του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Μια φυλακή γεμάτη μνήμες σε μια χώρα που πάσχει από αμνησία...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά»...
Πολύ κατατοπιστικό το δελτίο τύπου που μας στάλθηκε από την εταιρία διανομής σχετικά με το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ. Παραθέτουμε:
«Στα τέλη του 2010 ο Δήμος Τρικάλων ανακοινώνει το σχέδιο αξιοποίησης ενός από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της πόλης, του συγκροτήματος της παλιάς φυλακής. Η φυλακή Τρικάλων χτίστηκε το 1895 σαν ένα από τα πρώτα έργα που χρηματοδότησε το ελληνικό κράτος στη Θεσσαλία, ύστερα από την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς το 1881. Χτίστηκε στις όχθες του ποταμού Ληθαίου, δίπλα σε ένα από τα μεγαλύτερα τεμένη της Ελλάδας που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, το τζαμί του Οσμάν Σαχ, αλλά και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Η φυλακή λειτούργησε ως το 2006, οπότε και εγκαινιάστηκαν νέες κτιριακές εγκαταστάσεις έξω από την πόλη.
Το 2011 ξεκινούν τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ. Πρωταγωνιστές του είναι επτά άνθρωποι που σχετίστηκαν στο παρελθόν με τη φυλακή: ο πολιτικός κρατούμενος και αγωνιστής της αντίστασης Αλκιβιάδης Ζαμπακάς, ο πολιτικός κρατούμενος στην περίοδο της δικτατορίας Θανάσης Αθανάσιου, ο ποινικός κρατούμενος Κώστας Σαμαράς, ο συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος Γιάννης Αγκούμης, ο τελευταίος διευθυντής της φυλακής Βασίλης Ντάφος, η εκπαιδευτικός Έφη Χατζημάνου και η συγγραφέας-ερευνήτρια Μαρούλα Κλιάφα. Οι χαρακτήρες μας ξεναγούν στο εσωτερικό της φυλακής και με τις αφηγήσεις τους ξαναζωντανεύουν τον μικρόκοσμο της, αποκαλύπτοντας τα διαφορετικά στρώματα του πλούσιου παλίμψηστου της ιστορίας της, που κατ’ ουσίαν αντανακλά ολόκληρη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Το φθινόπωρο του 2011, η 19η εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων ανακαλύπτει πως η φυλακή Τρικάλων είναι χτισμένη πάνω σε οθωμανικό λουτρό του 16ου αι. και ξεκινά άμεσα τις εργασίες αποκατάστασής του. Το καλοκαίρι του 2014 ο Δήμος Τρικάλων εξασφαλίζει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τη μετατροπή της παλιάς φυλακής σε “Κέντρο έρευνας- Μουσείο Τσιτσάνη”. Οι εργασίες, που αναμένεται να ολοκληρωθούν μέσα στο 2017, επιφέρουν ολοκληρωτική αλλαγή στη φυσιογνωμία του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα τίποτα να μη θυμίζει τη φυλακή»...
Η υπόθεση: Το 2006 η Φυλακή Τρικάλων κλείνει ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Επτά πρόσωπα που συνδέθηκαν καθοριστικά με τη φυλακή, επιστρέφουν σήμερα σ’ αυτή για να ανασυνθέσουν το παρελθόν της, φωτίζοντας με τις προσωπικές τους αφηγήσεις διαφορετικές όψεις της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας. Τι επιφυλάσσει το μέλλον για το ιστορικό συγκρότημα της φυλακής; Ποια θα είναι η νέα χρήση του; Μια απροσδόκητη ανακάλυψη φέρνει στο φως το κρυμμένο μυστικό του μνημείου και θέτει ένα καίριο ερώτημα: πώς διαχειριζόμαστε την ιστορική μνήμη;
Η άποψή μας: Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος είναι ένας από τους πιο συνεπείς και τους πιο σημαντικούς κινηματογραφιστές που διαθέτει η χώρα μας. Έχει δοκιμαστεί και στη μυθοπλασία αλλά τα καλύτερα δείγματα δουλειάς του τα έχει δώσει στο χώρο του ντοκιμαντέρ. Πριν λίγα μόλις χρόνια, το 2013, ο υπέροχος «Μανάβης» του ήταν μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες εκείνης της χρονιάς. Τώρα, επιστρέφει με ένα ντοκιμαντέρ, που στο 10ο φεστιβάλ Χαλκίδας τιμήθηκε με τα βραβεία καλύτερης σκηνοθεσίας και μουσικής (του Βαγγέλη Φάμπα), ενώ έλαβε μέρος και στο περσινό 18ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Και για άλλη μια φορά είναι – σκηνοθετικά – άψογος. Καθώς έχει ουσιαστικά ως σκηνικό μόνο την ίδια τη φυλακή και τον προαύλιο χώρο της, δεν διαθέτει και πολλές ευκαιρίες για να συνεπάρει τον θεατή με φωτογραφικές καλλιγραφίες.
Οι φυλακές εξ ορισμού είναι άσχημα κτήρια, είναι φτιαγμένες για να στοιβάζονται εκεί εγκληματίες (αλλά όχι μόνο), προκειμένου εμείς, οι «απ' έξω», να συνεχίζουμε να ζούμε τις ζωές μας χωρίς να κινδυνεύουμε από τους «μέσα». Αναγκαστικά, με την αφήγηση και των επτά ανθρώπων, υπάρχει μια αίσθηση επανάληψης: σε πόσες γωνίες να βάλεις την κάμερα; Πόσες φορές να περάσεις μπροστά από τα κρεβάτια των κρατουμένων; Και να ανεβαίνει τη σκάλα ο πρώην διευθυντής με την ομπρέλα του και να μας δείχνει διάφορους χώρους η εκπαιδευτικός και να μας λέει πως στριμώχνονταν λόγω περισσότερου κόσμου απ' όσο άντεχαν τα τετραγωνικά της ο πολιτικός κρατούμενος. Ο χώρος λοιπόν εδώ ορίζει και περιορίζει. Είναι... φυλακή – και για την κάμερα ακόμα! Οπότε, ότι έχει σημασία είναι οι αφηγήσεις.
Εντάξει, όταν μιλάει ο πολιτικός κρατούμενος και λέει για τα ιδανικά της γενιάς του σε αντιπαράθεση με τη σημερινή no politica γενιά, την χωρίς ουσιαστικά ιδανικά, και σπάει η φωνή του από τη συγκίνηση και φεύγει από την κάμερα για να μην τον δούμε να κλαίει, ε, κάτι τέτοιες στιγμές δικαιώνουν τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ. Και η ιστορία για το πως γράφτηκε το περίφημο τραγούδι του Τσιτσάνη έχει ενδιαφέρον. Όπως και ενδιαφέρον, είναι (κάτι που ισχύει σε πάμπολλα ντοκιμαντέρ) το γεγονός ότι είναι σαν ζωντανοί οργανισμοί. Οι δημιουργοί τους ξεκινούν με μια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό τους αλλά στο διάβα του χρόνου της κινηματογράφησης κάποιο στοιχείο, κάποια ανακάλυψη, κάποιο νέο δεδομένο, μπορεί να αλλάξει τη ροή όλης της ταινίας! Κι εδώ συμβαίνει αυτό! Αρχικά, με την ανακάλυψη των τούρκικων λουτρών και κατά δεύτερον με την αλλαγή χρήσης του κτηρίου με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θυμίζει καθόλου πως πριν ήταν φυλακή.
Ωραίο το εύρημα με τους επτά ομιλούντες – συμμετέχοντες στο ντοκιμαντέρ οι οποίοι μόνο ως σκιές μέσα στις φυλακές κοιτάνε έξω από το παράθυρο. Αλλά, δυστυχώς, η προσπάθεια του Κουτσιαμπασάκου να τονίσει πως δεν μπορούμε να σβήνουμε τη Μνήμη με το έτσι θέλω, χωρίς να τη σεβόμαστε, ήτοι, δεν μπορεί στη νέα του χρήση το κτήριο που 110 χρόνια λειτουργούσε ως φυλακή να μην θυμίζει τίποτα από τότε, δεν πετυχαίνει. Ακριβώς επειδή το όλον γίνεται θαρρείς βιαστικά, στο τέλος της ταινίας, μοιάζει forced και άτολμο. Πάντως, σίγουρα ανοίγει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για το τι συνιστά εντέλει συλλογική μνήμη. Και τούτο το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως τέτοια...
Η υπόθεση: Το 2006 η Φυλακή Τρικάλων κλείνει ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Επτά πρόσωπα που συνδέθηκαν καθοριστικά με τη φυλακή, επιστρέφουν σήμερα σ’ αυτή για να ανασυνθέσουν το παρελθόν της, φωτίζοντας με τις προσωπικές τους αφηγήσεις διαφορετικές όψεις της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας. Τι επιφυλάσσει το μέλλον για το ιστορικό συγκρότημα της φυλακής; Ποια θα είναι η νέα χρήση του; Μια απροσδόκητη ανακάλυψη φέρνει στο φως το κρυμμένο μυστικό του μνημείου και θέτει ένα καίριο ερώτημα: πώς διαχειριζόμαστε την ιστορική μνήμη;
Η άποψή μας: Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος είναι ένας από τους πιο συνεπείς και τους πιο σημαντικούς κινηματογραφιστές που διαθέτει η χώρα μας. Έχει δοκιμαστεί και στη μυθοπλασία αλλά τα καλύτερα δείγματα δουλειάς του τα έχει δώσει στο χώρο του ντοκιμαντέρ. Πριν λίγα μόλις χρόνια, το 2013, ο υπέροχος «Μανάβης» του ήταν μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες εκείνης της χρονιάς. Τώρα, επιστρέφει με ένα ντοκιμαντέρ, που στο 10ο φεστιβάλ Χαλκίδας τιμήθηκε με τα βραβεία καλύτερης σκηνοθεσίας και μουσικής (του Βαγγέλη Φάμπα), ενώ έλαβε μέρος και στο περσινό 18ο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Και για άλλη μια φορά είναι – σκηνοθετικά – άψογος. Καθώς έχει ουσιαστικά ως σκηνικό μόνο την ίδια τη φυλακή και τον προαύλιο χώρο της, δεν διαθέτει και πολλές ευκαιρίες για να συνεπάρει τον θεατή με φωτογραφικές καλλιγραφίες.
Οι φυλακές εξ ορισμού είναι άσχημα κτήρια, είναι φτιαγμένες για να στοιβάζονται εκεί εγκληματίες (αλλά όχι μόνο), προκειμένου εμείς, οι «απ' έξω», να συνεχίζουμε να ζούμε τις ζωές μας χωρίς να κινδυνεύουμε από τους «μέσα». Αναγκαστικά, με την αφήγηση και των επτά ανθρώπων, υπάρχει μια αίσθηση επανάληψης: σε πόσες γωνίες να βάλεις την κάμερα; Πόσες φορές να περάσεις μπροστά από τα κρεβάτια των κρατουμένων; Και να ανεβαίνει τη σκάλα ο πρώην διευθυντής με την ομπρέλα του και να μας δείχνει διάφορους χώρους η εκπαιδευτικός και να μας λέει πως στριμώχνονταν λόγω περισσότερου κόσμου απ' όσο άντεχαν τα τετραγωνικά της ο πολιτικός κρατούμενος. Ο χώρος λοιπόν εδώ ορίζει και περιορίζει. Είναι... φυλακή – και για την κάμερα ακόμα! Οπότε, ότι έχει σημασία είναι οι αφηγήσεις.
Εντάξει, όταν μιλάει ο πολιτικός κρατούμενος και λέει για τα ιδανικά της γενιάς του σε αντιπαράθεση με τη σημερινή no politica γενιά, την χωρίς ουσιαστικά ιδανικά, και σπάει η φωνή του από τη συγκίνηση και φεύγει από την κάμερα για να μην τον δούμε να κλαίει, ε, κάτι τέτοιες στιγμές δικαιώνουν τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ. Και η ιστορία για το πως γράφτηκε το περίφημο τραγούδι του Τσιτσάνη έχει ενδιαφέρον. Όπως και ενδιαφέρον, είναι (κάτι που ισχύει σε πάμπολλα ντοκιμαντέρ) το γεγονός ότι είναι σαν ζωντανοί οργανισμοί. Οι δημιουργοί τους ξεκινούν με μια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό τους αλλά στο διάβα του χρόνου της κινηματογράφησης κάποιο στοιχείο, κάποια ανακάλυψη, κάποιο νέο δεδομένο, μπορεί να αλλάξει τη ροή όλης της ταινίας! Κι εδώ συμβαίνει αυτό! Αρχικά, με την ανακάλυψη των τούρκικων λουτρών και κατά δεύτερον με την αλλαγή χρήσης του κτηρίου με τέτοιο τρόπο ώστε να μην θυμίζει καθόλου πως πριν ήταν φυλακή.
Ωραίο το εύρημα με τους επτά ομιλούντες – συμμετέχοντες στο ντοκιμαντέρ οι οποίοι μόνο ως σκιές μέσα στις φυλακές κοιτάνε έξω από το παράθυρο. Αλλά, δυστυχώς, η προσπάθεια του Κουτσιαμπασάκου να τονίσει πως δεν μπορούμε να σβήνουμε τη Μνήμη με το έτσι θέλω, χωρίς να τη σεβόμαστε, ήτοι, δεν μπορεί στη νέα του χρήση το κτήριο που 110 χρόνια λειτουργούσε ως φυλακή να μην θυμίζει τίποτα από τότε, δεν πετυχαίνει. Ακριβώς επειδή το όλον γίνεται θαρρείς βιαστικά, στο τέλος της ταινίας, μοιάζει forced και άτολμο. Πάντως, σίγουρα ανοίγει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για το τι συνιστά εντέλει συλλογική μνήμη. Και τούτο το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως τέτοια...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Ιανουαρίου 2017 από την Danaos Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική