του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Κι εκλογές διαθέτουμε!
Οι Αμερικάνοι συρρέουν για να ψηφίσουν τον Πρόεδρο που θα αντικαταστήσει τον Μπαράκ Ομπάμα. Και είναι λίγο να τους λυπάσαι. Μα είναι δυνατόν; Χίλαρι Κλίντον ή Ντόναλντ Τραμπ; Σκύλα ή Χάρυβδη; Και μετά σου λέει υπερδύναμη ο άλλος. Δημοκρατικοί εναντίον Ρεπουμπλικάνων, που σημαίνει... Δημοκρατικοί στα λατινικά! Κι εντάξει, αυτοί ας βγάλουν τα μάτια τους κι ας έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Τον πλανητάρχη, όμως, θα τον λουστούμε όλοι! Ώι ώι μάνα μου. Τες πα, πάμε εμείς στις ταινιούλες μας να στανιάρουμε. Και να σημειώσουμε, πριν προχωρήσουμε στο παρασύνθημα, πως το βράδυ της Τρίτης είδαμε μία από τις καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ, το Sieranevada του Cristi Puiu. Η ταινία δεν έχει επαναληπτική προβολή στο φεστιβάλ. Και μιας που βγαίνει στο εμπορικό κύκλωμα την ερχόμενη Πέμπτη 10 Νοεμβρίου, θα διαβάσετε τη γνώμη μας γι' αυτήν, την Πέμπτη!
Έχοντας δει έως τώρα αρκετά μεγάλο αριθμό ταινιών από το φετινό διαγωνιστικό τμήμα του ΦΚΘ (στόχος μας είναι τις δούμε όλες – και θα τον καταφέρουμε!) πρέπει να πούμε πως το πρόγραμμα των 17 ταινιών είχε ενδιαφέρον μέσα στην πολυμορφία και τα πολλά διαφορετικά θέματα αλλά και τις αισθητικές αναζητήσεις. Η ταινία Οι ενάρετοι (Los decentes) του Lukas Valenta Rinner πχ, μια συμπαραγωγή Αργεντινής, Αυστρίας και Νότιας Κορέας δείχνει μπάσταρδο παιδί του Λάνθιμου με τον Zeidl! Προχωρημένα πράγματα σας λέω!
Η υπόθεση: Η Μπελέν είναι μια γυναίκα στα ύστερα νιάτα της και με βήμα προς την ωρίμανση της μέσης ηλικίας. Είναι αγέλαστη και δείχνει μονίμως κουρασμένη και χωρίς πάθος για ζωή. Αναζητώντας δουλειά, θα προσληφθεί ως οικιακή βοηθός σε μια βίλα μέσα σε μια περιφραγμένη κοινότητα πλουσίων λίγο έξω από το Μπουένος Άιρες. Θα φροντίζει μια μεσήλικη προς γηραιά (μα κραταιά) κυρία και τον έφηβο και παθιασμένο με το τένις γιο της. Όμως, η κοινότητα των πλουσίων γειτνιάζει με μια περιοχή στην οποία ζει και διασκεδάζει μια ομάδα γυμνιστών σουίνγκερς. Αυτό που χωρίζει τους μεν από τους δε, πέρα από κάποιες μεγάλες ξύλινες πόρτες, είναι ένας ηλεκτροφόρος φράχτης. Η Μπελέν θα νιώσει να έλκεται από τη συγκεκριμένη ομάδα, θα αρχίσει να κάνει επισκέψεις εκεί, θα ασπαστεί τη φιλοσοφία της. Και με αφορμή τη δράση του ηλεκτροφόρου φράχτη θα ξεκινήσει μια επανάσταση!
Η άποψή μας: Δεν αλλάζει κατά πολύ την προβληματική του ο Rinner σε σχέση με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Parabellum» (2015). Κι εκεί είχαμε μια ιδιαίτερη, κλειστή κοινότητα, με έναν δάσκαλο τένις, η οποία προετοιμαζόταν για το τέλος του κόσμου. Εδώ, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την Μπελέν ως την αντιπρόσωπο των θεατών μέσα στα δρώμενα. Η Μπελέν είναι καλή στη δουλειά της αλλά δεν δείχνει κανένα συναίσθημα. Υπακούει αγόγγυστα σε υποδείξεις, κρατάει παρέα στην κυρία της όταν εκείνη την ξυπνάει εν το μέσον της νυκτός, ανταποκρίνεται (θεωρητικά) στο φλερτ του φύλακα, αλλά ουσιαστικά δεν της καίγεται καρφί. Θα αρχίσει να αλλάζει και να ξυπνάει από το ζόμπι mood στο οποίο βρίσκεται μόλις βρει την πόρτα για τον παράδεισο και τους πρωτόπλαστους! Στην αρχή ντρέπεται βλέποντας τόσους πολλούς ανθρώπους γυμνούς. Έλκεται όμως και από αυτό που βλέπει. Και δεν αργεί να συμμετάσχει. Όσα βλέπει, όσα ακούει, όσα αισθάνεται, τα γουστάρει τρελά. Αρχίζει να συνειδητοποιείται, αρχίζει μέσω της γύμνιας και του ταντρικού (αλλά όχι μόνον!) σεξ να ξυπνάει ερωτικά αλλά και ταξικά! Επιτέλους, στη σκηνή του ομαδικού σεξ, χαμογελάει, δείχνει συναίσθημα. Γιατί μέχρι τότε δεν έδειχνε απολύτως τίποτε.
Αυτή είναι η «Decent Woman» στην αγγλική απόδοση του τίτλου. Ο σκηνοθέτης στήνει κάδρα τέλεια, προσεγμένα, όμορφα, ψυχρά. Ο «Κυνόδοντας» έρχεται στο μυαλό, όχι ως θεματική αλλά ως εκτέλεση. Η Μπελέν σπάζει κατά λάθος ένα πιατάκι και μετά σπάζει επίτηδες και το ποτήρι που το συνοδεύει. Ώπα η επανάσταση! Οι γυμνοί θα πάρουν τα όπλα! Οι γυμνοί θα σκοτώσουν τους αστούς! Γαία πυρί μιχθήτω! Θα ταρακουνήσουν το σύστημα αλλά το σύστημα έχει οργανωμένους στρατούς για να καταπνίγουν τις όποιες επαναστάσεις. Ας είναι: η αρχή έχει γίνει. Και η έκρηξη πλησιάζει. Η έλλειψη πολλών διαλόγων, η αποστασιοποίηση, το ράθυμο στυλ ίσως κουράσουν κάποιους θεατές. Το φινάλε βελτιώνει την κατάσταση. Το ποτήρι είναι μισογεμάτο...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 15.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
To Αίμα των Σάμι (Sameblod) της Amanda Kernell αποτελεί μια συμπαραγωγή Σουηδίας, Νορβηγίας και Δανίας. Είναι η πρώτη της σκηνοθέτιδας και τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο τμήμα «Venice Days» του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας. Στο ΦΚΘ διεκδικεί – με αξιώσεις θα λέγαμε – τον Χρυσό Αλέξανδρο, καθώς προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα.
Η υπόθεση: Η Κριστίνα είναι μια γηραιά κυρία που ζει στην Ουψάλα της Σουηδίας. Όταν πεθαίνει η Νίνα, η μικρότερη αδελφή της, με την οποία είχαν να βρεθούν για πάρα πολλές δεκαετίες, θα αναγκαστεί να παραβρεθεί στην κηδεία της, παρέα με τον γιο της και την εγγονή της. Η Κριστίνα μόλις πατάει το πόδι της στο σουηδικό βορρά, στη Λαπωνία, όπου ζουν τα μέλη της φυλής των Σάμι, θέλει να εξαφανιστεί το ταχύτερο από εκεί. Είναι πληγωμένη, δεν τη χωράει ο τόπος, ασφυκτιά. Καθώς χαλαρώνει, θυμάται. Θυμάται τον εαυτό της, 14 ετών, τότε που ζούσε εκεί και την έλεγαν Έλε-Μάργια. Η Έλε-Μάργια ζούσε σε δύσκολες συνθήκες με την οικογένειά της, που όπως όλοι οι Σάμι, ασχολούνταν με την εκτροφή ταράνδων. Όταν πεθαίνει ο πατέρας της η μητέρα της αναγκάζεται να στείλει τις δύο κόρες της σε ένα οικοτροφείο. Εκεί, η Έλε-Μάργια έρχεται σε επαφή με τον ρατσισμό στη χειρότερη μορφή του. Έρχεται, όμως, σε επαφή και με τα γράμματα. Η Έλε-Μάργια αρχίζει να ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Αλλά για να καταφέρει να ζήσει το όνειρό της, πρέπει να γίνει κάποια άλλη και να σπάσει όλους τους δεσμούς με την οικογένεια και την κουλτούρα της.
Η άποψή μας: Ευτυχώς στην Ελλάδα δεν περάσαμε Διαφωτισμό! Γιατί οι ευρωπαϊκές χώρες που τον πέρασαν μετά τον Διαφωτισμό το ρίξανε στον ρατσισμό και προετοίμαζαν ως κοινωνίες το καλωσόρισμα του ναζισμού! Ας πούμε, όπως δείχνει και τούτη η ταινία, οι Άριοι Σουηδοί, ψηλοί, ξανθοί, ευθυτενείς, με γαλάζια μάτια, φέρονταν στους ιθαγενείς Σάμι οι οποίοι κατοικούσαν στη Λαπωνία, στα βόρια της χώρας, σαν ζώα! Είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου μια ομάδα... Μένγκελε επισκέπτεται το οικοτροφείο όπου φοιτά η Έλε-Μαργία για να εξετάσουν τα παιδιά, τα οποία χειρίζονται σαν ζώα: μετράνε τη διάμετρο της κεφαλής, τσεκάρουν τα δόντια και βγάζουν βιαίως γυμνές φωτογραφίες, τη συνοδεία δηλώσεων του στυλ «ο εγκέφαλος των Σάμι είναι μικρότερος από των Σουηδών» και τέτοια. Καλοί άνθρωποι.
Η Έλε-Μαργία, όμως, όχι μόνο δεν αποθαρρύνεται (μάλιστα, κάποιο αγόρι βγάζει όλο του το μίσος επάνω της κόβοντας το αυτί της, έτσι όπως οι Λάπωνες μαρκάρουν τους ταράνδους!) αλλά με περισσό θάρρος στα όρια του θράσους κυνηγάει αυτό που θέλει πιο πολύ: να μην ξεχωρίζει. Να ενταχθεί. Και να μάθει γράμματα. Η ταινία που φτιάχνει η Kernell βασιζόμενη σε δικό της σενάριο είναι πάρα πολύ καλή. Η αφήγηση είναι στρωτή, χωρίς κενά, χωρίς υστερίες, χωρίς άχρηστους συναισθηματισμούς και υπερβολές. Δεν ξεπέφτει ποτέ στην παγίδα του μελοδράματος η ταινία, αλλά κρατάει και τους θεατές καρφωμένους με τα μάτια τους στη μεγάλη οθόνη, καθώς τους εμπλέκει συναισθηματικά. Τους νοιάζει – μας νοιάζει η τύχη της Έλε-Μαργία. Με φοβερή αυτοπεποίθηση η δημιουργός καταθέτει μια ταινία ξεκάθαρων προθέσεων, που δεν κραυγάζει το θέμα της, δίνει όμως μπόλικη τροφή για σκέψη.
Πάντως, είναι από τις ταινίες που λες πως δεν θα ήταν η ίδια αν δεν διέθετε το συγκεκριμένο καστ και ιδίως τη συγκεκριμένη πρωταγωνίστρια. Η Lene Cecilia Sparrok που υποδύεται την Έλε-Μαργία όταν είναι νεαρή, διαθέτει το πρόσωπο, το βλέμμα και τη σωματική στάση όχι απλά για να μας πείσει στο ρόλο της αλλά για να μας συνεπάρει. Και μια γαργαλιστική λεπτομέρεια, άσχετη με την ουσία της ταινίας, αλλά still: τη Σουηδέζα δασκάλα υποδύεται η Hanna Alström, η οποία υποδυόταν τη βασίλισσα της Σουηδίας στην ταινία «Kingsman», την οποία πηδάει οθωμανικό τω τρόπω υποτίθεται ο πρωταγωνιστής της ταινίας! Μα τι μαθαίνετε εδώ ρε παιδιά, τς τς τς...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η ταινία Με τα μάτια ανοιχτά (À peine j'ouvre les yeux) της Leyla Bouzid είναι μία από τις τρεις ταινίες τις υποψήφιες για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Leyla Bouzid έκανε το... κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο φεστιβάλ Βενετίας του 2015 (στο τμήμα Venice Days), πήρε το βραβείο της ένωσης κριτικών FIPRESCI στο φεστιβάλ της Καρθαγένης, στην Τυνησία και συμμετείχε σε πολλά ακόμα φεστιβάλ. Εμείς, είδαμε την ταινία στη... Λεμεσό, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «14ες Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρου 2016». Και κλασικά, αυτό που ακολουθεί είναι το κείμενο που γράψαμε για την ταινία στην ανταπόκρισή μας, ελαφρώς παραλλαγμένο.
Η υπόθεση: Τύνιδα, καλοκαίρι 2010, λίγους μήνες πριν από την επανάσταση. Η Φάρα είναι μια 18χρονη κοπέλα η οποία περνάει στις εισαγωγικές εξετάσεις που δίνει. Όλοι περιμένουν πως θα επιλέξει να σπουδάσει ιατρική, εκείνη όμως προτιμά τη μουσικολογία. Η οικογένειά της είναι αρκετά ευκατάστατη ώστε να διαθέτει οικιακή βοηθό, κι ας είναι ο πατέρας της μακριά, σε άλλη πόλη, χωρίς να μπορεί να πάρει μετάθεση, καθώς δεν έχει υπογράψει για να γίνει μέλος του «κόμματος», της κυβερνούσας δικτατορίας του Μπεν Αλί δηλαδή (η οποία βρίσκεται στην εξουσία για 26 ολόκληρα χρόνια). Η Φάρα είναι τραγουδίστρια ροκ συγκροτήματος, ερωτευμένη και σε σχέση με τον ηγέτη του γκρουπ, τον Μπορέν. Οι στίχοι των τραγουδιών παραείναι επαναστατικοί για τα γούστα της κυβέρνησης. Ένας πρώην γνωστός (;) της Χαγιέτ, μητέρας της Φάρα, την προειδοποιεί ότι η κόρη της έχει μπλέξει και πως τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Η Χαγιέτ θα προσπαθήσει να προστατέψει την κόρη της με πολύ αυταρχικό τρόπο. Πώς θα αντιδράσει η Φάρα;
Η άποψή μας: Η ταινία μας μεταφέρει στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η λεγόμενη «Επανάσταση των γιασεμιών», η οποία έριξε τον δικτάτορα Μπεν Αλί από την εξουσία και σηματοδότησε την απαρχή της «Αραβικής Άνοιξης». Πέντε χρόνια μετά, βεβαίως, τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα τούτης της ταινίας. Τούτη η ταινία είναι ταυτόχρονα ένα coming of age φιλμ, μια ταινία για τη σχέση μητέρας – κόρης, μια ματιά σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική κι ένα είδος μουσικού ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ μεγάλο τμήμα από τη διάρκεια της ταινίας καλύπτεται από την ερμηνεία εξαιρετικών, είναι η αλήθεια, τραγουδιών, πρωτόγνωρων για τα αυτιά μας, καθώς συνδυάζουν αραβικά ακούσματα με τη ροκ και μερικούς πολύ δυνατούς, πολιτικά φορτισμένους στίχους.
Η σκηνοθέτιδα έχει φοβερή αυτοπεποίθηση και φέρει εις πέρας το δύσκολο εγχείρημά της. Κυρίως, μας συστήνει μια κοινωνία που δείχνει (ή μήπως είναι;) πιο συντηρητική ακόμα και από την ελληνική κοινωνία. Ναι, γιατί στην Τύνιδα τότε (δεν ξέρω για τώρα) υπήρχαν καφενεία μόνο για άντρες και η παρουσία μιας γυναίκας εκεί προκαλούσε το λιγότερο αναστάτωση. Ναι, γιατί ακόμα και οι πιο προοδευτικοί από τους άντρες εκεί, όπως ο αρχηγός του συγκροτήματος, θέλει να επωφεληθεί από την «ελευθεριότητα» αλλά δεν δέχεται η κοπέλα του να χορεύει δημοσίως και να τραβάει τα αντρικά βλέμματα – είναι αιτία χωρισμού αυτό! Ναι, γιατί αν δεν ήσουν γραμμένος στο κόμμα του δικτάτορα δεν μπορούσες να απολαύσεις προνόμια (χμ...). Ναι, γιατί υπήρχε στημένος ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός που παρακολουθούσε τους πολίτες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στο φόβο, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιοι είναι οι χαφιέδες.
Ενδιαφέρουσα ταινία με εξαιρετικό σάουντρακ (τα ιδιαίτερα αυτά τραγούδια σου μένουν στη μνήμη) με πολύ καλή ερμηνεία από την νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη πρωταγωνίστρια Baya Medhaffer, αλλά κυρίως από την εξαιρετική, δυναμική, υπέροχη Ghalia Benali, στο ρόλο της μητέρας της.
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η ταινία του Kleber Mendonça Filho, Aquarius έχει δημιουργήσει μεγάλη αναταραχή στη Βραζιλία. Όταν προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών στο πλαίσιο του διαγωνιστικού τμήματος όπου συμμετείχε, οι δημιουργοί της ταινίας διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα τους. Στρέφονταν εναντίον της τότε προέδρου Dilma Rousseff καταγγέλλοντάς την για δικτατορία! Η κυβέρνηση ως αντίποινα αρχικά έδωσε στην ταινία τον χαρακτηρισμό «ακατάλληλη μέχρι 18 ετών» μειώνοντας τις πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας της και κατόπιν δεν την επέλεξε ως εκπρόσωπο της χώρας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ! Συμβαίνουν λοιπόν και αλλού τέτοια όμορφα πράγματα. Στη Θεσσαλονίκη η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο των «Ανοιχτών Οριζόντων» κι εμείς σας παρουσιάζουμε ελαφρώς παραλλαγμένη την ανταπόκρισή μας για την ταινία όπως τη στείλαμε από τις Κάννες.
Η υπόθεση: Η Κλάρα είναι μια 65χρονη χήρα και συνταξιούχος μουσικοκριτικός. Τα χρήματα δεν την απασχόλησαν ποτέ. Γεννήθηκε μέσα σε μια πλούσια, παραδοσιακή οικογένεια στο Ρεσίφε της Βραζιλίας. Και είναι η τελευταία κάτοικος στο Ακουάριους, ένα πρωτότυπο διώροφο συγκρότημα κατοικιών που χτίστηκε κατά τη δεκαετία του '40 στην γεμάτη ακριβά κτίσματα παραλία της πόλης. Όλα τα υπόλοιπα διαμερίσματα του Ακουάριους τα έχει αγοράσει μια τεχνική εταιρία που θέλει να γκρεμίσει το κτίσμα και να χτίσει κάτι πιο σύγχρονο, με προφανέστατο στόχο το κέρδος. Η Κλάρα αντιστέκεται. Το μόνο που ζητά είναι να την αφήσουν να ζήσει εκεί μέχρι να πεθάνει και μετά να κάνουν ότι θέλουν. Η κόντρα και οι παρενοχλήσεις, όμως, είναι συνεχείς. Με αυτόν τον τρόπο η Κλάρα είναι συνεχώς σε εγρήγορση αλλά της δίνεται το έναυσμα να θυμηθεί τους αγαπημένους της, το παρελθόν της και να σκεφτεί και το μέλλον.
Η άποψή μας: Αν κάτι ξεχωρίζει σε τούτη εδώ την ενδιαφέρουσα, αλλά ταυτόχρονα άνιση και φλύαρη ταινία του Filho είναι η Sonia Braga. Με ηλικία ίδια με αυτήν της ηρωίδας που υποδύεται, λάμπει επί της μεγάλης οθόνης. Ένα αιλουροειδές που όζει ερωτισμό, που ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση, που είναι μια γυναίκα ζωντανή, με πάθος, με επιμονή κι όχι κάποια γυναικούλα, θύμα των ανθρώπων και της μοίρας. Η Κλάρα της Braga θέλει να κρατάει τη μοίρα στα χέρια της. Και όσο περνάει από τα... χέρια της, αυτό κάνει!
Σε ότι αφορά την ίδια την ταινία: χμ. Ο σκηνοθέτης, όντας άπειρος (αυτή είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του) δομεί το πορτρέτο μιας πολύ ενδιαφέρουσας γυναίκας αλλά θέλει να κάνει και μια κριτική στη σημερινή Βραζιλία. Σε μια χώρα που γκρεμίζει το παλιό για να χτίσει το καινούργιο χωρίς κανέναν σεβασμό, χωρίς ήθος, χωρίς ηθική. Μόνο το άχρονο κέρδος έχει σημασία. Μόνο που πέφτει στην παγίδα της επανάληψης. Και της φλυαρίας. Και να οι επενδυτές και να τα κόλπα τους και να, πάλι τους απορρίπτει η Κλάρα και ξανά πάει για μπάνιο και φτου κι από την αρχή. Σαν τους τερμίτες που κατατρώνε ένα σπίτι από μέσα, που το ρημάζουν πριν καν ο εξωτερικός εχθρός φτάσει στην πύλη, έτσι και ο σκηνοθέτης στην έντιμη προσπάθειά του έχει ως εχθρό τον εαυτό του. «Πέφτει» μαχόμενος, αλλά όπως ακούμε να τραγουδούν και οι Queen (μέσα από κασέτα παρακαλώ!) στην αρχή της ταινίας «Another One Bites the Dust»...
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Στο τμήμα «Ειδικές Προβολές» του ΦΚΘ παίζονται ταινίες που έχουν προηγουμένως προβληθεί σε κάποιο από τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου πριν «σκάσουν μύτη» στη Θεσσαλονίκη. Μία από αυτές είναι και η ταινία Ένας δράκος έρχεται (Ejdeha Vared Mishavad!) του Ιρανού Mani Haghighi, η οποία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου. Εκεί την είδαμε, αλλά δεν προλάβαμε να γράψουμε – τότε – ανταπόκριση (συμβαίνει και αυτό – σπανίως, αλλά συμβαίνει!). Ευκαιρία να γράψουμε κείμενο για τη συγκεκριμένη ταινιάρα λοιπόν, επ' ευκαιρίας της παρουσίασής της στο ΦΚΘ.
Η υπόθεση: Ένας ντετέκτιβ ανακρίνεται από την αστυνομία για μια υπόθεση που είχε αναλάβει 50 χρόνια πριν. Στις 23 Ιανουαρίου 1965, μία μέρα μετά τη δολοφονία του Ιρανού πρωθυπουργού, ένας πολιτικός κρατούμενος βρέθηκε κρεμασμένος μέσα σ’ ένα μισοχτισμένο πλοίο, δίπλα σ’ ένα νεκροταφείο στη μέση ενός έρημου νησιού. Ο θρύλος έλεγε πως κάθε φορά που θαβόταν κάποιος στο νεκροταφείο γινόταν σεισμός, κι έτσι ο ντετέκτιβ έπιασε δουλειά έχοντας στο πλευρό του έναν μηχανικό ήχου κι έναν γεωλόγο. Τι έχει απομείνει από εκείνη την έρευνα όταν ο φάκελος ξανανοίγει; Οι αναμνήσεις σαρώνουν το παρόν με την ορμή μιας πορτοκαλί Σεβρολέ που διασχίζει την έρημο...
Η άποψή μας: Τούτη ανήκει στην κατηγορία «ταινία – εμπειρία»! Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κάνει εδώ ο σπουδαίος Ιρανός σκηνοθέτης! Μιλάμε, υπάρχουν στιγμές που αυτό που βλέπεις αγγίζει τον λυρισμό του ομορφότερου ποιήματος ενώ σε άλλες βγάζει οπτικό εντυπωσιασμό... εντυπωσιακότερα από το πιο ακριβό αμερικάνικο blockbuster! Ο Haghighi φτιάχνει ένα εντελώς δικό του υβρίδιο ταινίας που είναι παράλληλα και ταυτόχρονα ένα mockumentary, μια πολιτική ταινία, μια ταινία φαντασίας και μια ποιητική αλληγορία για την ίδια τη ζωή! Θα πάθετε πλάκα λέμε! Οι σκηνές με το πλοίο στη μέση του πουθενά ενός εγκαταλελειμμένου νησιού είναι απίστευτες! Οι σκηνές των σεισμών κάθε φορά που θάβεται κάποιος στο νεκροταφείο είναι απίστευτες! Το σάουντρακ με την έντονη ηλεκτρική κιθάρα και τον τρομερό ρυθμό είναι απίστευτο.
Ο μοναδικός κίνδυνος που υπάρχει κατά την παρακολούθηση αυτής της ταινίας είναι να χάσει ο θεατής τη μπάλα! Να μην μπει γρήγορα στο κλίμα της ταινίας και από πολύ νωρίς να πετάξει λευκή πετσέτα. Δεν πρέπει όμως. Γιατί αν επιδείξει τη δέουσα προσοχή και υπομονή θα ανταμειφθεί με μια μοναδική, ιδιαίτερη και πλούσια κινηματογραφική εμπειρία. Η σκηνή με τα πολύχρωμα μπαλόνια που απελευθερώνονται και ίπτανται πάνω από την κίτρινη έρημο είναι σαν να έχει βγει από το καλύτερο τριπάκι! Μας βάζει ο σκηνοθέτης και κάτι «βασισμένη σε πραγματική ιστορία», εμφανίζεται και ο ίδιος ως ομιλούσα κεφαλή να λέει ότι η ταινία αφηγείται την ιστορία του ηχολήπτη παππού του, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στη συγκεκριμένη περιοχή για να ανεβεί η πυρετική σύγχυση. Μας λέει ένα ψέμα τόσο μεγάλο που ο θεατής ξύνει το κεφάλι του καθώς πιστεύει πως όντως αυτό που βλέπει είναι αληθινό. Πολύ μεγάλη ταινία, που μιλάει και για το ίδιο το σινεμά, έτσι όπως μόνο οι σπουδαίες ταινίες το κατορθώνουν!
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 23.00 στο Ολύμπιον - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Ama Films με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η υπόθεση: Η Μπελέν είναι μια γυναίκα στα ύστερα νιάτα της και με βήμα προς την ωρίμανση της μέσης ηλικίας. Είναι αγέλαστη και δείχνει μονίμως κουρασμένη και χωρίς πάθος για ζωή. Αναζητώντας δουλειά, θα προσληφθεί ως οικιακή βοηθός σε μια βίλα μέσα σε μια περιφραγμένη κοινότητα πλουσίων λίγο έξω από το Μπουένος Άιρες. Θα φροντίζει μια μεσήλικη προς γηραιά (μα κραταιά) κυρία και τον έφηβο και παθιασμένο με το τένις γιο της. Όμως, η κοινότητα των πλουσίων γειτνιάζει με μια περιοχή στην οποία ζει και διασκεδάζει μια ομάδα γυμνιστών σουίνγκερς. Αυτό που χωρίζει τους μεν από τους δε, πέρα από κάποιες μεγάλες ξύλινες πόρτες, είναι ένας ηλεκτροφόρος φράχτης. Η Μπελέν θα νιώσει να έλκεται από τη συγκεκριμένη ομάδα, θα αρχίσει να κάνει επισκέψεις εκεί, θα ασπαστεί τη φιλοσοφία της. Και με αφορμή τη δράση του ηλεκτροφόρου φράχτη θα ξεκινήσει μια επανάσταση!
Η άποψή μας: Δεν αλλάζει κατά πολύ την προβληματική του ο Rinner σε σχέση με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Parabellum» (2015). Κι εκεί είχαμε μια ιδιαίτερη, κλειστή κοινότητα, με έναν δάσκαλο τένις, η οποία προετοιμαζόταν για το τέλος του κόσμου. Εδώ, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την Μπελέν ως την αντιπρόσωπο των θεατών μέσα στα δρώμενα. Η Μπελέν είναι καλή στη δουλειά της αλλά δεν δείχνει κανένα συναίσθημα. Υπακούει αγόγγυστα σε υποδείξεις, κρατάει παρέα στην κυρία της όταν εκείνη την ξυπνάει εν το μέσον της νυκτός, ανταποκρίνεται (θεωρητικά) στο φλερτ του φύλακα, αλλά ουσιαστικά δεν της καίγεται καρφί. Θα αρχίσει να αλλάζει και να ξυπνάει από το ζόμπι mood στο οποίο βρίσκεται μόλις βρει την πόρτα για τον παράδεισο και τους πρωτόπλαστους! Στην αρχή ντρέπεται βλέποντας τόσους πολλούς ανθρώπους γυμνούς. Έλκεται όμως και από αυτό που βλέπει. Και δεν αργεί να συμμετάσχει. Όσα βλέπει, όσα ακούει, όσα αισθάνεται, τα γουστάρει τρελά. Αρχίζει να συνειδητοποιείται, αρχίζει μέσω της γύμνιας και του ταντρικού (αλλά όχι μόνον!) σεξ να ξυπνάει ερωτικά αλλά και ταξικά! Επιτέλους, στη σκηνή του ομαδικού σεξ, χαμογελάει, δείχνει συναίσθημα. Γιατί μέχρι τότε δεν έδειχνε απολύτως τίποτε.
Αυτή είναι η «Decent Woman» στην αγγλική απόδοση του τίτλου. Ο σκηνοθέτης στήνει κάδρα τέλεια, προσεγμένα, όμορφα, ψυχρά. Ο «Κυνόδοντας» έρχεται στο μυαλό, όχι ως θεματική αλλά ως εκτέλεση. Η Μπελέν σπάζει κατά λάθος ένα πιατάκι και μετά σπάζει επίτηδες και το ποτήρι που το συνοδεύει. Ώπα η επανάσταση! Οι γυμνοί θα πάρουν τα όπλα! Οι γυμνοί θα σκοτώσουν τους αστούς! Γαία πυρί μιχθήτω! Θα ταρακουνήσουν το σύστημα αλλά το σύστημα έχει οργανωμένους στρατούς για να καταπνίγουν τις όποιες επαναστάσεις. Ας είναι: η αρχή έχει γίνει. Και η έκρηξη πλησιάζει. Η έλλειψη πολλών διαλόγων, η αποστασιοποίηση, το ράθυμο στυλ ίσως κουράσουν κάποιους θεατές. Το φινάλε βελτιώνει την κατάσταση. Το ποτήρι είναι μισογεμάτο...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 15.15 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
To Αίμα των Σάμι (Sameblod) της Amanda Kernell αποτελεί μια συμπαραγωγή Σουηδίας, Νορβηγίας και Δανίας. Είναι η πρώτη της σκηνοθέτιδας και τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο τμήμα «Venice Days» του περασμένου φεστιβάλ Βενετίας. Στο ΦΚΘ διεκδικεί – με αξιώσεις θα λέγαμε – τον Χρυσό Αλέξανδρο, καθώς προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα.
Η υπόθεση: Η Κριστίνα είναι μια γηραιά κυρία που ζει στην Ουψάλα της Σουηδίας. Όταν πεθαίνει η Νίνα, η μικρότερη αδελφή της, με την οποία είχαν να βρεθούν για πάρα πολλές δεκαετίες, θα αναγκαστεί να παραβρεθεί στην κηδεία της, παρέα με τον γιο της και την εγγονή της. Η Κριστίνα μόλις πατάει το πόδι της στο σουηδικό βορρά, στη Λαπωνία, όπου ζουν τα μέλη της φυλής των Σάμι, θέλει να εξαφανιστεί το ταχύτερο από εκεί. Είναι πληγωμένη, δεν τη χωράει ο τόπος, ασφυκτιά. Καθώς χαλαρώνει, θυμάται. Θυμάται τον εαυτό της, 14 ετών, τότε που ζούσε εκεί και την έλεγαν Έλε-Μάργια. Η Έλε-Μάργια ζούσε σε δύσκολες συνθήκες με την οικογένειά της, που όπως όλοι οι Σάμι, ασχολούνταν με την εκτροφή ταράνδων. Όταν πεθαίνει ο πατέρας της η μητέρα της αναγκάζεται να στείλει τις δύο κόρες της σε ένα οικοτροφείο. Εκεί, η Έλε-Μάργια έρχεται σε επαφή με τον ρατσισμό στη χειρότερη μορφή του. Έρχεται, όμως, σε επαφή και με τα γράμματα. Η Έλε-Μάργια αρχίζει να ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Αλλά για να καταφέρει να ζήσει το όνειρό της, πρέπει να γίνει κάποια άλλη και να σπάσει όλους τους δεσμούς με την οικογένεια και την κουλτούρα της.
Η άποψή μας: Ευτυχώς στην Ελλάδα δεν περάσαμε Διαφωτισμό! Γιατί οι ευρωπαϊκές χώρες που τον πέρασαν μετά τον Διαφωτισμό το ρίξανε στον ρατσισμό και προετοίμαζαν ως κοινωνίες το καλωσόρισμα του ναζισμού! Ας πούμε, όπως δείχνει και τούτη η ταινία, οι Άριοι Σουηδοί, ψηλοί, ξανθοί, ευθυτενείς, με γαλάζια μάτια, φέρονταν στους ιθαγενείς Σάμι οι οποίοι κατοικούσαν στη Λαπωνία, στα βόρια της χώρας, σαν ζώα! Είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου μια ομάδα... Μένγκελε επισκέπτεται το οικοτροφείο όπου φοιτά η Έλε-Μαργία για να εξετάσουν τα παιδιά, τα οποία χειρίζονται σαν ζώα: μετράνε τη διάμετρο της κεφαλής, τσεκάρουν τα δόντια και βγάζουν βιαίως γυμνές φωτογραφίες, τη συνοδεία δηλώσεων του στυλ «ο εγκέφαλος των Σάμι είναι μικρότερος από των Σουηδών» και τέτοια. Καλοί άνθρωποι.
Η Έλε-Μαργία, όμως, όχι μόνο δεν αποθαρρύνεται (μάλιστα, κάποιο αγόρι βγάζει όλο του το μίσος επάνω της κόβοντας το αυτί της, έτσι όπως οι Λάπωνες μαρκάρουν τους ταράνδους!) αλλά με περισσό θάρρος στα όρια του θράσους κυνηγάει αυτό που θέλει πιο πολύ: να μην ξεχωρίζει. Να ενταχθεί. Και να μάθει γράμματα. Η ταινία που φτιάχνει η Kernell βασιζόμενη σε δικό της σενάριο είναι πάρα πολύ καλή. Η αφήγηση είναι στρωτή, χωρίς κενά, χωρίς υστερίες, χωρίς άχρηστους συναισθηματισμούς και υπερβολές. Δεν ξεπέφτει ποτέ στην παγίδα του μελοδράματος η ταινία, αλλά κρατάει και τους θεατές καρφωμένους με τα μάτια τους στη μεγάλη οθόνη, καθώς τους εμπλέκει συναισθηματικά. Τους νοιάζει – μας νοιάζει η τύχη της Έλε-Μαργία. Με φοβερή αυτοπεποίθηση η δημιουργός καταθέτει μια ταινία ξεκάθαρων προθέσεων, που δεν κραυγάζει το θέμα της, δίνει όμως μπόλικη τροφή για σκέψη.
Πάντως, είναι από τις ταινίες που λες πως δεν θα ήταν η ίδια αν δεν διέθετε το συγκεκριμένο καστ και ιδίως τη συγκεκριμένη πρωταγωνίστρια. Η Lene Cecilia Sparrok που υποδύεται την Έλε-Μαργία όταν είναι νεαρή, διαθέτει το πρόσωπο, το βλέμμα και τη σωματική στάση όχι απλά για να μας πείσει στο ρόλο της αλλά για να μας συνεπάρει. Και μια γαργαλιστική λεπτομέρεια, άσχετη με την ουσία της ταινίας, αλλά still: τη Σουηδέζα δασκάλα υποδύεται η Hanna Alström, η οποία υποδυόταν τη βασίλισσα της Σουηδίας στην ταινία «Kingsman», την οποία πηδάει οθωμανικό τω τρόπω υποτίθεται ο πρωταγωνιστής της ταινίας! Μα τι μαθαίνετε εδώ ρε παιδιά, τς τς τς...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η ταινία Με τα μάτια ανοιχτά (À peine j'ouvre les yeux) της Leyla Bouzid είναι μία από τις τρεις ταινίες τις υποψήφιες για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Leyla Bouzid έκανε το... κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο φεστιβάλ Βενετίας του 2015 (στο τμήμα Venice Days), πήρε το βραβείο της ένωσης κριτικών FIPRESCI στο φεστιβάλ της Καρθαγένης, στην Τυνησία και συμμετείχε σε πολλά ακόμα φεστιβάλ. Εμείς, είδαμε την ταινία στη... Λεμεσό, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «14ες Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρου 2016». Και κλασικά, αυτό που ακολουθεί είναι το κείμενο που γράψαμε για την ταινία στην ανταπόκρισή μας, ελαφρώς παραλλαγμένο.
Η υπόθεση: Τύνιδα, καλοκαίρι 2010, λίγους μήνες πριν από την επανάσταση. Η Φάρα είναι μια 18χρονη κοπέλα η οποία περνάει στις εισαγωγικές εξετάσεις που δίνει. Όλοι περιμένουν πως θα επιλέξει να σπουδάσει ιατρική, εκείνη όμως προτιμά τη μουσικολογία. Η οικογένειά της είναι αρκετά ευκατάστατη ώστε να διαθέτει οικιακή βοηθό, κι ας είναι ο πατέρας της μακριά, σε άλλη πόλη, χωρίς να μπορεί να πάρει μετάθεση, καθώς δεν έχει υπογράψει για να γίνει μέλος του «κόμματος», της κυβερνούσας δικτατορίας του Μπεν Αλί δηλαδή (η οποία βρίσκεται στην εξουσία για 26 ολόκληρα χρόνια). Η Φάρα είναι τραγουδίστρια ροκ συγκροτήματος, ερωτευμένη και σε σχέση με τον ηγέτη του γκρουπ, τον Μπορέν. Οι στίχοι των τραγουδιών παραείναι επαναστατικοί για τα γούστα της κυβέρνησης. Ένας πρώην γνωστός (;) της Χαγιέτ, μητέρας της Φάρα, την προειδοποιεί ότι η κόρη της έχει μπλέξει και πως τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Η Χαγιέτ θα προσπαθήσει να προστατέψει την κόρη της με πολύ αυταρχικό τρόπο. Πώς θα αντιδράσει η Φάρα;
Η άποψή μας: Η ταινία μας μεταφέρει στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η λεγόμενη «Επανάσταση των γιασεμιών», η οποία έριξε τον δικτάτορα Μπεν Αλί από την εξουσία και σηματοδότησε την απαρχή της «Αραβικής Άνοιξης». Πέντε χρόνια μετά, βεβαίως, τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα τούτης της ταινίας. Τούτη η ταινία είναι ταυτόχρονα ένα coming of age φιλμ, μια ταινία για τη σχέση μητέρας – κόρης, μια ματιά σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική κι ένα είδος μουσικού ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ μεγάλο τμήμα από τη διάρκεια της ταινίας καλύπτεται από την ερμηνεία εξαιρετικών, είναι η αλήθεια, τραγουδιών, πρωτόγνωρων για τα αυτιά μας, καθώς συνδυάζουν αραβικά ακούσματα με τη ροκ και μερικούς πολύ δυνατούς, πολιτικά φορτισμένους στίχους.
Η σκηνοθέτιδα έχει φοβερή αυτοπεποίθηση και φέρει εις πέρας το δύσκολο εγχείρημά της. Κυρίως, μας συστήνει μια κοινωνία που δείχνει (ή μήπως είναι;) πιο συντηρητική ακόμα και από την ελληνική κοινωνία. Ναι, γιατί στην Τύνιδα τότε (δεν ξέρω για τώρα) υπήρχαν καφενεία μόνο για άντρες και η παρουσία μιας γυναίκας εκεί προκαλούσε το λιγότερο αναστάτωση. Ναι, γιατί ακόμα και οι πιο προοδευτικοί από τους άντρες εκεί, όπως ο αρχηγός του συγκροτήματος, θέλει να επωφεληθεί από την «ελευθεριότητα» αλλά δεν δέχεται η κοπέλα του να χορεύει δημοσίως και να τραβάει τα αντρικά βλέμματα – είναι αιτία χωρισμού αυτό! Ναι, γιατί αν δεν ήσουν γραμμένος στο κόμμα του δικτάτορα δεν μπορούσες να απολαύσεις προνόμια (χμ...). Ναι, γιατί υπήρχε στημένος ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός που παρακολουθούσε τους πολίτες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στο φόβο, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιοι είναι οι χαφιέδες.
Ενδιαφέρουσα ταινία με εξαιρετικό σάουντρακ (τα ιδιαίτερα αυτά τραγούδια σου μένουν στη μνήμη) με πολύ καλή ερμηνεία από την νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη πρωταγωνίστρια Baya Medhaffer, αλλά κυρίως από την εξαιρετική, δυναμική, υπέροχη Ghalia Benali, στο ρόλο της μητέρας της.
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 13.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την One From The Heart με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Η ταινία του Kleber Mendonça Filho, Aquarius έχει δημιουργήσει μεγάλη αναταραχή στη Βραζιλία. Όταν προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών στο πλαίσιο του διαγωνιστικού τμήματος όπου συμμετείχε, οι δημιουργοί της ταινίας διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα τους. Στρέφονταν εναντίον της τότε προέδρου Dilma Rousseff καταγγέλλοντάς την για δικτατορία! Η κυβέρνηση ως αντίποινα αρχικά έδωσε στην ταινία τον χαρακτηρισμό «ακατάλληλη μέχρι 18 ετών» μειώνοντας τις πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας της και κατόπιν δεν την επέλεξε ως εκπρόσωπο της χώρας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ! Συμβαίνουν λοιπόν και αλλού τέτοια όμορφα πράγματα. Στη Θεσσαλονίκη η ταινία προβάλλεται στο πλαίσιο των «Ανοιχτών Οριζόντων» κι εμείς σας παρουσιάζουμε ελαφρώς παραλλαγμένη την ανταπόκρισή μας για την ταινία όπως τη στείλαμε από τις Κάννες.
Η υπόθεση: Η Κλάρα είναι μια 65χρονη χήρα και συνταξιούχος μουσικοκριτικός. Τα χρήματα δεν την απασχόλησαν ποτέ. Γεννήθηκε μέσα σε μια πλούσια, παραδοσιακή οικογένεια στο Ρεσίφε της Βραζιλίας. Και είναι η τελευταία κάτοικος στο Ακουάριους, ένα πρωτότυπο διώροφο συγκρότημα κατοικιών που χτίστηκε κατά τη δεκαετία του '40 στην γεμάτη ακριβά κτίσματα παραλία της πόλης. Όλα τα υπόλοιπα διαμερίσματα του Ακουάριους τα έχει αγοράσει μια τεχνική εταιρία που θέλει να γκρεμίσει το κτίσμα και να χτίσει κάτι πιο σύγχρονο, με προφανέστατο στόχο το κέρδος. Η Κλάρα αντιστέκεται. Το μόνο που ζητά είναι να την αφήσουν να ζήσει εκεί μέχρι να πεθάνει και μετά να κάνουν ότι θέλουν. Η κόντρα και οι παρενοχλήσεις, όμως, είναι συνεχείς. Με αυτόν τον τρόπο η Κλάρα είναι συνεχώς σε εγρήγορση αλλά της δίνεται το έναυσμα να θυμηθεί τους αγαπημένους της, το παρελθόν της και να σκεφτεί και το μέλλον.
Η άποψή μας: Αν κάτι ξεχωρίζει σε τούτη εδώ την ενδιαφέρουσα, αλλά ταυτόχρονα άνιση και φλύαρη ταινία του Filho είναι η Sonia Braga. Με ηλικία ίδια με αυτήν της ηρωίδας που υποδύεται, λάμπει επί της μεγάλης οθόνης. Ένα αιλουροειδές που όζει ερωτισμό, που ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση, που είναι μια γυναίκα ζωντανή, με πάθος, με επιμονή κι όχι κάποια γυναικούλα, θύμα των ανθρώπων και της μοίρας. Η Κλάρα της Braga θέλει να κρατάει τη μοίρα στα χέρια της. Και όσο περνάει από τα... χέρια της, αυτό κάνει!
Σε ότι αφορά την ίδια την ταινία: χμ. Ο σκηνοθέτης, όντας άπειρος (αυτή είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του) δομεί το πορτρέτο μιας πολύ ενδιαφέρουσας γυναίκας αλλά θέλει να κάνει και μια κριτική στη σημερινή Βραζιλία. Σε μια χώρα που γκρεμίζει το παλιό για να χτίσει το καινούργιο χωρίς κανέναν σεβασμό, χωρίς ήθος, χωρίς ηθική. Μόνο το άχρονο κέρδος έχει σημασία. Μόνο που πέφτει στην παγίδα της επανάληψης. Και της φλυαρίας. Και να οι επενδυτές και να τα κόλπα τους και να, πάλι τους απορρίπτει η Κλάρα και ξανά πάει για μπάνιο και φτου κι από την αρχή. Σαν τους τερμίτες που κατατρώνε ένα σπίτι από μέσα, που το ρημάζουν πριν καν ο εξωτερικός εχθρός φτάσει στην πύλη, έτσι και ο σκηνοθέτης στην έντιμη προσπάθειά του έχει ως εχθρό τον εαυτό του. «Πέφτει» μαχόμενος, αλλά όπως ακούμε να τραγουδούν και οι Queen (μέσα από κασέτα παρακαλώ!) στην αρχή της ταινίας «Another One Bites the Dust»...
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 20.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Seven Films με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)
Στο τμήμα «Ειδικές Προβολές» του ΦΚΘ παίζονται ταινίες που έχουν προηγουμένως προβληθεί σε κάποιο από τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου πριν «σκάσουν μύτη» στη Θεσσαλονίκη. Μία από αυτές είναι και η ταινία Ένας δράκος έρχεται (Ejdeha Vared Mishavad!) του Ιρανού Mani Haghighi, η οποία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου. Εκεί την είδαμε, αλλά δεν προλάβαμε να γράψουμε – τότε – ανταπόκριση (συμβαίνει και αυτό – σπανίως, αλλά συμβαίνει!). Ευκαιρία να γράψουμε κείμενο για τη συγκεκριμένη ταινιάρα λοιπόν, επ' ευκαιρίας της παρουσίασής της στο ΦΚΘ.
Η υπόθεση: Ένας ντετέκτιβ ανακρίνεται από την αστυνομία για μια υπόθεση που είχε αναλάβει 50 χρόνια πριν. Στις 23 Ιανουαρίου 1965, μία μέρα μετά τη δολοφονία του Ιρανού πρωθυπουργού, ένας πολιτικός κρατούμενος βρέθηκε κρεμασμένος μέσα σ’ ένα μισοχτισμένο πλοίο, δίπλα σ’ ένα νεκροταφείο στη μέση ενός έρημου νησιού. Ο θρύλος έλεγε πως κάθε φορά που θαβόταν κάποιος στο νεκροταφείο γινόταν σεισμός, κι έτσι ο ντετέκτιβ έπιασε δουλειά έχοντας στο πλευρό του έναν μηχανικό ήχου κι έναν γεωλόγο. Τι έχει απομείνει από εκείνη την έρευνα όταν ο φάκελος ξανανοίγει; Οι αναμνήσεις σαρώνουν το παρόν με την ορμή μιας πορτοκαλί Σεβρολέ που διασχίζει την έρημο...
Η άποψή μας: Τούτη ανήκει στην κατηγορία «ταινία – εμπειρία»! Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κάνει εδώ ο σπουδαίος Ιρανός σκηνοθέτης! Μιλάμε, υπάρχουν στιγμές που αυτό που βλέπεις αγγίζει τον λυρισμό του ομορφότερου ποιήματος ενώ σε άλλες βγάζει οπτικό εντυπωσιασμό... εντυπωσιακότερα από το πιο ακριβό αμερικάνικο blockbuster! Ο Haghighi φτιάχνει ένα εντελώς δικό του υβρίδιο ταινίας που είναι παράλληλα και ταυτόχρονα ένα mockumentary, μια πολιτική ταινία, μια ταινία φαντασίας και μια ποιητική αλληγορία για την ίδια τη ζωή! Θα πάθετε πλάκα λέμε! Οι σκηνές με το πλοίο στη μέση του πουθενά ενός εγκαταλελειμμένου νησιού είναι απίστευτες! Οι σκηνές των σεισμών κάθε φορά που θάβεται κάποιος στο νεκροταφείο είναι απίστευτες! Το σάουντρακ με την έντονη ηλεκτρική κιθάρα και τον τρομερό ρυθμό είναι απίστευτο.
Ο μοναδικός κίνδυνος που υπάρχει κατά την παρακολούθηση αυτής της ταινίας είναι να χάσει ο θεατής τη μπάλα! Να μην μπει γρήγορα στο κλίμα της ταινίας και από πολύ νωρίς να πετάξει λευκή πετσέτα. Δεν πρέπει όμως. Γιατί αν επιδείξει τη δέουσα προσοχή και υπομονή θα ανταμειφθεί με μια μοναδική, ιδιαίτερη και πλούσια κινηματογραφική εμπειρία. Η σκηνή με τα πολύχρωμα μπαλόνια που απελευθερώνονται και ίπτανται πάνω από την κίτρινη έρημο είναι σαν να έχει βγει από το καλύτερο τριπάκι! Μας βάζει ο σκηνοθέτης και κάτι «βασισμένη σε πραγματική ιστορία», εμφανίζεται και ο ίδιος ως ομιλούσα κεφαλή να λέει ότι η ταινία αφηγείται την ιστορία του ηχολήπτη παππού του, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στη συγκεκριμένη περιοχή για να ανεβεί η πυρετική σύγχυση. Μας λέει ένα ψέμα τόσο μεγάλο που ο θεατής ξύνει το κεφάλι του καθώς πιστεύει πως όντως αυτό που βλέπει είναι αληθινό. Πολύ μεγάλη ταινία, που μιλάει και για το ίδιο το σινεμά, έτσι όπως μόνο οι σπουδαίες ταινίες το κατορθώνουν!
(η ταινία προβάλλεται για μία και μοναδική φορά στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 23.00 στο Ολύμπιον - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Ama Films με άγνωστη προς το παρόν ημερομηνία εξόδου)