του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου
Έλα ν' αγαπηθούμε ντάρλινγκ!
Έλα ν' αγαπηθούμε ντάρλινγκ!
Να, εδώ, εγώ σας γράφω για τις ταινίες που είδα τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στη Berlinale. Το κείμενο, όμως, θα δημοσιευτεί μια μέρα αργότερα! Ήτοι, την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου. Την Ημέρα των Ερωτευμένων! Και πώς θα τραβήξω τα βλέμματα ερωτευμένων ζουζουνακίων, που χαρίζουν λουλούδια και σοκολατάκια και θα σπεύσουν να δουν – ειδικά σήμερα – τις «Πενήντα πιο σκοτεινές αποχρώσεις του γκρι», έτσι, για να παίρνουμε και καμιά ιδέα, μην μας πούνε και βλάχους; Μα, βάζοντας ως τίτλο το παραγνωρισμένο αριστούργημα της εποχής της βιντεοκασέτας με πρωταγωνιστή τον Στάθη Ψάλτη. Θέλω να πω, αφού αυτός ο ασχημάντρας, κατόρθωσε να κάνει καριέρα εραστή, όλα είναι πιθανά!
Κατά τα άλλα, συνεχίζουμε να βλέπουμε ταινίες που έχουν ενδιαφέρον. Κάναμε καλές επιλογές στον καταρτισμό του προγράμματος προβολών στις οποίες εντέλει παραβρεθήκαμε, κι αυτό βγαίνει στο αποτέλεσμα!
Κατά τα άλλα, συνεχίζουμε να βλέπουμε ταινίες που έχουν ενδιαφέρον. Κάναμε καλές επιλογές στον καταρτισμό του προγράμματος προβολών στις οποίες εντέλει παραβρεθήκαμε, κι αυτό βγαίνει στο αποτέλεσμα!
Με τη δεύτερη ταινία της, το «Orlando», η Βρετανίδα Sally Potter έβαλε το όνομά της στη λίστα των πιο ενδιαφέροντων νέων δημιουργών της εποχής της. Και μας σύστησε ουσιαστικά μια ηθοποιό, την Tilda Swinton, σε μια μαγική ερμηνεία (και λέγε ότι θέλεις Ζερβόπουλε!). Με την όγδοη μεγάλου μήκους ταινία της, που έχει τον εύγλωττο τίτλο The Party συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Βερολίνου! Είναι η πρώτη της ταινία μετά από πέντε χρόνια απουσίας από τα κινηματογραφικά δρώμενα, είναι η πρώτη της ασπρόμαυρη ταινία και είναι η ταινία της από τις μεγάλου μήκους, που έχει τη μικρότερη διάρκεια!
Η υπόθεση: Η Τζάνετ είναι μια 40something (ίσως και 50something) πολιτικός που μόλις έχει διοριστεί σκιώδης υπουργός από το αντιπολιτευτικό κόμμα στη Μεγάλη Βρετανία! Αυτή είναι η μεγαλύτερη στιγμή της πολιτικής της καριέρας. Έτσι, καλεί ορισμένους φίλους για ένα μικρό πάρτι στο σπίτι της. Είναι η φαρμακόγλωσση φίλη της, Έιπριλ με τον Γερμανό σύζυγό της, μετρ του life coaching, Γκότφριντ, είναι η παλιά συμφοιτήτρια του συζύγου της, του Πολ, η Μαρθα, μαζί με τη σύντροφό της, την κατά πολύ νεώτερή της Τζίνι, που μέσω τεχνητής γονιμοποίησης εγκυμονεί πλέον τρία παιδάκια και είναι και ο Τομ, ένας χρηματιστής, παντρεμένος με την Έμιλι, παλιά μαθήτρια του άντρα της Τζάνετ, και μεγαλύτερου υποστηρικτή της, του Πολ. Ο Πολ, όμως, φέρεται παράξενα. Κι όταν πλέον μαζευτούν όλοι οι φίλοι, θα κάνει μια ανακοίνωση, η οποία θα σκάσει σαν βόμβα στο πάρτι. Μια βόμβα που εντέλει δεν είναι ότι πιο απρόσμενο ακουστεί και αποκαλυφθεί σε αυτήν τη συγκέντρωση φίλων...
Η άποψή μας: Αυτή, μάλιστα, είναι ταινία για να δει κανείς του Αγίου Βαλεντίνου! Η Sally Potter σκηνοθετεί το δικό της σενάριο, ένα σενάριο στην παράδοση των καλύτερων και πιο βιτριολικών κωμωδιών made in UK! Κι όσο κι αν προσπάθησε η ίδια να απορρίψει μετά βδελυγμίας τη θεατρικότητα της ταινίας, αυτή δεν κρύβεται με τίποτε! Αυτό όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μας νοιάζει καθόλου. Μα καθόλου! Εφτά νοματαίοι σε ένα σπίτι που μιλάνε ακατάπαυστα, ναι, παραπέμπει σε θεατρικό. Και ναι, 99% του χρόνου τέτοιον καιρό, αφού κάνει την καριέρα της η ταινία στις αίθουσες θα τη δούμε και ως θεατρική διασκευή από κανέναν Μαρκουλάκη, που το έχει να διασκευάζει ταινίες σε παραστάσεις. Σε μια τόσο μικρή σε διάρκεια ταινία όλα πρέπει να λειτουργούν ρολόι. Και εννοείται ότι λειτουργούν. Με παντιέρα το βιτριολικό σενάριο που βάζει στο στόχο του αυτούς τους καλοαναθρεμμένους αστούς με τις αριστερές καταβολές, οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και συνθέτουν εντέλει μια απολαυστική μαύρη κωμωδία, από αυτές που μόνο το βρετανικό σινεμά μπορεί να μας δώσει.
Έχοντας ελάχιστον μπάτζετ και με γυρίσματα που ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο βδομάδες, χωρίς χρόνο για πολλές πρόβες ή τη δυνατότητα για πολλαπλό γύρισμα κάθε σκηνής, όλοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Όλοι οι ηθοποιοί λάμπουν. Εκείνοι, όμως, που ξεχωρίζουν ως καλύτεροι από ίσους είναι οι μη Βρετανοί! Ο (γερμανόφωνος) Ελβετός Bruno Ganz, που δείχνει να έχει εξαιρετικό κωμικό τάιμινγκ και σε κάνει να γελάσεις με κάθε ατάκα του, διάολε, με κάθε του βλέμμα και χαμόγελο και η Αμερικανίδα Patricia Clarkson, στο ρόλο της συζύγου του, που έχει έτσι κι αλλιώς τις καλύτερες ατάκες και στάζει δηλητήριο με πρόσωπο παγωμένο. Απίστευτοι, όλοι τους! Είναι μια ταινία ηθοποιών, είναι μια ταινία σεναρίου, είναι μια ταινία που πέρα και πάνω από όλα θα διασκεδάσει τους θεατές τόσο με το πανέξυπνο χιούμορ της όσο και με τις ανατροπές της, την ίντριγκα που επικρέμεται, τη λοξή ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις.
Μία από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στη φετινή Berlinale!
Η υπόθεση: Η Τζάνετ είναι μια 40something (ίσως και 50something) πολιτικός που μόλις έχει διοριστεί σκιώδης υπουργός από το αντιπολιτευτικό κόμμα στη Μεγάλη Βρετανία! Αυτή είναι η μεγαλύτερη στιγμή της πολιτικής της καριέρας. Έτσι, καλεί ορισμένους φίλους για ένα μικρό πάρτι στο σπίτι της. Είναι η φαρμακόγλωσση φίλη της, Έιπριλ με τον Γερμανό σύζυγό της, μετρ του life coaching, Γκότφριντ, είναι η παλιά συμφοιτήτρια του συζύγου της, του Πολ, η Μαρθα, μαζί με τη σύντροφό της, την κατά πολύ νεώτερή της Τζίνι, που μέσω τεχνητής γονιμοποίησης εγκυμονεί πλέον τρία παιδάκια και είναι και ο Τομ, ένας χρηματιστής, παντρεμένος με την Έμιλι, παλιά μαθήτρια του άντρα της Τζάνετ, και μεγαλύτερου υποστηρικτή της, του Πολ. Ο Πολ, όμως, φέρεται παράξενα. Κι όταν πλέον μαζευτούν όλοι οι φίλοι, θα κάνει μια ανακοίνωση, η οποία θα σκάσει σαν βόμβα στο πάρτι. Μια βόμβα που εντέλει δεν είναι ότι πιο απρόσμενο ακουστεί και αποκαλυφθεί σε αυτήν τη συγκέντρωση φίλων...
Η άποψή μας: Αυτή, μάλιστα, είναι ταινία για να δει κανείς του Αγίου Βαλεντίνου! Η Sally Potter σκηνοθετεί το δικό της σενάριο, ένα σενάριο στην παράδοση των καλύτερων και πιο βιτριολικών κωμωδιών made in UK! Κι όσο κι αν προσπάθησε η ίδια να απορρίψει μετά βδελυγμίας τη θεατρικότητα της ταινίας, αυτή δεν κρύβεται με τίποτε! Αυτό όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μας νοιάζει καθόλου. Μα καθόλου! Εφτά νοματαίοι σε ένα σπίτι που μιλάνε ακατάπαυστα, ναι, παραπέμπει σε θεατρικό. Και ναι, 99% του χρόνου τέτοιον καιρό, αφού κάνει την καριέρα της η ταινία στις αίθουσες θα τη δούμε και ως θεατρική διασκευή από κανέναν Μαρκουλάκη, που το έχει να διασκευάζει ταινίες σε παραστάσεις. Σε μια τόσο μικρή σε διάρκεια ταινία όλα πρέπει να λειτουργούν ρολόι. Και εννοείται ότι λειτουργούν. Με παντιέρα το βιτριολικό σενάριο που βάζει στο στόχο του αυτούς τους καλοαναθρεμμένους αστούς με τις αριστερές καταβολές, οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και συνθέτουν εντέλει μια απολαυστική μαύρη κωμωδία, από αυτές που μόνο το βρετανικό σινεμά μπορεί να μας δώσει.
Έχοντας ελάχιστον μπάτζετ και με γυρίσματα που ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο βδομάδες, χωρίς χρόνο για πολλές πρόβες ή τη δυνατότητα για πολλαπλό γύρισμα κάθε σκηνής, όλοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Όλοι οι ηθοποιοί λάμπουν. Εκείνοι, όμως, που ξεχωρίζουν ως καλύτεροι από ίσους είναι οι μη Βρετανοί! Ο (γερμανόφωνος) Ελβετός Bruno Ganz, που δείχνει να έχει εξαιρετικό κωμικό τάιμινγκ και σε κάνει να γελάσεις με κάθε ατάκα του, διάολε, με κάθε του βλέμμα και χαμόγελο και η Αμερικανίδα Patricia Clarkson, στο ρόλο της συζύγου του, που έχει έτσι κι αλλιώς τις καλύτερες ατάκες και στάζει δηλητήριο με πρόσωπο παγωμένο. Απίστευτοι, όλοι τους! Είναι μια ταινία ηθοποιών, είναι μια ταινία σεναρίου, είναι μια ταινία που πέρα και πάνω από όλα θα διασκεδάσει τους θεατές τόσο με το πανέξυπνο χιούμορ της όσο και με τις ανατροπές της, την ίντριγκα που επικρέμεται, τη λοξή ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις.
Μία από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στη φετινή Berlinale!
O Raoul Peck είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης που έρχεται στη Berlinale όχι με μία αλλά με δύο ταινίες! Πως το έκανε ο Jim Jarmusch πέρσι στις Κάννες; Ε, αυτό. Κι ενώ στο ντοκιμαντέρ «I Am Not Your Negro» κάνει φανταστική δουλειά (θα αναφερθούμε διεξοδικά στην ταινία στην αυριανή μας ανταπόκριση, η ταινία μυθοπλασίας του, το Der junge Karl Marx, που συμμετέχει στο τμήμα Berlinale Special Gala, δεν πιάνει τις ανάλογες υψηλές επιδόσεις. Κι ας έχει μια απίστευτη μπράντα από πίσω της, έτσι;
Η υπόθεση: 1844. Ο Καρλ Μαρξ είναι 26 ετών και ζει μαζί με τη γυναίκα του, την Τζένι, στο Παρίσι, ευρισκόμενος σε εξορία ουσιαστικά. Όταν συναντά για πρώτη φορά τον ελαφρώς νεώτερό του Φρίντριχ Ένγκελς, γιο ενός εργοστασιάρχη, τον απορρίπτει ως έναν δανδή, χωρίς ταξική συνείδηση. Όμως, ο Ένγκελς, ο οποίος μόλις έχει δημοσιεύσει μια μελέτη πάνω στη φτωχοποίηση του αγγλικού προλεταριάτου, έχει εδώ και καιρό διαφοροποιηθεί και ουσιαστική αρνηθεί την τάξη του. Οι δύο άντρες με τις ίδιες ιδέες γίνονται φίλοι και εμπνέουν ο ένας τον άλλο προκειμένου να γράψουν κείμενα μέσω των οποίων επιθυμούν να μπουν τα θεωρητικά θεμέλια για την επανάσταση, η οποία, όπως πιστεύουν, δεν θα αργήσει να έρθει. Στόχος τους δεν είναι μια απλή εξήγηση του κόσμου στον οποίο βρίσκονται: στόχος τους είναι να τον αλλάξουν, να τον διαλύσουν, να τον ξεπατώσουν συθέμελα και να χτίσουν έναν άλλο, πιο δίκαιο. Οι συντηρητικές δυνάμεις τους πολεμούν όπως και δυνάμεις μέσα στην Αριστερά που έχουν τη δική τους ατζέντα για το πως πρέπει να τσουλήσουν τα πράγματα. Αυτές οι αντιδράσεις, όμως, απλά τους κάνουν πιο παθιασμένους.
Η άποψή μας: Υπάρχουν δύο ειδών βιογραφίες πραγματικών, ιστορικών προσώπων. Η βιογραφία τύπου «Γκάντι», μεγαλεπήβολες δημιουργίες δηλαδή, που παίρνουν τη ζωή του βιογραφούμενου προσώπου, τονίζουν τις σπουδαίες στιγμές του και τυλίγουν το όλον με εντυπωσιακές σκηνές πλήθους, μάχης κτλ και είναι και οι σύγχρονες βιογραφίες, τύπου του πρόσφατου «Νερούδα», όπου βλέπουμε γεγονότα από ένα συγκεκριμένο μέρος της ζωής του βιογραφούμενου και η βιογραφία είναι κάπως λοξή: πιο ποιητική, πιο ελεύθερη, πιο δημιουργική. Ε, λοιπόν ο Raoul Peck επέλεξε τον... τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό: την... τηλεοπτική βιογραφία! Θέλω να πω, πως η όλη του προσπάθεια θα μπορούσε να είναι αντί για ένα κινηματογραφικό δίωρο, ένα τηλεοπτικό 10ωρο, με επεισόδια που θα άφηναν τα γεγονότα να αναπνεύσουν. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης παραθέτει γεγονότα χωρίς να βγάζει οποιαδήποτε ένταση. Άτιμοι καπιταλιστές!
Για όσους δεν γνωρίζουν και πολλά, η ταινία λειτουργεί λίγο ως εγχειρίδιο βασικών στοιχείων για τη ζωή ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του 19ου αιώνα, ενός ανθρώπου, που άλλαξε τον κόσμο όπως τον ξέραμε. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο. Και οι ηθοποιοί προσπαθούν να καταφέρουν ότι καλύτερο μπορούν με βάση το δεδομένο υλικό. Αλλά το... μπέρδεμα του σκηνοθέτη εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο, μικρής σημασίας ενδεχομένως, αλλά κάποιους (όπως εμένα) θα τους ενοχλήσει: οι ηθοποιοί μιλούν αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, ακόμα και στην ίδια σκηνή, ακόμα κι όταν πχ μιλάνε μεταξύ τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς! Σαν να λέμε, μιλάω εγώ με τον Ζερβόπουλο, που είμαστε Έλληνες και οι δύο κι εκεί που μιλάμε αλλάζουμε και μιλάμε στα αγγλικά, μετά στα γερμανικά, μετά στα γαλλικά (ναι, ξέρουμε και πολλές γλώσσες, τι να κάνουμε). Ευρωπουτίγκα.
Το κοινό της, πάντως, η ταινία το έχει εξασφαλισμένο. Απλά, επιθυμούσαμε να δούμε κάτι τόσο δυνατό όσο το όνομα του βιογραφούμενου ανθρώπου.
Η υπόθεση: 1844. Ο Καρλ Μαρξ είναι 26 ετών και ζει μαζί με τη γυναίκα του, την Τζένι, στο Παρίσι, ευρισκόμενος σε εξορία ουσιαστικά. Όταν συναντά για πρώτη φορά τον ελαφρώς νεώτερό του Φρίντριχ Ένγκελς, γιο ενός εργοστασιάρχη, τον απορρίπτει ως έναν δανδή, χωρίς ταξική συνείδηση. Όμως, ο Ένγκελς, ο οποίος μόλις έχει δημοσιεύσει μια μελέτη πάνω στη φτωχοποίηση του αγγλικού προλεταριάτου, έχει εδώ και καιρό διαφοροποιηθεί και ουσιαστική αρνηθεί την τάξη του. Οι δύο άντρες με τις ίδιες ιδέες γίνονται φίλοι και εμπνέουν ο ένας τον άλλο προκειμένου να γράψουν κείμενα μέσω των οποίων επιθυμούν να μπουν τα θεωρητικά θεμέλια για την επανάσταση, η οποία, όπως πιστεύουν, δεν θα αργήσει να έρθει. Στόχος τους δεν είναι μια απλή εξήγηση του κόσμου στον οποίο βρίσκονται: στόχος τους είναι να τον αλλάξουν, να τον διαλύσουν, να τον ξεπατώσουν συθέμελα και να χτίσουν έναν άλλο, πιο δίκαιο. Οι συντηρητικές δυνάμεις τους πολεμούν όπως και δυνάμεις μέσα στην Αριστερά που έχουν τη δική τους ατζέντα για το πως πρέπει να τσουλήσουν τα πράγματα. Αυτές οι αντιδράσεις, όμως, απλά τους κάνουν πιο παθιασμένους.
Η άποψή μας: Υπάρχουν δύο ειδών βιογραφίες πραγματικών, ιστορικών προσώπων. Η βιογραφία τύπου «Γκάντι», μεγαλεπήβολες δημιουργίες δηλαδή, που παίρνουν τη ζωή του βιογραφούμενου προσώπου, τονίζουν τις σπουδαίες στιγμές του και τυλίγουν το όλον με εντυπωσιακές σκηνές πλήθους, μάχης κτλ και είναι και οι σύγχρονες βιογραφίες, τύπου του πρόσφατου «Νερούδα», όπου βλέπουμε γεγονότα από ένα συγκεκριμένο μέρος της ζωής του βιογραφούμενου και η βιογραφία είναι κάπως λοξή: πιο ποιητική, πιο ελεύθερη, πιο δημιουργική. Ε, λοιπόν ο Raoul Peck επέλεξε τον... τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό: την... τηλεοπτική βιογραφία! Θέλω να πω, πως η όλη του προσπάθεια θα μπορούσε να είναι αντί για ένα κινηματογραφικό δίωρο, ένα τηλεοπτικό 10ωρο, με επεισόδια που θα άφηναν τα γεγονότα να αναπνεύσουν. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης παραθέτει γεγονότα χωρίς να βγάζει οποιαδήποτε ένταση. Άτιμοι καπιταλιστές!
Για όσους δεν γνωρίζουν και πολλά, η ταινία λειτουργεί λίγο ως εγχειρίδιο βασικών στοιχείων για τη ζωή ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του 19ου αιώνα, ενός ανθρώπου, που άλλαξε τον κόσμο όπως τον ξέραμε. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο. Και οι ηθοποιοί προσπαθούν να καταφέρουν ότι καλύτερο μπορούν με βάση το δεδομένο υλικό. Αλλά το... μπέρδεμα του σκηνοθέτη εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο, μικρής σημασίας ενδεχομένως, αλλά κάποιους (όπως εμένα) θα τους ενοχλήσει: οι ηθοποιοί μιλούν αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, ακόμα και στην ίδια σκηνή, ακόμα κι όταν πχ μιλάνε μεταξύ τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς! Σαν να λέμε, μιλάω εγώ με τον Ζερβόπουλο, που είμαστε Έλληνες και οι δύο κι εκεί που μιλάμε αλλάζουμε και μιλάμε στα αγγλικά, μετά στα γερμανικά, μετά στα γαλλικά (ναι, ξέρουμε και πολλές γλώσσες, τι να κάνουμε). Ευρωπουτίγκα.
Το κοινό της, πάντως, η ταινία το έχει εξασφαλισμένο. Απλά, επιθυμούσαμε να δούμε κάτι τόσο δυνατό όσο το όνομα του βιογραφούμενου ανθρώπου.
Τελευταία ταινία την οποία θα παρουσιάσουμε στη σημερινή μας ανταπόκριση είναι το Headbang Lullaby του Hicham Lasri το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του προγράμματος Panorama Special. Είναι η 6η μεγάλου μήκους ταινία του Μαροκινού σκηνοθέτη
Η υπόθεση: Στις 11 Ιουνίου 1986, μία ημέρα αφού το Μαρόκο έγραψε ποδοσφαιρική ιστορία κάνοντας την έκπληξη, κερδίζοντας την Πορτογαλία στο Μουντιάλ, ο κυβερνητικός υπάλληλος Νταούντ παίρνει εντολή να «ασφαλίσει» μια γέφυρα έξω από την Καζαμπλάνκα. Αυτή είναι μια έρημη γέφυρα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εχθρικές κοινότητες και βρίσκεται πάνω από έναν άδειο αυτοκινητόδρομο. Ο Νταούντ θα πρέπει να περιμένει καθώς αναμένεται (αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί κιόλας) να περάσει από το σημείο ο βασιλιάς της χώρας, Χασάν ο 2ος! Συναντήσεις με υποστηρικτές της κυβέρνησης και με μέλη οικογενειών πολιτικών κρατουμένων – η μυστήρια εμφάνιση μιας αλλοδαπής γυναίκας κι ενός βερβέρου – αλλά και η παρουσία ενός πιτσιρίκου τρελαμένου με το ποδόσφαιρο είναι όλα αυτά too much για τον Νταούντ. Τραυματισμένος στο κεφάλι (όπου πλέον έχει μεταλλική πλάκα) κατά τη διάρκεια των «εξεγέρσεων για το ψωμί» πέντε χρόνια πριν, ο Νταούντ δεν μπορεί να εκφράσει κανένα συναίσθημα, καθώς το πρόσωπό του είναι ουσιαστικά παράλυτο. Αυτά που βλέπει γύρω του, όμως, δεν μπορούν παρά να τον επηρεάσουν...
Η άποψή μας: Η αρχή είναι εντυπωσιακή. Βλέπουμε στην οθόνη μια φράση σημαντική. Ακούμε μια ενδιαφέρουσα δήλωση – με φωνή οφ – για το λίπος σε συνδυασμό με την ψυχή. Στο τέλος της ταινίας έχουμε άλλη μια ενδιαφέρουσα δήλωση περί ψυχής. Η αρχική σκηνή με τον βασικό πρωταγωνιστή να παίζει τένις, με κοντινό στο πρόσωπό του και τη γαμάτη μπλούζα του από τον «Πόλεμο των Άστρων» ενώ πίσω του, σε απόσταση αναπνοής, βρίσκεται ένας φράχτης θαρρείς από φραγκοσυκιές, είναι αρκούντως ελκυστική. Περιμένεις να δεις κάτι σπουδαίο, κάτι διαφορετικό, κάτι το εκλεκτό. Πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Η δυνατή μουσική επίσης βοηθάει τα μάλα στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος. Μετά, έρχεται η σκηνή του τραυματισμού. Επίσης δυνατή. Μέχρι εδώ όλα καλά. Και μετά; Και μετά, δυστυχώς, οι υποσχέσεις μένουν σε αυτό το επίπεδο: των εντυπώσεων. Το μαροκινό «Περιμένοντας τον Γκοντό» έχει συνεχείς «πιθανότητες» και υπόνοιες για κάτι σπουδαίο. Μα παραείναι ελλειπτικό. Και παραείναι... φλασάτο. Από τη μια κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αχρείαστα κουλτουριάρικο και από την άλλη επιτηδευμένα... βιντεοκλιπίστικο. Τόσες πολλές δυνατότητες, όλες χαμένες.
Σαφέστατα πολιτικό σινεμά, αλλά βρε αδελφέ, αφού το έχεις, προχώρα στο παρασύνθημα. Δεν τη λες κακή ταινία, τη λες χαμένη ευκαιρία...
Η υπόθεση: Στις 11 Ιουνίου 1986, μία ημέρα αφού το Μαρόκο έγραψε ποδοσφαιρική ιστορία κάνοντας την έκπληξη, κερδίζοντας την Πορτογαλία στο Μουντιάλ, ο κυβερνητικός υπάλληλος Νταούντ παίρνει εντολή να «ασφαλίσει» μια γέφυρα έξω από την Καζαμπλάνκα. Αυτή είναι μια έρημη γέφυρα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εχθρικές κοινότητες και βρίσκεται πάνω από έναν άδειο αυτοκινητόδρομο. Ο Νταούντ θα πρέπει να περιμένει καθώς αναμένεται (αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί κιόλας) να περάσει από το σημείο ο βασιλιάς της χώρας, Χασάν ο 2ος! Συναντήσεις με υποστηρικτές της κυβέρνησης και με μέλη οικογενειών πολιτικών κρατουμένων – η μυστήρια εμφάνιση μιας αλλοδαπής γυναίκας κι ενός βερβέρου – αλλά και η παρουσία ενός πιτσιρίκου τρελαμένου με το ποδόσφαιρο είναι όλα αυτά too much για τον Νταούντ. Τραυματισμένος στο κεφάλι (όπου πλέον έχει μεταλλική πλάκα) κατά τη διάρκεια των «εξεγέρσεων για το ψωμί» πέντε χρόνια πριν, ο Νταούντ δεν μπορεί να εκφράσει κανένα συναίσθημα, καθώς το πρόσωπό του είναι ουσιαστικά παράλυτο. Αυτά που βλέπει γύρω του, όμως, δεν μπορούν παρά να τον επηρεάσουν...
Η άποψή μας: Η αρχή είναι εντυπωσιακή. Βλέπουμε στην οθόνη μια φράση σημαντική. Ακούμε μια ενδιαφέρουσα δήλωση – με φωνή οφ – για το λίπος σε συνδυασμό με την ψυχή. Στο τέλος της ταινίας έχουμε άλλη μια ενδιαφέρουσα δήλωση περί ψυχής. Η αρχική σκηνή με τον βασικό πρωταγωνιστή να παίζει τένις, με κοντινό στο πρόσωπό του και τη γαμάτη μπλούζα του από τον «Πόλεμο των Άστρων» ενώ πίσω του, σε απόσταση αναπνοής, βρίσκεται ένας φράχτης θαρρείς από φραγκοσυκιές, είναι αρκούντως ελκυστική. Περιμένεις να δεις κάτι σπουδαίο, κάτι διαφορετικό, κάτι το εκλεκτό. Πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Η δυνατή μουσική επίσης βοηθάει τα μάλα στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος. Μετά, έρχεται η σκηνή του τραυματισμού. Επίσης δυνατή. Μέχρι εδώ όλα καλά. Και μετά; Και μετά, δυστυχώς, οι υποσχέσεις μένουν σε αυτό το επίπεδο: των εντυπώσεων. Το μαροκινό «Περιμένοντας τον Γκοντό» έχει συνεχείς «πιθανότητες» και υπόνοιες για κάτι σπουδαίο. Μα παραείναι ελλειπτικό. Και παραείναι... φλασάτο. Από τη μια κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αχρείαστα κουλτουριάρικο και από την άλλη επιτηδευμένα... βιντεοκλιπίστικο. Τόσες πολλές δυνατότητες, όλες χαμένες.
Σαφέστατα πολιτικό σινεμά, αλλά βρε αδελφέ, αφού το έχεις, προχώρα στο παρασύνθημα. Δεν τη λες κακή ταινία, τη λες χαμένη ευκαιρία...