του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Τρίτη 14 Φεβρουαρίου
Τα ύστερα του κόσμου!
Τα ύστερα του κόσμου!
Καλά ρε Μπαρτσελόνα, πας και τρως ντόρτια από την Παρί Σεν Ζερμέν; Τι είναι αυτά ρε παιδιά. Καταρρέουν όλες οι αξίες! Αμ το άλλο; Η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε να γυριστεί διαφήμιση, φωτογράφιση ξέρω 'γω του οίκου Gucci στην Ακρόπολη. Καλά, είστε σοβαροί ρε; Να μην γνωρίσει ο κόσμος την Ακρόπολη μέσω του οίκου Gucci; Πώς γκένεν αυτό; Ε, βέβαια, μόνο σε κάτι Μαζωνάκηδες δίνετε το μνημείο, για να γυρίσουν βιντεοκλίπ για το Gucci φόρεμα κτλ. Δεν γίνονται αυτά...
Κατά τα άλλα, what happens in Berlin stays in Berlin. Χθες βράδυ ο ανιψιός μου με πήγε σε ένα καλλιτεχνικό πάρτι σε ένα σπίτι όπου διαμένουν ζωγράφοι, ποιητές, κουλτούρα κι έτσι – και ο Πάρης στην Καλών Τεχνών είναι. Τραγουδούσαν κιόλας, είχε και προβολές ταινιών και γυρνούσαν δίσκοι με έτοιμα, στριμμένα σε λέω, τσιγαριλίκια, όλο το σπίτι είχε αυτήν την ευχάριστη μυρωδιά του μπάφου, «γραμμές» κυκλοφορούσαν επίσης σε δίσκους, μου πρόσφεραν έκσταση, κουμπιά, ότι θες, ωραία πράγματα. Καλά, ένιωσα πολύ βλάχος. Ευτυχώς, με ένα lexotanil και μια μπυρίτσα, είμαι κουλ και ευθυτενής – τα παλιόπαιδα – μα τι είναι αυτοί οι τύποι ρε συ; Α, υπήρχε κι ένας Ιρανός ονόματι Μόμο, σύντροφος Ελληνίδας ανερχόμενης καλλιτέχνιδος, που έλεγε άψογα το «Θέλω ένα φραπέ μέτριο». Ρε τι γίνεται...
Κατά τα άλλα, what happens in Berlin stays in Berlin. Χθες βράδυ ο ανιψιός μου με πήγε σε ένα καλλιτεχνικό πάρτι σε ένα σπίτι όπου διαμένουν ζωγράφοι, ποιητές, κουλτούρα κι έτσι – και ο Πάρης στην Καλών Τεχνών είναι. Τραγουδούσαν κιόλας, είχε και προβολές ταινιών και γυρνούσαν δίσκοι με έτοιμα, στριμμένα σε λέω, τσιγαριλίκια, όλο το σπίτι είχε αυτήν την ευχάριστη μυρωδιά του μπάφου, «γραμμές» κυκλοφορούσαν επίσης σε δίσκους, μου πρόσφεραν έκσταση, κουμπιά, ότι θες, ωραία πράγματα. Καλά, ένιωσα πολύ βλάχος. Ευτυχώς, με ένα lexotanil και μια μπυρίτσα, είμαι κουλ και ευθυτενής – τα παλιόπαιδα – μα τι είναι αυτοί οι τύποι ρε συ; Α, υπήρχε κι ένας Ιρανός ονόματι Μόμο, σύντροφος Ελληνίδας ανερχόμενης καλλιτέχνιδος, που έλεγε άψογα το «Θέλω ένα φραπέ μέτριο». Ρε τι γίνεται...
Στις ταινίες μας τώρα. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει η μέρα μας από το να παραβρεθούμε στη δημοσιογραφική προβολή της νέας ταινίας του Aki Kaurismäki. Τίτλος της: «Toivon tuolla puolen» ή αγγλιστί The Other Side of Hope, που μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Η άλλη πλευρά της ελπίδας». Η δεύτερη ταινία της τριλογίας του σκηνοθέτη για τα λιμάνια, είναι μία από τις καλύτερες της φιλμογραφίας του και μιλάει για το μεταναστευτικό πέρα όλων των άλλων με έναν τρόπο ευφυή και βαθιά ανθρώπινο.
Η υπόθεση: Ο Χαλέντ είναι ένας Σύριος μετανάστης. Φεύγει από το Χαλέπι και μετά από μπόλικες περιπέτειες φτάνει στο Ελσίνκι, μέσα σε ένα πλοίο που μεταφέρει κάρβουνο. Ζητά πολιτικό άσυλο από τη Φινλανδία, χωρίς μεγάλες προοπτικές επιτυχίας πάντως. Και παράλληλα ψάχνει και την αδελφή του, ό,τι του έχει απομείνει από οικογένεια δηλαδή, η οποία δεν ξέρει σε ποιο κέντρο συγκέντρωσης μεταναστών βρίσκεται. Ο Βίλκστρομ από την άλλη είναι ένας τυπικός Φινλανδός. Μετά από... αιώνες στους δρόμους ως πωλητής ειδών ένδυσης, πουλάει το στοκ του, παρατάει τη γυναίκα του και ακολουθεί το όνειρό του: να ανοίξει ένα εστιατόριο. Αγοράζει ένα σε πολύ καλή τιμή και οι δουλειές πάνε καλά. Έως ότου στο δρόμο του βρεθεί ο Χαλέντ. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Βίλκστρομ προσφέρει δουλειά στον Χαλέντ, ο οποίος το είχε σκάσει από τις αρχές καθώς ήταν έτοιμες να τον... επαναπατρίσουν! Μαζί με τον μάγειρα, τον μετρ (!) και τη σερβιτόρα αλλά και τον σκύλο της, δημιουργείται μια μικρογραφία ουτοπικής κοινωνίας – κι ας παραμονεύει πολύς ρατσισμός εκεί έξω...
Η άποψή μας: Μα τι θεούλης είναι αυτός ο Καουρισμάκης ρε παιδιά! Τι δικό μας... παιδί. Τι ανθρωπιά βγάζει χωρίς πολιτικές ορθότητες, χωρίς επιτηδευμένο φιλανθρωπικό σεντιμενταλισμό του κώλου, χωρίς να κρύβει τα κακώς κείμενα. Τα λέει όλα ο άνθρωπος και με τρόπο τόσο απλό που συγκλονίζεσαι. Τι να πρωτοθαυμάσεις; Σκηνές; Όπως εκείνη όπου ο Χαλέντ βγαίνει από το κάρβουνο; Ή εκείνη όπου πλένεται μετά και φεύγει το μαύρο από πάνω του; Ή η σκηνή με το σερβίρισμα της σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: σαρδέλες από την κονσέρβα με βρασμένες πατάτες; Ή η επίθεση από τους σκίνχεντ; Το δε χιούμορ, κλασικό καουρισμακικό, απίστευτο και ήδη κλασικό. Ο Χαλέντ όταν τον ρωτάνε οι αστυνομικοί το θρήσκευμά του λέει πως μετά από αυτά που έζησε στο Χαλέπι δεν πιστεύει σε καμία θρησκεία. Άθεος λοιπόν, τον ρωτάει ο αστυνομικός. Όχι απαντάει ο Χαλέντ. Καλά, βάζω χωρίς θρησκεία. Μετά, όμως, μιλώντας για το σκύλο της σερβιτόρας λέει ότι ο σκύλος είναι πολύ έξυπνος, καθώς του μίλησε για λίγα λεπτά στα αράβικα κι εκείνος έγινε μουσουλμάνος!
Και για να κλείσουμε με τα αστεία για τις θρησκείες, σε μια επίθεση ενός ΚΔΟΑ φασίστα, λέει στον Χαλέντ: «στο είχα πει ότι δεν θα γλυτώσεις παλιοεβραίε»! Όλη η φάση με την αλλαγή γευστικού προσανατολισμού της κουζίνας του εστιατορίου έχει απίστευτο γέλιο: ιδίως όταν γίνεται σούσι μπαρ, το γέλιο ρέει ατελείωτο. Οι σουρεάλ συζητήσεις είναι το στοιχείο του σπουδαίου Φιλανδού σκηνοθέτη. Εκεί, όμως, που πετυχαίνει διάνα πια, είναι ο αμόλυντος, ανόθευτος ανθρωπισμός του. Σε απίστευτο τάιμινγκ βγαίνει η ταινία. Είναι μια ταινία που τη χρειαζόμασταν. Γιατί ο Kaurismäki λέει χωρίς να κηρύττει, χωρίς να υπερβάλλει, χωρίς να ψεύδεται ουσιαστικά, πως το να βοηθήσεις έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, αυτό σημαίνει ουμανισμός. Όπως η νοσοκόμα, που βοηθάει τον Χαλέντ να ξεφύγει. Όπως ο Ιρακινός, που του δανείζει το κινητό και είναι πραγματικά δίπλα του. Όπως ο φορτηγατζής, που φέρνει την αδελφή του Χαλέντ από εκεί που βρίσκονταν. Και όπως ο Βίλκστρομ, που θα βοηθήσει τον Χαλέντ ουσιαστικά.
Καταπληκτική ταινία, πραγματικά, και πάει καρφί για τη Χρυσή Άρκτο. Αλλά στα φεστιβάλ πολλές φορές έχουμε πετύχει εκπλήξεις, να τα λέμε κι αυτά!
Η υπόθεση: Ο Χαλέντ είναι ένας Σύριος μετανάστης. Φεύγει από το Χαλέπι και μετά από μπόλικες περιπέτειες φτάνει στο Ελσίνκι, μέσα σε ένα πλοίο που μεταφέρει κάρβουνο. Ζητά πολιτικό άσυλο από τη Φινλανδία, χωρίς μεγάλες προοπτικές επιτυχίας πάντως. Και παράλληλα ψάχνει και την αδελφή του, ό,τι του έχει απομείνει από οικογένεια δηλαδή, η οποία δεν ξέρει σε ποιο κέντρο συγκέντρωσης μεταναστών βρίσκεται. Ο Βίλκστρομ από την άλλη είναι ένας τυπικός Φινλανδός. Μετά από... αιώνες στους δρόμους ως πωλητής ειδών ένδυσης, πουλάει το στοκ του, παρατάει τη γυναίκα του και ακολουθεί το όνειρό του: να ανοίξει ένα εστιατόριο. Αγοράζει ένα σε πολύ καλή τιμή και οι δουλειές πάνε καλά. Έως ότου στο δρόμο του βρεθεί ο Χαλέντ. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Βίλκστρομ προσφέρει δουλειά στον Χαλέντ, ο οποίος το είχε σκάσει από τις αρχές καθώς ήταν έτοιμες να τον... επαναπατρίσουν! Μαζί με τον μάγειρα, τον μετρ (!) και τη σερβιτόρα αλλά και τον σκύλο της, δημιουργείται μια μικρογραφία ουτοπικής κοινωνίας – κι ας παραμονεύει πολύς ρατσισμός εκεί έξω...
Η άποψή μας: Μα τι θεούλης είναι αυτός ο Καουρισμάκης ρε παιδιά! Τι δικό μας... παιδί. Τι ανθρωπιά βγάζει χωρίς πολιτικές ορθότητες, χωρίς επιτηδευμένο φιλανθρωπικό σεντιμενταλισμό του κώλου, χωρίς να κρύβει τα κακώς κείμενα. Τα λέει όλα ο άνθρωπος και με τρόπο τόσο απλό που συγκλονίζεσαι. Τι να πρωτοθαυμάσεις; Σκηνές; Όπως εκείνη όπου ο Χαλέντ βγαίνει από το κάρβουνο; Ή εκείνη όπου πλένεται μετά και φεύγει το μαύρο από πάνω του; Ή η σκηνή με το σερβίρισμα της σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: σαρδέλες από την κονσέρβα με βρασμένες πατάτες; Ή η επίθεση από τους σκίνχεντ; Το δε χιούμορ, κλασικό καουρισμακικό, απίστευτο και ήδη κλασικό. Ο Χαλέντ όταν τον ρωτάνε οι αστυνομικοί το θρήσκευμά του λέει πως μετά από αυτά που έζησε στο Χαλέπι δεν πιστεύει σε καμία θρησκεία. Άθεος λοιπόν, τον ρωτάει ο αστυνομικός. Όχι απαντάει ο Χαλέντ. Καλά, βάζω χωρίς θρησκεία. Μετά, όμως, μιλώντας για το σκύλο της σερβιτόρας λέει ότι ο σκύλος είναι πολύ έξυπνος, καθώς του μίλησε για λίγα λεπτά στα αράβικα κι εκείνος έγινε μουσουλμάνος!
Και για να κλείσουμε με τα αστεία για τις θρησκείες, σε μια επίθεση ενός ΚΔΟΑ φασίστα, λέει στον Χαλέντ: «στο είχα πει ότι δεν θα γλυτώσεις παλιοεβραίε»! Όλη η φάση με την αλλαγή γευστικού προσανατολισμού της κουζίνας του εστιατορίου έχει απίστευτο γέλιο: ιδίως όταν γίνεται σούσι μπαρ, το γέλιο ρέει ατελείωτο. Οι σουρεάλ συζητήσεις είναι το στοιχείο του σπουδαίου Φιλανδού σκηνοθέτη. Εκεί, όμως, που πετυχαίνει διάνα πια, είναι ο αμόλυντος, ανόθευτος ανθρωπισμός του. Σε απίστευτο τάιμινγκ βγαίνει η ταινία. Είναι μια ταινία που τη χρειαζόμασταν. Γιατί ο Kaurismäki λέει χωρίς να κηρύττει, χωρίς να υπερβάλλει, χωρίς να ψεύδεται ουσιαστικά, πως το να βοηθήσεις έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, αυτό σημαίνει ουμανισμός. Όπως η νοσοκόμα, που βοηθάει τον Χαλέντ να ξεφύγει. Όπως ο Ιρακινός, που του δανείζει το κινητό και είναι πραγματικά δίπλα του. Όπως ο φορτηγατζής, που φέρνει την αδελφή του Χαλέντ από εκεί που βρίσκονταν. Και όπως ο Βίλκστρομ, που θα βοηθήσει τον Χαλέντ ουσιαστικά.
Καταπληκτική ταινία, πραγματικά, και πάει καρφί για τη Χρυσή Άρκτο. Αλλά στα φεστιβάλ πολλές φορές έχουμε πετύχει εκπλήξεις, να τα λέμε κι αυτά!
Η Cate Shortland είναι μια Αυστραλέζα σκηνοθέτιδα, που εντυπωσίασε τους πάντες με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, «Τα παιδιά του πολέμου» (Lore, 2012), όπου έδειχνε τις συνέπειες της λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στο στρατόπεδο των ηττημένων. Φαίνεται πως η σχέση της με τη Γερμανία είναι ιδιαίτερη καθώς η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, το Berlin Syndrome (που προβλήθηκε στο τμήμα Panorama Special) είναι γυρισμένη στη γερμανική πρωτεύουσα κι έχει κατά μία έννοια και πάλι να κάνει με τους ηττημένους ενός πολέμου – αυτήν τη φορά, με τους Ανατολικογερμανούς...
Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια νεαρή φωτορεπόρτερ που αποφασίζει να πάει στο Βερολίνο και να βγάλει φωτογραφίες από σπίτια κλασικής αρχιτεκτονικής της Ανατολικής Γερμανίας. Καθώς περπατάει τους πολυσύχναστους δρόμους του Κρόιτζμπεργκ, τραβώντας με την κάμερά της οτιδήποτε της κινεί το ενδιαφέρον, θα συναντήσει τυχαία τον Άντι. Ο Άντι είναι ένας Γερμανός δάσκαλος Αγγλικών αλλά και γυμναστικής και η γοητεία του δεν θα αφήσει ασυγκίνητη την Κλερ. Χωρίς να χάσουν χρόνο οι δυο τους θα βρεθούν στο διαμέρισμα του Άντι σε μια ερημική περιοχή του πρώην Ανατολικού Βερολίνου και θα κάνουν παθιασμένα έρωτα! Την άλλη μέρα ο Άντι πηγαίνει στη δουλειά του και η Κλερ αντιλαμβάνεται ότι την έχει κλειδώσει. Όταν ο Άντι επιστρέφει, όμως, η Κλερ καταλαβαίνει πως το κλείδωμα δεν ήταν τυχαίο γεγονός και ότι ουσιαστικά είναι αιχμάλωτη του παράξενου αυτού ανθρώπου. Και εννοείται ότι θα κάνει τα πάντα για να ξεφύγει...
Η άποψή μας: Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, αλλά υπάρχουν κάποιες ταινίες που σε πετάνε εντελώς έξω. Δεν σε αγγίζουν βρε παιδί μου, δεν έχουν κάτι να σου πουν. Όπως καλή ώρα ετούτη εδώ. Όσο σπουδαία δουλειά έκανε η Shortland στα «Παιδιά του πολέμου» άλλο τόσο... μετριότητα είναι αυτό που πετυχαίνει εδώ! Θέλω να πω, αν πίσω από την ταινία δεν βρισκόταν μία σκηνοθέτιδα που έχει την φεστιβαλική σφραγίδα, πόσο πολύ... θαψίδι θα έτρωγε τούτο το φιλμ; Γιατί, για να μπαίνουμε πλέον στο ζουμί ούτε «Ο συλλέκτης» είναι η ταινία (καλά, αριστούργημα, δεν το συζητώ) ούτε καν «Δέσε με»! Ο τύπος απαγάγει την τουρίστρια, γαμιώσαντε, και την κρατά φυλακισμένη γιατί... έλα μου ντε! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Θέλω να πω, σε μια χολιγουντιανή παραγωγή, θα δινόταν κάποια εξήγηση, έστω και του κώλου, για το για ποιον λόγο κάνει ο τύπος ότι κάνει. Εδώ, η περίφημη καλλιτεχνική ελλειπτικότητα, δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα! Κάτι μας αφήνει μια κουβέντα να εννοηθεί ότι ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ο τύπος ήταν... Ανατολικογερμανός! Ή ότι η μητέρα του παράτησε τη μητέρα του όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρός και το έσκασε για τη Δύση (πριν την ένωση των δύο Γερμανιών μιλάμε, έτσι;).
Κανένα λογικό έρεισμα, έχει βίτσιο ο τύπος να βγάζει φωτό την κοπελιά, λογικά μας αφήνεται να εννοηθεί ότι το έχει ξανακάνει, τον γουστάρει και μια πιτσιρίκα στο σχολείο, χαμός! Από την άλλη, ισχύει και το άλλο. Θέλει ο σωβινιστής Θόδωρος να κρυφτεί και να μην γράψει ότι τουλάχιστον η Teresa Palmer έχει κορμάρα και βυζάρες αλλά το γουρούνι ο Γιαχού δεν τον αφήνει. Η λύση του δράματος έχει χίλιες τρύπες, η κοπελιά απελευθερώνεται και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς άστα να πάνε.
Ίσως να φταίει και η πρώτη ύλη, το ομώνυμο μπεστ σέλερ της Melanie Joosten, αλλά φευ, αυτή δεν είναι μια καλή ταινία...
Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια νεαρή φωτορεπόρτερ που αποφασίζει να πάει στο Βερολίνο και να βγάλει φωτογραφίες από σπίτια κλασικής αρχιτεκτονικής της Ανατολικής Γερμανίας. Καθώς περπατάει τους πολυσύχναστους δρόμους του Κρόιτζμπεργκ, τραβώντας με την κάμερά της οτιδήποτε της κινεί το ενδιαφέρον, θα συναντήσει τυχαία τον Άντι. Ο Άντι είναι ένας Γερμανός δάσκαλος Αγγλικών αλλά και γυμναστικής και η γοητεία του δεν θα αφήσει ασυγκίνητη την Κλερ. Χωρίς να χάσουν χρόνο οι δυο τους θα βρεθούν στο διαμέρισμα του Άντι σε μια ερημική περιοχή του πρώην Ανατολικού Βερολίνου και θα κάνουν παθιασμένα έρωτα! Την άλλη μέρα ο Άντι πηγαίνει στη δουλειά του και η Κλερ αντιλαμβάνεται ότι την έχει κλειδώσει. Όταν ο Άντι επιστρέφει, όμως, η Κλερ καταλαβαίνει πως το κλείδωμα δεν ήταν τυχαίο γεγονός και ότι ουσιαστικά είναι αιχμάλωτη του παράξενου αυτού ανθρώπου. Και εννοείται ότι θα κάνει τα πάντα για να ξεφύγει...
Η άποψή μας: Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, αλλά υπάρχουν κάποιες ταινίες που σε πετάνε εντελώς έξω. Δεν σε αγγίζουν βρε παιδί μου, δεν έχουν κάτι να σου πουν. Όπως καλή ώρα ετούτη εδώ. Όσο σπουδαία δουλειά έκανε η Shortland στα «Παιδιά του πολέμου» άλλο τόσο... μετριότητα είναι αυτό που πετυχαίνει εδώ! Θέλω να πω, αν πίσω από την ταινία δεν βρισκόταν μία σκηνοθέτιδα που έχει την φεστιβαλική σφραγίδα, πόσο πολύ... θαψίδι θα έτρωγε τούτο το φιλμ; Γιατί, για να μπαίνουμε πλέον στο ζουμί ούτε «Ο συλλέκτης» είναι η ταινία (καλά, αριστούργημα, δεν το συζητώ) ούτε καν «Δέσε με»! Ο τύπος απαγάγει την τουρίστρια, γαμιώσαντε, και την κρατά φυλακισμένη γιατί... έλα μου ντε! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Θέλω να πω, σε μια χολιγουντιανή παραγωγή, θα δινόταν κάποια εξήγηση, έστω και του κώλου, για το για ποιον λόγο κάνει ο τύπος ότι κάνει. Εδώ, η περίφημη καλλιτεχνική ελλειπτικότητα, δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα! Κάτι μας αφήνει μια κουβέντα να εννοηθεί ότι ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ο τύπος ήταν... Ανατολικογερμανός! Ή ότι η μητέρα του παράτησε τη μητέρα του όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρός και το έσκασε για τη Δύση (πριν την ένωση των δύο Γερμανιών μιλάμε, έτσι;).
Κανένα λογικό έρεισμα, έχει βίτσιο ο τύπος να βγάζει φωτό την κοπελιά, λογικά μας αφήνεται να εννοηθεί ότι το έχει ξανακάνει, τον γουστάρει και μια πιτσιρίκα στο σχολείο, χαμός! Από την άλλη, ισχύει και το άλλο. Θέλει ο σωβινιστής Θόδωρος να κρυφτεί και να μην γράψει ότι τουλάχιστον η Teresa Palmer έχει κορμάρα και βυζάρες αλλά το γουρούνι ο Γιαχού δεν τον αφήνει. Η λύση του δράματος έχει χίλιες τρύπες, η κοπελιά απελευθερώνεται και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς άστα να πάνε.
Ίσως να φταίει και η πρώτη ύλη, το ομώνυμο μπεστ σέλερ της Melanie Joosten, αλλά φευ, αυτή δεν είναι μια καλή ταινία...
Ο Raoul Peck εμφανίζεται στη Berlinale με δύο ταινίες. Κι ενώ στην ταινία μυθοπλασίας «Ο νεαρός Καρλ Μαρξ» δεν τα πήγε και τόσο καλά, με το I am Not Your Negro πετυχαίνει πολύ σπουδαία επίδοση. Δεν βρίσκεται λοιπόν τυχαία αυτή η ταινία ως η μία από τις πέντε υποψήφιες για το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Είναι ταινιάρα!
Η υπόθεση: Τον Ιούνιο του 1979 ο πολυτάλαντος Αφροαμερικάνος συγγραφέας James Baldwin ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο τελευταίο βιβλίο του, «Remember this House» το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Οι προσωπικές του μνήμες σχετικά με τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ηγέτες και αγωνιστές για τα δικαιώματα των Αφροαμερικάνων, του Medgar Evers, του Malcolm X, και του Martin Luther King – αναφορά με τη σειρά που δολοφονήθηκαν καθώς δολοφονήθηκαν και οι τρεις – και οι θύμισές του από τις δικές του οδυνηρές εμπειρίες ως Αφροαμερικάνος χρησιμοποιούνται σε αυτό το ντοκιμαντέρ προκειμένου να ξαναγραφτεί η Αμερικάνικη Ιστορία!
Η άποψή μας: Δεν τα γουστάρω τα ντοκιμαντέρ, το έχω επισημάνει κατά καιρούς σε όλους τους τόνους. Γουστάρω τη μυθοπλασία, η οποία όμως θέλω να είναι... ρεαλιστική! Εντάξει, είμαι για τα σίδερα, το γνωρίζω! Τούτο εδώ, όμως, είναι ιδιαίτερο ντοκιμαντέρ. Είναι σπουδαίο ντοκιμαντέρ. Αφηγητής του είναι ο Samuel L. Jackson, με αυτήν τη χαρακτηριστική, στιβαρή φωνή του. «Πρωταγωνιστής» είναι ο μακαρίτης μαύρος συγγραφέας, James Baldwin. Από τους ηγέτες της Αφροαμερικάνικης κοινότητας, που ΔΕΝ δολοφονήθηκε, είχε έναν τρόπο να μιλάει και να γράφει, που είναι πραγματικά ανατριχιαστικός! Κάθε του εμφάνιση μαγνήτιζε, ήταν φοβερός ρήτορας, ήξερε να χειρίζεται το λόγο μαγικά, ήταν συγκλονιστικός.
Δεν τον ήξερα από πριν, να μην κάνω τον καμπόσο, αλλά μέσω του ντοκιμαντέρ αποτέλεσε για μένα σπουδαία ανακάλυψη. Μας μιλάει (μέσω τηλεοπτικών του εμφανίσεων ο ίδιος ή μέσω των γραπτών του, με τη φωνή του Jackson) για τρεις πλέον εμβληματικούς ηγέτες των Αφροαμερικάνων. Και οι τρεις φίλοι του. Και οι τρεις, τρομεροί άνθρωποι. Και όλες του οι παρατηρήσεις και όλες του οι αναφορές είναι τραγικά επίκαιρες. Ιδίως τώρα, με τον Τραμπ στην εξουσία. Το πρόβλημα των μαύρων στην Αμερική είναι το πρόβλημα των μεταναστών παγκοσμίως. Και είναι χοντρό πρόβλημα! Δείχνονται ένα σωρό στιγμιότυπα από ταινίες, μέσω των οποίων γίνεται μια εξελικτική μελέτη για το πως παρουσιάζονταν οι Αφροαμερικάνοι, πάντα σε σχέση με την κοινωνία, το βασικότερο όμως είναι πως η ταινία έχει καρδιά, έχει ρυθμό και λέει τα πράγματα όπως έχουν, χωρίς φιοριτούρες και βλακείες.
Πραγματικά τρομερή δουλειά. Ευφυής η επιλογή του ασπρόμαυρου. Και ναι, εδώ ο Peck κάνει μια φανταστική δημιουργία!
Η υπόθεση: Τον Ιούνιο του 1979 ο πολυτάλαντος Αφροαμερικάνος συγγραφέας James Baldwin ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο τελευταίο βιβλίο του, «Remember this House» το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Οι προσωπικές του μνήμες σχετικά με τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ηγέτες και αγωνιστές για τα δικαιώματα των Αφροαμερικάνων, του Medgar Evers, του Malcolm X, και του Martin Luther King – αναφορά με τη σειρά που δολοφονήθηκαν καθώς δολοφονήθηκαν και οι τρεις – και οι θύμισές του από τις δικές του οδυνηρές εμπειρίες ως Αφροαμερικάνος χρησιμοποιούνται σε αυτό το ντοκιμαντέρ προκειμένου να ξαναγραφτεί η Αμερικάνικη Ιστορία!
Η άποψή μας: Δεν τα γουστάρω τα ντοκιμαντέρ, το έχω επισημάνει κατά καιρούς σε όλους τους τόνους. Γουστάρω τη μυθοπλασία, η οποία όμως θέλω να είναι... ρεαλιστική! Εντάξει, είμαι για τα σίδερα, το γνωρίζω! Τούτο εδώ, όμως, είναι ιδιαίτερο ντοκιμαντέρ. Είναι σπουδαίο ντοκιμαντέρ. Αφηγητής του είναι ο Samuel L. Jackson, με αυτήν τη χαρακτηριστική, στιβαρή φωνή του. «Πρωταγωνιστής» είναι ο μακαρίτης μαύρος συγγραφέας, James Baldwin. Από τους ηγέτες της Αφροαμερικάνικης κοινότητας, που ΔΕΝ δολοφονήθηκε, είχε έναν τρόπο να μιλάει και να γράφει, που είναι πραγματικά ανατριχιαστικός! Κάθε του εμφάνιση μαγνήτιζε, ήταν φοβερός ρήτορας, ήξερε να χειρίζεται το λόγο μαγικά, ήταν συγκλονιστικός.
Δεν τον ήξερα από πριν, να μην κάνω τον καμπόσο, αλλά μέσω του ντοκιμαντέρ αποτέλεσε για μένα σπουδαία ανακάλυψη. Μας μιλάει (μέσω τηλεοπτικών του εμφανίσεων ο ίδιος ή μέσω των γραπτών του, με τη φωνή του Jackson) για τρεις πλέον εμβληματικούς ηγέτες των Αφροαμερικάνων. Και οι τρεις φίλοι του. Και οι τρεις, τρομεροί άνθρωποι. Και όλες του οι παρατηρήσεις και όλες του οι αναφορές είναι τραγικά επίκαιρες. Ιδίως τώρα, με τον Τραμπ στην εξουσία. Το πρόβλημα των μαύρων στην Αμερική είναι το πρόβλημα των μεταναστών παγκοσμίως. Και είναι χοντρό πρόβλημα! Δείχνονται ένα σωρό στιγμιότυπα από ταινίες, μέσω των οποίων γίνεται μια εξελικτική μελέτη για το πως παρουσιάζονταν οι Αφροαμερικάνοι, πάντα σε σχέση με την κοινωνία, το βασικότερο όμως είναι πως η ταινία έχει καρδιά, έχει ρυθμό και λέει τα πράγματα όπως έχουν, χωρίς φιοριτούρες και βλακείες.
Πραγματικά τρομερή δουλειά. Ευφυής η επιλογή του ασπρόμαυρου. Και ναι, εδώ ο Peck κάνει μια φανταστική δημιουργία!