του Θόδωρου Γιαχουστίδη
67η Berlinale: Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου
Πολιτική και φεστιβάλ
Πολιτική και φεστιβάλ
Είναι το φεστιβάλ Βερολίνου το πιο πολιτικό από τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ; Σίγουρα είναι. Κι αυτό δηλώθηκε σε όλους τους τόνους κατά τη διάρκεια της εφετινής επίσημης τελετής έναρξης. Κι όχι μόνο από την επί χρόνια βασική παρουσιάστρια της τελετής, την μπριόζα και σούπερ Anke Engelke. Που τι είπε μεταξύ των άλλων ο στόμας της; «Το ''La La Land'' είναι μια πάρα πολύ ωραία, που πάει για 14 Όσκαρ. Κατά πως φαίνεται το ''La La Land'' θα είναι και η μόνη χώρα που θα απομείνει στην Ενωμένη Ευρώπη»! Άουτς! Καρφάρα, έτσι; Και ο Dieter Kosslick, διευθυντής του φεστιβάλ επί πάρα πολλά χρόνια τόνισε την πολιτική σημασία του συγκεκριμένου φεστιβάλ, αλλά και ο δήμαρχος του Βερολίνου, ο Michael Müller, έδωσε έναν λόγο όπου μεταξύ των άλλων είπε πως ο ρατσισμός και ο λαϊκισμός δεν κατοικοεδρεύουν μόνο στην Ουάσινγκτον (επίσης, φοβερό καρφί για Τραμπ) αλλά πως γιγαντώνονται και στην Ευρώπη και πως ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η αντίσταση! Και μάλιστα μίλησε για κουλτούρα καλωσορίσματος των μεταναστών! Τι να πω, όντως πολιτικά φορτισμένοι οι λόγοι.
Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλο μεγάλο φεστιβάλ που να δείχνει τόσα πολλά ντοκιμαντέρ, να παίζει τόσες πολλές ταινίες με ήρωες ομοφυλόφιλους, αλλά να έχει και τμήμα ειδικά για τα παιδιά!
Κάθε φορά που πάω στο Βερολίνο για την Berlinale, το έχω τάμα να πηγαίνω σε τουλάχιστον μία αίθουσα προβολής, στην οποία δεν έχω πάει τα προηγούμενα χρόνια. Πέρσι ήταν ο κινηματογράφος International, φέτος ήταν το φοβερό και τρομερό Friedrichstadt-Palast! Η μεγαλύτερη αίθουσα κινηματογράφου της Berlinale! Διαθέτει 1895 θέσεις! Και οι διαστάσεις της οθόνης είναι 21 μέτρα μήκος και 9 μέτρα ύψος!!! Τεράστια! Χαώδης! Εκεί είδαμε την τελετή έναρξης σε σύνδεση με το Berlinale Palast, εκεί βρέθηκαν και οι συντελεστές της ταινίας που σήμανε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, εκεί είδαμε από κοντά την υπερταλαντούχα και όμορφη Cecile de France. Άιντε, πάμε στις ταινίες λέμε!!!
Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλο μεγάλο φεστιβάλ που να δείχνει τόσα πολλά ντοκιμαντέρ, να παίζει τόσες πολλές ταινίες με ήρωες ομοφυλόφιλους, αλλά να έχει και τμήμα ειδικά για τα παιδιά!
Κάθε φορά που πάω στο Βερολίνο για την Berlinale, το έχω τάμα να πηγαίνω σε τουλάχιστον μία αίθουσα προβολής, στην οποία δεν έχω πάει τα προηγούμενα χρόνια. Πέρσι ήταν ο κινηματογράφος International, φέτος ήταν το φοβερό και τρομερό Friedrichstadt-Palast! Η μεγαλύτερη αίθουσα κινηματογράφου της Berlinale! Διαθέτει 1895 θέσεις! Και οι διαστάσεις της οθόνης είναι 21 μέτρα μήκος και 9 μέτρα ύψος!!! Τεράστια! Χαώδης! Εκεί είδαμε την τελετή έναρξης σε σύνδεση με το Berlinale Palast, εκεί βρέθηκαν και οι συντελεστές της ταινίας που σήμανε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, εκεί είδαμε από κοντά την υπερταλαντούχα και όμορφη Cecile de France. Άιντε, πάμε στις ταινίες λέμε!!!
Το Django λοιπόν του πρωτοεμφανιζόμενου Etienne Comar (Διαγωνιστικό) ήταν η ταινία εκείνη που σήμανε την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ. Και συνάδει μια χαρά με τη λογική του φεστιβάλ σε ότι αφορά το πολιτικό σινεμά. Οι Γερμανοί, τουλάχιστον αυτοί που εργάζονται για το φεστιβάλ ή παρακολουθούν τις ταινίες του, δεν έχουν κανένα πρόβλημα όχι μόνο να εκθέσουν τον παραλογισμό και την απανθρωπιά του ναζισμού αλλά και να τον στηλιτεύσουν. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Φανταστείτε κάτι ταμπού στην ελληνική ιστορία να έρχεται και να επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο μέσω ταινιών και να σκιαγραφείται με αρνητικά χρώματα. Πανικός θα γινόταν...
Η υπόθεση: Γαλλία, 1943. Η χώρα βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή. Αυτό δεν εμποδίζει τον ταλαντούχο κιθαρίστα και συνθέτη Django Reinhardt να διασκεδάζει το κοινό του στο Παρίσι με την έξυπνη και ξεσηκωτική «τσιγγάνικη σουίνγκ» μουσική του. Κι ενώ πολλοί τσιγγάνοι και ρομά γίνονται στόχος ρατσιστικών καταδιώξεων, συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή δολοφονούνται εν ψυχρώ, ο Django πιστεύει πως ο ίδιος, η οικογένειά του και οι συνεργάτες του δεν κινδυνεύουν, εξαιτίας της δημοφιλίας του. Κάποια στιγμή καταλαβαίνει πως ένας αξιωματικός των Ναζί, ο «δόκτωρ τζαζ» όπως τον αποκαλούν, είναι εκείνος που τον προστατεύει ουσιαστικά. Και κάποιοι στιγμή ζητάω το αντίτιμο της προστασίας: ζητάει από τον Django να κάνει τουρνέ στη Γερμανία, προκειμένου να υπερκεράσει τη μόδα της «νέγρικης μουσικής» από τις ΗΠΑ, που κυριαρχεί. Ο Django αρνείται. Η Louise de Klerk, λάτρης της μουσικής του Django και του ιδίου αλλά και μέλος της Αντίστασης, τον πείθει να πάρει την έγκυο σύζυγό του και τη θεά μητέρα του και να πάνε σε ένα χωριό, στα σύνορα της Ελβετίας, προκειμένου να περάσουν απέναντι, στην ουδέτερη χώρα και να μην κινδυνεύουν πια. Στην περιοχή ο Django συναντά μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του. Και θα περιμένει έως ότου η τοπική αντίσταση αποφασίσει για το timing της «απόδρασής» του, με κίνδυνο μέχρι να συμβεί αυτό, να τον αναγνωρίσουν και να κινδυνεύσει να συλληφθεί...
Η άποψή μας: «Τι θέλεις να κάνουμε;» - «Θέλεις να πάμε σινεμά και να ονειρευτούμε λιγάκι;». Είναι ένας διάλογος που έχει ο Django με τη γυναίκα που τον βοηθάει, με την οποία εννοείται πως συνάπτει και ερωτικό δεσμό. Είναι τόσο ωραίος αυτός ο διάλογος! Σαν μικρό, ερωτικό ραβασάκι στο σινεμά. Η συγκεκριμένη ταινία τώρα δεν μας κάνει να... ονειρευτούμε λιγάκι. Θέλω να πω, μια χαρά τα πάει ο Etienne Comar σκηνοθετικά. Ελέγχει το υλικό του, αναδεικνύει το σενάριο που έχει γράψει ο ίδιος βασισμένος στο βιβλίο «Folles de Django» του Alexis Salatko (που βοήθησε επίσης στο να πάρει η ταινία την τελική της μορφή) και εννοείται ότι πλημμυρίζει την ταινία με την υπέροχη μουσική του Django Reinhardt. Δεν δίνει όμως το κάτι παραπάνω, που θα απογειώσει την ταινία του.
Περισσότερο από τη μουσική περσόνα του Django ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο Django, που δεν νοιάζεται για τον πόλεμο των gadjo (των λευκών), που έχει έναν χαρακτήρα ο οποίος με μεγάλη ευκολία κοροϊδεύει έξυπνα οποιαδήποτε εξουσία λευκών, αλλά εντέλει και απορροφημένος από το σύστημα είναι, και τα παιχνίδια του συστήματος παίζει και είναι από τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν πως όταν το σύστημα πάψει να τον χρειάζεται, θα τον πετάξει σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Στην ταινία βλέπουμε τη σταδιακή του συνειδητοποίηση και τον αγώνα του εντέλει να επιβιώσει. Και λέγονται λίγα πράγματα για τον ταλέντο του. Ο άνθρωπος δεν ήξερε να διαβάζει μουσική. Όπως χαρακτηριστικά απαντάει σε έναν αξιωματικό των Ναζί, που τον χλευάζει για τις... μη γνώσεις του πάνω στη μουσική, όταν τον ρωτάει «δεν ξέρεις μουσική, έτσι;» ο Django απαντάει «ναι, αλλά η μουσική ξέρει εμένα»! Έχοντας έγκαυμα στο ένα του χέρι, μετέτρεψε αυτήν του την αδυναμία σε πλεονέκτημα κι έγινε από τους πιο γρήγορους κιθαρωδούς όλων των εποχών. Κι αν θυμάστε την ταινία του Woody Allen, το «Συμφωνίες και ασυμφωνίες» (1999) ήρωας εκεί ήταν ο κιθαρίστας της τζαζ Emmet Ray (τον υποδυόταν ο Sean Penn), ο οποίος ήταν λάτρης του Django Reinhardt. Η ταινία λοιπόν λειτουργεί και λίγο ως ντοκιμαντέρ, καθότι μαθαίνουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Django και πως τελικά από τη μία κατάφερε να γλυτώσει και από την άλλη πως μετά τη συνειδητοποίησή του έγραψε ένα έργο – ύμνο για τους τσιγγάνους που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αντάμα με τους Εβραίους.
Ο ολοένα και περισσότερο ανερχόμενος Reda Kateb είναι πολύ καλός στον κεντρικό ρόλο, η Cécile De France κάνει για άλλη μια φορά πολύ καλή δουλειά, εκείνη που θα την λατρέψετε όμως στην ταινία είναι η γραία ηθοποιός που υποδύεται τη μητέρα του Django. Η «μάνα Django» είναι πραγματικά θεά! Ενδιαφέρον πορτρέτο, οι μουσικόφιλοι και δη οι τζαζίστες και οι λάτρεις του Reinhardt θα λατρέψουν την ταινία, εμείς περιμέναμε κάτι περισσότερο. Oh well...
Η υπόθεση: Γαλλία, 1943. Η χώρα βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή. Αυτό δεν εμποδίζει τον ταλαντούχο κιθαρίστα και συνθέτη Django Reinhardt να διασκεδάζει το κοινό του στο Παρίσι με την έξυπνη και ξεσηκωτική «τσιγγάνικη σουίνγκ» μουσική του. Κι ενώ πολλοί τσιγγάνοι και ρομά γίνονται στόχος ρατσιστικών καταδιώξεων, συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή δολοφονούνται εν ψυχρώ, ο Django πιστεύει πως ο ίδιος, η οικογένειά του και οι συνεργάτες του δεν κινδυνεύουν, εξαιτίας της δημοφιλίας του. Κάποια στιγμή καταλαβαίνει πως ένας αξιωματικός των Ναζί, ο «δόκτωρ τζαζ» όπως τον αποκαλούν, είναι εκείνος που τον προστατεύει ουσιαστικά. Και κάποιοι στιγμή ζητάω το αντίτιμο της προστασίας: ζητάει από τον Django να κάνει τουρνέ στη Γερμανία, προκειμένου να υπερκεράσει τη μόδα της «νέγρικης μουσικής» από τις ΗΠΑ, που κυριαρχεί. Ο Django αρνείται. Η Louise de Klerk, λάτρης της μουσικής του Django και του ιδίου αλλά και μέλος της Αντίστασης, τον πείθει να πάρει την έγκυο σύζυγό του και τη θεά μητέρα του και να πάνε σε ένα χωριό, στα σύνορα της Ελβετίας, προκειμένου να περάσουν απέναντι, στην ουδέτερη χώρα και να μην κινδυνεύουν πια. Στην περιοχή ο Django συναντά μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του. Και θα περιμένει έως ότου η τοπική αντίσταση αποφασίσει για το timing της «απόδρασής» του, με κίνδυνο μέχρι να συμβεί αυτό, να τον αναγνωρίσουν και να κινδυνεύσει να συλληφθεί...
Η άποψή μας: «Τι θέλεις να κάνουμε;» - «Θέλεις να πάμε σινεμά και να ονειρευτούμε λιγάκι;». Είναι ένας διάλογος που έχει ο Django με τη γυναίκα που τον βοηθάει, με την οποία εννοείται πως συνάπτει και ερωτικό δεσμό. Είναι τόσο ωραίος αυτός ο διάλογος! Σαν μικρό, ερωτικό ραβασάκι στο σινεμά. Η συγκεκριμένη ταινία τώρα δεν μας κάνει να... ονειρευτούμε λιγάκι. Θέλω να πω, μια χαρά τα πάει ο Etienne Comar σκηνοθετικά. Ελέγχει το υλικό του, αναδεικνύει το σενάριο που έχει γράψει ο ίδιος βασισμένος στο βιβλίο «Folles de Django» του Alexis Salatko (που βοήθησε επίσης στο να πάρει η ταινία την τελική της μορφή) και εννοείται ότι πλημμυρίζει την ταινία με την υπέροχη μουσική του Django Reinhardt. Δεν δίνει όμως το κάτι παραπάνω, που θα απογειώσει την ταινία του.
Περισσότερο από τη μουσική περσόνα του Django ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο Django, που δεν νοιάζεται για τον πόλεμο των gadjo (των λευκών), που έχει έναν χαρακτήρα ο οποίος με μεγάλη ευκολία κοροϊδεύει έξυπνα οποιαδήποτε εξουσία λευκών, αλλά εντέλει και απορροφημένος από το σύστημα είναι, και τα παιχνίδια του συστήματος παίζει και είναι από τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν πως όταν το σύστημα πάψει να τον χρειάζεται, θα τον πετάξει σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Στην ταινία βλέπουμε τη σταδιακή του συνειδητοποίηση και τον αγώνα του εντέλει να επιβιώσει. Και λέγονται λίγα πράγματα για τον ταλέντο του. Ο άνθρωπος δεν ήξερε να διαβάζει μουσική. Όπως χαρακτηριστικά απαντάει σε έναν αξιωματικό των Ναζί, που τον χλευάζει για τις... μη γνώσεις του πάνω στη μουσική, όταν τον ρωτάει «δεν ξέρεις μουσική, έτσι;» ο Django απαντάει «ναι, αλλά η μουσική ξέρει εμένα»! Έχοντας έγκαυμα στο ένα του χέρι, μετέτρεψε αυτήν του την αδυναμία σε πλεονέκτημα κι έγινε από τους πιο γρήγορους κιθαρωδούς όλων των εποχών. Κι αν θυμάστε την ταινία του Woody Allen, το «Συμφωνίες και ασυμφωνίες» (1999) ήρωας εκεί ήταν ο κιθαρίστας της τζαζ Emmet Ray (τον υποδυόταν ο Sean Penn), ο οποίος ήταν λάτρης του Django Reinhardt. Η ταινία λοιπόν λειτουργεί και λίγο ως ντοκιμαντέρ, καθότι μαθαίνουμε λεπτομέρειες για τη ζωή του Django και πως τελικά από τη μία κατάφερε να γλυτώσει και από την άλλη πως μετά τη συνειδητοποίησή του έγραψε ένα έργο – ύμνο για τους τσιγγάνους που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αντάμα με τους Εβραίους.
Ο ολοένα και περισσότερο ανερχόμενος Reda Kateb είναι πολύ καλός στον κεντρικό ρόλο, η Cécile De France κάνει για άλλη μια φορά πολύ καλή δουλειά, εκείνη που θα την λατρέψετε όμως στην ταινία είναι η γραία ηθοποιός που υποδύεται τη μητέρα του Django. Η «μάνα Django» είναι πραγματικά θεά! Ενδιαφέρον πορτρέτο, οι μουσικόφιλοι και δη οι τζαζίστες και οι λάτρεις του Reinhardt θα λατρέψουν την ταινία, εμείς περιμέναμε κάτι περισσότερο. Oh well...
Το Es war einmal in Deutschland... (Berlinale Special Gala) μεταφράζεται ως «Ήταν κάποτε στη Γερμανία...», ο αγγλικός τίτλος της ταινίας όμως είναι «Bye Bye Germany». Είναι η φράση που χρησιμοποιούν οι Εβραίοι πρωταγωνιστές της ταινίας και κατά πως φαίνεται τη χρησιμοποιούσαν όλοι οι Εβραίοι που κατόρθωσαν να επιβιώσουν μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και είτε βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στη Γερμανία είτε επέστρεψαν εκεί, μιας που ήταν η πατρίδα τους, μετά την απελευθέρωσή τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή από τα μέρη στα οποία κρύβονταν... Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Sam Garbarski, ο άνθρωπος που 10 χρόνια πριν, και πάλι εδώ στο Βερολίνο, μας είχε προσφέρει μια από τις πιο διασκεδαστικές κινηματογραφικές εμπειρίες με το «Irina Palm», όπου πρωταγωνιστούσε η Marianne Faithfull!
Η υπόθεση: Φρανκφούρτη, 1946. Ο Νταβίντ Μπέρμαν είναι ένας νεαρός πρώην έμπορος, ο οποίος προσπαθεί να στήσει μια προσοδοφόρα επιχείρηση στα ερείπια μιας χώρας γονατισμένης από τον πόλεμο. Όντας Εβραίος, έχει γλυτώσει στο παρά τσακ από του χάρου τα δόντια και το μόνο που θέλει είναι να βγάλει αρκετά χρήματα και να φύγει από τη χώρα με προορισμό την Αμερική. Βρίσκει μερικούς συνοδοιπόρους, Εβραίους, που επίσης γλύτωσαν από το θάνατο και στήνουν μια μπίζνα πώλησης σεντονιών και πετσετών, η οποία αποδεικνύεται αρκούντως προσοδοφόρα. Όμως, τα πράγματα γενικώς δεν πάνε καλά για τον Νταβίντ. Μια Αμερικανίδα γερμανικής και εβραϊκής καταγωγής, μέλος του αμερικάνικου στρατού, τον ανακρίνει. Θέλει να μάθει πως ο Νταβίντ κατόρθωσε να επιβιώσει και αν τελικά ήταν συνεργάτης των Ναζί...
Η άποψή μας: Συγκρίνοντας τη συγκεκριμένη ταινία με την προηγούμενη ταινία στην οποία αναφερθήκαμε στη σημερινή μας ανταπόκριση, το «Django», μπορούμε με ευκολία να πούμε πως ενώ τούτη σκηνοθετικά, από άποψη φωτογραφίας, από άποψη παραγωγής, υπολείπεται σε σχέση με τη γαλλική, εντέλει κερδίζει με μεγαλύτερη ευκολία τον θεατή. Κι αυτό γιατί έχει ένα πιο καλογραμμένο σενάριο και επειδή αυτά που λέει τα λέει με... χιούμορ! Ναι, ξέρω, ταινία για το Ολοκαύτωμα, έστω, μετά το πέρας του και σε κάνει να γελάς; Γιατί όχι; Αν ο δημιουργός καταλαβαίνει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αστείο και τη γελοιοποίηση, όλα καλά. Κι εδώ έχουμε τέτοια περίπτωση.
Ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο Νταβίντ, είναι ένας «ψυχαγωγός». Αυτά που λέει στην... ανακρίτρια του στα διαδοχικά ραντεβού τους είναι... απίστευτα! Επέζησε επειδή ήξερε να λέει ανέκδοτα! Κι όχι μόνον αυτό: ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης εκτιμούσε τόσο πολύ τα αστεία του ώστε τον έστειλε στο Obersalzberg, στο καταφύγιο του Χίτλερ! Κι αυτό επειδή ενώ ο Χίτλερ τα ήξερε όλα (όπως διατείνεται ο αξιωματικός) δεν ήξερε να λέει αστεία! Οπότε, στην επικείμενη συνάντησή του με τον... χωρατατζή Μουσολίνι, χρειαζόταν να πει και ο ίδιος αστεία. Και χρειαζόταν κάποιον για να τον διδάξει πώς λέγονται. Όσα λέει ο Νταβίντ κατά τη διάρκεια των ιδιαίτερων ανακρίσεων είναι απίστευτα! Και εμμέσως ο Garbarski κάνει το σχόλιό του για το ίδιο το σινεμά! Τη μυθοπλασία! Ο Νταβίντ λέει πως αν τελικά συναντούσε τον Χίτλερ (δεν τον συνάντησε, αν δείτε την ταινία θα δείτε γιατί) είχε καταστρώσει σχέδιο να τον δολοφονήσει! Αλήθεια ή ψέμα; Τι σημασία έχει; Κάποια στιγμή λέει ο Νταβίντ: «χρειαζόμαστε τα ψέματα γιατί διαφορετικά η ζωή είναι αβίωτη». Άδικο έχει; Όταν κάποια στιγμή λέει την πάσα αλήθεια στην ανακρίτριά του (η σχέση τους έχει ενδιαφέρον και... εξέλιξη) καταλαβαίνεις τον πόνο που βίωσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Τη φρίκη. Το μαρτύριο. Να κάνεις τον γελωτοποιό για να σώσεις τη ζωή σου. Τραγική ειρωνεία, έτσι;
Όμορφη ταινία, που έκανε πολλούς Γερμανούς να γελάσουν στην αίθουσα με τα πετυχημένα αστεία της. Ο Moritz Bleibtreu στον κεντρικό ρόλο είναι άψογος, όλοι οι ηθοποιοί είναι πολλοί καλοί, γενικώς μια ενδιαφέρουσα ταινία, που στη Θεσσαλονίκη θα έπαιρνε και πολύ χειροκρότημα ή στις Κάννες ξέρω'γω. Στο Βερολίνο είμαστε παιδιά όμως, ας μην το ξεχνάμε αυτό...
Η υπόθεση: Φρανκφούρτη, 1946. Ο Νταβίντ Μπέρμαν είναι ένας νεαρός πρώην έμπορος, ο οποίος προσπαθεί να στήσει μια προσοδοφόρα επιχείρηση στα ερείπια μιας χώρας γονατισμένης από τον πόλεμο. Όντας Εβραίος, έχει γλυτώσει στο παρά τσακ από του χάρου τα δόντια και το μόνο που θέλει είναι να βγάλει αρκετά χρήματα και να φύγει από τη χώρα με προορισμό την Αμερική. Βρίσκει μερικούς συνοδοιπόρους, Εβραίους, που επίσης γλύτωσαν από το θάνατο και στήνουν μια μπίζνα πώλησης σεντονιών και πετσετών, η οποία αποδεικνύεται αρκούντως προσοδοφόρα. Όμως, τα πράγματα γενικώς δεν πάνε καλά για τον Νταβίντ. Μια Αμερικανίδα γερμανικής και εβραϊκής καταγωγής, μέλος του αμερικάνικου στρατού, τον ανακρίνει. Θέλει να μάθει πως ο Νταβίντ κατόρθωσε να επιβιώσει και αν τελικά ήταν συνεργάτης των Ναζί...
Η άποψή μας: Συγκρίνοντας τη συγκεκριμένη ταινία με την προηγούμενη ταινία στην οποία αναφερθήκαμε στη σημερινή μας ανταπόκριση, το «Django», μπορούμε με ευκολία να πούμε πως ενώ τούτη σκηνοθετικά, από άποψη φωτογραφίας, από άποψη παραγωγής, υπολείπεται σε σχέση με τη γαλλική, εντέλει κερδίζει με μεγαλύτερη ευκολία τον θεατή. Κι αυτό γιατί έχει ένα πιο καλογραμμένο σενάριο και επειδή αυτά που λέει τα λέει με... χιούμορ! Ναι, ξέρω, ταινία για το Ολοκαύτωμα, έστω, μετά το πέρας του και σε κάνει να γελάς; Γιατί όχι; Αν ο δημιουργός καταλαβαίνει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αστείο και τη γελοιοποίηση, όλα καλά. Κι εδώ έχουμε τέτοια περίπτωση.
Ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο Νταβίντ, είναι ένας «ψυχαγωγός». Αυτά που λέει στην... ανακρίτρια του στα διαδοχικά ραντεβού τους είναι... απίστευτα! Επέζησε επειδή ήξερε να λέει ανέκδοτα! Κι όχι μόνον αυτό: ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης εκτιμούσε τόσο πολύ τα αστεία του ώστε τον έστειλε στο Obersalzberg, στο καταφύγιο του Χίτλερ! Κι αυτό επειδή ενώ ο Χίτλερ τα ήξερε όλα (όπως διατείνεται ο αξιωματικός) δεν ήξερε να λέει αστεία! Οπότε, στην επικείμενη συνάντησή του με τον... χωρατατζή Μουσολίνι, χρειαζόταν να πει και ο ίδιος αστεία. Και χρειαζόταν κάποιον για να τον διδάξει πώς λέγονται. Όσα λέει ο Νταβίντ κατά τη διάρκεια των ιδιαίτερων ανακρίσεων είναι απίστευτα! Και εμμέσως ο Garbarski κάνει το σχόλιό του για το ίδιο το σινεμά! Τη μυθοπλασία! Ο Νταβίντ λέει πως αν τελικά συναντούσε τον Χίτλερ (δεν τον συνάντησε, αν δείτε την ταινία θα δείτε γιατί) είχε καταστρώσει σχέδιο να τον δολοφονήσει! Αλήθεια ή ψέμα; Τι σημασία έχει; Κάποια στιγμή λέει ο Νταβίντ: «χρειαζόμαστε τα ψέματα γιατί διαφορετικά η ζωή είναι αβίωτη». Άδικο έχει; Όταν κάποια στιγμή λέει την πάσα αλήθεια στην ανακρίτριά του (η σχέση τους έχει ενδιαφέρον και... εξέλιξη) καταλαβαίνεις τον πόνο που βίωσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Τη φρίκη. Το μαρτύριο. Να κάνεις τον γελωτοποιό για να σώσεις τη ζωή σου. Τραγική ειρωνεία, έτσι;
Όμορφη ταινία, που έκανε πολλούς Γερμανούς να γελάσουν στην αίθουσα με τα πετυχημένα αστεία της. Ο Moritz Bleibtreu στον κεντρικό ρόλο είναι άψογος, όλοι οι ηθοποιοί είναι πολλοί καλοί, γενικώς μια ενδιαφέρουσα ταινία, που στη Θεσσαλονίκη θα έπαιρνε και πολύ χειροκρότημα ή στις Κάννες ξέρω'γω. Στο Βερολίνο είμαστε παιδιά όμως, ας μην το ξεχνάμε αυτό...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική