεκινήσει. Ο Ζουλιέν είναι τσιγκούνης και αδιαφορεί για την Ζαν. Αποδεικνύεται και γυναικάς: αφήνει έγκυο της Ζαν, αφήνει όμως έγκυο και την υπηρέτριά της, τη Ροζαλί, την οποία βιάζει! Το αντρόγυνο χωρίζει. Ο παπάς της περιοχής, όμως, προσπαθεί να τους επανασυνδέσει. Και τα καταφέρνει. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά και πάλι. Μάλιστα, η Ζαν βρίσκει μια φίλη στο πρόσωπο της γειτόνισσάς της, της Ζιλμπέρ. Η Ζιλμπέρ είναι παντρεμένη με παιδιά, δεν αργεί όμως να πέσει θύμα της γοητείας του Ζουλιέν. Η Ζαν τους βλέπει μαζί στο κρεβάτι. Εξομολογείται το γεγονός στον παπά, ο οποίος της λέει να πει την αλήθεια στο σύζυγο της Ζιλμπέρ. Η Ζαν αρνείται. Ο παπάς, όμως, ενημερώνει τον κερατωμένο σύζυγο. Αποτέλεσμα: εκείνος σκοτώνει τόσο τη γυναίκα του όσο και τον σύζυγο της Ζαν. Και τα προβλήματα για τη Ζαν δεν σταματάνε εδώ...
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία να τη δει κάποιος ο οποίος είναι στα εντελώς down του. Γιατί, παρακολουθώντας την δεν μπορεί παρά να πει: «πω ρε φίλε, ήμαρτον, τι άλλο θα συμβεί στην έρημη τη γυναίκα. Πάλι καλά είμαστε εμείς!». Μέχρι και το παιδί της, της παίρνουν σε κάποια φάση! Ένα παιδί, που θα αποτελέσει πηγή επίσης μεγάλης δυστυχίας και πόνου για την Ζαν. Υπό άλλες συνθήκες το όλον θα μπορούσε να δώσει πρώτης τάξης υλικό για ένα... ανεπανόρθωτο μελόδραμα, τραβηγμένο στα άκρα! Εδώ, όμως, το όλο πρίσμα είναι σαφώς και περισσότερο καλλιτεχνικό. Θέλω να πω, η δουλειά που έχει γίνει στην καλλιτεχνική διεύθυνση, στον ήχο, στο φως, στις ερμηνείες, είναι εξαιρετική! Ο σκηνοθέτης επιλέγει το «τετραγωνισμένο» φορμά του λεγόμενου Academy Ratio από τη μια για να επικεντρωθεί στα απαραίτητα αποφεύγοντας τα περιττά και από την άλλη για να δείξει τον εγκλωβισμό αυτής της γυναίκας. Και πάλι λοιπόν, ο νόμος της αγοράς, που στην προκειμένη περίπτωση είναι και οικονομικός νόμος αλλά κυρίως νόμος της «ηθικής» εκείνης της εποχής, συντρίβει έναν άνθρωπο με όνειρα και φιλοδοξίες, που όμως στέκεται άτυχο.
Ο σκηνοθέτης «πηδάει» από εποχή σε εποχή και από γεγονός σε γεγονός με σειρά ψυχολογικής... κακοποίησης της ηρωίδας του. Η διαρκής θυματοποίησή της κάποια στιγμή είναι κουραστική, όπως και η μόνιμη προσήλωση του κινηματογραφικού φακού επάνω της. Ο σκηνοθέτης «κολλάει» επάνω στην ηρωίδα του σαν εντομολόγος που βλέπει το αντικείμενό του να υποφέρει με κάθε είδους τρόπο! Δεν τον ενδιαφέρει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι αλλαγές που συμβαίνουν στη Γαλλία και στην κοινωνία της, αλλαγές ιστορικές! Όχι, τον ενδιαφέρει η «μία ζωή» αυτής της γυναίκας, την οποία και κινηματογραφεί μοντέρνα. Με κάμερα στο χέρι. Και αφαιρετικά. Πχ βλέπουμε αντίδραση χωρίς τη δράση – παρακολουθούμε τη νύχτα γάμου χωρίς να έχω δει την τελετή, βλέπουμε σκηνή νεκροταφείου χωρίς να έχουμε δει το θάνατο κτλ κτλ. Είναι άθλος για την Judith Chemla που καταφέρνει να τη βγάζει καθαρή και να μπαίνει στο απυρόβλητο από τους θεατές, που κάποια στιγμή είναι λογικό να κουραστούν τόσο από τον τρόπο κινηματογράφησης, όσο από τη διάρκεια αλλά και από ένα σημείο και μετά, από την αποθέωση της μιζέριας και τον αποκλεισμό οποιασδήποτε έκπληξης για τον θεατή. Στο φινάλε έχουμε μια φράση – κατακλείδα, που συνοψίζει όλο το νόημα της ταινίας: «τα πράγματα στη ζωή δεν είναι ποτέ τόσο καλά ή τόσο κακά όσο νομίζουμε».
Ολίγον τι απλοϊκό, έτσι, ιδίως αν κάποιος έχει υποφέρει προηγουμένως έχοντας παρακολουθήσει όλα όσα υποφέρει η έρημη γυναίκα. Ας είναι, το μήνυμα είναι και λίγο θετικό – εξάλλου μια ζωή είναι – και είναι η μόνη που έχουμε, σωστά;
Η υπόθεση: Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, που επιστρέφει σπίτι μετά από τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι. Όταν ζητάει το χέρι της εις γάμου κοινωνίαν ο όμορφος αριστοκράτης χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια Ζουλιέν, με τη συναίνεση των γονέων της, η Ζαν πιστεύει πως τα όνειρά της γίνονται πραγματικότητα. Φευ: ο εφιάλτης μόλις έχει ξεκινήσει. Ο Ζουλιέν είναι τσιγκούνης και αδιαφορεί για την Ζαν. Αποδεικνύεται και γυναικάς: αφήνει έγκυο της Ζαν, αφήνει όμως έγκυο και την υπηρέτριά της, τη Ροζαλί, την οποία βιάζει! Το αντρόγυνο χωρίζει. Ο παπάς της περιοχής, όμως, προσπαθεί να τους επανασυνδέσει. Και τα καταφέρνει. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά και πάλι. Μάλιστα, η Ζαν βρίσκει μια φίλη στο πρόσωπο της γειτόνισσάς της, της Ζιλμπέρ. Η Ζιλμπέρ είναι παντρεμένη με παιδιά, δεν αργεί όμως να πέσει θύμα της γοητείας του Ζουλιέν. Η Ζαν τους βλέπει μαζί στο κρεβάτι. Εξομολογείται το γεγονός στον παπά, ο οποίος της λέει να πει την αλήθεια στο σύζυγο της Ζιλμπέρ. Η Ζαν αρνείται. Ο παπάς, όμως, ενημερώνει τον κερατωμένο σύζυγο. Αποτέλεσμα: εκείνος σκοτώνει τόσο τη γυναίκα του όσο και τον σύζυγο της Ζαν. Και τα προβλήματα για τη Ζαν δεν σταματάνε εδώ...
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία να τη δει κάποιος ο οποίος είναι στα εντελώς down του. Γιατί, παρακολουθώντας την δεν μπορεί παρά να πει: «πω ρε φίλε, ήμαρτον, τι άλλο θα συμβεί στην έρημη τη γυναίκα. Πάλι καλά είμαστε εμείς!». Μέχρι και το παιδί της, της παίρνουν σε κάποια φάση! Ένα παιδί, που θα αποτελέσει πηγή επίσης μεγάλης δυστυχίας και πόνου για την Ζαν. Υπό άλλες συνθήκες το όλον θα μπορούσε να δώσει πρώτης τάξης υλικό για ένα... ανεπανόρθωτο μελόδραμα, τραβηγμένο στα άκρα! Εδώ, όμως, το όλο πρίσμα είναι σαφώς και περισσότερο καλλιτεχνικό. Θέλω να πω, η δουλειά που έχει γίνει στην καλλιτεχνική διεύθυνση, στον ήχο, στο φως, στις ερμηνείες, είναι εξαιρετική! Ο σκηνοθέτης επιλέγει το «τετραγωνισμένο» φορμά του λεγόμενου Academy Ratio από τη μια για να επικεντρωθεί στα απαραίτητα αποφεύγοντας τα περιττά και από την άλλη για να δείξει τον εγκλωβισμό αυτής της γυναίκας. Και πάλι λοιπόν, ο νόμος της αγοράς, που στην προκειμένη περίπτωση είναι και οικονομικός νόμος αλλά κυρίως νόμος της «ηθικής» εκείνης της εποχής, συντρίβει έναν άνθρωπο με όνειρα και φιλοδοξίες, που όμως στέκεται άτυχο.
Ο σκηνοθέτης «πηδάει» από εποχή σε εποχή και από γεγονός σε γεγονός με σειρά ψυχολογικής... κακοποίησης της ηρωίδας του. Η διαρκής θυματοποίησή της κάποια στιγμή είναι κουραστική, όπως και η μόνιμη προσήλωση του κινηματογραφικού φακού επάνω της. Ο σκηνοθέτης «κολλάει» επάνω στην ηρωίδα του σαν εντομολόγος που βλέπει το αντικείμενό του να υποφέρει με κάθε είδους τρόπο! Δεν τον ενδιαφέρει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι αλλαγές που συμβαίνουν στη Γαλλία και στην κοινωνία της, αλλαγές ιστορικές! Όχι, τον ενδιαφέρει η «μία ζωή» αυτής της γυναίκας, την οποία και κινηματογραφεί μοντέρνα. Με κάμερα στο χέρι. Και αφαιρετικά. Πχ βλέπουμε αντίδραση χωρίς τη δράση – παρακολουθούμε τη νύχτα γάμου χωρίς να έχω δει την τελετή, βλέπουμε σκηνή νεκροταφείου χωρίς να έχουμε δει το θάνατο κτλ κτλ. Είναι άθλος για την Judith Chemla που καταφέρνει να τη βγάζει καθαρή και να μπαίνει στο απυρόβλητο από τους θεατές, που κάποια στιγμή είναι λογικό να κουραστούν τόσο από τον τρόπο κινηματογράφησης, όσο από τη διάρκεια αλλά και από ένα σημείο και μετά, από την αποθέωση της μιζέριας και τον αποκλεισμό οποιασδήποτε έκπληξης για τον θεατή. Στο φινάλε έχουμε μια φράση – κατακλείδα, που συνοψίζει όλο το νόημα της ταινίας: «τα πράγματα στη ζωή δεν είναι ποτέ τόσο καλά ή τόσο κακά όσο νομίζουμε».
Ολίγον τι απλοϊκό, έτσι, ιδίως αν κάποιος έχει υποφέρει προηγουμένως έχοντας παρακολουθήσει όλα όσα υποφέρει η έρημη γυναίκα. Ας είναι, το μήνυμα είναι και λίγο θετικό – εξάλλου μια ζωή είναι – και είναι η μόνη που έχουμε, σωστά;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Φεβρουαρίου 2017 από την Ama Films