του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Κυριακή 12 Φεβρουαρίου
Τζάκποτ στο Τζόκερ!
Τζάκποτ στο Τζόκερ!
Το έχω παρατηρημένο: κάθε φορά που βρίσκομαι στο Βερολίνο για το φεστιβάλ κινηματογράφου, στην Ελλάδα το τζόκερ μετά από διαδοχικά τζακπότ μοιράζει ένα τεράστιο ποσό που έχει συγκεντρωθεί. Τουλάχιστον 16 εκατομμύρια ευρώ λοιπόν θα δώσει το τζόκερ στον ή στους τυχερούς που θα βρουν τα μαγικά νούμερα στην κλήρωση της ερχόμενης Πέμπτης. Καλή τύχη να ευχηθώ...
Λίγο... λαχείο είναι να επιλέξεις και τις σωστές ταινίες μέσα σε ένα φεστιβάλ. Τις ταινίες εκείνες που θα σου φτιάξουν τη μέρα, που δεν θα σε αφήσουν να τον... πάρεις λιγάκι, έστω κι αν είσαι σφόδρα κουρασμένος, που θα σε κάνουν να θέλεις να μοιραστείς τη γνώμη σου γι' αυτές σε άλλους ανθρώπους. Μοιραζόμαστε και σήμερα λοιπόν!
Λίγο... λαχείο είναι να επιλέξεις και τις σωστές ταινίες μέσα σε ένα φεστιβάλ. Τις ταινίες εκείνες που θα σου φτιάξουν τη μέρα, που δεν θα σε αφήσουν να τον... πάρεις λιγάκι, έστω κι αν είσαι σφόδρα κουρασμένος, που θα σε κάνουν να θέλεις να μοιραστείς τη γνώμη σου γι' αυτές σε άλλους ανθρώπους. Μοιραζόμαστε και σήμερα λοιπόν!
Η Agnieszka Holland είναι παλιά στο κουρμπέτι. Η ταινία Pokot είναι η 16η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας στη μακρόχρονη ιστορία της. Και με αυτήν συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale. Η Holland έχει εντρυφήσει τα μάλα και στην τηλεόραση, μιας που έχει σκηνοθετήσει επεισόδια από σειρές όπως το περίφημο «The Wire», αλλά και τα πιο πρόσφατα «The Killing», «House of Cards» και «The Affair». Καθόλου αμελητέα ποσότητα λοιπόν!
Η υπόθεση: Η Γιανίνα Ντουσέικο ζει μια έντονη ζωή στην περιοχή της κοιλάδας του Κλόντσκο, σε ένα ορεινό χωριό κοντά στα σύνορα Πολωνίας και Τσεχίας. Είναι μια πολυάσχολη γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας: διδάσκει αγγλικά στο τοπικό σχολείο, είναι παθιασμένη αστρολόγος, δεν τρώει κρέας και τα έχει με τους λαθροθήρες αρχικά και με τους κυνηγούς γενικότερα. Τα γράμματα διαμαρτυρίας και καταγγελίας που στέλνει στις αρχές αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς της. Μια μέρα τα δύο της αγαπημένα σκυλιά εξαφανίζονται. Λίγες μέρες μετά ανακαλύπτει το πτώμα ενός γείτονα, κυνηγού, με πατημασιές ελαφιών γύρω από αυτό. Ακολούθως κι άλλα πτώματα ανδρών προκύπτουν στην περιοχή, όλα ανήκοντα σε κυνηγούς ή σε εκπροσώπους αρχών που τους στηρίζουν. Μήπως, όπως δείχνουν οι αρχικές ενδείξεις, αυτοί οι άνδρες δολοφονήθηκαν από άγρια ζώα; Ή μήπως κάποιος έχει ξεκινήσει βεντέτα εναντίον τους;
Η άποψή μας: Αυτό που αρχικά εντυπωσιάζει στη νέα ταινία της Holland είναι η κατασκευή. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη άψογα, το μοντάζ είναι σούπερ, παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας και η μουσική είναι το κάτι άλλο: όχι μόνο είναι εξαιρετικά γραμμένη αλλά συνοδεύει τις εικόνες και αλλάζει τόνο ανάλογα με το τι συμβαίνει επί της μεγάλης οθόνης. Από εκεί και πέρα έχουμε μια ταινία που είναι ταυτόχρονα, ένα θρίλερ με μπόλικη αγωνία και οικολογικές ανησυχίες, μια ιστορία με ντετεκτιβίστικη διάθεση και μπόλικο χιούμορ και ταυτόχρονα ένας φεμινιστικός ύμνος! Ναι, υπάρχει αρκετή αγριάδα σε όλο αυτό, η Holland όμως υπονομεύει το υλικό της με μπόλικο σαρκασμό, κι έτσι αυτό είναι λειτουργικό. Γιατί, αν πάρουμε της μετρητής όλα όσα συμβαίνουν, τότε το σενάριο βρίθει μεγαλοστομιών, κοινοτοπιών και διαθέτει έναν κεντρικό χαρακτήρα τόσο μεμπτό ηθικά με όσα κάνει, που είναι προβληματικός.
Η υστερία που βγάζει η Ντουσέικο (και όχι Ντουσένκο, όπως τη φωνάζουν πολλοί, κάτι που την εκνευρίζει) την φέρνει στα όρια του να μην τη γουστάρει το κοινό. Εντέλει, όμως, μέχρι που και... δικαιολογεί (μέχρι ενός σημείου, έτσι, μην τρελαθούμε) τις πράξεις της. Και είπαμε, σε αυτό παίζει βασικό ρόλο το χιούμορ της ταινίας. Σε κάποια στιγμή η Ντουσέικο βλέπει στο σπίτι του χήρου γείτονά της που τη γουστάρει κορνιζομένο το δίπλωμά του ως μέλος των Πολωνών ειδικών στο μάζεμα μανιταριών. Το τι λέει ο στόμας της σχετικά με αυτό και το τι σημαίνει για την Πολωνία γενικότερα, βγάζει πολύ γέλιο. Όπως η σκηνή όπου σε ένα πάρτι τραγουδάνε όλοι μαζί το «The House of The Rising Sun». Στο ίδιο πάρτι μασκέ η Ντουσέικο ντύνεται... κακός λύκος και ο εν λόγω γείτονας... Κοκκινοσκουφίτσα!
Δυνατή ταινία, που σπρώχνει τα πράγματα σε μια υπερβολή, η οποία προφανώς και δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή, δείχνει όμως το πρόβλημα της κακομεταχείρισης των ζώων από τον άνθρωπο. Στις αρχές της ταινίας θαρρείς πως βλέπεις μια παραλλαγή των «Πουλιών» του Χίτσκοκ! Η φύση εκδικείται λοιπόν. Έστω, μέσω τρελαμένων αντιπροσώπων της. Κι αυτά που λέει με φωνή off στο υπερβατικό, ονειρικό φινάλε η Ντουσέικο είναι αυτά που θέλουν και τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο κύκλος της ανθρώπινης παρακμής κλείνει. Θα εμφανιστεί μια νέα γενιά που θα αρχίσει να παλεύει ξανά για ιδανικά. Και θα τα πάει καλύτερα. Ναι βρε Agnieszka μου, άντε, να έχουμε κάτι να περιμένουμε!
Η υπόθεση: Η Γιανίνα Ντουσέικο ζει μια έντονη ζωή στην περιοχή της κοιλάδας του Κλόντσκο, σε ένα ορεινό χωριό κοντά στα σύνορα Πολωνίας και Τσεχίας. Είναι μια πολυάσχολη γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας: διδάσκει αγγλικά στο τοπικό σχολείο, είναι παθιασμένη αστρολόγος, δεν τρώει κρέας και τα έχει με τους λαθροθήρες αρχικά και με τους κυνηγούς γενικότερα. Τα γράμματα διαμαρτυρίας και καταγγελίας που στέλνει στις αρχές αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς της. Μια μέρα τα δύο της αγαπημένα σκυλιά εξαφανίζονται. Λίγες μέρες μετά ανακαλύπτει το πτώμα ενός γείτονα, κυνηγού, με πατημασιές ελαφιών γύρω από αυτό. Ακολούθως κι άλλα πτώματα ανδρών προκύπτουν στην περιοχή, όλα ανήκοντα σε κυνηγούς ή σε εκπροσώπους αρχών που τους στηρίζουν. Μήπως, όπως δείχνουν οι αρχικές ενδείξεις, αυτοί οι άνδρες δολοφονήθηκαν από άγρια ζώα; Ή μήπως κάποιος έχει ξεκινήσει βεντέτα εναντίον τους;
Η άποψή μας: Αυτό που αρχικά εντυπωσιάζει στη νέα ταινία της Holland είναι η κατασκευή. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη άψογα, το μοντάζ είναι σούπερ, παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας και η μουσική είναι το κάτι άλλο: όχι μόνο είναι εξαιρετικά γραμμένη αλλά συνοδεύει τις εικόνες και αλλάζει τόνο ανάλογα με το τι συμβαίνει επί της μεγάλης οθόνης. Από εκεί και πέρα έχουμε μια ταινία που είναι ταυτόχρονα, ένα θρίλερ με μπόλικη αγωνία και οικολογικές ανησυχίες, μια ιστορία με ντετεκτιβίστικη διάθεση και μπόλικο χιούμορ και ταυτόχρονα ένας φεμινιστικός ύμνος! Ναι, υπάρχει αρκετή αγριάδα σε όλο αυτό, η Holland όμως υπονομεύει το υλικό της με μπόλικο σαρκασμό, κι έτσι αυτό είναι λειτουργικό. Γιατί, αν πάρουμε της μετρητής όλα όσα συμβαίνουν, τότε το σενάριο βρίθει μεγαλοστομιών, κοινοτοπιών και διαθέτει έναν κεντρικό χαρακτήρα τόσο μεμπτό ηθικά με όσα κάνει, που είναι προβληματικός.
Η υστερία που βγάζει η Ντουσέικο (και όχι Ντουσένκο, όπως τη φωνάζουν πολλοί, κάτι που την εκνευρίζει) την φέρνει στα όρια του να μην τη γουστάρει το κοινό. Εντέλει, όμως, μέχρι που και... δικαιολογεί (μέχρι ενός σημείου, έτσι, μην τρελαθούμε) τις πράξεις της. Και είπαμε, σε αυτό παίζει βασικό ρόλο το χιούμορ της ταινίας. Σε κάποια στιγμή η Ντουσέικο βλέπει στο σπίτι του χήρου γείτονά της που τη γουστάρει κορνιζομένο το δίπλωμά του ως μέλος των Πολωνών ειδικών στο μάζεμα μανιταριών. Το τι λέει ο στόμας της σχετικά με αυτό και το τι σημαίνει για την Πολωνία γενικότερα, βγάζει πολύ γέλιο. Όπως η σκηνή όπου σε ένα πάρτι τραγουδάνε όλοι μαζί το «The House of The Rising Sun». Στο ίδιο πάρτι μασκέ η Ντουσέικο ντύνεται... κακός λύκος και ο εν λόγω γείτονας... Κοκκινοσκουφίτσα!
Δυνατή ταινία, που σπρώχνει τα πράγματα σε μια υπερβολή, η οποία προφανώς και δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή, δείχνει όμως το πρόβλημα της κακομεταχείρισης των ζώων από τον άνθρωπο. Στις αρχές της ταινίας θαρρείς πως βλέπεις μια παραλλαγή των «Πουλιών» του Χίτσκοκ! Η φύση εκδικείται λοιπόν. Έστω, μέσω τρελαμένων αντιπροσώπων της. Κι αυτά που λέει με φωνή off στο υπερβατικό, ονειρικό φινάλε η Ντουσέικο είναι αυτά που θέλουν και τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο κύκλος της ανθρώπινης παρακμής κλείνει. Θα εμφανιστεί μια νέα γενιά που θα αρχίσει να παλεύει ξανά για ιδανικά. Και θα τα πάει καλύτερα. Ναι βρε Agnieszka μου, άντε, να έχουμε κάτι να περιμένουμε!
Με την προηγούμενη, την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, την «Gloria», ο Χιλιανός Sebastián Lelio συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale του 2013 και τιμήθηκε με τρία βραβεία με σημαντικότερα εκείνα καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και της Οικουμενικής Επιτροπής. Τέσσερα χρόνια μετά επιστρέφει στη γερμανική πρωτεύουσα με τη νέα του ταινία Una mujer fantástica και συμμετέχει και πάλι στο διαγωνιστικό τμήμα, διεκδικώντας – γιατί όχι; - το κάτι παραπάνω..
Η υπόθεση: Η Μαρίνα και ο Ορλάντο είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ζουν μαζί ευτυχισμένες στιγμές και ας έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας: Ο Ορλάντο είναι 57 ετών και η Μαρίνα είναι καμιά 25αριά χρόνια νεώτερη. Ο Ορλάντο είναι επιχειρηματίας, χωρισμένος από τη γυναίκα του, με ενήλικο παιδί. Η Μαρίνα δουλεύει ως σερβιτόρα και της αρέσει πολύ να τραγουδά. Μια μέρα, μετά την επιστροφή τους από έξοδο όπου γιόρταζαν μαζί τα γενέθλια της Μαρίνας, ο Ορλάντο ξυπνάει χλωμός και έντονα αδιάθετος. Η Μαρίνα τον πάει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο, αλλά οι γιατροί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να δηλώσουν το θάνατό του. Ο Ορλάντο πέθανε από ανεύρυσμα.
Η Μαρίνα, πρώην άντρας και νυν γυναίκα μετά από επέμβαση αλλαγής φύλου, θα βρεθεί σε έναν κυκεώνα άσχημων καταστάσεων. Η πρώην γυναίκα του Ορλάντο ζητάει να πάρει το αυτοκίνητό του από τη Μαρίνα και ο γιος τους θέλει να τη διώξει άμεσα από το διαμέρισμα και να της πάρει και τον σκύλο. Κυρίως, όμως, η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να παραβρεθεί η Μαρίνα στην κηδεία! Δεν της δίνουν το δικαίωμα να θρηνήσει τον αγαπημένο της. Παράλληλα, μια γυναίκα αστυνομικός πιέζει την Μαρίνα με μια σειρά από ερωτήσεις και δυσάρεστες διαδικασίες, καθώς δεν μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. Και η Μαρίνα, μόνη της ουσιαστικά, δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει...
Η άποψή μας: Ο Lelio αποδεικνύεται μέγας σκηνοθέτης στη δημιουργία πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πορτρέτων. Γιατί πέρα από τεχνικές λεπτομέρειες, η Μαρίνα είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα που η σεξουαλικότητά της προσλαμβάνεται ως απειλητική από την κοινωνία. Ιδίως τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, και κυρίως ο γιος του, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα με κανέναν τρόπο! Νιώθουν αμηχανία, νιώθουν ντροπή, νιώθουν μέχρι και αηδία! Δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα ως ανθρώπινο ον. Το μόνο μέλος της οικογένειας που βλέπει πέρα από τα προσχήματα και τις προκαταλήψεις είναι ο αδελφός του πεθαμένου, τον οποίο υποδύεται ο Luis Gnecco, ο άνθρωπος που υποδύεται τον Νερούδα στην ομώνυμη, υπέροχη ταινία ενός άλλου Χιλιανού σκηνοθέτη, του Pablo Larain!
Η Μαρίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση με περισσή στωικότητα. Δεν προκαλεί, δεν υστεριάζει, δεν απειλεί, δεν προσπαθεί να «κερδίσει» κάτι από την όλη κατάσταση. Το μόνο που θέλει είναι να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της. Όπως έχει το δικαίωμα. Και δεν πτοείται ακόμα κι όταν ο γιος του Ορλάντο μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους, αρπάζουν την Μαρίνα, την χώνουν σε ένα SUV και την κακομεταχειρίζονται, ασκώντας βία επάνω της. Όχι, η Μαρίνα δεν πτοείται ακόμα κι όταν τα στοιχεία της φύσης είναι εναντίον της: είναι εξαιρετική η σκηνή όπου η Μαρίνα περπατάει στο δρόμο, φυσάει δυνατός αέρας, πολύ δυνατός, που θα μπορούσε να την παρασύρει, αλλά εκείνη εναντιώνεται, και ξέρει πως μπορεί να λυγίσει αλλά δεν σπάει.
Μικρή ταινία, τρυφερή, ευγενική, κατορθώνει όχι μόνο να μην «τρομάξει» τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές αλλά να κερδίσει την εύνοια όλων. Εντάξει, δεν είναι χωρίς προβλήματα η ταινία: η όλη φάση με το κλειδί από το φοριαμό στο χαμάμ είναι αδιέξοδη ενώ κατά μία έννοια έχουμε φινάλε πριν το φινάλε, πράγματα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει ο σκηνοθέτης. Έχοντας ως σύμμαχο όμως την πολύ καλή ερμηνεία της Daniela Vega, ενός πρώην άνδρα που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στην πραγματικότητα, και τη δική του τρομερή ικανότητα να στήνει ονειρικές σκηνές, ο Lelio πετυχαίνει να παραδώσει μια ταινία, καλύτερη από την «Gloria». Είναι νωρίς ακόμα στο φεστιβάλ αλλά κατά τη γνώμη μας η ταινία δεν θα φύγει χωρίς κάποιο βραβείο από το Βερολίνο!
Η υπόθεση: Η Μαρίνα και ο Ορλάντο είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ζουν μαζί ευτυχισμένες στιγμές και ας έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας: Ο Ορλάντο είναι 57 ετών και η Μαρίνα είναι καμιά 25αριά χρόνια νεώτερη. Ο Ορλάντο είναι επιχειρηματίας, χωρισμένος από τη γυναίκα του, με ενήλικο παιδί. Η Μαρίνα δουλεύει ως σερβιτόρα και της αρέσει πολύ να τραγουδά. Μια μέρα, μετά την επιστροφή τους από έξοδο όπου γιόρταζαν μαζί τα γενέθλια της Μαρίνας, ο Ορλάντο ξυπνάει χλωμός και έντονα αδιάθετος. Η Μαρίνα τον πάει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο, αλλά οι γιατροί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να δηλώσουν το θάνατό του. Ο Ορλάντο πέθανε από ανεύρυσμα.
Η Μαρίνα, πρώην άντρας και νυν γυναίκα μετά από επέμβαση αλλαγής φύλου, θα βρεθεί σε έναν κυκεώνα άσχημων καταστάσεων. Η πρώην γυναίκα του Ορλάντο ζητάει να πάρει το αυτοκίνητό του από τη Μαρίνα και ο γιος τους θέλει να τη διώξει άμεσα από το διαμέρισμα και να της πάρει και τον σκύλο. Κυρίως, όμως, η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να παραβρεθεί η Μαρίνα στην κηδεία! Δεν της δίνουν το δικαίωμα να θρηνήσει τον αγαπημένο της. Παράλληλα, μια γυναίκα αστυνομικός πιέζει την Μαρίνα με μια σειρά από ερωτήσεις και δυσάρεστες διαδικασίες, καθώς δεν μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. Και η Μαρίνα, μόνη της ουσιαστικά, δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει...
Η άποψή μας: Ο Lelio αποδεικνύεται μέγας σκηνοθέτης στη δημιουργία πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πορτρέτων. Γιατί πέρα από τεχνικές λεπτομέρειες, η Μαρίνα είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα που η σεξουαλικότητά της προσλαμβάνεται ως απειλητική από την κοινωνία. Ιδίως τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, και κυρίως ο γιος του, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα με κανέναν τρόπο! Νιώθουν αμηχανία, νιώθουν ντροπή, νιώθουν μέχρι και αηδία! Δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα ως ανθρώπινο ον. Το μόνο μέλος της οικογένειας που βλέπει πέρα από τα προσχήματα και τις προκαταλήψεις είναι ο αδελφός του πεθαμένου, τον οποίο υποδύεται ο Luis Gnecco, ο άνθρωπος που υποδύεται τον Νερούδα στην ομώνυμη, υπέροχη ταινία ενός άλλου Χιλιανού σκηνοθέτη, του Pablo Larain!
Η Μαρίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση με περισσή στωικότητα. Δεν προκαλεί, δεν υστεριάζει, δεν απειλεί, δεν προσπαθεί να «κερδίσει» κάτι από την όλη κατάσταση. Το μόνο που θέλει είναι να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της. Όπως έχει το δικαίωμα. Και δεν πτοείται ακόμα κι όταν ο γιος του Ορλάντο μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους, αρπάζουν την Μαρίνα, την χώνουν σε ένα SUV και την κακομεταχειρίζονται, ασκώντας βία επάνω της. Όχι, η Μαρίνα δεν πτοείται ακόμα κι όταν τα στοιχεία της φύσης είναι εναντίον της: είναι εξαιρετική η σκηνή όπου η Μαρίνα περπατάει στο δρόμο, φυσάει δυνατός αέρας, πολύ δυνατός, που θα μπορούσε να την παρασύρει, αλλά εκείνη εναντιώνεται, και ξέρει πως μπορεί να λυγίσει αλλά δεν σπάει.
Μικρή ταινία, τρυφερή, ευγενική, κατορθώνει όχι μόνο να μην «τρομάξει» τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές αλλά να κερδίσει την εύνοια όλων. Εντάξει, δεν είναι χωρίς προβλήματα η ταινία: η όλη φάση με το κλειδί από το φοριαμό στο χαμάμ είναι αδιέξοδη ενώ κατά μία έννοια έχουμε φινάλε πριν το φινάλε, πράγματα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει ο σκηνοθέτης. Έχοντας ως σύμμαχο όμως την πολύ καλή ερμηνεία της Daniela Vega, ενός πρώην άνδρα που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στην πραγματικότητα, και τη δική του τρομερή ικανότητα να στήνει ονειρικές σκηνές, ο Lelio πετυχαίνει να παραδώσει μια ταινία, καλύτερη από την «Gloria». Είναι νωρίς ακόμα στο φεστιβάλ αλλά κατά τη γνώμη μας η ταινία δεν θα φύγει χωρίς κάποιο βραβείο από το Βερολίνο!
Τελευταία ταινία την οποία θα παρουσιάσουμε στη σημερινή μας ανταπόκριση είναι το Kongens nei του Erik Poppe το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του προγράμματος Panorama Special. Η ταινία αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και κατάφερε μάλιστα να φτάσει μέχρι την λίστα με τις 9 επικρατούσες υποψηφιότητες, δεν έφτασε όμως μέχρι την τελική πεντάδα.
Η υπόθεση: Στις 9 Απριλίου του 1940 ο ναζιστικός στρατός της Γερμανίας εισβάλει στη Νορβηγία, χωρίς προηγουμένως να έχει κηρύξει πόλεμο εναντίον της. Η πεποίθηση των Νορβηγών πως η πολιτική ουδετερότητας που διατηρούσαν αταλάντευτα όλα τα τελευταία χρόνια θα τους προστάτευε από τα επιθετικά πλάνα του Χίτλερ αποδείχτηκε μέγα λάθος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα επικρατεί χάος και αποπροσανατολισμός στη χώρα. Με τις ευλογίες του Χίτλερ ο φασίστας Νορβηγός πολιτικός Κουίσλινγκ ζητά μετ' επιτάσεως να αναδειχθεί πρόεδρος – πρωθυπουργός της χώρας.
Ο βασιλιάς Χάακον ο Έβδομος, που διέφυγε από την πρωτεύουσα, το Όσλο και βρήκε καταφύγιο μαζί με την οικογένειά του, το υπουργικό συμβούλιο και πολλούς πολιτικούς στο χωριό Νίμπεργκσουντ, αποδεικνύεται φοβερά ψύχραιμος. Τονίζει πως αν το νορβηγικό κοινοβούλιο αποφασίσει να συνθηκολογήσει και να υποκύψει στις απαιτήσεις των Ναζί, ο ίδιος θα αποδεχτεί αυτήν την απόφαση. Ο Χίτλερ, ενώ στο παρασκήνιο γίνεται προσπάθεια για διπλωματικές συζητήσεις, συνεχίζει τους βομβαρδισμούς. Και ο λαός της Νορβηγίας εκτιμά τη στάση του βασιλιά και την εκλαμβάνει ως έκκληση για αντίσταση.
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως έχουμε δει τόσες πολλές ταινίες με θέμα βγαλμένο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πλέον για να εντυπωσιαστούμε ή να δεχτούμε πως κάποια τέτοια ταινία ξεχωρίζει από τον σωρό, θα πρέπει να είναι πραγματικά διαφορετική και σπουδαία. Τούτη η ταινία δεν είναι κακή. Δεν έχει όμως και κάτι το διαφορετικό, κάτι το οποίο να μην έχουμε ξαναδεί. Ο Eric Poppe διαχειρίζεται πολύ καλά το υλικό του και βγάζει ενδιαφέρουσες ερμηνείες, κυρίως από τον Jesper Christensen, που υποδύεται τον βασιλιά. Από τη μια η σχέση του βασιλιά με την οικογένειά του και τα εγγόνια του, από την άλλη η προσπάθεια του Γερμανού διπλωμάτη για μια λύση που να μην θίγει κανέναν, δημιουργούν μια κάποια ίντριγκα αλλά τίποτε παραπάνω. Από τις κλασικές ταινίες που αν παιχτούν στην τηλεόραση αυτός που θα έχει πέσει επάνω τους θα καθίσει να τις δει, καθώς προσφέρουν ένα ευχάριστο, ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Σε ένα φεστιβάλ, όμως, ιδίως τόσο προχωρημένο όσο αυτό του Βερολίνου, στέκει λίγο παράταιρα. Δεν πειράζει, χρειάζονται κι αυτά.
Ενδιαφέρουσα ταινία αλλά όχι για πολλά πράγματα...
Η υπόθεση: Στις 9 Απριλίου του 1940 ο ναζιστικός στρατός της Γερμανίας εισβάλει στη Νορβηγία, χωρίς προηγουμένως να έχει κηρύξει πόλεμο εναντίον της. Η πεποίθηση των Νορβηγών πως η πολιτική ουδετερότητας που διατηρούσαν αταλάντευτα όλα τα τελευταία χρόνια θα τους προστάτευε από τα επιθετικά πλάνα του Χίτλερ αποδείχτηκε μέγα λάθος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα επικρατεί χάος και αποπροσανατολισμός στη χώρα. Με τις ευλογίες του Χίτλερ ο φασίστας Νορβηγός πολιτικός Κουίσλινγκ ζητά μετ' επιτάσεως να αναδειχθεί πρόεδρος – πρωθυπουργός της χώρας.
Ο βασιλιάς Χάακον ο Έβδομος, που διέφυγε από την πρωτεύουσα, το Όσλο και βρήκε καταφύγιο μαζί με την οικογένειά του, το υπουργικό συμβούλιο και πολλούς πολιτικούς στο χωριό Νίμπεργκσουντ, αποδεικνύεται φοβερά ψύχραιμος. Τονίζει πως αν το νορβηγικό κοινοβούλιο αποφασίσει να συνθηκολογήσει και να υποκύψει στις απαιτήσεις των Ναζί, ο ίδιος θα αποδεχτεί αυτήν την απόφαση. Ο Χίτλερ, ενώ στο παρασκήνιο γίνεται προσπάθεια για διπλωματικές συζητήσεις, συνεχίζει τους βομβαρδισμούς. Και ο λαός της Νορβηγίας εκτιμά τη στάση του βασιλιά και την εκλαμβάνει ως έκκληση για αντίσταση.
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως έχουμε δει τόσες πολλές ταινίες με θέμα βγαλμένο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πλέον για να εντυπωσιαστούμε ή να δεχτούμε πως κάποια τέτοια ταινία ξεχωρίζει από τον σωρό, θα πρέπει να είναι πραγματικά διαφορετική και σπουδαία. Τούτη η ταινία δεν είναι κακή. Δεν έχει όμως και κάτι το διαφορετικό, κάτι το οποίο να μην έχουμε ξαναδεί. Ο Eric Poppe διαχειρίζεται πολύ καλά το υλικό του και βγάζει ενδιαφέρουσες ερμηνείες, κυρίως από τον Jesper Christensen, που υποδύεται τον βασιλιά. Από τη μια η σχέση του βασιλιά με την οικογένειά του και τα εγγόνια του, από την άλλη η προσπάθεια του Γερμανού διπλωμάτη για μια λύση που να μην θίγει κανέναν, δημιουργούν μια κάποια ίντριγκα αλλά τίποτε παραπάνω. Από τις κλασικές ταινίες που αν παιχτούν στην τηλεόραση αυτός που θα έχει πέσει επάνω τους θα καθίσει να τις δει, καθώς προσφέρουν ένα ευχάριστο, ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Σε ένα φεστιβάλ, όμως, ιδίως τόσο προχωρημένο όσο αυτό του Βερολίνου, στέκει λίγο παράταιρα. Δεν πειράζει, χρειάζονται κι αυτά.
Ενδιαφέρουσα ταινία αλλά όχι για πολλά πράγματα...