του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου
Είναι η μέρα του «T2 Trainspotting»!
Είναι η μέρα του «T2 Trainspotting»!
Σήμερα προβλήθηκε το «T2 Trainspotting» και ήταν λογικό να γίνει... πανικός! Αλλά εδώ δεν θα διαβάσετε κάτι για την ταινία! Γιατί; Μα γιατί, 1ον) η ταινία βγαίνει σε λίγο στις ελληνικές αίθουσες και 2ον) στις βρετανικές παραγωγές, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος ιδιαίτερης αξάν και «βαριών» αγγλικών, πάω πάσο. Να απολαύσω την ταινία θέλω, όχι να μαντέψω τι λένε οι πρωταγωνισταί. Εντάξει, εντάξει, δικαιολογίες...
Η ταινία του Danny Boyle προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα, εκτός συναγωνισμού. Μια ταινία από αυτές που συμμετέχουν στο διαγωνιστικό, η οποία προβλήθηκε σήμερα, ήταν και το «The Dinner» του Oren Moverman. Κι αυτήν την ταινία δεν την είδα (καλά ρε φίλε, πλάκα μας κάνεις; σε λίγο θα μας πεις ότι είδες τίποτα ταινίες από το Κιργιστάν να πούμε και απέφυγες τους χολιγουντιανούς ηθοποιούς). Το έκανα καθώς δεν ήθελα να ξοδέψω δύο ώρες στο σινεμά για να δω το αμερικάνικο ριμέικ της πρόσφατης ιταλικής ταινίας που είδαμε και στη χώρα μας, «Τα δικά μας παιδιά» (I nostri ragazzi, 2014). Αφήστε που ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Richard Gere, πήγε και επισκέφτηκε την φράου Μέρκελ. Γιατί άνθρωπέ μου το έκανες αυτό; Τεςπα, ήρθε η ώρα επιτέλους να σας παρουσιάσουμε τις ταινίες που είδαμε κατά τη διάρκεια της δεύτερης μέρας του φεστιβάλ:
Η ταινία του Danny Boyle προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα, εκτός συναγωνισμού. Μια ταινία από αυτές που συμμετέχουν στο διαγωνιστικό, η οποία προβλήθηκε σήμερα, ήταν και το «The Dinner» του Oren Moverman. Κι αυτήν την ταινία δεν την είδα (καλά ρε φίλε, πλάκα μας κάνεις; σε λίγο θα μας πεις ότι είδες τίποτα ταινίες από το Κιργιστάν να πούμε και απέφυγες τους χολιγουντιανούς ηθοποιούς). Το έκανα καθώς δεν ήθελα να ξοδέψω δύο ώρες στο σινεμά για να δω το αμερικάνικο ριμέικ της πρόσφατης ιταλικής ταινίας που είδαμε και στη χώρα μας, «Τα δικά μας παιδιά» (I nostri ragazzi, 2014). Αφήστε που ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Richard Gere, πήγε και επισκέφτηκε την φράου Μέρκελ. Γιατί άνθρωπέ μου το έκανες αυτό; Τεςπα, ήρθε η ώρα επιτέλους να σας παρουσιάσουμε τις ταινίες που είδαμε κατά τη διάρκεια της δεύτερης μέρας του φεστιβάλ:
Και ξεκινάμε με ταινία του διαγωνιστικού. Το Testről és lélekről (On Body and Soul) λοιπόν της Ildikó Enyedi από την Ουγγαρία αποδεικνύει για ακόμα μία φορά πόσο πολύ έχει προχωρήσει το σινεμά της συγκεκριμένης χώρας, πόσο ποικιλόμορφο είναι και πόσο επικεντρωμένο στον άνθρωπο. Η 62χρονη σκηνοθέτιδα διατέλεσε δύο φορές μέλος της κριτικής επιτροπής της Berlinale, το 1992 και το 1994. Χμ...
Η υπόθεση: Ο Έντρε είναι ένας μεσήλικας, με παράλυτο το αριστερό του χέρι. Είναι ο CEO (!) σε ένα μεγάλο σφαγείο της Βουδαπέστης κι όλοι οι εργαζόμενοι αναφέρονται σε αυτόν ως «το αφεντικό». Η Μαρία είναι μια κτηνίατρος που πηγαίνει να δουλέψει στο συγκεκριμένο σφαγείο, στον ποιοτικό έλεγχο, ως αντικαταστάτρια της κτηνιάτρου που δουλεύει συνήθως εκεί, η οποία παίρνει άδεια εγκυμοσύνης. Της Μαρίας δεν της αρέσει να τη λένε «Μαρίκα» και κυρίως, να την αγγίζουν. Οι δύο αυτοί μοναχικοί άνθρωποι έρχονται κοντά, αλλά (κυρίως εξαιτίας της Μαρίας) τα πράγματα δεν προχωράνε. Κάποια στιγμή διαπιστώνουν πως το όνειρο που βλέπουν κάθε βράδυ το βλέπουν, ίδιο και απαράλλαχτο και οι δυο τους! Σε ένα χιονισμένο δάσος, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό ελάφι, ζουν μαζί. Κάθε βράδυ, κάτι διαφορετικό συμβαίνει με τα ελάφια. Οι δύσκολοι στην επικοινωνία αυτοί άνθρωποι θα προσπαθήσουν να είναι μαζί όχι μόνο στον ύπνο τους αλλά και στον ξύπνιο τους. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι δομημένη ως τρία διακριτά μέρη, που ενώνονται το ένα με το άλλο. Έχουμε αρχικά τις σκηνές στο σφαγείο. Αυτές χαρακτηρίζονται από άκρατο ρεαλισμό και από τόσο αίμα, που κάποιοι μπορεί να μην αντέξουν (όπως ένας αστυνομικός μέσα στην ταινία). Αυτά που βλέπουμε σε αυτό το μέρος ενέχουν θα λέγαμε και λίγο ρόλο ντοκιμαντέρ. Μετά, έχουμε τις σκηνές των ονείρων. Τα ελάφια στο χιονισμένο δάσος. Το αρσενικό και το θηλυκό. Τα βλέπουμε σε διάφορες φάσεις. Να πλησιάζουν το ένα το άλλο, να τρέχουν, να πίνουν νερό, να τρώνε φύλλα. Αυτές είναι οι πιο όμορφες σκηνές της ταινίας. Είναι υπέροχες και βγάζουν προς τα έξω μια ηρεμία, έναν λυρισμό, μια ποίηση. Φοβερή αντίστιξη και αντιπαράθεση με τις σκηνές στο σφαγείο, έτσι; Και τα δύο, όμως, είναι από τη ζωή βγαλμένα, όπως θα έλεγε και ο Στάθης Παναγιωτόπουλος.
Και μετά, βεβαίως, έχουμε τις σκηνές των δύο μοναχικών ανθρώπων. Που εργάζονται στο σφαγείο και ονειρεύονται το ίδιο όνειρο κάθε φορά. Εδώ, την προσοχή μας τραβάει κυρίως η Μαρία. Η Μαρία που έχει πρόβλημα οικειότητας και συμπεριφοράς, που πάει σε ψυχίατρο για να το λύσει, που μόνη της καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει, δημοσίως, όμως, φαίνεται πιο «ξύλινη» κι από ένα δέντρο, πιο ψυχρή από τον ίδιο τον πάγο! Οι συναντήσεις των δύο είναι γεμάτες αμηχανία, αλλά είναι ολοφάνερο πως αρέσουν ο ένας στον άλλο. Όταν παρά την υπεράνθρωπη για τα δεδομένα της προσπάθεια να «τα φτιάξει» με τον Έντρε αποτυγχάνει, η Μαρία κάνει κάτι πολύ δραστικό, αποφασιστικό και (σε άλλες ταινίες) τελεσίδικο. Όχι όμως εδώ, όχι σε αυτήν την ταινία. Γιατί αυτή η ταινία αποφασίζει να ελαφρύνει την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι με μπόλικο, ιδιότροπο χιούμορ! Ένα τραγούδι που ξαφνικά παύει να παίζει στο cd και ένα τηλεφώνημα που το περιμέναμε τόσο πολύ, δίνουν ετυμηγορία ζωής. Και ναι, υπάρχουν απόπειρες αυτοκτονίας που μπορούν να βγάλουν γέλιο. Τώρα, γιατί την απόπειρα την κάνει η γυναίκα κι αν αυτό είναι φεμινιστικό κτλ, είναι λίγο too much για να ασχοληθούμε σοβαρά μαζί του, σωστά; Χιούμορ υπάρχει και με την ψυχίατρο και με το φοβερό μνημονικό της Μαρίας και με το ότι το πρώτο τραγούδι που διαλέγει να ακούσει η Μαρία προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί (σύμφωνα με παραίνεση του ψυχιάτρου της) είναι ένα βαρύ trash metal! Ευτυχώς, τη λύση δίνει η Laura Marling!
Όμορφη ταινία, με ιδιαίτερο ρομαντικό χαρακτήρα, με μέτρια (μη) ερμηνεία από τον άνδρα πρωταγωνιστή, που ίσως να μην χρειαζόταν τόσες πολλές λεπτομέρειες από τις σκηνές στο σφαγείο, σκηνές οι οποίες ενδεχομένως να «πετάξουν έξω» κάποιους από τους θεατές.
Η υπόθεση: Ο Έντρε είναι ένας μεσήλικας, με παράλυτο το αριστερό του χέρι. Είναι ο CEO (!) σε ένα μεγάλο σφαγείο της Βουδαπέστης κι όλοι οι εργαζόμενοι αναφέρονται σε αυτόν ως «το αφεντικό». Η Μαρία είναι μια κτηνίατρος που πηγαίνει να δουλέψει στο συγκεκριμένο σφαγείο, στον ποιοτικό έλεγχο, ως αντικαταστάτρια της κτηνιάτρου που δουλεύει συνήθως εκεί, η οποία παίρνει άδεια εγκυμοσύνης. Της Μαρίας δεν της αρέσει να τη λένε «Μαρίκα» και κυρίως, να την αγγίζουν. Οι δύο αυτοί μοναχικοί άνθρωποι έρχονται κοντά, αλλά (κυρίως εξαιτίας της Μαρίας) τα πράγματα δεν προχωράνε. Κάποια στιγμή διαπιστώνουν πως το όνειρο που βλέπουν κάθε βράδυ το βλέπουν, ίδιο και απαράλλαχτο και οι δυο τους! Σε ένα χιονισμένο δάσος, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό ελάφι, ζουν μαζί. Κάθε βράδυ, κάτι διαφορετικό συμβαίνει με τα ελάφια. Οι δύσκολοι στην επικοινωνία αυτοί άνθρωποι θα προσπαθήσουν να είναι μαζί όχι μόνο στον ύπνο τους αλλά και στον ξύπνιο τους. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι δομημένη ως τρία διακριτά μέρη, που ενώνονται το ένα με το άλλο. Έχουμε αρχικά τις σκηνές στο σφαγείο. Αυτές χαρακτηρίζονται από άκρατο ρεαλισμό και από τόσο αίμα, που κάποιοι μπορεί να μην αντέξουν (όπως ένας αστυνομικός μέσα στην ταινία). Αυτά που βλέπουμε σε αυτό το μέρος ενέχουν θα λέγαμε και λίγο ρόλο ντοκιμαντέρ. Μετά, έχουμε τις σκηνές των ονείρων. Τα ελάφια στο χιονισμένο δάσος. Το αρσενικό και το θηλυκό. Τα βλέπουμε σε διάφορες φάσεις. Να πλησιάζουν το ένα το άλλο, να τρέχουν, να πίνουν νερό, να τρώνε φύλλα. Αυτές είναι οι πιο όμορφες σκηνές της ταινίας. Είναι υπέροχες και βγάζουν προς τα έξω μια ηρεμία, έναν λυρισμό, μια ποίηση. Φοβερή αντίστιξη και αντιπαράθεση με τις σκηνές στο σφαγείο, έτσι; Και τα δύο, όμως, είναι από τη ζωή βγαλμένα, όπως θα έλεγε και ο Στάθης Παναγιωτόπουλος.
Και μετά, βεβαίως, έχουμε τις σκηνές των δύο μοναχικών ανθρώπων. Που εργάζονται στο σφαγείο και ονειρεύονται το ίδιο όνειρο κάθε φορά. Εδώ, την προσοχή μας τραβάει κυρίως η Μαρία. Η Μαρία που έχει πρόβλημα οικειότητας και συμπεριφοράς, που πάει σε ψυχίατρο για να το λύσει, που μόνη της καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει, δημοσίως, όμως, φαίνεται πιο «ξύλινη» κι από ένα δέντρο, πιο ψυχρή από τον ίδιο τον πάγο! Οι συναντήσεις των δύο είναι γεμάτες αμηχανία, αλλά είναι ολοφάνερο πως αρέσουν ο ένας στον άλλο. Όταν παρά την υπεράνθρωπη για τα δεδομένα της προσπάθεια να «τα φτιάξει» με τον Έντρε αποτυγχάνει, η Μαρία κάνει κάτι πολύ δραστικό, αποφασιστικό και (σε άλλες ταινίες) τελεσίδικο. Όχι όμως εδώ, όχι σε αυτήν την ταινία. Γιατί αυτή η ταινία αποφασίζει να ελαφρύνει την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι με μπόλικο, ιδιότροπο χιούμορ! Ένα τραγούδι που ξαφνικά παύει να παίζει στο cd και ένα τηλεφώνημα που το περιμέναμε τόσο πολύ, δίνουν ετυμηγορία ζωής. Και ναι, υπάρχουν απόπειρες αυτοκτονίας που μπορούν να βγάλουν γέλιο. Τώρα, γιατί την απόπειρα την κάνει η γυναίκα κι αν αυτό είναι φεμινιστικό κτλ, είναι λίγο too much για να ασχοληθούμε σοβαρά μαζί του, σωστά; Χιούμορ υπάρχει και με την ψυχίατρο και με το φοβερό μνημονικό της Μαρίας και με το ότι το πρώτο τραγούδι που διαλέγει να ακούσει η Μαρία προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί (σύμφωνα με παραίνεση του ψυχιάτρου της) είναι ένα βαρύ trash metal! Ευτυχώς, τη λύση δίνει η Laura Marling!
Όμορφη ταινία, με ιδιαίτερο ρομαντικό χαρακτήρα, με μέτρια (μη) ερμηνεία από τον άνδρα πρωταγωνιστή, που ίσως να μην χρειαζόταν τόσες πολλές λεπτομέρειες από τις σκηνές στο σφαγείο, σκηνές οι οποίες ενδεχομένως να «πετάξουν έξω» κάποιους από τους θεατές.
Το Hostages του Rezo Gigineishvili (Panorama Special) είναι μια συμπαραγωγή Ρωσίας, Γεωργίας και Πολωνίας. Βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα το 1983 στην πρώην ΕΣΣΔ. Μια ιστορία που ακόμα και σήμερα φαίνεται να είναι μια πληγή η οποία δεν λέει να κλείσει. Αυτή είναι η 5η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Gigineishvili και η πρώτη που δεν είναι κωμωδία. Και οι εντυπώσεις που μας άφησε είναι ανάμικτες...
Η υπόθεση: Μπατούμι, Γεωργία, 1983. Μια ομάδα νεαρών κάνει μπάνιο στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας έως ότου μια στρατιωτική περίπολος τους αναγκάζει να βγουν από το νερό. Στις 11 η ώρα ξεκινάει η απαγόρευση – έτσι λέει ο κανονισμός, τους λέει ένας από τους στρατιώτες της περιπόλου. Η παρέα των νεαρών καπνίζει αμερικάνικα τσιγάρα, ακούει Beatles, διασκεδάζει «δυτικά». Δομείται από γιατρούς, ηθοποιούς, έναν παπά στα σπάργανα και τους Άννα και Νίκα, που είναι έτοιμοι να παντρευτούν. Στόχος τους: να το σκάσουν από την ΕΣΣΔ και να πάνε στην Τουρκία. Πώς θα το καταφέρουν; Αμέσως μετά το γάμο, θα ανεβούν στο αεροπλάνο για την Τιφλίδα και θα κάνουν αεροπειρατεία. Μόνο που τα πράγματα δεν θα πάνε έτσι όπως τα είχαν σχεδιάσει. Και η παράτολμη κίνησή τους θα οδηγήσει σε μια εθνική τραγωδία...
Η άποψή μας: Μια από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις που καλείται να απαντήσει ένας κομουνιστής είναι η εξής: «ε, αφού περνούσαν τόσο καλά στον κομουνισμό, γιατί όλοι ήθελαν να φύγουν και να πάνε στη δύση;». Η απάντηση δυστυχώς δεν είναι πειστική. Αλλά υπάρχουμε κι εμείς που πιστεύουμε πως τη δεύτερη φορά τα λάθη του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν θα επαναληφθούν! Στην ταινία μας τώρα. Ο σκηνοθέτης γυρίζει την ταινία με χαρακτηριστικά καθαρά φεστιβαλικά. Θέλω να πω, φανταστείτε τι χολιγουντιανή ταινία θα προέκυπτε με βάση πραγματικό γεγονός και αεροπειρατεία! Ε, εδώ, ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει (έστω και ελλειπτικά) τα πρόσωπα πίσω από το συμβάν, να εμβαθύνει, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει. Μας δείχνει την κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση και ειδικότερα στη Γεωργία εκείνη την εποχή. Πολλοί από τους νέους καταπιεζόταν από την κατάσταση στη χώρα τους και επιθυμούσαν ελευθερία, χωρίς να φοβούνται ανά πάσα ώρα και στιγμή την εμφάνιση κάποιου πράκτορα της KGB, που θα τους έκανε τη ζωή δύσκολη.
Ο Gigineishvili χτίζει την ταινία του μεθοδικά, με υπομονή, παίρνει το χρόνο του, δεν εκβιάζει καταστάσεις. Το... κακό είναι πως η ταινία διαθέτει μόνο δύο σκηνές που πραγματικά είναι σπουδαίες. Η μία είναι η σκηνή του γλεντιού του γάμου, όπου ο σκηνοθέτης δίνει ρέστα με την κίνηση της κάμερας και τη χρήση εξαιρετικής μουσική. Και η άλλη είναι η σκηνή της αεροπειρατείας, σκηνή που βγάζει μπόλικο ρεαλισμό, ένταση, αψάδα. Ενδιαφέρουσα ως θέμα η ταινία, που θα της έπρεπε διαφορετική κινηματογραφική αντιμετώπιση.
Η υπόθεση: Μπατούμι, Γεωργία, 1983. Μια ομάδα νεαρών κάνει μπάνιο στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας έως ότου μια στρατιωτική περίπολος τους αναγκάζει να βγουν από το νερό. Στις 11 η ώρα ξεκινάει η απαγόρευση – έτσι λέει ο κανονισμός, τους λέει ένας από τους στρατιώτες της περιπόλου. Η παρέα των νεαρών καπνίζει αμερικάνικα τσιγάρα, ακούει Beatles, διασκεδάζει «δυτικά». Δομείται από γιατρούς, ηθοποιούς, έναν παπά στα σπάργανα και τους Άννα και Νίκα, που είναι έτοιμοι να παντρευτούν. Στόχος τους: να το σκάσουν από την ΕΣΣΔ και να πάνε στην Τουρκία. Πώς θα το καταφέρουν; Αμέσως μετά το γάμο, θα ανεβούν στο αεροπλάνο για την Τιφλίδα και θα κάνουν αεροπειρατεία. Μόνο που τα πράγματα δεν θα πάνε έτσι όπως τα είχαν σχεδιάσει. Και η παράτολμη κίνησή τους θα οδηγήσει σε μια εθνική τραγωδία...
Η άποψή μας: Μια από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις που καλείται να απαντήσει ένας κομουνιστής είναι η εξής: «ε, αφού περνούσαν τόσο καλά στον κομουνισμό, γιατί όλοι ήθελαν να φύγουν και να πάνε στη δύση;». Η απάντηση δυστυχώς δεν είναι πειστική. Αλλά υπάρχουμε κι εμείς που πιστεύουμε πως τη δεύτερη φορά τα λάθη του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν θα επαναληφθούν! Στην ταινία μας τώρα. Ο σκηνοθέτης γυρίζει την ταινία με χαρακτηριστικά καθαρά φεστιβαλικά. Θέλω να πω, φανταστείτε τι χολιγουντιανή ταινία θα προέκυπτε με βάση πραγματικό γεγονός και αεροπειρατεία! Ε, εδώ, ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει (έστω και ελλειπτικά) τα πρόσωπα πίσω από το συμβάν, να εμβαθύνει, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει. Μας δείχνει την κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση και ειδικότερα στη Γεωργία εκείνη την εποχή. Πολλοί από τους νέους καταπιεζόταν από την κατάσταση στη χώρα τους και επιθυμούσαν ελευθερία, χωρίς να φοβούνται ανά πάσα ώρα και στιγμή την εμφάνιση κάποιου πράκτορα της KGB, που θα τους έκανε τη ζωή δύσκολη.
Ο Gigineishvili χτίζει την ταινία του μεθοδικά, με υπομονή, παίρνει το χρόνο του, δεν εκβιάζει καταστάσεις. Το... κακό είναι πως η ταινία διαθέτει μόνο δύο σκηνές που πραγματικά είναι σπουδαίες. Η μία είναι η σκηνή του γλεντιού του γάμου, όπου ο σκηνοθέτης δίνει ρέστα με την κίνηση της κάμερας και τη χρήση εξαιρετικής μουσική. Και η άλλη είναι η σκηνή της αεροπειρατείας, σκηνή που βγάζει μπόλικο ρεαλισμό, ένταση, αψάδα. Ενδιαφέρουσα ως θέμα η ταινία, που θα της έπρεπε διαφορετική κινηματογραφική αντιμετώπιση.
Το Centaur του Aktan Arym Kubat από το Κιργιστάν (Panorama) είναι από εκείνες τις ταινίες που τις βλέπεις και, τελειώνοντας, νιώθεις καλύτερος άνθρωπος! Να σημειώσουμε εδώ ότι μεταξύ των παραγωγών της ταινίας είναι και ο Θανάσης Καραθάνος.
Η υπόθεση: Σε ένα χωριό, στα βουνά έξω από το Μπίσκεκ, την πρωτεύουσα του Κιργιστάν, ζει ο Κένταυρος. Είναι το παρατσούκλι ενός ανθρώπου που επί χρόνια ήταν ο μηχανικός προβολής στο σινεμά του χωριού. Και είναι το παρατσούκλι του επειδή του αρέσουν πολύ τα άλογα, να καλπάζει μαζί τους. Τόσο ώστε να κλέβει όποτε του δίνεται η ευκαιρία πανάκριβα άλογα – δρομείς, να τα ιππεύει για μια νύχτα και να τα αφήνει μετά ελεύθερα. Είναι παντρεμένος με μια κωφάλαλη γυναίκα που τον αγαπάει κι είχε έναν πιτσιρικά γιο που ενώ μπορεί να μιλήσει, αρνείται. Κατά τα άλλα, δεν συμβαίνουν και πολλά άλλα στο χωριό. Κουτσομπολιό, αγροτικές εργασίες, συλλογικό χτίσιμο σπιτιών και άνοδος του ισλαμισμού αποτελούν την καθημερινότητα. Η συμπάθεια που δείχνει ο Κένταυρος σε μια χήρα και τα κρούσματα κλοπής αλόγων για τα οποία αρχικά δεν κατηγορείται ως υπεύθυνος, οδηγούν τα πράγματα σε αδιέξοδους ατραπούς...
Η άποψή μας: Ο ίδιος ο σκηνοθέτης κρατάει τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο του Κένταυρου, έχοντας συνυπογράψει και το σενάριο. Σοφή επιλογή, καθώς έχει τη φάτσα και το ταμπεραμέντο να παίξει τον δυνατό αυτό χαρακτήρα. Όπως λέει και μια παροιμία από το Κιργιστάν «Τα άλογα είναι τα φτερά των ανθρώπων». Γι' αυτό και κάθε φορά που ιππεύει κάποιο άλογο που κλέβει, ανοίγει τα χέρια του διάπλατα καλπάζοντας, μοιάζοντας με τους μυθολογικούς Κενταύρους αλλά και με τον... Kevin Costner από το «Χορεύοντας με τους λύκους»! Ο Κένταυρος είναι δυσαρεστημένος με τους συγχωριανούς του αρχικά και με τους συμπατριώτες του γενικότερα. Έχασαν την επαφή που είχαν με τα άλογα (όντας επί αιώνες ένας νομαδικός λαός), αστικοποιήθηκαν και ξέχασαν να πετούν! Η αλληγορία της ταινίας είναι ολοφάνερη. Μαζί με το βόλεμα στα σπίτια, οι Κιργίσιοι, χάνοντας την επαφή με τα άλογα, με τη φύση, άφησαν χώρο για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό να θριαμβεύσει. Στο φινάλε αποκαλύπτεται πως ο χώρος θρησκευτικής λατρείας, το τζαμί σαν να λέμε του χωριού, ήταν ο παλιός κινηματογράφος! Εκεί όπου μεταξύ ινδικών υπερθεαμάτων του Μπόλιγουντ, ο Κένταυρος προέβαλε και ταινίες με... άλογα!
Πραγματικά όμορφη ταινία, με τρομερά λειτουργική σκηνοθεσία, άψογες ερμηνείες, γυναίκες πέρα από την πρώτη νιότη τους που δείχνουν αγέρωχες και με βλέμμα και πρόσωπο αντίστοιχα μιας ομορφιάς που απλά παλιώνει και δεν αλλοιώνεται, δυνατά νοήματα (εδώ, το οικολογικό θέμα στη σκηνή ξεσπάσματος του Κενταύρου όταν ο αδελφός του τον ρωτάει γιατί κλέβει άλογα, είναι μεν συγκινητικό αλλά και λίγο αφελές – μικρό το κακό), χιούμορ (το τι κάνει ο Κένταυρος στις χήνες που χρησιμοποιεί ένας ιδιοκτήτης αλόγου για συναγερμό, όπως στη Ρώμη, πρέπει να το δείτε) και ένα φινάλε δραματικό, υπέροχο και πάλι φορτωμένο ιδεολογικά και συμβολικά. Δεν ξέρω αν κάποια εταιρία φέρει την ταινία ποτέ στην Ελλάδα, αλλά πραγματικά, αν σας δοθεί η ευκαιρία, να τη δείτε.
Η υπόθεση: Σε ένα χωριό, στα βουνά έξω από το Μπίσκεκ, την πρωτεύουσα του Κιργιστάν, ζει ο Κένταυρος. Είναι το παρατσούκλι ενός ανθρώπου που επί χρόνια ήταν ο μηχανικός προβολής στο σινεμά του χωριού. Και είναι το παρατσούκλι του επειδή του αρέσουν πολύ τα άλογα, να καλπάζει μαζί τους. Τόσο ώστε να κλέβει όποτε του δίνεται η ευκαιρία πανάκριβα άλογα – δρομείς, να τα ιππεύει για μια νύχτα και να τα αφήνει μετά ελεύθερα. Είναι παντρεμένος με μια κωφάλαλη γυναίκα που τον αγαπάει κι είχε έναν πιτσιρικά γιο που ενώ μπορεί να μιλήσει, αρνείται. Κατά τα άλλα, δεν συμβαίνουν και πολλά άλλα στο χωριό. Κουτσομπολιό, αγροτικές εργασίες, συλλογικό χτίσιμο σπιτιών και άνοδος του ισλαμισμού αποτελούν την καθημερινότητα. Η συμπάθεια που δείχνει ο Κένταυρος σε μια χήρα και τα κρούσματα κλοπής αλόγων για τα οποία αρχικά δεν κατηγορείται ως υπεύθυνος, οδηγούν τα πράγματα σε αδιέξοδους ατραπούς...
Η άποψή μας: Ο ίδιος ο σκηνοθέτης κρατάει τον βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο του Κένταυρου, έχοντας συνυπογράψει και το σενάριο. Σοφή επιλογή, καθώς έχει τη φάτσα και το ταμπεραμέντο να παίξει τον δυνατό αυτό χαρακτήρα. Όπως λέει και μια παροιμία από το Κιργιστάν «Τα άλογα είναι τα φτερά των ανθρώπων». Γι' αυτό και κάθε φορά που ιππεύει κάποιο άλογο που κλέβει, ανοίγει τα χέρια του διάπλατα καλπάζοντας, μοιάζοντας με τους μυθολογικούς Κενταύρους αλλά και με τον... Kevin Costner από το «Χορεύοντας με τους λύκους»! Ο Κένταυρος είναι δυσαρεστημένος με τους συγχωριανούς του αρχικά και με τους συμπατριώτες του γενικότερα. Έχασαν την επαφή που είχαν με τα άλογα (όντας επί αιώνες ένας νομαδικός λαός), αστικοποιήθηκαν και ξέχασαν να πετούν! Η αλληγορία της ταινίας είναι ολοφάνερη. Μαζί με το βόλεμα στα σπίτια, οι Κιργίσιοι, χάνοντας την επαφή με τα άλογα, με τη φύση, άφησαν χώρο για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό να θριαμβεύσει. Στο φινάλε αποκαλύπτεται πως ο χώρος θρησκευτικής λατρείας, το τζαμί σαν να λέμε του χωριού, ήταν ο παλιός κινηματογράφος! Εκεί όπου μεταξύ ινδικών υπερθεαμάτων του Μπόλιγουντ, ο Κένταυρος προέβαλε και ταινίες με... άλογα!
Πραγματικά όμορφη ταινία, με τρομερά λειτουργική σκηνοθεσία, άψογες ερμηνείες, γυναίκες πέρα από την πρώτη νιότη τους που δείχνουν αγέρωχες και με βλέμμα και πρόσωπο αντίστοιχα μιας ομορφιάς που απλά παλιώνει και δεν αλλοιώνεται, δυνατά νοήματα (εδώ, το οικολογικό θέμα στη σκηνή ξεσπάσματος του Κενταύρου όταν ο αδελφός του τον ρωτάει γιατί κλέβει άλογα, είναι μεν συγκινητικό αλλά και λίγο αφελές – μικρό το κακό), χιούμορ (το τι κάνει ο Κένταυρος στις χήνες που χρησιμοποιεί ένας ιδιοκτήτης αλόγου για συναγερμό, όπως στη Ρώμη, πρέπει να το δείτε) και ένα φινάλε δραματικό, υπέροχο και πάλι φορτωμένο ιδεολογικά και συμβολικά. Δεν ξέρω αν κάποια εταιρία φέρει την ταινία ποτέ στην Ελλάδα, αλλά πραγματικά, αν σας δοθεί η ευκαιρία, να τη δείτε.