του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Σάββατο 11 Φεβρουαρίου
Απόψε κάνεις μπαμ!
Απόψε κάνεις μπαμ!
Εντάξει, εμείς εδώ βλέπουμε τις ταινίες μας, τρώμε τα λουκάνικά μας, πίνουμε τις μπύρες μας και το... δαγκώνουμε κανονικά, το μυαλό μας όμως είναι στην Ελλάδα! Και πως να μην είναι; Αύριο, Κυριακή, που θα ανεβάσουμε αυτό το κείμενο που γράφεται βράδυ Σαββάτου, θα γίνει προσπάθεια εξουδετέρωσης βόμβας από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Κορδελιό, στη Θεσσαλονίκη. Όλα θα πάνε καλά, έτσι;
Επίσης, το Φίλης άστραψε και βρόντηξε! Δεν είναι οι αμόλυντοι από εδώ και οι μολυσμένοι από εκεί, είπε. Σαν να μας δίνει την κατάλληλη πάσα για να ξεκινήσουμε να αναφερόμαστε στις ταινίες που είδαμε μέσα στην ημέρα:
Επίσης, το Φίλης άστραψε και βρόντηξε! Δεν είναι οι αμόλυντοι από εδώ και οι μολυσμένοι από εκεί, είπε. Σαν να μας δίνει την κατάλληλη πάσα για να ξεκινήσουμε να αναφερόμαστε στις ταινίες που είδαμε μέσα στην ημέρα:
Ξεκινήσαμε την ημέρα μας λοιπόν με μια από τις πιο προκλητικές και... ροζ αλλά και μωβ ταινίες που έχουμε δει γενικότερα! Τίτλος της: Pieles του 26χρονου (!) πρωτοεμφανιζόμενου Eduardo Casanova (Panorama Special). Σε παραγωγή του Álex de la Iglesia (του οποίου τη νέα ταινία επίσης θα δούμε στο Βερολίνο) ο πιτσιρίκος γύρισε μια ταινία 77 μόλις λεπτών, η οποία θα συζητηθεί πολύ και λογικά θα είναι η ταινία που θα χαρακτηρίσει ολόκληρο το φεστιβάλ.
Η υπόθεση: Η Σαμάνθα, η Κλαούντια, η Άννα, ο Κριστιάν διαφέρουν από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Αλλά διαφέρουν και μεταξύ τους. Τι τους ενώνει; Η παραμόρφωσή τους. Η Σαμάνθα έχει στη θέση του στόματος την κωλοτρυπίδα της και στη θέση της κωλοτρυπίδας της το στόμα της. Η Κλαούντια δεν είναι απλά τυφλή: δέρμα καλύπτει ολωσδιόλου την περιοχή των ματιών της. Η Άννα έχει το αριστερό μέρος του κεφαλιού της σαν να είναι λιωμένο. Και ο Κριστιάν θέλει να απαλλαγεί από τα πόδια του: θέλει να γίνει γοργόνος! Όλοι οι παραπάνω αλλά και άλλοι ακόμα ζουν κρυφά. Καθότι αναγνωρίζονται από τους «φυσιολογικούς» ως «φρικιά» σπάνια βγαίνουν έξω από εκεί που μένουν, για να κυκλοφορήσουν στους δρόμους. Κι αυτό επειδή μόλις γίνονται αντιληπτοί πέφτουν θύματα του χλευασμού και του ρατσισμού των υπολοίπων. Κι όμως, αυτό που θέλουν πάνω από όλα είναι να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Όπως όλοι οι άνθρωποι...
Η άποψή μας: Πώς θα ήταν το «Freaks» του Tod Browning εν έτει 2017; Ε, αυτό έκανε ο σίγουρα ταλαντούχος αλλά έχων ακόμα πολύ δρόμο για να φτάσει τα ινδάλματά του, Eduardo Casanova. Ένα κιτς υπερθέαμα με ιδιαίτερη αισθητική και αλμοδοβαρική ματιά, που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο! Ή καλύτερα, αδιάφορο. Κι αυτό επειδή μάλλον πολλοί θα είναι εκείνοι που θα κατακρίνουν την ταινία για επικίνδυνη έκθεση ασχήμιας. Η αρχική σκηνή της ταινίας θυμίζει κάπως την αρχή του «Νυκτόβια πλάσματα». Μια γυναίκα που έχει περάσει την πρώτη της νιότη και πλησιάζει πολύ στο να χαρακτηριστεί γραία, εμφανίζεται ολόγυμνη, με ένα σώμα χοντρό, πληθωρικό, «άσχημο». Είναι ιδρωμένη και συνομιλεί με έναν άνδρα «φυσιολογικό». Της λέει ότι η γυναίκα του βρίσκεται στο νοσοκομείο και γεννάει το γιο του. Γιατί όμως συνομιλεί με την παράξενη γραία, που φοράει ροζ φουφούλα πάνω από το αιδοίο της; Γιατί παλεύει με τον εαυτό του; Καταλαβαίνουμε πως βρίσκεται σε ένα πορνείο για πελάτες με ιδιαίτερα γούστα. «Αυτό που πάω να κάνω είναι άθλιο. Είμαι βρώμικος», λέει ο πελάτης, που προσπαθεί να φύγει αλλά κάτι τον κρατάει εκεί. «Δεν είσαι εσύ βρώμικος» του λέει η τσατσά. «Ο κόσμος μας είναι βρώμικος». «Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν να πονούν». «Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να υποφέρουν».
Ο Casanova δεν χάνει ευκαιρία να παίξει με τις φοβίες ημών των... φυσιολογικών σχετικά με την παραμόρφωση. Αυτό που είναι επίτευγμά του είναι πως από ένα σημείο και μετά ως θεατής δεν βλέπεις «τέρατα», φρικιά, αλλά ανθρώπους με σάρκα και οστά που απλά θέλουν να αγαπηθούν. Μέχρι να φτάσει σε αυτό το σημείο, όμως, πολλοί θα είναι οι θεατές που θα την έχουν... κάνει από την αίθουσα. Ας είναι. Το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Οι πολλές ιστορίες διαπλέκονται μεταξύ τους και στο τέλος δεν μπορούμε παρά να έχουμε ένα χάπι εντ ολκής! Όλοι μα όλοι βρίσκουν το ταίρι τους. Παραμορφωμένοι με παραμορφωμένους, παραμορφωμένοι με μη παραμορφωμένους, μη παραμορφωμένοι με μη παραμορφωμένους. Αγάπη ρε πούσις. Αγάπη μόνο. Τα διαπιστευτήριά του τα έδωσε ο μικρός. Κάποιες σκηνές του εντυπωσιάζουν: μα έντονα ροζ διαμάντια στη θέση των ματιών; Κάποιες σκηνές είναι απλώς κακόγουστες: τα εν λόγω διαμάντια κολυμπάνε στα σκατά, καθώς βγαίνουν από τον κώλο μιας πάνχοντρης πελάτισσας της Λάουρα, που της τα κλέβει, επειδή δεν έχει να πληρώσει τις υποχρεώσεις του εστιατορίου της.
Κάποιες ιδέες είναι σούπερ γουάου: στα φαρδιά και διάφανα τακούνια μιας παραμορφωμένης, αν θυμάμαι καλά, κολυμπάνε ψαράκια, καθώς τα τακούνια έχουν νερό! Εν πάση περιπτώσει, πολλά είπαμε και η συνέχεια επί της μεγάλης οθόνης (αν αγοραστεί η ταινία για διανομή στην Ελλάδα)...
Η υπόθεση: Η Σαμάνθα, η Κλαούντια, η Άννα, ο Κριστιάν διαφέρουν από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Αλλά διαφέρουν και μεταξύ τους. Τι τους ενώνει; Η παραμόρφωσή τους. Η Σαμάνθα έχει στη θέση του στόματος την κωλοτρυπίδα της και στη θέση της κωλοτρυπίδας της το στόμα της. Η Κλαούντια δεν είναι απλά τυφλή: δέρμα καλύπτει ολωσδιόλου την περιοχή των ματιών της. Η Άννα έχει το αριστερό μέρος του κεφαλιού της σαν να είναι λιωμένο. Και ο Κριστιάν θέλει να απαλλαγεί από τα πόδια του: θέλει να γίνει γοργόνος! Όλοι οι παραπάνω αλλά και άλλοι ακόμα ζουν κρυφά. Καθότι αναγνωρίζονται από τους «φυσιολογικούς» ως «φρικιά» σπάνια βγαίνουν έξω από εκεί που μένουν, για να κυκλοφορήσουν στους δρόμους. Κι αυτό επειδή μόλις γίνονται αντιληπτοί πέφτουν θύματα του χλευασμού και του ρατσισμού των υπολοίπων. Κι όμως, αυτό που θέλουν πάνω από όλα είναι να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Όπως όλοι οι άνθρωποι...
Η άποψή μας: Πώς θα ήταν το «Freaks» του Tod Browning εν έτει 2017; Ε, αυτό έκανε ο σίγουρα ταλαντούχος αλλά έχων ακόμα πολύ δρόμο για να φτάσει τα ινδάλματά του, Eduardo Casanova. Ένα κιτς υπερθέαμα με ιδιαίτερη αισθητική και αλμοδοβαρική ματιά, που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο! Ή καλύτερα, αδιάφορο. Κι αυτό επειδή μάλλον πολλοί θα είναι εκείνοι που θα κατακρίνουν την ταινία για επικίνδυνη έκθεση ασχήμιας. Η αρχική σκηνή της ταινίας θυμίζει κάπως την αρχή του «Νυκτόβια πλάσματα». Μια γυναίκα που έχει περάσει την πρώτη της νιότη και πλησιάζει πολύ στο να χαρακτηριστεί γραία, εμφανίζεται ολόγυμνη, με ένα σώμα χοντρό, πληθωρικό, «άσχημο». Είναι ιδρωμένη και συνομιλεί με έναν άνδρα «φυσιολογικό». Της λέει ότι η γυναίκα του βρίσκεται στο νοσοκομείο και γεννάει το γιο του. Γιατί όμως συνομιλεί με την παράξενη γραία, που φοράει ροζ φουφούλα πάνω από το αιδοίο της; Γιατί παλεύει με τον εαυτό του; Καταλαβαίνουμε πως βρίσκεται σε ένα πορνείο για πελάτες με ιδιαίτερα γούστα. «Αυτό που πάω να κάνω είναι άθλιο. Είμαι βρώμικος», λέει ο πελάτης, που προσπαθεί να φύγει αλλά κάτι τον κρατάει εκεί. «Δεν είσαι εσύ βρώμικος» του λέει η τσατσά. «Ο κόσμος μας είναι βρώμικος». «Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν να πονούν». «Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να υποφέρουν».
Ο Casanova δεν χάνει ευκαιρία να παίξει με τις φοβίες ημών των... φυσιολογικών σχετικά με την παραμόρφωση. Αυτό που είναι επίτευγμά του είναι πως από ένα σημείο και μετά ως θεατής δεν βλέπεις «τέρατα», φρικιά, αλλά ανθρώπους με σάρκα και οστά που απλά θέλουν να αγαπηθούν. Μέχρι να φτάσει σε αυτό το σημείο, όμως, πολλοί θα είναι οι θεατές που θα την έχουν... κάνει από την αίθουσα. Ας είναι. Το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Οι πολλές ιστορίες διαπλέκονται μεταξύ τους και στο τέλος δεν μπορούμε παρά να έχουμε ένα χάπι εντ ολκής! Όλοι μα όλοι βρίσκουν το ταίρι τους. Παραμορφωμένοι με παραμορφωμένους, παραμορφωμένοι με μη παραμορφωμένους, μη παραμορφωμένοι με μη παραμορφωμένους. Αγάπη ρε πούσις. Αγάπη μόνο. Τα διαπιστευτήριά του τα έδωσε ο μικρός. Κάποιες σκηνές του εντυπωσιάζουν: μα έντονα ροζ διαμάντια στη θέση των ματιών; Κάποιες σκηνές είναι απλώς κακόγουστες: τα εν λόγω διαμάντια κολυμπάνε στα σκατά, καθώς βγαίνουν από τον κώλο μιας πάνχοντρης πελάτισσας της Λάουρα, που της τα κλέβει, επειδή δεν έχει να πληρώσει τις υποχρεώσεις του εστιατορίου της.
Κάποιες ιδέες είναι σούπερ γουάου: στα φαρδιά και διάφανα τακούνια μιας παραμορφωμένης, αν θυμάμαι καλά, κολυμπάνε ψαράκια, καθώς τα τακούνια έχουν νερό! Εν πάση περιπτώσει, πολλά είπαμε και η συνέχεια επί της μεγάλης οθόνης (αν αγοραστεί η ταινία για διανομή στην Ελλάδα)...
Το Wilde Maus (Διαγωνιστικό) αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Josef Hader, ο οποίος πρωταγωνιστεί στην ταινία. Wilde Maus, όμως, λέγεται και ένα παρηκμασμένο λούνα παρκ στο κέντρο της Βιέννης, κοντά στο φημισμένο Prater. Τονίζουμε τη λέξη «παρηκμασμένο»: έχει μεγάλη σημασία...
Η υπόθεση: Ο Γκέοργκ είναι αναγνωρισμένος μουσικοκριτικός, που δουλεύει εδώ και 25 χρόνια στην εφημερίδα της Βιέννης «Express». Όμως, καθότι «ακριβός» για την ιδιοκτησία, απολύεται! Ο Γκέοργκ κρύβει την αλήθεια από τη σύζυγό του, τη Γιοχάνα, που βγάζει χρήματα ως ψυχολόγος και επιθυμεί απεγνωσμένα ένα παιδί. Το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα πάρει εκδίκηση. Χαράζει το αυτοκίνητο του αφεντικού, σπάζει τις κάμερές του, «υπονομεύει» την πισίνα του. Ο Γκέοργκ βρίσκει σύμμαχο στις μικρές ατιμίες του στο πρόσωπο ενός παλιού συμμαθητή του, του Έριχ. Μαζί οργανώνουν τα σχέδια για το πως θα δοθεί το τελικό χτύπημα στο πρώην αφεντικό του Γκέοργκ. Παράλληλα, ο Γκέοργκ βοηθάει τον Έριχ να «ζωντανέψει» εκ νέου ένα ρόλερκοστερ στις παρυφές του Πράτερ, το περίφημο «Wilde Maus», ήτοι, «Άγριο Ποντίκι». Εκτός, όμως, από το πρώην αφεντικό του, ο Γκέοργκ έχει να αντιμετωπίσει και τη γυναίκα του, η οποία είναι έξω φρενών από τη συμπεριφορά του...
Η άποψή μας: Ήταν αρκετοί εκείνοι που ήλπιζαν πως ετούτη η ταινία θα μας προέκυπτε κάτι σαν νέο «Toni Erdmann». Η αλήθεια είναι πως θα υπάρξει... αμερικάνικο ριμέικ (με τον Jack Nicholson και την Kristen Wiig) αλλά αυτή η ταινία δεν είναι ο νέος «Toni Erdmann». Ευτυχώς δηλαδή, γιατί κάτι τόσο καλό θα γινόταν μανιέρα τόσο γρήγορα. Όχι. Το «Άγριο Ποντίκι» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, μια αιχμηρή σάτιρα, μια μαύρη κωμωδία, που προς το φινάλε χάνει το δρόμο της, έχοντας μας όμως χαρίσει πριν μπόλικο γέλιο. Η απόλυση και το κρύψιμό της παραπέμπουν στο «Ελεύθερος ωραρίου». Όμως, ο δημιουργός εδώ δεν ενδιαφέρεται τόσο να μας δείξει το φαινόμενο της ανεργίας και το τι επιφέρει στον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Όχι. Πιο πολύ τον νοιάζει να παίξει με τους φόβους της μπουρζουαζίας. Το «χάσιμο» του ρόλου. Την αποτυχία σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρζουάδες. Ο Γκέοργκ ξέρει μουσική (πολύ αστεία η αντιπαράθεση με τη νεαρή συνάδελφό του που εντέλει, μετά την απόλυσή του, παίρνει τη θέση του). Και τα γραπτά του είναι τόσο καλύτερα όσο χειρότερη κριτική γράφει (χμ, κάτι μου θυμίζει αυτό – μουάχαχαχαχαχα – ναι, συμβαίνει και σε πολλούς συναδέλφους κριτικούς κινηματογράφου, κι ας μην βγάλουμε τον εαυτό μας από τη λίστα). Ξέρει τη δουλειά του αλλά έχει συμβιβαστεί, έχει βαλτώσει, δεν θέλει να αλλάξει το στάτους κουό του, κάτι ας πούμε που θέλει η γυναίκα του: θέλει ένα παιδί. Όταν λοιπόν η κατάστασή του αλλάζει βίαια – κι αφού δεν ζει στην Ελλάδα για να διαβάσει ή έστω να έχει ακούσει τον τίτλο του βιβλίου του Μπογιόπουλου – δεν καταλαβαίνει πως... «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», αλλά προσωποποιεί τον «εχθρό» στο πρόσωπο του αφεντικού του. Που τυγχάνει να είναι Γερμανός! Έτσι νιώθει καλύτερα. Έτσι νομίζει πως έχει να τα βάλει με έναν και μοναδικό άνθρωπο, κι όχι με ένα ολόκληρο σύστημα. Εδώ, χάνει το κοινωνικό της έρεισμα η ταινία αλλά κερδίζει σε χιούμορ. Γιατί αυτά που σκαρφίζεται ο Γκέοργκ για να εκδικηθεί το αφεντικό του έχουν πολύ πλάκα. Βέβαια, και το αφεντικό δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Θα προσπαθήσει και θα καταφέρει να πονέσει ακόμα περισσότερο τον Γκέοργκ. Που θα φτάσει στο σημείο να χάσει τον μόνο άνθρωπο που τον αγαπά πραγματικά: τη γυναίκα του. Ωραία ξεκινάει η ταινία: με αναφορά στους White Stripes και το γεγονός ότι το μοτίβο που δανείστηκαν από την κλασική μουσική στο «Seven Nation Army» έγινε βασικό μοτίβο συνθημάτων που ακούγεται σε διάφορα ποδοσφαιρικά γήπεδα ανά τον κόσμο. Συνεχίζει ωραία: ο Γκέοργκ μένει ενεός μπροστά στη βλακεία και την έλλειψη καλλιέργειας στον κόσμο.
Η ταινία είναι γεμάτη έξυπνες και αστείες σκηνές και μία τουλάχιστον υπέροχη γυναίκα, την πανέμορφη Crina Semciuc, που υποδύεται την Ρουμάνα κοπέλα του νέου φίλου (από τα παλιά) του Γκέοργκ. Ο Hader ξέρει να εκμεταλλεύεται άριστα τόσο τη μουσική υπόκρουση όσο και τα σκηνικά: οι σκηνές που λαμβάνουν χώρα στο χιόνι είναι απίστευτες – και όμορφες και αστείες. Από κάποια στιγμή και μετά, όμως, επαναλαμβάνεται και η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε ένα πιο δυνατό φινάλε, που να μην έχει σχέση με την επιβεβαίωση της συζυγικής ευτυχίας. Κι έτσι όμως, μια χαρά ταινία μας προέκυψε!
Η υπόθεση: Ο Γκέοργκ είναι αναγνωρισμένος μουσικοκριτικός, που δουλεύει εδώ και 25 χρόνια στην εφημερίδα της Βιέννης «Express». Όμως, καθότι «ακριβός» για την ιδιοκτησία, απολύεται! Ο Γκέοργκ κρύβει την αλήθεια από τη σύζυγό του, τη Γιοχάνα, που βγάζει χρήματα ως ψυχολόγος και επιθυμεί απεγνωσμένα ένα παιδί. Το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα πάρει εκδίκηση. Χαράζει το αυτοκίνητο του αφεντικού, σπάζει τις κάμερές του, «υπονομεύει» την πισίνα του. Ο Γκέοργκ βρίσκει σύμμαχο στις μικρές ατιμίες του στο πρόσωπο ενός παλιού συμμαθητή του, του Έριχ. Μαζί οργανώνουν τα σχέδια για το πως θα δοθεί το τελικό χτύπημα στο πρώην αφεντικό του Γκέοργκ. Παράλληλα, ο Γκέοργκ βοηθάει τον Έριχ να «ζωντανέψει» εκ νέου ένα ρόλερκοστερ στις παρυφές του Πράτερ, το περίφημο «Wilde Maus», ήτοι, «Άγριο Ποντίκι». Εκτός, όμως, από το πρώην αφεντικό του, ο Γκέοργκ έχει να αντιμετωπίσει και τη γυναίκα του, η οποία είναι έξω φρενών από τη συμπεριφορά του...
Η άποψή μας: Ήταν αρκετοί εκείνοι που ήλπιζαν πως ετούτη η ταινία θα μας προέκυπτε κάτι σαν νέο «Toni Erdmann». Η αλήθεια είναι πως θα υπάρξει... αμερικάνικο ριμέικ (με τον Jack Nicholson και την Kristen Wiig) αλλά αυτή η ταινία δεν είναι ο νέος «Toni Erdmann». Ευτυχώς δηλαδή, γιατί κάτι τόσο καλό θα γινόταν μανιέρα τόσο γρήγορα. Όχι. Το «Άγριο Ποντίκι» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, μια αιχμηρή σάτιρα, μια μαύρη κωμωδία, που προς το φινάλε χάνει το δρόμο της, έχοντας μας όμως χαρίσει πριν μπόλικο γέλιο. Η απόλυση και το κρύψιμό της παραπέμπουν στο «Ελεύθερος ωραρίου». Όμως, ο δημιουργός εδώ δεν ενδιαφέρεται τόσο να μας δείξει το φαινόμενο της ανεργίας και το τι επιφέρει στον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Όχι. Πιο πολύ τον νοιάζει να παίξει με τους φόβους της μπουρζουαζίας. Το «χάσιμο» του ρόλου. Την αποτυχία σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρζουάδες. Ο Γκέοργκ ξέρει μουσική (πολύ αστεία η αντιπαράθεση με τη νεαρή συνάδελφό του που εντέλει, μετά την απόλυσή του, παίρνει τη θέση του). Και τα γραπτά του είναι τόσο καλύτερα όσο χειρότερη κριτική γράφει (χμ, κάτι μου θυμίζει αυτό – μουάχαχαχαχαχα – ναι, συμβαίνει και σε πολλούς συναδέλφους κριτικούς κινηματογράφου, κι ας μην βγάλουμε τον εαυτό μας από τη λίστα). Ξέρει τη δουλειά του αλλά έχει συμβιβαστεί, έχει βαλτώσει, δεν θέλει να αλλάξει το στάτους κουό του, κάτι ας πούμε που θέλει η γυναίκα του: θέλει ένα παιδί. Όταν λοιπόν η κατάστασή του αλλάζει βίαια – κι αφού δεν ζει στην Ελλάδα για να διαβάσει ή έστω να έχει ακούσει τον τίτλο του βιβλίου του Μπογιόπουλου – δεν καταλαβαίνει πως... «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», αλλά προσωποποιεί τον «εχθρό» στο πρόσωπο του αφεντικού του. Που τυγχάνει να είναι Γερμανός! Έτσι νιώθει καλύτερα. Έτσι νομίζει πως έχει να τα βάλει με έναν και μοναδικό άνθρωπο, κι όχι με ένα ολόκληρο σύστημα. Εδώ, χάνει το κοινωνικό της έρεισμα η ταινία αλλά κερδίζει σε χιούμορ. Γιατί αυτά που σκαρφίζεται ο Γκέοργκ για να εκδικηθεί το αφεντικό του έχουν πολύ πλάκα. Βέβαια, και το αφεντικό δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Θα προσπαθήσει και θα καταφέρει να πονέσει ακόμα περισσότερο τον Γκέοργκ. Που θα φτάσει στο σημείο να χάσει τον μόνο άνθρωπο που τον αγαπά πραγματικά: τη γυναίκα του. Ωραία ξεκινάει η ταινία: με αναφορά στους White Stripes και το γεγονός ότι το μοτίβο που δανείστηκαν από την κλασική μουσική στο «Seven Nation Army» έγινε βασικό μοτίβο συνθημάτων που ακούγεται σε διάφορα ποδοσφαιρικά γήπεδα ανά τον κόσμο. Συνεχίζει ωραία: ο Γκέοργκ μένει ενεός μπροστά στη βλακεία και την έλλειψη καλλιέργειας στον κόσμο.
Η ταινία είναι γεμάτη έξυπνες και αστείες σκηνές και μία τουλάχιστον υπέροχη γυναίκα, την πανέμορφη Crina Semciuc, που υποδύεται την Ρουμάνα κοπέλα του νέου φίλου (από τα παλιά) του Γκέοργκ. Ο Hader ξέρει να εκμεταλλεύεται άριστα τόσο τη μουσική υπόκρουση όσο και τα σκηνικά: οι σκηνές που λαμβάνουν χώρα στο χιόνι είναι απίστευτες – και όμορφες και αστείες. Από κάποια στιγμή και μετά, όμως, επαναλαμβάνεται και η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε ένα πιο δυνατό φινάλε, που να μην έχει σχέση με την επιβεβαίωση της συζυγικής ευτυχίας. Κι έτσι όμως, μια χαρά ταινία μας προέκυψε!
Το Insyriated του Philippe Van Leeuw (Panorama) είναι μια ταινία μυθοπλασίας – ίσως η πρώτη – η οποία μιλάει για τη χαίνουσα πληγή της κατάστασης στη σύγχρονη Συρία με τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους υποστηρικτές του Άσαντ και τους αντάρτες υποστηρικτές των Isis. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Van Leeuw. Η προηγούμενή του, το «Le jour où Dieu est parti en voyage» προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2009 και μιλούσε για τη γενοκτονία στη Ρουάντα...
Η υπόθεση: Σε ένα διαμέρισμα κάπου στη Συρία ενώ έξω μαίνεται πόλεμος, και ελεύθεροι σκοπευτές αλλά και βόμβες σκορπούν το θάνατο, η ενεργητική Ουμ Γιαζάν προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά της. Έχει να αντιμετωπίσει βασικές ελλείψεις, όπως εκείνη του νερού. Κάθε έξοδος από το διαμέρισμα ισοδυναμεί με φλερτ με το θάνατο ενώ συχνές είναι και οι επισκέψεις ανδρών, που χτυπούν την αμπαρωμένη πόρτα του διαμερίσματος με θολές και σκοτεινές προθέσεις. Θα καταφέρουν να τη βγάλουν καθαρή κι αυτή τη μέρα; Πώς θα αντιμετωπίσουν τις ακραίες καταστάσεις που θα βιώσουν; Και θα μπορέσει να επιστρέψει ο σύζυγός της Ουμ Γιαζάν, κάτι που προσδοκά με μεγάλη αγωνία;
Η άποψή μας: Ο τίτλος της ταινίας παίζει με το «infuriated», το να γίνεται κάποιος δηλαδή κάποιος έξω φρενών με τις καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Και βέβαια, με τη «Συρία» μέσα στον τίτλο τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Το σπίτι, ο τόπος ευτυχίας της οικογένειας τον παλιό καιρό γίνεται μια μεγάλη φυλακή. Κανείς δεν μπορεί να βγει από αυτήν γιατί έξω παραμονεύει ο θάνατος. Και κανείς δεν πρέπει να μπει σε αυτήν, όχι κάποιος που δεν ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια τουλάχιστον, καθότι μόνο περισσότερο κακό μπορεί να προκαλέσει. Το πρόβλημα με την ταινία του Van Leeuw είναι πως παρά τις καλές της προθέσεις και την προσπάθεια να (επι)κοινωνήσει στον υπόλοιπο κόσμο το θέμα της Συρίας, ο δημιουργός της όχι μόνον επιλέγει έναν πολύ ελλειπτικό τρόπο παρουσίασης από τη μια και από την άλλη σκιαγραφεί τους κακούς με όλα τα κλισέ αυτού του κόσμου. Και λέω «σκιαγραφεί» τους κακούς χωρίς ποτέ να τους κατονομάζει. Μα ποιοι είναι αυτοί οι κακοί τέλος πάντων; Θέτει μια σειρά από ηθικά διλήμματα που καταπιέζουν τον θεατή. Η σκηνή του βιασμού πχ είναι σκληρή μεν αλλά και γραφική ταυτόχρονα.
Εντάξει, καταλαβαίνουμε γιατί τη χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης. Μέσα στο διαμέρισμα – φυλακή, οι πολλοί μπορούν να προστατευθούν πίσω από κλειδωμένες πόρτες ενώ για τη σωτηρία των πολλών ένα μέλος θα βιώσει τα πάνδεινα. Είναι ηθικά σωστό; Μήπως η Ουμ Γιαζάν θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά; Η Hiam Abbass για άλλη μια φορά είναι εξαιρετική στο ρόλο της, όμως από την ταινία περιμέναμε περισσότερα. Και το γεγονός ότι κατά 90% όλη η δράση λαμβάνει χώρα στον περίκλειστο χώρο ενός διαμερίσματος το όλον θυμίζει θεατρικό. Over and out.
Η υπόθεση: Σε ένα διαμέρισμα κάπου στη Συρία ενώ έξω μαίνεται πόλεμος, και ελεύθεροι σκοπευτές αλλά και βόμβες σκορπούν το θάνατο, η ενεργητική Ουμ Γιαζάν προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ενωμένη την οικογένειά της. Έχει να αντιμετωπίσει βασικές ελλείψεις, όπως εκείνη του νερού. Κάθε έξοδος από το διαμέρισμα ισοδυναμεί με φλερτ με το θάνατο ενώ συχνές είναι και οι επισκέψεις ανδρών, που χτυπούν την αμπαρωμένη πόρτα του διαμερίσματος με θολές και σκοτεινές προθέσεις. Θα καταφέρουν να τη βγάλουν καθαρή κι αυτή τη μέρα; Πώς θα αντιμετωπίσουν τις ακραίες καταστάσεις που θα βιώσουν; Και θα μπορέσει να επιστρέψει ο σύζυγός της Ουμ Γιαζάν, κάτι που προσδοκά με μεγάλη αγωνία;
Η άποψή μας: Ο τίτλος της ταινίας παίζει με το «infuriated», το να γίνεται κάποιος δηλαδή κάποιος έξω φρενών με τις καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Και βέβαια, με τη «Συρία» μέσα στον τίτλο τα πράγματα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Το σπίτι, ο τόπος ευτυχίας της οικογένειας τον παλιό καιρό γίνεται μια μεγάλη φυλακή. Κανείς δεν μπορεί να βγει από αυτήν γιατί έξω παραμονεύει ο θάνατος. Και κανείς δεν πρέπει να μπει σε αυτήν, όχι κάποιος που δεν ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια τουλάχιστον, καθότι μόνο περισσότερο κακό μπορεί να προκαλέσει. Το πρόβλημα με την ταινία του Van Leeuw είναι πως παρά τις καλές της προθέσεις και την προσπάθεια να (επι)κοινωνήσει στον υπόλοιπο κόσμο το θέμα της Συρίας, ο δημιουργός της όχι μόνον επιλέγει έναν πολύ ελλειπτικό τρόπο παρουσίασης από τη μια και από την άλλη σκιαγραφεί τους κακούς με όλα τα κλισέ αυτού του κόσμου. Και λέω «σκιαγραφεί» τους κακούς χωρίς ποτέ να τους κατονομάζει. Μα ποιοι είναι αυτοί οι κακοί τέλος πάντων; Θέτει μια σειρά από ηθικά διλήμματα που καταπιέζουν τον θεατή. Η σκηνή του βιασμού πχ είναι σκληρή μεν αλλά και γραφική ταυτόχρονα.
Εντάξει, καταλαβαίνουμε γιατί τη χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης. Μέσα στο διαμέρισμα – φυλακή, οι πολλοί μπορούν να προστατευθούν πίσω από κλειδωμένες πόρτες ενώ για τη σωτηρία των πολλών ένα μέλος θα βιώσει τα πάνδεινα. Είναι ηθικά σωστό; Μήπως η Ουμ Γιαζάν θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά; Η Hiam Abbass για άλλη μια φορά είναι εξαιρετική στο ρόλο της, όμως από την ταινία περιμέναμε περισσότερα. Και το γεγονός ότι κατά 90% όλη η δράση λαμβάνει χώρα στον περίκλειστο χώρο ενός διαμερίσματος το όλον θυμίζει θεατρικό. Over and out.