του Kiyoshi Kurosawa. Με τους Hidetoshi Nishijima, Yuko Takeuchi, Teruyuki Kagawa, Haruna Kawaguchi, Ryoko Fujino, Masahiro Higashide, Takashi Sasano
Σκιάχτηκα!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Από τις όμορφες ζωές όμορφα ρουφιέται ο αέρας και τα σώματα συσκευάζονται εν κενώ
Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όλα όσα λέει το imdb για τον Kiyoshi Kurosawa, ο τύπος έχει γυρίσει: τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, τρεις ταινίες στην αρχή της καριέρας του για τις οποίες δεν ξέρουμε διάρκεια και μας προτρέπει το imdb «add a plot», ήτοι, δεν ξέρουμε την τύφλα μας γι' αυτές, πέντε τηλεταινίες μόνος του, δύο τηλεταινίες μαζί με άλλους, δύο τηλεοπτικές σειρές και 26 (!) ταινίες μεγάλου μήκους – μέσα στη σεζόν είναι να δούμε στην Ελλάδα και την 27η – τουλάχιστον, έχει αγοραστεί αυτή η ταινία, δεν ξέρουμε αν θα προβληθεί! Ο Ιάπωνας δημιουργός ξεκίνησε την καριέρα του το 1975 σε ηλικία 20 ετών! Και σχεδόν όλες του οι ταινίες προβάλλονται σε μεγάλα φεστιβάλ – τούτη εδώ πχ προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, στο τμήμα «Berlinale Special».
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Yutaka Maekawa που εν έτη 2011 του χάρισε και το βραβείο Καλύτερου Μυθιστορήματος Μυστηρίου Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στην Ιαπωνία. Και όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης (όπως μας πληροφορεί το δελτίο τύπου για την ταινία): «Είναι ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα. Η ταινία Creepy καταπιάνεται με τον εκφυλισμό της οικογένειας – σαν την υπόθεση που εξετάζεται, μα παραμένει άλυτη. Ελπίζω το κοινό να απολαύσει τον τρόμο και το σασπένς, όταν τα μυστικά αρχίσουν να αποκαλύπτονται».
Η υπόθεση: Ο Τακακούρα ήταν ένας φέρελπις αστυνομικός, ο οποίος όμως αποχώρισε από την ενεργό δράση όταν μια υπόθεση την οποία χειριζόταν έκλεισε με βίαιο και αιματηρό τρόπο, που του άφησε τραύματα – σωματικά και ψυχικά. Μετακομίζει μαζί με τη σύζυγό του σε μια ήσυχη γειτονιά και συμβιβάζεται με το να πάρει μια θέση καθηγητή εγκληματολογίας. Το αίμα του όμως βράζει. Κι όταν ένας παλιός συνάδελφός του, του ζητάει να τον βοηθήσει να ξεδιαλύνει την άλυτη υπόθεση μίας αγνοούμενης οικογένειας, που συνέβη έξι χρόνια πριν, ο Τακακούρα δέχεται ασμένως, αφήνοντας για πολλές ώρες μόνη της τη γυναίκα του, στο σπίτι. Ένας από τους γείτονές τους στη νέα τους γειτονιά είναι ο Νισίνο, ο οποίος ζει σε ένα σπίτι μαζί με την άρρωστη γυναίκα του και την κόρη του, τη νεαρή Μίο. Μία μέρα, η Μίο, λέει στον Τακακούρα πως ο Νισίνο δεν είναι ο πατέρας της, αλλά κάποιος άγνωστος...
Η άποψή μας: Θα αρχίσω αυτό το κομμάτι του κειμένου δακρύβρεχτα: τι τραβάμε κι εμείς οι κριτικοί! Εντάξει, δεν εξορύσσουμε και κάρβουνο στα ορυχεία του Βελγίου ούτε και χτυπάμε «γερμανική» βάρδια στις φάμπρικες της Αλεμανίας! Αλλά, το να γράφεις για μία, δύο, τρεις, τέσσερις ταινίες κάθε βδομάδα για όλες τις βδομάδες του χρόνου για πολλά χρόνια, ε, κάπου σε εξαντλεί. 1000 λέξεις το κομμάτι είναι αυτές, έλα πάρε πάρε, διαλέχτε λέμε! Με πόσους τρόπους να αποθεώσεις μια ταινία που σου άρεσε; Με πόσους τρόπους να θάψεις μια ταινία που δεν γούσταρες; Αν έχει ενσκήψει και αγία βαρεμάρα (συμβαίνει) άντε να βγάλεις άκρη. Οπότε, έχουμε τρικ. Χρησιμοποιούμε πατρόν. «Ράβουμε» για μαζική παραγωγή και παίζουμε με τις λέξεις. Πολλές φορές λοιπόν τυχαίνει να χρησιμοποιήσουμε φράσεις κλισέ. Και το τρελό είναι πως χρησιμοποιούμε τις ίδιες φράσεις κλισέ είτε υπέρ είτε κατά μιας ταινίας. Πχ, μας άρεσε μια ταινία δύσκολη; Αποθεώνουμε το γεγονός ότι δεν χαρίζεται στον θεατή, ότι δεν του δίνει μασημένη τροφή. Δεν μας άρεσε μια ταινία δύσκολη; Λέμε πως ο θεατής δεν θα την καταλάβει, ότι δεν θα «νιώσει», ότι θα βαρεθεί! Την ίδια κατάσταση λοιπόν την ερμηνεύουμε κατά πως θέλουμε. Γατάκια! Αλλά δεν θίγουμε και τον αναγνώστη, έτσι; Μόνο όταν θέλουμε να τον ταρακουνήσουμε και να τον κάνουμε να αντιδράσει!
Τεςπα, λοιπόν, σε τούτη την ταινία κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα αποξένωσης, παγωμάρας, δυστοπίας. Κι επειδή η ταινία δεν μου άρεσε, αυτό είναι κακό (μουάχαχαχαχαχα). Ενώ στις ταινίες του Haneke της πρώιμης περιόδου (μέχρι και το πρωτότυπο «Funny Games») αυτό είναι κακό, επειδή λατρεύουμε Haneke πρώιμης περιόδου! Μπήκατε στο νόημα, έτσι; Γενικώς, ο Kurosawa εν αντιθέσει με τον συνεπώνυμό του Akira φτιάχνει ταινίες όσο το δυνατόν πιο αφαιρετικές. Το στυλ του είναι συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο. Το... Κακό στις ταινίες του δεν είναι το προφανές. Είναι ο... πολιτισμός. Είναι η κοινωνία με τις δομές της. Όχι καταγγελτικά αλλά υπόγεια. Εδώ, ας πούμε, περισσότερο ανατριχιάζεις από το γεγονός ότι οι γείτονες είναι απότομοι και ακατάδεχτοι. Περισσότερο ανατριχιάζεις από το γεγονός ότι η ήσυχη γειτονιά, που φαίνεται εκ πρώτης όψεως ειδυλλιακή, κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι. Με μια πιο προσεκτική ματιά φαίνονται οι τρύπες στους συρμάτινους φράχτες, οι σκαλωσιές, η κατάσταση «προσοχή, έργα», η διαφαινόμενη εγκατάλειψη, η σαπίλα. Η σήψη από την πτωμαϊλα ανθρώπων που απλά δεν ζουν – απλά παρακολουθούν, βαριούνται, δεν νιώθουν. Το μόνο που μπορεί να ταράξει τη ζωή τους είναι ο ανεμιστήρας τους! Και ποιος γάμος; Και ποια αγάπη; Δεν υπάρχουν αυτά, κατασκευές είναι.
Όσο αποστειρωμένες είναι οι ζωές των ζωντανών άλλο τόσο αποστειρωμένος πρέπει να είναι ο θάνατός τους, σύμφωνα εντέλει με αυτόν που υποδύεται τον κακό – γι' αυτό και η χρήση των πλαστικών σακούλων συσκευασίας μέσα στα οποία κλείνει τα πτώματα ερμητικά εν κενώ. Εδώ, να κάνουμε μια ιδιαίτερη μνεία: ο Teruyuki Kagawa (που εχθές, στις 7 Δεκεμβρίου, έγινε 51 χρονών, έχοντας τα γενέθλιά του) μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου! Η φάτσα του όμως είναι ότι πρέπει για ρόλους κακών! Εγώ ας πούμε αν γύριζα ποτέ ταινία, θα τον έβαζα να παίξει τον διάβολο!
Με αυτά και μ' αυτά να τονίσουμε πως η ίντριγκα από κάποιο σημείο και μετά δεν έχει σημασία, πως η σκηνοθεσία του Kurosawa υπηρετεί ακριβώς τον σκοπό του, να τονίσει δηλαδή την απανθρωπιά του σύγχρονου τρόπου ζωής, πως η διάρκεια της ταινίας κουράζει, πως οι Ιάπωνες πρέπει να είναι λίγο σαλεμένοι και πως το πνιγηρό γκριζοπράσινο που κυριαρχεί και η έλλειψη ζωηρών και έντονων χρωμάτων (ακόμα και σε σκηνή κοψίματος του λαιμού το αίμα δεν είναι έντονο κόκκινο – ή ίσως και να μην φαίνεται και καθόλου – εντύπωση μου έκανε αυτό) υποδηλώνουν την ασφυξία και τη «μη ζωή». Εγώ, πάντως, δυσκολεύομαι να προτείνω την ταινία για να τη δουν οι masses.
Η υπόθεση: Ο Τακακούρα ήταν ένας φέρελπις αστυνομικός, ο οποίος όμως αποχώρισε από την ενεργό δράση όταν μια υπόθεση την οποία χειριζόταν έκλεισε με βίαιο και αιματηρό τρόπο, που του άφησε τραύματα – σωματικά και ψυχικά. Μετακομίζει μαζί με τη σύζυγό του σε μια ήσυχη γειτονιά και συμβιβάζεται με το να πάρει μια θέση καθηγητή εγκληματολογίας. Το αίμα του όμως βράζει. Κι όταν ένας παλιός συνάδελφός του, του ζητάει να τον βοηθήσει να ξεδιαλύνει την άλυτη υπόθεση μίας αγνοούμενης οικογένειας, που συνέβη έξι χρόνια πριν, ο Τακακούρα δέχεται ασμένως, αφήνοντας για πολλές ώρες μόνη της τη γυναίκα του, στο σπίτι. Ένας από τους γείτονές τους στη νέα τους γειτονιά είναι ο Νισίνο, ο οποίος ζει σε ένα σπίτι μαζί με την άρρωστη γυναίκα του και την κόρη του, τη νεαρή Μίο. Μία μέρα, η Μίο, λέει στον Τακακούρα πως ο Νισίνο δεν είναι ο πατέρας της, αλλά κάποιος άγνωστος...
Η άποψή μας: Θα αρχίσω αυτό το κομμάτι του κειμένου δακρύβρεχτα: τι τραβάμε κι εμείς οι κριτικοί! Εντάξει, δεν εξορύσσουμε και κάρβουνο στα ορυχεία του Βελγίου ούτε και χτυπάμε «γερμανική» βάρδια στις φάμπρικες της Αλεμανίας! Αλλά, το να γράφεις για μία, δύο, τρεις, τέσσερις ταινίες κάθε βδομάδα για όλες τις βδομάδες του χρόνου για πολλά χρόνια, ε, κάπου σε εξαντλεί. 1000 λέξεις το κομμάτι είναι αυτές, έλα πάρε πάρε, διαλέχτε λέμε! Με πόσους τρόπους να αποθεώσεις μια ταινία που σου άρεσε; Με πόσους τρόπους να θάψεις μια ταινία που δεν γούσταρες; Αν έχει ενσκήψει και αγία βαρεμάρα (συμβαίνει) άντε να βγάλεις άκρη. Οπότε, έχουμε τρικ. Χρησιμοποιούμε πατρόν. «Ράβουμε» για μαζική παραγωγή και παίζουμε με τις λέξεις. Πολλές φορές λοιπόν τυχαίνει να χρησιμοποιήσουμε φράσεις κλισέ. Και το τρελό είναι πως χρησιμοποιούμε τις ίδιες φράσεις κλισέ είτε υπέρ είτε κατά μιας ταινίας. Πχ, μας άρεσε μια ταινία δύσκολη; Αποθεώνουμε το γεγονός ότι δεν χαρίζεται στον θεατή, ότι δεν του δίνει μασημένη τροφή. Δεν μας άρεσε μια ταινία δύσκολη; Λέμε πως ο θεατής δεν θα την καταλάβει, ότι δεν θα «νιώσει», ότι θα βαρεθεί! Την ίδια κατάσταση λοιπόν την ερμηνεύουμε κατά πως θέλουμε. Γατάκια! Αλλά δεν θίγουμε και τον αναγνώστη, έτσι; Μόνο όταν θέλουμε να τον ταρακουνήσουμε και να τον κάνουμε να αντιδράσει!
Τεςπα, λοιπόν, σε τούτη την ταινία κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα αποξένωσης, παγωμάρας, δυστοπίας. Κι επειδή η ταινία δεν μου άρεσε, αυτό είναι κακό (μουάχαχαχαχαχα). Ενώ στις ταινίες του Haneke της πρώιμης περιόδου (μέχρι και το πρωτότυπο «Funny Games») αυτό είναι κακό, επειδή λατρεύουμε Haneke πρώιμης περιόδου! Μπήκατε στο νόημα, έτσι; Γενικώς, ο Kurosawa εν αντιθέσει με τον συνεπώνυμό του Akira φτιάχνει ταινίες όσο το δυνατόν πιο αφαιρετικές. Το στυλ του είναι συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο. Το... Κακό στις ταινίες του δεν είναι το προφανές. Είναι ο... πολιτισμός. Είναι η κοινωνία με τις δομές της. Όχι καταγγελτικά αλλά υπόγεια. Εδώ, ας πούμε, περισσότερο ανατριχιάζεις από το γεγονός ότι οι γείτονες είναι απότομοι και ακατάδεχτοι. Περισσότερο ανατριχιάζεις από το γεγονός ότι η ήσυχη γειτονιά, που φαίνεται εκ πρώτης όψεως ειδυλλιακή, κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι. Με μια πιο προσεκτική ματιά φαίνονται οι τρύπες στους συρμάτινους φράχτες, οι σκαλωσιές, η κατάσταση «προσοχή, έργα», η διαφαινόμενη εγκατάλειψη, η σαπίλα. Η σήψη από την πτωμαϊλα ανθρώπων που απλά δεν ζουν – απλά παρακολουθούν, βαριούνται, δεν νιώθουν. Το μόνο που μπορεί να ταράξει τη ζωή τους είναι ο ανεμιστήρας τους! Και ποιος γάμος; Και ποια αγάπη; Δεν υπάρχουν αυτά, κατασκευές είναι.
Όσο αποστειρωμένες είναι οι ζωές των ζωντανών άλλο τόσο αποστειρωμένος πρέπει να είναι ο θάνατός τους, σύμφωνα εντέλει με αυτόν που υποδύεται τον κακό – γι' αυτό και η χρήση των πλαστικών σακούλων συσκευασίας μέσα στα οποία κλείνει τα πτώματα ερμητικά εν κενώ. Εδώ, να κάνουμε μια ιδιαίτερη μνεία: ο Teruyuki Kagawa (που εχθές, στις 7 Δεκεμβρίου, έγινε 51 χρονών, έχοντας τα γενέθλιά του) μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου! Η φάτσα του όμως είναι ότι πρέπει για ρόλους κακών! Εγώ ας πούμε αν γύριζα ποτέ ταινία, θα τον έβαζα να παίξει τον διάβολο!
Με αυτά και μ' αυτά να τονίσουμε πως η ίντριγκα από κάποιο σημείο και μετά δεν έχει σημασία, πως η σκηνοθεσία του Kurosawa υπηρετεί ακριβώς τον σκοπό του, να τονίσει δηλαδή την απανθρωπιά του σύγχρονου τρόπου ζωής, πως η διάρκεια της ταινίας κουράζει, πως οι Ιάπωνες πρέπει να είναι λίγο σαλεμένοι και πως το πνιγηρό γκριζοπράσινο που κυριαρχεί και η έλλειψη ζωηρών και έντονων χρωμάτων (ακόμα και σε σκηνή κοψίματος του λαιμού το αίμα δεν είναι έντονο κόκκινο – ή ίσως και να μην φαίνεται και καθόλου – εντύπωση μου έκανε αυτό) υποδηλώνουν την ασφυξία και τη «μη ζωή». Εγώ, πάντως, δυσκολεύομαι να προτείνω την ταινία για να τη δουν οι masses.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Δεκεμβρίου 2016 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική