του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου
Βερολίνο, θα τα πούμε του χρόνου!
Βερολίνο, θα τα πούμε του χρόνου!
Πάντα στο τέλος ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ η κούραση συσσωρεύεται. Θα διαβάζετε τώρα μερικοί και θα σκέφτεστε: «Ποια κούραση ρε Γιαχουστίδη; Στα γούστα είσαι όλη την ώρα. Βλέπεις διασήμους, συναναστρέφεσαι με γκομενάκια, πας από πάρτι σε πάρτι και βλέπεις ταινίες. Τι κούραση μας τσαμπουνάς;». Η αλήθεια είναι ότι δεν σηκώνουμε τσιμεντογωνίες ούτε ρίχνουμε μπετά ούτε είμαστε όλη τη μέρα στο χωράφι για να μαζεύουμε φράουλες ξέρω 'γω, αλλά, ρε παιδιά, πως να σας πείσω: και το να βλέπεις ταινίες με ρυθμό πολυβόλου γίνεται κάποια στιγμή απωθητικόν! Τα περί γκομενακίων δε και πάρτεων, ξεχάστε τα. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπας! Όπως τα λέγαμε και με τον Γιώργο Παπαδημητρίου στην ανάπαυλα του ΠΑΟΚ – Σάλκε, όπου τα ρουφήξαμε τα τρία μας γκολάκια, υπάρχει και ο ψυχολογικός παράγοντας. Ιδίως όταν βλέπεις καμιά παπαριά στις κλειστές αίθουσες, σε πιάνουν και τα υπαρξιακά σου: «Η ζωή είναι εκεί έξω», «Και γιατί να μην ψάξω πρόσκληση για κανά πάρτι», «Και γιατί βλέπω τώρα αυτήν τη μαλατσία», «Και γιατί δεν πάω σε μουσεία, σε όπερες, να βολτάρω βρε αδελφέ». Να, τέτοια.
Όλη αυτή η εισαγωγή, τώρα, γίνεται, για να δικαιολογήσω γιατί άργησα τόοοοοοσο πολύ να στείλω την τελευταία ανταπόκριση. Εδώ, δόθηκαν τα βραβεία (τα παραθέτουμε συνοπτικά στο τέλος του κειμένου) κι εμείς ακόμα δεν στείλαμε την τελευταία ανταπόκριση! Ας είναι. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Κάλιο αβγά παρά πουρέ. Ιδού λοιπόν τι είδαμε πριν αποχωρήσουμε από τη γερμανική πρωτεύουσα. Που, για να πω την αμαρτία μου, φέτος είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτά που είδα. Περιορίστηκαν οι παπαριές και είδα και πολύ καλό πράγμα. Τελικά, η καλή προετοιμασία αποδίδει καρπούς – ισχύει και στο ποδόσφαιρο!!!
Όλη αυτή η εισαγωγή, τώρα, γίνεται, για να δικαιολογήσω γιατί άργησα τόοοοοοσο πολύ να στείλω την τελευταία ανταπόκριση. Εδώ, δόθηκαν τα βραβεία (τα παραθέτουμε συνοπτικά στο τέλος του κειμένου) κι εμείς ακόμα δεν στείλαμε την τελευταία ανταπόκριση! Ας είναι. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Κάλιο αβγά παρά πουρέ. Ιδού λοιπόν τι είδαμε πριν αποχωρήσουμε από τη γερμανική πρωτεύουσα. Που, για να πω την αμαρτία μου, φέτος είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτά που είδα. Περιορίστηκαν οι παπαριές και είδα και πολύ καλό πράγμα. Τελικά, η καλή προετοιμασία αποδίδει καρπούς – ισχύει και στο ποδόσφαιρο!!!
Στην τελευταία μας ανταπόκριση λοιπόν δεν θα ασχοληθούμε με τρεις μόνο ταινίες, όπως κάναμε στις προηγούμενες επτά. Όχι, εδώ θα παρουσιάσουμε πέντε ταινίες. Μην τρομάζετε βρε, αφού τα γράφουμε χαριτωμένα. Και ξεκινάμε με ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα. Ο γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1975 Ρουμάνος Cãlin Peter Netzer ήρθε στο Βερολίνο με την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Ana, mon amour, τέσσερα χρόνια μετά το «Οικογενειακή υπόθεση» (Pozitia copilului), που του είχε χαρίσει τη Χρυσή Άρκτο! Και τούτη η ταινία του δεν έφυγε από το φεστιβάλ με άδεια χέρια: τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος για το μοντάζ της Dana Bunescu, που η αλήθεια είναι πως μεγάλο μέρος της όποιας επιτυχίας της ταινίας, βασίζεται σε αυτό!
Η υπόθεση: Η Άννα και ο Τομά συναντιούνται στο πανεπιστήμιο. Η έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλο είναι πολύ ισχυρή. Δεν θα μπορούσαν παρά να συνάψουν ερωτική σχέση, τόσο δυνατή και τόσο δυναμική, όση και η ανάγκη που έχουν ο ένας για τον άλλο. Η σχέση της Άννας με την οικογένειά της είναι πολύπλοκη. Επίσης, η Άννα υποφέρει από σοβαρές κρίσεις πανικού. Η οικογένεια του Τομά είναι πιο... φυσιολογική και ανήκει στη μεσαία τάξη. Και ο Τομά από τη μια σοκάρεται και από την άλλη γοητεύεται από τη βαθιά απόγνωση που συναντά στη σύντροφό του όταν εκείνη βιώνει τις κρίσεις πανικού. Τη στηρίζει όμως ουσιαστικά και την πηγαίνει σε μια σειρά από γιατρούς. Την ίδια στιγμή οι δυο τους απομονώνονται από φίλους και συγγενείς. Η αδυναμία της Άννας φαίνεται να κάνει τον Τομά πιο δυνατό. Όταν η Άννα μένει έγκυος ξεκινάει μια ειδική θεραπεία ψυχανάλυσης από την οποία βγαίνει πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη ως προσωπικότητα. Την ίδια ώρα, ο κόσμος του Τομά αρχίζει να καταρρέει...
Η άποψή μας: Έρωτας στα χρόνια της ψυχανάλυσης λοιπόν! Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης δεν θέλει να αναφερθεί μόνο στο... τέλος μιας σχέσης, αλλά να μας τη δομήσει και να την αποδομήσει στα εξ ων συνετέθη! Το σχέδιό του είναι μεγαλεπήβολο και δεν παρεκκλίνει καθόλου από την πορεία του. Η ταινία του είναι σαν να έχει βάλει ένα ζευγάρι κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό και να το παρακολουθεί με την ακρίβεια εντομολόγου. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό αν μη τι άλλο. Το ζευγάρι, όμως, ασφυκτιά. Όπως και οι θεατές από ένα σημείο και μετά. Στην εισαγωγή της αναφοράς μας για τη συγκεκριμένη ταινία σημειώσαμε τη βράβευση της μοντέρ της ταινίας στο φεστιβάλ. Η αλήθεια είναι πως εξαιτίας της η ταινία έχει τη συγκεκριμένη μορφή. Θέλω να πω, έχουμε δει χιλιάδες φορές ταινίες να αφηγούνται μια ερωτική ιστορία με κλασική, γραμμική μορφή. Έχουμε δει, σπανιότατα (όπως στο «5Χ2») μια ερωτική ιστορία από το τέλος προς την αρχή. Εδώ, βλέπουμε μια ερωτική σχέση... ψυχαναλυτικά! Χωρίς χρονική σειρά! Τα μόνα στοιχεία για να προσδιορίσουμε το που βρισκόμαστε κάθε φορά στη σχέση του ζευγαριού είναι η ύπαρξη του παιδιού και τα... μαλλιά του πρωταγωνιστή! Το μοντάζ δομεί το παράξενο κουβάρι, το πολύπλοκο παζλ που είναι μια ερωτική σχέση και γοητεύει τον θεατή. Οι πολλές κουβέντες όμως κουράζουν. Και η πολύ ψυχανάλυση.
Το συμπέρασμα είναι απλό: κάθε σχέση, πόσο μάλλον οι ερωτικές, είναι σχέση εξουσίας. Υπάρχει ο κυρίαρχος και ο «υπό». Καμία σχέση με ισότητα! Το πράγμα (δυστυχώς;) δουλεύει όταν οι σχέσεις αυτές είναι ξεκάθαρες. Έλα όμως που μια σχέση, όπως η ζωή, είναι δυναμική. Και η δυναμική μπορεί να αλλάξει. Και ο κυρίαρχος, χωρίς να το καταλάβει, να γίνει ο «υπό». Παρά τον τίτλο της, η ταινία έχει στο επίκεντρό της τον Τομά. Τον Τομά παρακολουθούμε περισσότερο. Υπό το δικό του βλέμμα βλέπουμε τη σχέση. Με τις δικές του εξομολογήσεις στον ψυχίατρο μαθαίνουμε μυστικά και ψέματα. Και αποκαλύπτονται πολλά και ενδιαφέροντα για καταπιεσμένες επιθυμίες και για ταμπού της ρουμάνικης κοινωνίας. Ο Netzer θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστής – αν θα του το επέτρεπαν οι εμπορικές προοπτικές, θα έκανε την ταινία του ντοκιμαντέρ. Στο πλαίσιο αυτό δεν αυτολογοκρίνεται: η εκσπερμάτωση του Τομά στο γυμνό κορμί της Άννας δεν υπαινίσσεται: μας δίνεται φόρα παρτίδα, χωρίς μοντάζ, χωρίς να εστιάζει εκεί ο σκηνοθέτης αλλά και χωρίς να αποκρύπτει πως το χύσιμο είναι τμήμα της ερωτικής διαδικασίας, έτσι; Η εμμονή αυτή με το πραγματικό, όμως, γίνεται μανιέρα και κάποιες στιγμές πετάει τους θεατές έξω. Ας είναι.
Μεγάλη ταινία, δύσκολο εγχείρημα, τρομερό επίτευγμα, ολίγον τι αντιτουριστικό, αλλά... έτσι είναι ο έρωτας! Στο τέλος, τα έρημα αρσενικά, ευνουχισμένα και χωρίς ρόλο, αναρωτιόμαστε τι δεν πήγε καλά. Άτιμε φεμινισμέ...
Η υπόθεση: Η Άννα και ο Τομά συναντιούνται στο πανεπιστήμιο. Η έλξη που νιώθουν ο ένας για τον άλλο είναι πολύ ισχυρή. Δεν θα μπορούσαν παρά να συνάψουν ερωτική σχέση, τόσο δυνατή και τόσο δυναμική, όση και η ανάγκη που έχουν ο ένας για τον άλλο. Η σχέση της Άννας με την οικογένειά της είναι πολύπλοκη. Επίσης, η Άννα υποφέρει από σοβαρές κρίσεις πανικού. Η οικογένεια του Τομά είναι πιο... φυσιολογική και ανήκει στη μεσαία τάξη. Και ο Τομά από τη μια σοκάρεται και από την άλλη γοητεύεται από τη βαθιά απόγνωση που συναντά στη σύντροφό του όταν εκείνη βιώνει τις κρίσεις πανικού. Τη στηρίζει όμως ουσιαστικά και την πηγαίνει σε μια σειρά από γιατρούς. Την ίδια στιγμή οι δυο τους απομονώνονται από φίλους και συγγενείς. Η αδυναμία της Άννας φαίνεται να κάνει τον Τομά πιο δυνατό. Όταν η Άννα μένει έγκυος ξεκινάει μια ειδική θεραπεία ψυχανάλυσης από την οποία βγαίνει πολύ πιο δυνατή και ολοκληρωμένη ως προσωπικότητα. Την ίδια ώρα, ο κόσμος του Τομά αρχίζει να καταρρέει...
Η άποψή μας: Έρωτας στα χρόνια της ψυχανάλυσης λοιπόν! Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης δεν θέλει να αναφερθεί μόνο στο... τέλος μιας σχέσης, αλλά να μας τη δομήσει και να την αποδομήσει στα εξ ων συνετέθη! Το σχέδιό του είναι μεγαλεπήβολο και δεν παρεκκλίνει καθόλου από την πορεία του. Η ταινία του είναι σαν να έχει βάλει ένα ζευγάρι κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό και να το παρακολουθεί με την ακρίβεια εντομολόγου. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό αν μη τι άλλο. Το ζευγάρι, όμως, ασφυκτιά. Όπως και οι θεατές από ένα σημείο και μετά. Στην εισαγωγή της αναφοράς μας για τη συγκεκριμένη ταινία σημειώσαμε τη βράβευση της μοντέρ της ταινίας στο φεστιβάλ. Η αλήθεια είναι πως εξαιτίας της η ταινία έχει τη συγκεκριμένη μορφή. Θέλω να πω, έχουμε δει χιλιάδες φορές ταινίες να αφηγούνται μια ερωτική ιστορία με κλασική, γραμμική μορφή. Έχουμε δει, σπανιότατα (όπως στο «5Χ2») μια ερωτική ιστορία από το τέλος προς την αρχή. Εδώ, βλέπουμε μια ερωτική σχέση... ψυχαναλυτικά! Χωρίς χρονική σειρά! Τα μόνα στοιχεία για να προσδιορίσουμε το που βρισκόμαστε κάθε φορά στη σχέση του ζευγαριού είναι η ύπαρξη του παιδιού και τα... μαλλιά του πρωταγωνιστή! Το μοντάζ δομεί το παράξενο κουβάρι, το πολύπλοκο παζλ που είναι μια ερωτική σχέση και γοητεύει τον θεατή. Οι πολλές κουβέντες όμως κουράζουν. Και η πολύ ψυχανάλυση.
Το συμπέρασμα είναι απλό: κάθε σχέση, πόσο μάλλον οι ερωτικές, είναι σχέση εξουσίας. Υπάρχει ο κυρίαρχος και ο «υπό». Καμία σχέση με ισότητα! Το πράγμα (δυστυχώς;) δουλεύει όταν οι σχέσεις αυτές είναι ξεκάθαρες. Έλα όμως που μια σχέση, όπως η ζωή, είναι δυναμική. Και η δυναμική μπορεί να αλλάξει. Και ο κυρίαρχος, χωρίς να το καταλάβει, να γίνει ο «υπό». Παρά τον τίτλο της, η ταινία έχει στο επίκεντρό της τον Τομά. Τον Τομά παρακολουθούμε περισσότερο. Υπό το δικό του βλέμμα βλέπουμε τη σχέση. Με τις δικές του εξομολογήσεις στον ψυχίατρο μαθαίνουμε μυστικά και ψέματα. Και αποκαλύπτονται πολλά και ενδιαφέροντα για καταπιεσμένες επιθυμίες και για ταμπού της ρουμάνικης κοινωνίας. Ο Netzer θέλει να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστής – αν θα του το επέτρεπαν οι εμπορικές προοπτικές, θα έκανε την ταινία του ντοκιμαντέρ. Στο πλαίσιο αυτό δεν αυτολογοκρίνεται: η εκσπερμάτωση του Τομά στο γυμνό κορμί της Άννας δεν υπαινίσσεται: μας δίνεται φόρα παρτίδα, χωρίς μοντάζ, χωρίς να εστιάζει εκεί ο σκηνοθέτης αλλά και χωρίς να αποκρύπτει πως το χύσιμο είναι τμήμα της ερωτικής διαδικασίας, έτσι; Η εμμονή αυτή με το πραγματικό, όμως, γίνεται μανιέρα και κάποιες στιγμές πετάει τους θεατές έξω. Ας είναι.
Μεγάλη ταινία, δύσκολο εγχείρημα, τρομερό επίτευγμα, ολίγον τι αντιτουριστικό, αλλά... έτσι είναι ο έρωτας! Στο τέλος, τα έρημα αρσενικά, ευνουχισμένα και χωρίς ρόλο, αναρωτιόμαστε τι δεν πήγε καλά. Άτιμε φεμινισμέ...
Η τελευταία ταινία του Álex de la Iglesia που είδαμε εμπορικά στη χώρα μας ήταν το «Η τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης» (Balada triste de trompeta, 2010) – το τραγούδι που έδωσε τον πρωτότυπο τίτλο στην ταινία, το έχω ακόμα στο μυαλό μου: απίστευτη τραγουδάρα! Και πολύ σημαντική ταινία! Από τότε ο καλτ Ισπανός σκηνοθέτης έχει γυρίσει άλλες τρεις ταινίες, που δεν είδαμε στη χώρα μας. Την τέταρτη από το 2010 και τελευταία του ως τώρα την είδαμε στη Berlinale στο επίσημο τμήμα, αλλά εκτός συναγωνισμού. Τίτλος της: El bar. Άραγε, θα την πάρει κάποιος Έλληνας διανομέας για προβολή στη χώρα μας; Μήπως την πήρε ήδη κάποιος; Ή θα πρέπει να περιμένουμε την επόμενη ταινία του, την ισπανική εκδοχή στο ιταλικό «Perfetti sconosciuti» του οποίου την ελληνική εκδοχή, το «Τέλειοι ξένοι», το είδαμε φέτος από τον Θοδωρή Αθερίδη;;;
Η υπόθεση: Είναι ένα πρωινό, φαινομενικά όπως όλα τα άλλα, σε ένα μπαρ στο τουριστικό κέντρο της Μαδρίτης. Υπάρχουν οι τακτικοί θαμώνες, η ιδιοκτήτρια, ο υπάλληλος και τυχαίοι περαστικοί. Ξαφνικά, μπαίνει μέσα ένας χοντρός κύριος, που ψάχνει για την τουαλέτα. Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν: το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο και ο ίδιος είναι ιδρωμένος. Λίγο μετά την είσοδό του, ο πρώτος πελάτης που πάει να βγει από το μπαρ, πυροβολείται! Όσοι είναι μέσα στο μπαρ, έντρομοι, προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει! Ένας δεύτερος θαμώνας, που θέλει να βοηθήσει τον πρώτο πυροβολημένο, βγαίνει επίσης από το μπαρ και πυροβολείται και αυτός! Οι εγκλωβισμένοι τα χάνουν! Μα τι ακριβώς συμβαίνει; Ο ένας τα βάζει με τον άλλο, λογομαχούν, μαλώνουν. Κι τρώγονται μεταξύ τους, χωρίς να το καταλάβουν, τα δύο πτώματα εξαφανίζονται! Κι όχι μόνον αυτό: τα κινητά όσων είναι μέσα στο μπαρ δεν έχουν σήμα, στην περιοχή δεν κινείται απολύτως τίποτα και η τηλεόραση στις ειδήσεις μιλάει για αποκλεισμό λόγω ατυχήματος. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Και πως θα μπορέσουν να επιβιώσουν;
Η άποψή μας: Ο de la Iglesia είναι μάστορας του να παρουσιάζει κάτι πολύ σοβαρό ως εξευτελιστικά διασκεδαστικό! Σαν να ακυρώνει με έναν μαγικό τρόπο την πολιτική ορθότητα και να βαράει κατά ριπάς «προσβολές» προς το βλέμμα του αποσβολωμένου θεατή. Μόνο που, εδώ, την πάτησε. Θέλω να πω, και πάλι ενδιαφέροντα πράγματα έχει να πει. Αλλά να μωρέ, σαν να έχει χάσει λίγο την αιχμηρότητά του. Σαν να ήθελε να το παίξει λίγο safe. Στην αρχή της ταινίας κι ενόσω δεν μας δίνεται κάποια απτή αξήγηση για το για ποιον λόγο πυροβολούνται οι θαμώνες του συγκεκριμένου μπαρ σαν τα κοτόπουλα, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι σαν μια εντελώς meta εκδοχή του «Εξολοθρευτή άγγελου»! Οι θαμώνες δεν μπορούν να βγουν – είναι εγκλωβισμένοι στο μπαρ και δεν ξέρουν γιατί! Όταν όμως μας δίνεται η εξήγηση που μας δίνεται (δεν θα κάνω σπόιλερ, προς Θεού να πούμε), είναι τόσο downer όλο αυτό που σε χαλάει. Αντί δηλαδή ο σκηνοθέτης να εμμείνει σε ένα μεταφυσικό whodunnit and why, επιλέγει τη ρασιοναλιστική οπτική των πραγμάτων, για να μην χάσει το μεγάλο κοινό.
Η αλήθεια είναι πως... μεγάλο κοινό ποτέ δεν είχαν ποτέ οι ταινίες του, κάτι που μάλλον δεν θα αλλάξει ούτε με αυτήν αλλά τέλος πάντων! Το να μας δείχνει υπονόμους γεμάτους σκατά στους οποίους πρέπει να βυθιστούν καθωσπρέπει εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας, εντάξει, έχει τον χαβά του. Αλλά δεν μας λέει κάτι πέρα από τα προφανή. Ότι δηλαδή σε μια κρίσιμη κατάσταση συμβαίνουν ταυτόχρονα και αδιαίρετα και το «ο θάνατός σου η ζωή μου» και το «πάμε όλοι μαζί παιδιά, θα τα καταφέρουμε». Και εγωισμός και αίσθημα αυτοσυντήρησης αλλά και συλλογική προσπάθεια και αλτρουισμός. Οι λάτρεις του σκηνοθέτη μάλλον δεν θα μείνουν ικανοποιημένοι, ίσως πάντως να προσθέσει νέους φίλους του έργου του. Εμείς, αν κάτι πρέπει να διαλέξουμε και να ξεχωρίσουμε από την ταινία είναι η θεάρα Blanca Suárez, που παίζει την Ελένα. Η σκηνή όπου, φορώντας μόνο τα κατάλευκα εσώρουχά της, πασαλείβεται με λάδι προκειμένου να... γλιστρήσει και να χωρέσει από μια τσιμεντένια τρύπα, η οποία οδηγεί από το υπόγειο του μπαρ, στο αποχετευτικό σύστημα της Μαδρίτης, προκαλεί μεγάλο, εθνικό ξεσηκωμό! Έτσι!
Η υπόθεση: Είναι ένα πρωινό, φαινομενικά όπως όλα τα άλλα, σε ένα μπαρ στο τουριστικό κέντρο της Μαδρίτης. Υπάρχουν οι τακτικοί θαμώνες, η ιδιοκτήτρια, ο υπάλληλος και τυχαίοι περαστικοί. Ξαφνικά, μπαίνει μέσα ένας χοντρός κύριος, που ψάχνει για την τουαλέτα. Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν: το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο και ο ίδιος είναι ιδρωμένος. Λίγο μετά την είσοδό του, ο πρώτος πελάτης που πάει να βγει από το μπαρ, πυροβολείται! Όσοι είναι μέσα στο μπαρ, έντρομοι, προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει! Ένας δεύτερος θαμώνας, που θέλει να βοηθήσει τον πρώτο πυροβολημένο, βγαίνει επίσης από το μπαρ και πυροβολείται και αυτός! Οι εγκλωβισμένοι τα χάνουν! Μα τι ακριβώς συμβαίνει; Ο ένας τα βάζει με τον άλλο, λογομαχούν, μαλώνουν. Κι τρώγονται μεταξύ τους, χωρίς να το καταλάβουν, τα δύο πτώματα εξαφανίζονται! Κι όχι μόνον αυτό: τα κινητά όσων είναι μέσα στο μπαρ δεν έχουν σήμα, στην περιοχή δεν κινείται απολύτως τίποτα και η τηλεόραση στις ειδήσεις μιλάει για αποκλεισμό λόγω ατυχήματος. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Και πως θα μπορέσουν να επιβιώσουν;
Η άποψή μας: Ο de la Iglesia είναι μάστορας του να παρουσιάζει κάτι πολύ σοβαρό ως εξευτελιστικά διασκεδαστικό! Σαν να ακυρώνει με έναν μαγικό τρόπο την πολιτική ορθότητα και να βαράει κατά ριπάς «προσβολές» προς το βλέμμα του αποσβολωμένου θεατή. Μόνο που, εδώ, την πάτησε. Θέλω να πω, και πάλι ενδιαφέροντα πράγματα έχει να πει. Αλλά να μωρέ, σαν να έχει χάσει λίγο την αιχμηρότητά του. Σαν να ήθελε να το παίξει λίγο safe. Στην αρχή της ταινίας κι ενόσω δεν μας δίνεται κάποια απτή αξήγηση για το για ποιον λόγο πυροβολούνται οι θαμώνες του συγκεκριμένου μπαρ σαν τα κοτόπουλα, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι σαν μια εντελώς meta εκδοχή του «Εξολοθρευτή άγγελου»! Οι θαμώνες δεν μπορούν να βγουν – είναι εγκλωβισμένοι στο μπαρ και δεν ξέρουν γιατί! Όταν όμως μας δίνεται η εξήγηση που μας δίνεται (δεν θα κάνω σπόιλερ, προς Θεού να πούμε), είναι τόσο downer όλο αυτό που σε χαλάει. Αντί δηλαδή ο σκηνοθέτης να εμμείνει σε ένα μεταφυσικό whodunnit and why, επιλέγει τη ρασιοναλιστική οπτική των πραγμάτων, για να μην χάσει το μεγάλο κοινό.
Η αλήθεια είναι πως... μεγάλο κοινό ποτέ δεν είχαν ποτέ οι ταινίες του, κάτι που μάλλον δεν θα αλλάξει ούτε με αυτήν αλλά τέλος πάντων! Το να μας δείχνει υπονόμους γεμάτους σκατά στους οποίους πρέπει να βυθιστούν καθωσπρέπει εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας, εντάξει, έχει τον χαβά του. Αλλά δεν μας λέει κάτι πέρα από τα προφανή. Ότι δηλαδή σε μια κρίσιμη κατάσταση συμβαίνουν ταυτόχρονα και αδιαίρετα και το «ο θάνατός σου η ζωή μου» και το «πάμε όλοι μαζί παιδιά, θα τα καταφέρουμε». Και εγωισμός και αίσθημα αυτοσυντήρησης αλλά και συλλογική προσπάθεια και αλτρουισμός. Οι λάτρεις του σκηνοθέτη μάλλον δεν θα μείνουν ικανοποιημένοι, ίσως πάντως να προσθέσει νέους φίλους του έργου του. Εμείς, αν κάτι πρέπει να διαλέξουμε και να ξεχωρίσουμε από την ταινία είναι η θεάρα Blanca Suárez, που παίζει την Ελένα. Η σκηνή όπου, φορώντας μόνο τα κατάλευκα εσώρουχά της, πασαλείβεται με λάδι προκειμένου να... γλιστρήσει και να χωρέσει από μια τσιμεντένια τρύπα, η οποία οδηγεί από το υπόγειο του μπαρ, στο αποχετευτικό σύστημα της Μαδρίτης, προκαλεί μεγάλο, εθνικό ξεσηκωμό! Έτσι!
Οι Τούρκοι συνεχίζουν να μας βάζουν τα γυαλιά με τον κινηματογράφο που φτιάχνουν. Πχ, η ταινία Kaygı της Ceylan Özgün Özçelik, που προβλήθηκε στο τμήμα Panorama Special. Η σκηνοθέτιδα (που δούλεψε δύο χρόνια και ως κριτικός κινηματογράφου σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι της χώρας της!) είναι 37 ετών, έχει πίσω της δυο μικρού μήκους ταινίες και αυτή είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους. Και είναι τόσο δυνατή, τόσο σύγχρονη, τόσο σπουδαία, τόσο τολμηρή, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έχει κάτι το... νερό στη γείτονα χώρα!
Η υπόθεση: Η Χασρέτ είναι μια 30χρονη κοπέλα που δουλεύει σε ένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι της Τουρκίας. Το μότο του καναλιού είναι: «Ό,τι βλέπετε είναι η αλήθεια. Ό,τι ακούτε είναι η αλήθεια»! Ξαφνικά, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Στους μοντέρ δίνονται κατευθυντήριες οδηγίες να μην σχολιάζουν δηλώσεις συγκεκριμένων πολιτικών και να κόβουν δηλώσεις άλλων πολιτικών, οι ειδήσεις γενικώς μανιπουλάρονται και η χρήση των κοινωνικών δικτύων απαγορεύεται δια ροπάλου. Η Χασρέτ, που ετοίμαζε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για το κανάλι, προς μεγάλη της δυσαρέσκεια και παρά τις διαμαρτυρίες της, μετατίθεται στο τμήμα μοντάζ. Η καθημερινότητα στο χώρο εργασίας της φαίνεται πως αρχίζει να επηρεάζει την ψυχική της υγεία. Στο διαμέρισμά της αρχίζει να έχει παραισθήσεις και να βλέπει εφιάλτες: παράξενοι ήχοι ακούγονται, οι τοίχοι κινούνται και οι κουρτίνες πιάνουν φωτιά. Και αρχίζει να αναρωτιέται για κάτι ακόμα, περισσότερο απειλητικό: μήπως οι αγαπημένοι της γονείς δεν σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν από 20 χρόνια, όπως τις έχουν πει; Μήπως της κρύβουν κάτι, πιο τρομακτικό;
Η άποψή μας: Πραγματικό κατόρθωμα τούτη η ταινία. Μια ταινία της οποίας το σενάριο αναπτύχθηκε με τη βοήθεια του ινστιτούτου Σάντανς. Μια ταινία η οποία πήρε χρήματα από το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας. Κι όλα αυτά ενώ τα χώνει πανταχόθεν στην κυβέρνηση Ερντογάν! Μιλάει ξεκάθαρα για κατευθυνόμενα media, για ανελευθερία στον Τύπο, για ανελευθερία στην προσωπική έκφραση. Και προχωράει ακόμα παραπέρα: μιλάει για μαζική ύπνωση! Σαν η χώρα, η Τουρκία, να έχει κατακτηθεί από τους εξωγήινους του «Ζουν ανάμεσά μας» και κανείς να μην... θυμάται τίποτε! Οι ειδήσεις συμβάλλουν στη μαζική ύπνωση. Και τεράστιοι, ομοιόμορφοι ουρανοξύστες υψώνονται κατά δεκάδες σε ολόκληρη τη χώρα, αλλάζοντας τη μορφολογία της, συμβάλλοντας επίσης στο σβήσιμο της μνήμης. Γιατί, κάτι άλλο ήταν χτισμένο κάποτε εκεί που τώρα ανυψώνονται μεγαθήρια, σωστά;
Η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα, με την οποία θα ασχοληθούμε σίγουρα και στο μέλλον, λέει όσα λέει επιλέγοντας εύστοχα τη φόρμα του ψυχολογικού θρίλερ. Δεν είναι τυχαίο πως, ιδίως οι σκηνές στο διαμέρισμα, θυμίζουν την «Αποστροφή» του Polanski! Μόνο που η συγκεκριμένη πρωταγωνίστρια, εν αντιθέσει με την Deneuve, δεν τρελαίνεται λόγω καταπιεσμένης σεξουαλικότητας αλλά αρχίζει να θυμάται. Μόνη της εναντίον όλων, χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά, με φανερή αμφισβήτηση από τους πάντες. Δεν τρελαίνεται, θυμάται. Εξαιρετική ταινία, που δεν χαρίζεται στον θεατή (θέλω να πω, οι εμπορικές της δυνατότητες είναι περιορισμένες) αλλά μας χαρίζει σπουδαίες στιγμές και σηματοδοτεί τη γέννηση ενός σπουδαίου ταλέντου. Η μοναδική τούρκικη ταινία φέτος στο Βερολίνο κάνει και μια τελική αναφορά στο γεγονός που έδωσε την έμπνευση για να γυριστεί. Στις 2 Ιουλίου 1993 στη Σεβάστεια, στην Ανατολική Τουρκία, φανατικοί Ισλαμιστές επιτέθηκαν στο ξενοδοχείο Madımak όπου διεξάγονταν πολιτιστικό φεστιβάλ των Αλεβιτών και έβαλαν φωτιά προκαλώντας το θάνατο 33 Αλεβιτών καλλιτεχνών και δύο υπαλλήλων του ξενοδοχείου. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό ως Σφαγή της Σεβάστειας. Κι άντε άμα θες, ξέχασέ το...
Η υπόθεση: Η Χασρέτ είναι μια 30χρονη κοπέλα που δουλεύει σε ένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι της Τουρκίας. Το μότο του καναλιού είναι: «Ό,τι βλέπετε είναι η αλήθεια. Ό,τι ακούτε είναι η αλήθεια»! Ξαφνικά, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Στους μοντέρ δίνονται κατευθυντήριες οδηγίες να μην σχολιάζουν δηλώσεις συγκεκριμένων πολιτικών και να κόβουν δηλώσεις άλλων πολιτικών, οι ειδήσεις γενικώς μανιπουλάρονται και η χρήση των κοινωνικών δικτύων απαγορεύεται δια ροπάλου. Η Χασρέτ, που ετοίμαζε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για το κανάλι, προς μεγάλη της δυσαρέσκεια και παρά τις διαμαρτυρίες της, μετατίθεται στο τμήμα μοντάζ. Η καθημερινότητα στο χώρο εργασίας της φαίνεται πως αρχίζει να επηρεάζει την ψυχική της υγεία. Στο διαμέρισμά της αρχίζει να έχει παραισθήσεις και να βλέπει εφιάλτες: παράξενοι ήχοι ακούγονται, οι τοίχοι κινούνται και οι κουρτίνες πιάνουν φωτιά. Και αρχίζει να αναρωτιέται για κάτι ακόμα, περισσότερο απειλητικό: μήπως οι αγαπημένοι της γονείς δεν σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν από 20 χρόνια, όπως τις έχουν πει; Μήπως της κρύβουν κάτι, πιο τρομακτικό;
Η άποψή μας: Πραγματικό κατόρθωμα τούτη η ταινία. Μια ταινία της οποίας το σενάριο αναπτύχθηκε με τη βοήθεια του ινστιτούτου Σάντανς. Μια ταινία η οποία πήρε χρήματα από το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας. Κι όλα αυτά ενώ τα χώνει πανταχόθεν στην κυβέρνηση Ερντογάν! Μιλάει ξεκάθαρα για κατευθυνόμενα media, για ανελευθερία στον Τύπο, για ανελευθερία στην προσωπική έκφραση. Και προχωράει ακόμα παραπέρα: μιλάει για μαζική ύπνωση! Σαν η χώρα, η Τουρκία, να έχει κατακτηθεί από τους εξωγήινους του «Ζουν ανάμεσά μας» και κανείς να μην... θυμάται τίποτε! Οι ειδήσεις συμβάλλουν στη μαζική ύπνωση. Και τεράστιοι, ομοιόμορφοι ουρανοξύστες υψώνονται κατά δεκάδες σε ολόκληρη τη χώρα, αλλάζοντας τη μορφολογία της, συμβάλλοντας επίσης στο σβήσιμο της μνήμης. Γιατί, κάτι άλλο ήταν χτισμένο κάποτε εκεί που τώρα ανυψώνονται μεγαθήρια, σωστά;
Η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα, με την οποία θα ασχοληθούμε σίγουρα και στο μέλλον, λέει όσα λέει επιλέγοντας εύστοχα τη φόρμα του ψυχολογικού θρίλερ. Δεν είναι τυχαίο πως, ιδίως οι σκηνές στο διαμέρισμα, θυμίζουν την «Αποστροφή» του Polanski! Μόνο που η συγκεκριμένη πρωταγωνίστρια, εν αντιθέσει με την Deneuve, δεν τρελαίνεται λόγω καταπιεσμένης σεξουαλικότητας αλλά αρχίζει να θυμάται. Μόνη της εναντίον όλων, χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά, με φανερή αμφισβήτηση από τους πάντες. Δεν τρελαίνεται, θυμάται. Εξαιρετική ταινία, που δεν χαρίζεται στον θεατή (θέλω να πω, οι εμπορικές της δυνατότητες είναι περιορισμένες) αλλά μας χαρίζει σπουδαίες στιγμές και σηματοδοτεί τη γέννηση ενός σπουδαίου ταλέντου. Η μοναδική τούρκικη ταινία φέτος στο Βερολίνο κάνει και μια τελική αναφορά στο γεγονός που έδωσε την έμπνευση για να γυριστεί. Στις 2 Ιουλίου 1993 στη Σεβάστεια, στην Ανατολική Τουρκία, φανατικοί Ισλαμιστές επιτέθηκαν στο ξενοδοχείο Madımak όπου διεξάγονταν πολιτιστικό φεστιβάλ των Αλεβιτών και έβαλαν φωτιά προκαλώντας το θάνατο 33 Αλεβιτών καλλιτεχνών και δύο υπαλλήλων του ξενοδοχείου. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό ως Σφαγή της Σεβάστειας. Κι άντε άμα θες, ξέχασέ το...
Αντίθετα με τη συνάδελφό της, η επίσης Βαλκάνια Teona Strugar Mitevska από τη FYROM, δεν καταφέρνει να κάνει καλή ταινία με το When the Day Had No Name, που προβλήθηκε και αυτή στο τμήμα Panorama Special. Η σκηνοθέτιδα του «Είμαι από το Τίτο Βέλες» ξεκίνησε, όπως η Τουρκάλα συνάδελφός της, ορμώμενη από ένα πραγματικό γεγονός, το τελικό αποτέλεσμα, όμως, δεν τη δικαιώνει...
Η υπόθεση: Απρίλιος 2012, λίγο πριν το Πάσχα. Ο Μίλαν, ο Πέταρ, ο Ράπε, ο Άσε και ο Βλάνταν είναι όλοι έφηβοι. Και σαν όλους τους έφηβους παντού στον κόσμο βιώνουν ανάλογες καταστάσεις: δυσλειτουργικές οικογένειες, έλλειψη χρημάτων και μια απροσδιόριστη ελπίδα για το μέλλον. Αποφασίζουν να πάνε εκδρομή για ψάρεμα σε μια λίμνη λίγο έξω από τα Σκόπια. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες θα γνωρίσουν ο ένας τον άλλο καλύτερα και θα αφήσουν τις μάσκες τους να πέσουν. Θα παίξουν με τα αισθήματα ο ένας του άλλου, θα χορέψουν με παλιά ποπ τραγούδια, θα μαλώσουν με μερικούς Αλβανούς και θα νοικιάσουν μια πιτσιρίκα για να την πηδήξουν ο ένας μετά τον άλλο σε ένα άθλιο διαμέρισμα (η σειρά έχει σημασία). Κι όλα αυτά προσπαθώντας να βρουν έναν τρόπο να εκφράσουν το πάθος τους για τη ζωή σε μια κοινωνία που τους πλακώνει...
Η άποψή μας: Οι τέσσερις από τους πέντε νεαρούς θα βρεθούν δολοφονημένοι στις όχθες της λίμνης, σε μια ιστορία που συγκλόνισε πριν λίγα χρόνια την κοινωνία των Σκοπίων κι ακόμα δεν έχει διαλευκανθεί. Πρώτο, χοντρό, πάρα πολύ χοντρό φάουλ της Mitevska: αφήνει να εννοηθεί πως η δολοφονία ήταν έργο των Αλβανών με τους οποίους μάλωσαν τα παιδιά στο πέρασμα της μέρας. Δίνει δηλαδή στην ταινία της εθνικιστικό περιεχόμενο από το πουθενά! Έτσι κι αλλιώς το γειτονικό κρατίδιο έχει θέμα εθνικής ταυτότητας, δανείζεται από αλλού και ταλανίζεται από την ισχυρή παρουσία Αλβανών εκεί. Κι ένα από τα σχέδια που επί χρόνια ακούγονται είναι πως η FYROM θα διαλυθεί, ένα τμήμα της θα δοθεί στην Αλβανία κι ένα άλλο στη Βουλγαρία (για την Ελλάδα ούτε λέξη, μουάχαχαχαχαχαχα).
Αλλά και χωρίς την εθνικιστική κορώνα, η ταινία δεν είναι καλή. Γιατί η wasted youth που παρουσιάζει εξαντλείται πολύ γρήγορα ως χαρακτηριστικά. Σε ταινία συνολικής διάρκειας 84 λεπτών με τους τίτλους τα 35 τουλάχιστον λεπτά λαμβάνουν χώρα μέσα και κυρίως έξω από το διαμέρισμα όπου η τσακαλοπαρέα πάει να πηδήσει την κοπελίτσα! Επί χρήμασι, εννοείται. Και το τι λένε περιορίζεται στο πόσο μεγάλη την έχουν ή αν έχουν ξανακάνει σεξ και πότε και αν λένε ψέματα, ξεμπροστιάζοντας ο ένας τον άλλο. Λίγα πράγματα, πρόκληση για την πρόκληση και φτηνές ψυχαναλύσεις του τύπου «πουθενά οι πατεράδες», «οι μητέρες είναι ή θετές ή κατατονικές» και «το μέλλον της χώρας ανήκει στις γυναίκες». Ok, προσπερνάμε...
Η υπόθεση: Απρίλιος 2012, λίγο πριν το Πάσχα. Ο Μίλαν, ο Πέταρ, ο Ράπε, ο Άσε και ο Βλάνταν είναι όλοι έφηβοι. Και σαν όλους τους έφηβους παντού στον κόσμο βιώνουν ανάλογες καταστάσεις: δυσλειτουργικές οικογένειες, έλλειψη χρημάτων και μια απροσδιόριστη ελπίδα για το μέλλον. Αποφασίζουν να πάνε εκδρομή για ψάρεμα σε μια λίμνη λίγο έξω από τα Σκόπια. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες θα γνωρίσουν ο ένας τον άλλο καλύτερα και θα αφήσουν τις μάσκες τους να πέσουν. Θα παίξουν με τα αισθήματα ο ένας του άλλου, θα χορέψουν με παλιά ποπ τραγούδια, θα μαλώσουν με μερικούς Αλβανούς και θα νοικιάσουν μια πιτσιρίκα για να την πηδήξουν ο ένας μετά τον άλλο σε ένα άθλιο διαμέρισμα (η σειρά έχει σημασία). Κι όλα αυτά προσπαθώντας να βρουν έναν τρόπο να εκφράσουν το πάθος τους για τη ζωή σε μια κοινωνία που τους πλακώνει...
Η άποψή μας: Οι τέσσερις από τους πέντε νεαρούς θα βρεθούν δολοφονημένοι στις όχθες της λίμνης, σε μια ιστορία που συγκλόνισε πριν λίγα χρόνια την κοινωνία των Σκοπίων κι ακόμα δεν έχει διαλευκανθεί. Πρώτο, χοντρό, πάρα πολύ χοντρό φάουλ της Mitevska: αφήνει να εννοηθεί πως η δολοφονία ήταν έργο των Αλβανών με τους οποίους μάλωσαν τα παιδιά στο πέρασμα της μέρας. Δίνει δηλαδή στην ταινία της εθνικιστικό περιεχόμενο από το πουθενά! Έτσι κι αλλιώς το γειτονικό κρατίδιο έχει θέμα εθνικής ταυτότητας, δανείζεται από αλλού και ταλανίζεται από την ισχυρή παρουσία Αλβανών εκεί. Κι ένα από τα σχέδια που επί χρόνια ακούγονται είναι πως η FYROM θα διαλυθεί, ένα τμήμα της θα δοθεί στην Αλβανία κι ένα άλλο στη Βουλγαρία (για την Ελλάδα ούτε λέξη, μουάχαχαχαχαχαχα).
Αλλά και χωρίς την εθνικιστική κορώνα, η ταινία δεν είναι καλή. Γιατί η wasted youth που παρουσιάζει εξαντλείται πολύ γρήγορα ως χαρακτηριστικά. Σε ταινία συνολικής διάρκειας 84 λεπτών με τους τίτλους τα 35 τουλάχιστον λεπτά λαμβάνουν χώρα μέσα και κυρίως έξω από το διαμέρισμα όπου η τσακαλοπαρέα πάει να πηδήσει την κοπελίτσα! Επί χρήμασι, εννοείται. Και το τι λένε περιορίζεται στο πόσο μεγάλη την έχουν ή αν έχουν ξανακάνει σεξ και πότε και αν λένε ψέματα, ξεμπροστιάζοντας ο ένας τον άλλο. Λίγα πράγματα, πρόκληση για την πρόκληση και φτηνές ψυχαναλύσεις του τύπου «πουθενά οι πατεράδες», «οι μητέρες είναι ή θετές ή κατατονικές» και «το μέλλον της χώρας ανήκει στις γυναίκες». Ok, προσπερνάμε...
Τελευταία ταινία για την οποία θα σας μιλήσουμε είναι το Golden Exits του Alex Ross Perry, που μετά την προβολή της στο φεστιβάλ του Σάντανς έλαβε μέρος και στη Berlinale, στο τμήμα Forum. Να είναι καλά η Faliro House του Κωνσταντακόπουλου, γιατί διαφορετικά ο ανεξάρτητος Αμερικάνος σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να γυρίσει καμία μα καμία ταινία, ποτέ!
Η υπόθεση: Η Ναόμι είναι μια όμορφη νεαρή κοπέλα από την Αυστραλία, που πηγαίνει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να δουλέψει για τον Νικ. Τι δουλειά κάνει ο Νικ; Αρχειοθέτης! Η τελευταία του δουλειά είναι να αρχειοθετήσει τα προσωπικά αντικείμενα και τα κείμενα του νεκρού πατέρα της συντρόφου του, της Αλίσα. Είναι Απρίλιος και η δουλειά πρέπει να ολοκληρωθεί γρήγορα. Ο Νικ πήρε τη δουλειά από την αδελφή της Αλίσα, την Γκουέν. Οι δύο αδελφές δεν εμπιστεύονται τον Νικ σε ότι αφορά τις νεαρές βοηθούς που κατά καιρούς παίρνει στο γραφείο του – τους έχει δώσει βέβαια κι αυτός τα ανάλογα δικαιώματα. Η Ναόμι δεν γνωρίζει κανέναν στην πόλη εκτός από τον Μπάντι, τον οποίο είχε συναντήσει όταν ήταν παιδί. Ο Μπάντι είναι ιδιοκτήτης στούντιο ηχογραφήσεων το οποίο διευθύνει η σύζυγός του, η Τζες, που ήταν υπάλληλός του. Η καλύτερη φίλη της Τζες είναι η Σαμ, η οποία είναι προσωπική βοηθός της Γκουέν. Και η άνοιξη προχωρά και δίνει σιγά σιγά τη θέση της στο καλοκαίρι...
Η άποψή μας: Πραγματικά, λαμπάδα πρέπει να ανάβει ο Alex Ross Perry στον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο της Faliro House. Έχω δει τις τρεις από τις πέντε μεγάλου μήκους ταινίες του. Κάθε φορά κάνει το ίδιο πράγμα. Κάθε φορά λέω πως δεν θα δω την επόμενη ταινία του. Κι όμως τη βλέπω! Και το μετανιώνω! Κάθε φορά! Οι ιστορίες που αφηγείται, δεν μπορώ να πω, έχουν ενδιαφέρον, σε μυθιστορηματικό επίπεδο. Θα μπορούσαν δηλαδή να γίνουν μια χαρά βιβλία. Κι έχει τον τρόπο να ελκύει πάντα πολύ καλούς ηθοποιούς για να παίξουν στα φιλμ του. Εδώ πχ παίζουν μεταξύ των άλλων οι Emily Browning, Mary-Louise Parker, Chloë Sevigny, Analeigh Tipton και ο πάντα απαραίτητος Jason Schwartzman! Οι ταινίες του όμως, αχ, οι ταινίες του: το χειρότερο είδος του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Και καλά μπεργκμανικές και καλά αποστασιοποιημένες και καλά βαθιές μέσα στην μπανάλ καθημερινότητα που μας μεταφέρουν. Ο θεατής απλά δεν μπορεί να ταυτιστεί με κανέναν. Δεν υπάρχει κανενός είδους συναισθηματική εμπλοκή. Αδιαφορία υπάρχει. Τόσο μπουρδούκλωμα σε ότι αφορά τις αισθηματικές σχέσεις, τόσο άδειες από συναισθήματα ζωές, τόση ψύχρα μέσα στο καλοκαίρι! Και τόσο χοντρός κόκκος, ήμαρτον!
Και, για να κλείσουμε, σκεφτόμαστε από τη μια, στην επόμενη παρουσία μας σε φεστιβάλ, οι ανταποκρίσεις μας να είναι ανά φιλμ κι όχι συνολικές (πιο εύκολα διαβάζει κανείς μέχρι 700 – 800 λέξεις, παρά 2000 και 3000 χιλιάδες, σωστά;) και από την άλλη, εδώ σας παραθέτουμε τη λίστα με τους νικητές του φεστιβάλ:
Αναλυτικά τα βραβεία του 67ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου:
- Χρυσή Άρκτος: «Testről és lélekről» της Ildikó Enyedi (Ουγγαρία)
- Αργυρή Άρκτος - Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής: «Félicité» του Alain Gomis (Γαλλία, Σενεγάλη)
- Αργυρή Άρκτος Alfred Bauer Κινηματογραφικής Πρωτοπορίας: «Pokot» της Agnieszka Holland (Πολωνία)
- Καλύτερη Σκηνοθεσία: Aki Kaurismäki για το «Toivon tuolla puolen» (Φινλανδία)
- Καλύτερη Ανδρική Ερμηνεία: Georg Friedrich για το «Helle Nächte» (Γερμανία)
- Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία: Kim Min-hee για το «Bamui haebyun-eoseo honja» (Νότια Κορέα)
- Βραβείο Σεναρίου: Sebastián Lelio, Gonzalo Maza για το «Una mujer fantástica» (Χιλή)
- Βραβείο Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος: Dana Bunescu για το μοντάζ της ταινίας «Ana, mon amour» (Ρουμανία).
Η υπόθεση: Η Ναόμι είναι μια όμορφη νεαρή κοπέλα από την Αυστραλία, που πηγαίνει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να δουλέψει για τον Νικ. Τι δουλειά κάνει ο Νικ; Αρχειοθέτης! Η τελευταία του δουλειά είναι να αρχειοθετήσει τα προσωπικά αντικείμενα και τα κείμενα του νεκρού πατέρα της συντρόφου του, της Αλίσα. Είναι Απρίλιος και η δουλειά πρέπει να ολοκληρωθεί γρήγορα. Ο Νικ πήρε τη δουλειά από την αδελφή της Αλίσα, την Γκουέν. Οι δύο αδελφές δεν εμπιστεύονται τον Νικ σε ότι αφορά τις νεαρές βοηθούς που κατά καιρούς παίρνει στο γραφείο του – τους έχει δώσει βέβαια κι αυτός τα ανάλογα δικαιώματα. Η Ναόμι δεν γνωρίζει κανέναν στην πόλη εκτός από τον Μπάντι, τον οποίο είχε συναντήσει όταν ήταν παιδί. Ο Μπάντι είναι ιδιοκτήτης στούντιο ηχογραφήσεων το οποίο διευθύνει η σύζυγός του, η Τζες, που ήταν υπάλληλός του. Η καλύτερη φίλη της Τζες είναι η Σαμ, η οποία είναι προσωπική βοηθός της Γκουέν. Και η άνοιξη προχωρά και δίνει σιγά σιγά τη θέση της στο καλοκαίρι...
Η άποψή μας: Πραγματικά, λαμπάδα πρέπει να ανάβει ο Alex Ross Perry στον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο της Faliro House. Έχω δει τις τρεις από τις πέντε μεγάλου μήκους ταινίες του. Κάθε φορά κάνει το ίδιο πράγμα. Κάθε φορά λέω πως δεν θα δω την επόμενη ταινία του. Κι όμως τη βλέπω! Και το μετανιώνω! Κάθε φορά! Οι ιστορίες που αφηγείται, δεν μπορώ να πω, έχουν ενδιαφέρον, σε μυθιστορηματικό επίπεδο. Θα μπορούσαν δηλαδή να γίνουν μια χαρά βιβλία. Κι έχει τον τρόπο να ελκύει πάντα πολύ καλούς ηθοποιούς για να παίξουν στα φιλμ του. Εδώ πχ παίζουν μεταξύ των άλλων οι Emily Browning, Mary-Louise Parker, Chloë Sevigny, Analeigh Tipton και ο πάντα απαραίτητος Jason Schwartzman! Οι ταινίες του όμως, αχ, οι ταινίες του: το χειρότερο είδος του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Και καλά μπεργκμανικές και καλά αποστασιοποιημένες και καλά βαθιές μέσα στην μπανάλ καθημερινότητα που μας μεταφέρουν. Ο θεατής απλά δεν μπορεί να ταυτιστεί με κανέναν. Δεν υπάρχει κανενός είδους συναισθηματική εμπλοκή. Αδιαφορία υπάρχει. Τόσο μπουρδούκλωμα σε ότι αφορά τις αισθηματικές σχέσεις, τόσο άδειες από συναισθήματα ζωές, τόση ψύχρα μέσα στο καλοκαίρι! Και τόσο χοντρός κόκκος, ήμαρτον!
Και, για να κλείσουμε, σκεφτόμαστε από τη μια, στην επόμενη παρουσία μας σε φεστιβάλ, οι ανταποκρίσεις μας να είναι ανά φιλμ κι όχι συνολικές (πιο εύκολα διαβάζει κανείς μέχρι 700 – 800 λέξεις, παρά 2000 και 3000 χιλιάδες, σωστά;) και από την άλλη, εδώ σας παραθέτουμε τη λίστα με τους νικητές του φεστιβάλ:
Αναλυτικά τα βραβεία του 67ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου:
- Χρυσή Άρκτος: «Testről és lélekről» της Ildikó Enyedi (Ουγγαρία)
- Αργυρή Άρκτος - Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής: «Félicité» του Alain Gomis (Γαλλία, Σενεγάλη)
- Αργυρή Άρκτος Alfred Bauer Κινηματογραφικής Πρωτοπορίας: «Pokot» της Agnieszka Holland (Πολωνία)
- Καλύτερη Σκηνοθεσία: Aki Kaurismäki για το «Toivon tuolla puolen» (Φινλανδία)
- Καλύτερη Ανδρική Ερμηνεία: Georg Friedrich για το «Helle Nächte» (Γερμανία)
- Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία: Kim Min-hee για το «Bamui haebyun-eoseo honja» (Νότια Κορέα)
- Βραβείο Σεναρίου: Sebastián Lelio, Gonzalo Maza για το «Una mujer fantástica» (Χιλή)
- Βραβείο Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος: Dana Bunescu για το μοντάζ της ταινίας «Ana, mon amour» (Ρουμανία).