της Agnieszka Holland. Με τους Agnieszka Mandat, Wiktor Zborowski, Miroslav Krobot, Jakub Gierszał, Patricia Volny, Borys Szyc
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η Agnieszka Holland είναι παλιά στο κουρμπέτι. Η ταινία Pokot είναι η 16η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας στη μακρόχρονη ιστορία της. Και με αυτήν συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale. Η Holland έχει εντρυφήσει τα μάλα και στην τηλεόραση, μιας που έχει σκηνοθετήσει επεισόδια από σειρές όπως το περίφημο «The Wire», αλλά και τα πιο πρόσφατα «The Killing», «House of Cards» και «The Affair». Καθόλου αμελητέα ποσότητα λοιπόν!
Η υπόθεση: Η Γιανίνα Ντουσέικο ζει μια έντονη ζωή στην περιοχή της κοιλάδας του Κλόντσκο, σε ένα ορεινό χωριό κοντά στα σύνορα Πολωνίας και Τσεχίας. Είναι μια πολυάσχολη γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας: διδάσκει αγγλικά στο τοπικό σχολείο, είναι παθιασμένη αστρολόγος, δεν τρώει κρέας και τα έχει με τους λαθροθήρες αρχικά και με τους κυνηγούς γενικότερα. Τα γράμματα διαμαρτυρίας και καταγγελίας που στέλνει στις αρχές αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς της. Μια μέρα τα δύο της αγαπημένα σκυλιά εξαφανίζονται. Λίγες μέρες μετά ανακαλύπτει το πτώμα ενός γείτονα, κυνηγού, με πατημασιές ελαφιών γύρω από αυτό. Ακολούθως κι άλλα πτώματα ανδρών προκύπτουν στην περιοχή, όλα ανήκοντα σε κυνηγούς ή σε εκπροσώπους αρχών που τους στηρίζουν. Μήπως, όπως δείχνουν οι αρχικές ενδείξεις, αυτοί οι άνδρες δολοφονήθηκαν από άγρια ζώα; Ή μήπως κάποιος έχει ξεκινήσει βεντέτα εναντίον τους;
Η άποψή μας: Αυτό που αρχικά εντυπωσιάζει στη νέα ταινία της Holland είναι η κατασκευή. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη άψογα, το μοντάζ είναι σούπερ, παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας και η μουσική είναι το κάτι άλλο: όχι μόνο είναι εξαιρετικά γραμμένη αλλά συνοδεύει τις εικόνες και αλλάζει τόνο ανάλογα με το τι συμβαίνει επί της μεγάλης οθόνης. Από εκεί και πέρα έχουμε μια ταινία που είναι ταυτόχρονα, ένα θρίλερ με μπόλικη αγωνία και οικολογικές ανησυχίες, μια ιστορία με ντετεκτιβίστικη διάθεση και μπόλικο χιούμορ και ταυτόχρονα ένας φεμινιστικός ύμνος! Ναι, υπάρχει αρκετή αγριάδα σε όλο αυτό, η Holland όμως υπονομεύει το υλικό της με μπόλικο σαρκασμό, κι έτσι αυτό είναι λειτουργικό. Γιατί, αν πάρουμε της μετρητής όλα όσα συμβαίνουν, τότε το σενάριο βρίθει μεγαλοστομιών, κοινοτοπιών και διαθέτει έναν κεντρικό χαρακτήρα τόσο μεμπτό ηθικά με όσα κάνει, που είναι προβληματικός.
Η υστερία που βγάζει η Ντουσέικο (και όχι Ντουσένκο, όπως τη φωνάζουν πολλοί, κάτι που την εκνευρίζει) την φέρνει στα όρια του να μην τη γουστάρει το κοινό. Εντέλει, όμως, μέχρι που και... δικαιολογεί (μέχρι ενός σημείου, έτσι, μην τρελαθούμε) τις πράξεις της. Και είπαμε, σε αυτό παίζει βασικό ρόλο το χιούμορ της ταινίας. Σε κάποια στιγμή η Ντουσέικο βλέπει στο σπίτι του χήρου γείτονά της που τη γουστάρει κορνιζομένο το δίπλωμά του ως μέλος των Πολωνών ειδικών στο μάζεμα μανιταριών. Το τι λέει ο στόμας της σχετικά με αυτό και το τι σημαίνει για την Πολωνία γενικότερα, βγάζει πολύ γέλιο. Όπως η σκηνή όπου σε ένα πάρτι τραγουδάνε όλοι μαζί το «The House of The Rising Sun». Στο ίδιο πάρτι μασκέ η Ντουσέικο ντύνεται... κακός λύκος και ο εν λόγω γείτονας... Κοκκινοσκουφίτσα!
Δυνατή ταινία, που σπρώχνει τα πράγματα σε μια υπερβολή, η οποία προφανώς και δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή, δείχνει όμως το πρόβλημα της κακομεταχείρισης των ζώων από τον άνθρωπο. Στις αρχές της ταινίας θαρρείς πως βλέπεις μια παραλλαγή των «Πουλιών» του Χίτσκοκ! Η φύση εκδικείται λοιπόν. Έστω, μέσω τρελαμένων αντιπροσώπων της. Κι αυτά που λέει με φωνή off στο υπερβατικό, ονειρικό φινάλε η Ντουσέικο είναι αυτά που θέλουν και τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο κύκλος της ανθρώπινης παρακμής κλείνει. Θα εμφανιστεί μια νέα γενιά που θα αρχίσει να παλεύει ξανά για ιδανικά. Και θα τα πάει καλύτερα. Ναι βρε Agnieszka μου, άντε, να έχουμε κάτι να περιμένουμε!
Η άποψή μας: Αυτό που αρχικά εντυπωσιάζει στη νέα ταινία της Holland είναι η κατασκευή. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη άψογα, το μοντάζ είναι σούπερ, παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας και η μουσική είναι το κάτι άλλο: όχι μόνο είναι εξαιρετικά γραμμένη αλλά συνοδεύει τις εικόνες και αλλάζει τόνο ανάλογα με το τι συμβαίνει επί της μεγάλης οθόνης. Από εκεί και πέρα έχουμε μια ταινία που είναι ταυτόχρονα, ένα θρίλερ με μπόλικη αγωνία και οικολογικές ανησυχίες, μια ιστορία με ντετεκτιβίστικη διάθεση και μπόλικο χιούμορ και ταυτόχρονα ένας φεμινιστικός ύμνος! Ναι, υπάρχει αρκετή αγριάδα σε όλο αυτό, η Holland όμως υπονομεύει το υλικό της με μπόλικο σαρκασμό, κι έτσι αυτό είναι λειτουργικό. Γιατί, αν πάρουμε της μετρητής όλα όσα συμβαίνουν, τότε το σενάριο βρίθει μεγαλοστομιών, κοινοτοπιών και διαθέτει έναν κεντρικό χαρακτήρα τόσο μεμπτό ηθικά με όσα κάνει, που είναι προβληματικός.
Η υστερία που βγάζει η Ντουσέικο (και όχι Ντουσένκο, όπως τη φωνάζουν πολλοί, κάτι που την εκνευρίζει) την φέρνει στα όρια του να μην τη γουστάρει το κοινό. Εντέλει, όμως, μέχρι που και... δικαιολογεί (μέχρι ενός σημείου, έτσι, μην τρελαθούμε) τις πράξεις της. Και είπαμε, σε αυτό παίζει βασικό ρόλο το χιούμορ της ταινίας. Σε κάποια στιγμή η Ντουσέικο βλέπει στο σπίτι του χήρου γείτονά της που τη γουστάρει κορνιζομένο το δίπλωμά του ως μέλος των Πολωνών ειδικών στο μάζεμα μανιταριών. Το τι λέει ο στόμας της σχετικά με αυτό και το τι σημαίνει για την Πολωνία γενικότερα, βγάζει πολύ γέλιο. Όπως η σκηνή όπου σε ένα πάρτι τραγουδάνε όλοι μαζί το «The House of The Rising Sun». Στο ίδιο πάρτι μασκέ η Ντουσέικο ντύνεται... κακός λύκος και ο εν λόγω γείτονας... Κοκκινοσκουφίτσα!
Δυνατή ταινία, που σπρώχνει τα πράγματα σε μια υπερβολή, η οποία προφανώς και δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή, δείχνει όμως το πρόβλημα της κακομεταχείρισης των ζώων από τον άνθρωπο. Στις αρχές της ταινίας θαρρείς πως βλέπεις μια παραλλαγή των «Πουλιών» του Χίτσκοκ! Η φύση εκδικείται λοιπόν. Έστω, μέσω τρελαμένων αντιπροσώπων της. Κι αυτά που λέει με φωνή off στο υπερβατικό, ονειρικό φινάλε η Ντουσέικο είναι αυτά που θέλουν και τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο κύκλος της ανθρώπινης παρακμής κλείνει. Θα εμφανιστεί μια νέα γενιά που θα αρχίσει να παλεύει ξανά για ιδανικά. Και θα τα πάει καλύτερα. Ναι βρε Agnieszka μου, άντε, να έχουμε κάτι να περιμένουμε!