του Ewan McGregor. Με τους Ewan McGregor, Jennifer Connelly, Dakota Fanning, Peter Riegert, Rupert Evans, Uzo Aduba, Molly Parker, David Strathairn
Μαγκιά μεν, αλλά...
του zerVo (@moviesltd)
Για μένα η πράξη του Σκοτσέζου, ασχέτως του τελικού αποτελέσματος, είναι μεγάλη μαγκιά, που προυποθέτει πολύ γερά, πως τα λένε εκεί στο Αμέρικα, guts! Πανεύκολα για θέμα του πρώτου φιλμακίου που θα βρισκόταν πίσω (το και μπροστά δεν έχει σημασία, αυτή την ώρα) από την κάμερα, θα μπορούσε να διαλέξει έναν κάποιο από τους χιλιάδες μεσαιωνικούς μύθους της πανέμορφης πατρίδας του, να τον πασπαλίσει με μπόλικο σοσιολογικό προβληματισμό, να τον στολίσει με ένα, δυο, πέντε κουκλίστικα καταπράσινα λιβάδια, που θα σχηματίσουν αντίθεση με το σκουρόχρωμο του συννεφιασμένου ουρανού και να τον σερβίρει fast food στους σινεφίλ, που τότε θα έκαμαν λόγο για ένα ταλέντο δημιουργικό, εξίσου σημαντικό με το, δοκιμασμένο φαντάζομαι, υποκριτικό. Ανταυτού ο Ewan, είπε να το ρισκάρει κομματάκι παραπάνω από το πρέπων, αποφασίζοντας να ασχοληθεί με νουβέλα εκείνου του συγγραφέα που τα έργα είναι σχεδόν αδύνατον να ταξιδέψουν στην μεγάλη οθόνη. Λογικώς και επομένως, το σχέδιο, με τις αντιξοότητες να ταξιδεύουν διαρκώς σιμά του, ναυάγησε, όχι όμως και η φιλοδοξία του Mac που μου έδειξε πως ξέρει τι κάνει, κοιτάζοντας ψηλά, για να φτάσει ακόμη ψηλότερα. Το αν θα πετύχει διάνα, ή θα ακολουθήσει την μοίρα του βασικού ήρωά του εδώ στο American Pastoral, μάλλον στα δικά του χέρια είναι πια...
Ακόμη και σήμερα, που έχουν περάσει σαράντα ολόκληρα χρόνια από τότε που αποφοίτησε από το Γυμνάσιο του Νιούαρκ, κανείς δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τα αθλητικά κατορθώματα του ενός και μοναδικού Σέιμουρ Λιβόβ, του υπερπρωταθλητή ποδοσφαίρου και μπέιζμπολ, που η φήμη του τότε είχε εξαπλωθεί σε ολάκερη την Πολιτεία της Νέας Ιερσέης. Αποκαλούμενος και Σουηδός, χάρη στην κατάξανθη κώμη και το ανοιχτόχρωμα δέρμα, που τον διέκρινε από όλους τους μελαχρινούς Εβραϊκής καταγωγής συμμαθητές του, ο Λου, θα εξαργυρώσει την δόξα των σχολικών του επιτευγμάτων, παίρνοντας σε πολύ νεαρή ηλικία, για σύζυγό του την ομορφότερη - και κατά τεκμήριο ως εστεμμένης στα καλλιστεία - γυναίκα που γέννησαν, σύμφωνα με τον θρύλο, οι βορειοδυτικές ακτές του Ατλαντικού, μεταπολεμικά. Την ζωντανή κούκλα Ντον Ντάιερ...
Έχοντας κληρονομήσει την μικρή οικογενειακή φάμπρικα παραγωγής δερματίνων γαντιών από τον συνταξιοδοτημένο πια πατέρα του Λου, έναν φανατικό Εβραίο, πολυλογά σοφιστή, ο Σουέντ, θα κτίσει το σπιτικό του, στο κέντρο μιας καταπράσινης φάρμας, μακρυά από την βουή της πόλης, στην φιλήσυχη και ειδυλλιακή ύπαιθρο, εκεί που απολαμβάνει ζωή χαρισάμενη, δίπλα στην λατρεμένη του κυρά και στην πανέμορφη θυγατέρα τους, Μέρι. Το κατάξανθο και μονίμως γελαστό κοριτσάκι τους, που μόνο ένα γεγονός σκιάζει το χαμόγελο του, το εμφανέστατο τραύλισμα στον λόγο, που κανείς από όλους του δοκτόρους που πάλεψαν να το λύσουν, δεν έχει βρει ακόμη το γιατρικό. Ίσως γιατί δεν έψαξε καλά στην ψυχή της μικρής, που επιχειρώντας να επαναστατήσει ενάντια στις πιθανότητες να εξελιχθεί στο τέλειο παιδί, ως κόρη του υπερτσάμπιον και της Μις Νιου Τζέρζι, βρήκε αποκούμπι στο, για λύπηση, κεκέδισμα.
Ενάντια στάση, που στα χρόνια της εφηβεία της Μέρι, τέλη της δεκαετίας του εξήντα, εποχή κοινωνικών συγκρούσεων και αναταραχών με αφορμή την πανωλεθρία του Βιετ-fuckin-νάμ, θα φτάσει στην κορύφωση της, με την πιτσιρίκα ολοένα και να εναντιώνεται στις οικογενειακές της αρχές και να εξελίσσεται σε εξτρεμιστικό στοιχείο, πανέτοιμο να δράσει ενάντια σε κάθε μορφής αρχή. Είναι η στιγμή που η πρώτη βόμβα, με έναν νεκρό στο τοπικό μπακάλικο - βενζινάδικο - ταχυδρομείο, πιθανότατα βαλμένη από την Μέρι, θα σκορπίσει τα περισσότερα θραύσματα μέσα στο σπιτικό των Λιβόβ, διαλύοντας μονομιάς το ονειρικό, αν και εμφανώς εύθραυστο, περιβάλλον που είχαν κτίσει, ακολουθώντας πιστά τις προσταγές του Αμερικάνικου ονείρου τους οι γονείς της.
Να το δούμε σαν μια αλληγορική καταγραφή δεδομένων, πιθανότατα δεν θα έφταναν ούτε δύο, ούτε τρεις αναγνώσεις της ταινίες για να αποκρυπτογραφηθούν όλες, με το διάβασμα του ορίτζιναλ, δια χειρός Philip Roth, σε αυτή την περίπτωση να φάνταζε επιβεβλημένο, ώστε να ψαχτούν στο σύνολο τους μέσω των hints που ενδεχόμενα θα σκόρπιζε στις λέξεις του ο συγγραφέας. Και δεν είναι λίγες οι προφανείς μεταφορές στην αφήγηση, που παραπέμπουν άμεσα στο πανεύκολα θρυμματίσιμο βιτρινάκι, που ο κάθε γυαλισμένος και ατσαλάκωτος, είχε στήσει εμπρός του, πιστεύοντας πως έπιασε, όπως του έταξε ο γέρο Σαμ, την καλή. Τα γάντια με το απαλό, όσο και ψεύτικο όμως άγγιγμα τους, το παιδικό λεύκωμα με τις αμέτρητες φωτογραφίες της Ωραίας μας Κυρίας κατά προτροπή του κονσερβαρισμένου μπαμπά, η Αστερόεσσα και η δυναμίτιδα που κρύβουν οι ασπροκόκκινες ρίγες της, η απογύμνωση της ομορφιάς, καλυμμένης μόνο με την λαμέ κορδέλα - ενθύμιο νιότης και δόξης λαμπρόν, η μαγική ανακατασκευή που θα ωθήσει την υποδειγματική φαμίλια στις τελευταίες της αναλαμπές, το βρωμόπανο στο σμπαραλιασμένο προσωπάκι της κοπέλας, έτσι, για να μην λερώνει με την ανάσα του τον κόσμο. Φιλοσοφικές ρήσεις που σηκώνουν πολλή κουβέντα,στην ανάλυση της σημασίας τους, όπως τις προβάλλει ο λογοτέχνης κυρίως και κατά πολύ λιγότερο ο φακός του McGregor που εντέλει αποδείχτηκε κατά πολύ πιο ματαιόδοξος αυτού που πίστευε.
Βασικότερο και πιο έντονο ζήτημα από όσα κλήθηκε να κοντράρει ο Σκώτος, είναι κι εκείνο που πέφτει στο μεγαλύτερο ολίσθημα, το τέμπο, ο παλμός, ο ρυθμός που θα έδινε στο έργο τον αέρα εκείνο που θα τόνωνε την πλατεία πλάνο με το πλάνο, προκαλώντας την να επιλύσει γρίφους και μεταφορές. Αφηγούμενη η ιστορία από το σήμερα, ημέρα επανένωσης των παλιών συμμαθητών του Γυμνασίου, δια στόματος του φημισμένου παγκοσμίως γραφιά, που στα μάτια του ο Σουέντ μοιάζει με Σούπερμαν, περνάει από το τώρα στο τότε, κινούμενη σαν σε σλόου μόσιον, αφήνοντας κενά ολάκερα δεκάλεπτα χωρίς να έχει συμβεί το παραμικρό. Δεν είναι τυχαίο πως το σημείο μηδέν που άπαντες διαβαίνουν τις κόκκινες γραμμές, που στο τρέιλερ παίζει σε πρώτο πλάνο, η έκρηξη του ποστ όφις, λαμβάνει χώρα ελάχιστα πριν την ανάπαυλα, όταν τα μάτια έχουν εξαντληθεί και βαρύνει ανεπανόρθωτα, από το σχεδόν τίποτα που συνέβη για μια ώρα.
Ευθύνη που βαρύνει μάλλον περισσότερο το σενάριο του ντεφορμέ John Romano, που το προσφέρει σαν μια οπτικοποίηση των σελίδων, κάτι που επ ουδενί ορίζει το σινεμά. Από την μεριά του ο McGregor, επίσης μακριά από τον καλό του εαυτό ερμηνευτικά, δείχνει μέσα από τις προφανείς επιρροές που του έχει αφήσει ο πιο επιδραστικός των σκηνοθετών που έχει συνεργαστεί - ο μέγας David McKenzie είναι αυτός, που τον Ewan συνάντησε κάποτε στο Young Adam - πως με κάπως πιο προσεγμένο υλικό στα χέρια, μπορεί να πετύχει διαμαντάκια. Τα καρτερούμε. Και για τον επίλογο, αν παρέμεινε κάτι στην μνήμη μετά το πέρας του Αμερικάνικου Ειδυλλίου, της μανιώδους λατρείας του καθενός Γιάνκη για να πιάσει το άπιαστο, το μη αληθινό, μετατρέποντας τον μικρόκοσμο του κατά πως εκείνος γουστάρει, είναι εκείνα τα απίστευτα μάτια της Jennifer Connelly, που για ακόμη μια φορά καθηλώνουν στην θωριά τους. Τριάντα χρόνια και βάλε μετά το έπος του Sergio και τα φαινόμενα του Dario, η 46χρονη Νεοϋορκέζα φαντάζει γοητευτικότερη από ποτέ!
Έχοντας κληρονομήσει την μικρή οικογενειακή φάμπρικα παραγωγής δερματίνων γαντιών από τον συνταξιοδοτημένο πια πατέρα του Λου, έναν φανατικό Εβραίο, πολυλογά σοφιστή, ο Σουέντ, θα κτίσει το σπιτικό του, στο κέντρο μιας καταπράσινης φάρμας, μακρυά από την βουή της πόλης, στην φιλήσυχη και ειδυλλιακή ύπαιθρο, εκεί που απολαμβάνει ζωή χαρισάμενη, δίπλα στην λατρεμένη του κυρά και στην πανέμορφη θυγατέρα τους, Μέρι. Το κατάξανθο και μονίμως γελαστό κοριτσάκι τους, που μόνο ένα γεγονός σκιάζει το χαμόγελο του, το εμφανέστατο τραύλισμα στον λόγο, που κανείς από όλους του δοκτόρους που πάλεψαν να το λύσουν, δεν έχει βρει ακόμη το γιατρικό. Ίσως γιατί δεν έψαξε καλά στην ψυχή της μικρής, που επιχειρώντας να επαναστατήσει ενάντια στις πιθανότητες να εξελιχθεί στο τέλειο παιδί, ως κόρη του υπερτσάμπιον και της Μις Νιου Τζέρζι, βρήκε αποκούμπι στο, για λύπηση, κεκέδισμα.
Ενάντια στάση, που στα χρόνια της εφηβεία της Μέρι, τέλη της δεκαετίας του εξήντα, εποχή κοινωνικών συγκρούσεων και αναταραχών με αφορμή την πανωλεθρία του Βιετ-fuckin-νάμ, θα φτάσει στην κορύφωση της, με την πιτσιρίκα ολοένα και να εναντιώνεται στις οικογενειακές της αρχές και να εξελίσσεται σε εξτρεμιστικό στοιχείο, πανέτοιμο να δράσει ενάντια σε κάθε μορφής αρχή. Είναι η στιγμή που η πρώτη βόμβα, με έναν νεκρό στο τοπικό μπακάλικο - βενζινάδικο - ταχυδρομείο, πιθανότατα βαλμένη από την Μέρι, θα σκορπίσει τα περισσότερα θραύσματα μέσα στο σπιτικό των Λιβόβ, διαλύοντας μονομιάς το ονειρικό, αν και εμφανώς εύθραυστο, περιβάλλον που είχαν κτίσει, ακολουθώντας πιστά τις προσταγές του Αμερικάνικου ονείρου τους οι γονείς της.
Να το δούμε σαν μια αλληγορική καταγραφή δεδομένων, πιθανότατα δεν θα έφταναν ούτε δύο, ούτε τρεις αναγνώσεις της ταινίες για να αποκρυπτογραφηθούν όλες, με το διάβασμα του ορίτζιναλ, δια χειρός Philip Roth, σε αυτή την περίπτωση να φάνταζε επιβεβλημένο, ώστε να ψαχτούν στο σύνολο τους μέσω των hints που ενδεχόμενα θα σκόρπιζε στις λέξεις του ο συγγραφέας. Και δεν είναι λίγες οι προφανείς μεταφορές στην αφήγηση, που παραπέμπουν άμεσα στο πανεύκολα θρυμματίσιμο βιτρινάκι, που ο κάθε γυαλισμένος και ατσαλάκωτος, είχε στήσει εμπρός του, πιστεύοντας πως έπιασε, όπως του έταξε ο γέρο Σαμ, την καλή. Τα γάντια με το απαλό, όσο και ψεύτικο όμως άγγιγμα τους, το παιδικό λεύκωμα με τις αμέτρητες φωτογραφίες της Ωραίας μας Κυρίας κατά προτροπή του κονσερβαρισμένου μπαμπά, η Αστερόεσσα και η δυναμίτιδα που κρύβουν οι ασπροκόκκινες ρίγες της, η απογύμνωση της ομορφιάς, καλυμμένης μόνο με την λαμέ κορδέλα - ενθύμιο νιότης και δόξης λαμπρόν, η μαγική ανακατασκευή που θα ωθήσει την υποδειγματική φαμίλια στις τελευταίες της αναλαμπές, το βρωμόπανο στο σμπαραλιασμένο προσωπάκι της κοπέλας, έτσι, για να μην λερώνει με την ανάσα του τον κόσμο. Φιλοσοφικές ρήσεις που σηκώνουν πολλή κουβέντα,στην ανάλυση της σημασίας τους, όπως τις προβάλλει ο λογοτέχνης κυρίως και κατά πολύ λιγότερο ο φακός του McGregor που εντέλει αποδείχτηκε κατά πολύ πιο ματαιόδοξος αυτού που πίστευε.
Βασικότερο και πιο έντονο ζήτημα από όσα κλήθηκε να κοντράρει ο Σκώτος, είναι κι εκείνο που πέφτει στο μεγαλύτερο ολίσθημα, το τέμπο, ο παλμός, ο ρυθμός που θα έδινε στο έργο τον αέρα εκείνο που θα τόνωνε την πλατεία πλάνο με το πλάνο, προκαλώντας την να επιλύσει γρίφους και μεταφορές. Αφηγούμενη η ιστορία από το σήμερα, ημέρα επανένωσης των παλιών συμμαθητών του Γυμνασίου, δια στόματος του φημισμένου παγκοσμίως γραφιά, που στα μάτια του ο Σουέντ μοιάζει με Σούπερμαν, περνάει από το τώρα στο τότε, κινούμενη σαν σε σλόου μόσιον, αφήνοντας κενά ολάκερα δεκάλεπτα χωρίς να έχει συμβεί το παραμικρό. Δεν είναι τυχαίο πως το σημείο μηδέν που άπαντες διαβαίνουν τις κόκκινες γραμμές, που στο τρέιλερ παίζει σε πρώτο πλάνο, η έκρηξη του ποστ όφις, λαμβάνει χώρα ελάχιστα πριν την ανάπαυλα, όταν τα μάτια έχουν εξαντληθεί και βαρύνει ανεπανόρθωτα, από το σχεδόν τίποτα που συνέβη για μια ώρα.
Ευθύνη που βαρύνει μάλλον περισσότερο το σενάριο του ντεφορμέ John Romano, που το προσφέρει σαν μια οπτικοποίηση των σελίδων, κάτι που επ ουδενί ορίζει το σινεμά. Από την μεριά του ο McGregor, επίσης μακριά από τον καλό του εαυτό ερμηνευτικά, δείχνει μέσα από τις προφανείς επιρροές που του έχει αφήσει ο πιο επιδραστικός των σκηνοθετών που έχει συνεργαστεί - ο μέγας David McKenzie είναι αυτός, που τον Ewan συνάντησε κάποτε στο Young Adam - πως με κάπως πιο προσεγμένο υλικό στα χέρια, μπορεί να πετύχει διαμαντάκια. Τα καρτερούμε. Και για τον επίλογο, αν παρέμεινε κάτι στην μνήμη μετά το πέρας του Αμερικάνικου Ειδυλλίου, της μανιώδους λατρείας του καθενός Γιάνκη για να πιάσει το άπιαστο, το μη αληθινό, μετατρέποντας τον μικρόκοσμο του κατά πως εκείνος γουστάρει, είναι εκείνα τα απίστευτα μάτια της Jennifer Connelly, που για ακόμη μια φορά καθηλώνουν στην θωριά τους. Τριάντα χρόνια και βάλε μετά το έπος του Sergio και τα φαινόμενα του Dario, η 46χρονη Νεοϋορκέζα φαντάζει γοητευτικότερη από ποτέ!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Δεκεμβρίου 2016 από την Tanweer
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική