του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Μια έξυπνη τελετή έναρξης και μια αριστουργηματική ταινία για την ποίηση της καθημερινότητας
Να τολμήσω; Κάτι μου λέει πως θα δούμε καλύτερες μέρες (και νύχτες...) στο σημαντικότερο από τα εγχώρια κινηματογραφικά φεστιβάλ. Από τις – τυπικές εξ ανάγκης – ομιλίες της βραδιάς, ξεχώρισαν δύο. Εκείνη της γενικής διευθύντριας του φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, τα ελληνικά της οποίας έχουν μια όμορφη μουσικότητα στην προφορά και τον τόνο κι εκείνη του καλλιτεχνικού διευθυντή, Ορέστη Ανδρεαδάκη, ο οποίος τελευταία τονίζει πως το στοίχημα είναι πώς η Θεσσαλονίκη θα κερδίσει από το φεστιβάλ, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει ως τώρα, όπου το φεστιβάλ κερδίζει από τη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα ωραίο στοίχημα αυτό και μακάρι να κερδηθεί. Μακάρι όλη η πόλη να συμμετέχει ενεργά, μακάρι το φεστιβάλ να τη διαφημίσει σε όλη την οικουμένη, μακάρι να βρεθεί τρόπος να αλλάξει η κατάσταση των πραγμάτων, καθώς ολοένα και λιγότερος κόσμος βλέπει ταινίες στους κινηματογράφους και κάποιες φορές φαίνεται πως όσοι γράφουμε για σινεμά ενίοτε είμαστε περισσότεροι από τους θεατές που παρακολουθούν κάποιες ταινίες, τις οποίες εκθειάζουμε ή εν πάση περιπτώσει «διαξιφιζόμαστε» για χάρη τους. Ναι, ο ρόλος του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πρέπει να βρεθεί από την αρχή και να επαναδιατυπωθεί με βάση τα νέα, σύγχρονα δεδομένα. Πάντως, οι αγωνίες φαίνονται ειλικρινείς. Για να δούμε.
Κατά τα άλλα, μια χαρά τα πήγαν ο Στέλιος Μάινας και η Θέμις Μπαζάκα ως παρουσιαστές της βραδιάς. Προηγήθηκε ένα σκετσάκι μέσα σε αεροπλάνο, που είχε πλάκα, παρουσιάστηκαν ξανά τα τρία τρέιλερ του φεστιβάλ, και γενικώς το όλο σκηνικό ήταν τόσο όσο. Όχι υπερβολές, όχι άνοστα αστεία, όχι μπούρδες και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Για να φανταστείτε ούτε ο περιφερειάρχης Απόστολος Τζιτζικώστας γιουχαϊστηκε, καθώς δεν είπε κάτι τραγικό ούτε ο ούτε ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς είπε κάτι χοντρό ή αφελές ή κάτι που θα εκνεύριζε την Πλατεία. Μια χαρά τα είπαν όλοι, βγήκε και ο Jim Jarmusch και μας μίλησε για το πόσο του λείπει η Θεσσαλονίκη, η πόλη που ενδεχομένως να έχει το καλύτερο φαγητό στον κόσμο, τα φώτα έσβησαν και η μαγεία ξεκίνησε.
Κατά τα άλλα, μια χαρά τα πήγαν ο Στέλιος Μάινας και η Θέμις Μπαζάκα ως παρουσιαστές της βραδιάς. Προηγήθηκε ένα σκετσάκι μέσα σε αεροπλάνο, που είχε πλάκα, παρουσιάστηκαν ξανά τα τρία τρέιλερ του φεστιβάλ, και γενικώς το όλο σκηνικό ήταν τόσο όσο. Όχι υπερβολές, όχι άνοστα αστεία, όχι μπούρδες και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Για να φανταστείτε ούτε ο περιφερειάρχης Απόστολος Τζιτζικώστας γιουχαϊστηκε, καθώς δεν είπε κάτι τραγικό ούτε ο ούτε ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς είπε κάτι χοντρό ή αφελές ή κάτι που θα εκνεύριζε την Πλατεία. Μια χαρά τα είπαν όλοι, βγήκε και ο Jim Jarmusch και μας μίλησε για το πόσο του λείπει η Θεσσαλονίκη, η πόλη που ενδεχομένως να έχει το καλύτερο φαγητό στον κόσμο, τα φώτα έσβησαν και η μαγεία ξεκίνησε.
Η ταινία έναρξης του φετινού φεστιβάλ ήταν το Paterson του Jim Jarmusch. Μια ταινία που διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου και την απολαύσαμε για πρώτη φορά. Δεν το κάνω συχνά, αλλά κάθισα και την είδα ξανά την ταινία και τώρα, στην προβολή της στη Θεσσαλονίκη. Αλήθεια είναι πως μια μεγάλη ταινία, στη δεύτερη θέασή της, σου αποκαλύπτει κι άλλα από τα υπέροχα μυστικά της, εκείνα που σου ξέφυγαν στην πρώτη συνάντηση μαζί της. Οπότε, ναι, αλλάζουμε και το κείμενο που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση όταν είδαμε την ταινία στις Κάννες. Όχι πολύ. Τόσο όσο...
Η υπόθεση: Ο Πάτερσον είναι ένας οδηγός λεωφορείου στην πόλη... Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ! Κάθε μέρα ο Πάτερσον ακολουθεί την ίδια ρουτίνα: κάνει τη βάρδιά του περιτριγυρίζοντας την πόλη και κρυφακούγοντας τις κουβέντες των ανθρώπων που ανεβαίνουν στο λεωφορείο. Μετά, θα γράψει ποίηση στο κρυφό σημειωματάριό του, θα βγάλει βόλτα το αγγλικό μπουλντόγκ του, θα σταματήσει στο ίδιο μπαρ για να πιει μία και μόνο μπύρα και να συνδιαλαγεί με τους θαμώνες και τον ιδιοκτήτη και θα γυρίσει στο διαμέρισμα στο οποίο διαμένει με την υπέροχη σύζυγό του, τη Λάουρα. Η Λάουρα από την άλλη έχει μια καθημερινότητα που διαρκώς αλλάζει.
Είναι δημιουργική και εφευρετική και χαρούμενη κάθε μέρα. Έχει εμμονή λίγο με άσπρο και μαύρο (μην είναι και Παοκσάκι...) και τη μία φτιάχνει κουρτίνες, την άλλη μια καινούργια, παράξενη συνταγή, την παράλλη εκατομμύρια cupcakes. Ένα τόσο διαφορετικό ζευγάρι κι όμως αγαπιούνται πραγματικά. Εκείνη υποστηρίζει την ποίησή του κι ας μην της έχει διαβάσει ούτε έναν στίχο του κι εκείνος υποστηρίζει κάθε της δημιουργική έμπνευση. Θα μπορούσε αυτή να είναι η ευτυχία;
Η άποψή μας: Αυτή λοιπόν είναι η πιο «μικρή» ταινία στη φιλμογραφία του τεράστιου Τζιμ! Μια ταινία που υμνεί την καθημερινότητα. Μια ταινία που σφύζει ζωή και ποίηση. Παρακολουθούμε τη ζωή ενός αγαπημένου ζευγαριού στη διάρκεια μιας βδομάδας. Μιας συνηθισμένης ζωής. Με τα πάνω και τα κάτω της. Μιας ζωής μέσα στη ρουτίνα. Ναι, αλλά λίγο την έχουμε υποτιμήσει τη ρουτίνα, έτσι; Θέλω να πω, καλοί και οι υπερήρωες αλλά ας πει κάποιος μια καλή κουβέντα για τους ήρωες της καθημερινότητας. Ο Πάτερσον είναι ένας από αυτούς. Ένας άνθρωπος που νιώθει σίγουρος μέσα στη ρουτίνα του. Που μπορεί να «σκέφτεται καμιά φορά άλλα κορίτσια», όπως λέει σε ένα από τα ποιήματά του αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει χωρίς τη Λάουρα, τη γυναίκα της ζωής του, τη γυναίκα που λατρεύει κι ας φτιάχνει κάποιες φορές φαγητά που δεν τρώγονται με τίποτα.
Ο Πάτερσον λοιπόν είναι (προσ)γειωμένος, αυτάρκης και βρίσκει διέξοδο στην ποίηση. Στην ποίηση που μπορεί να βγει από ένα κουτάκι σπίρτα με μπλε κεφαλές! Στην ποίηση της καθημερινότητας. Ένας Δον Κιχώτης που έχει βρει την Δουλτσινέα του κι έπαψε να τα βάζει με ανεμόμυλους. Η Λάουρα είναι πιο αισιόδοξη, πιο χαμογελαστή, πιο έξω καρδιά, πιο δημιουργική, πιο πρακτική. Μπορεί να βρει χαρά με το οτιδήποτε! Δεν είναι βλαμμένη η κοπέλα ούτε χαζοχαρούμενη: απλά βλέπει πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και ποτέ μισοάδειο. Σε κάποια σημεία ο Jarmusch θυμίζει... Kaurismaki σε τούτη την ταινία. Πχ η δήλωση του ερωτευμένου αφροαμερικάνου μέσα στο μπαρ που την «βλέπει» «Ρωμαίος» από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» αλλά η... Ιουλιέτα απλά δεν ανταποκρίνεται, πως «τι είναι η ζωή αν δεν έχουμε αγάπη;» είναι μια δήλωση κατευθείαν από το σύμπαν του Φινλανδού δημιουργού... Όλη η ταινία κυλάει σαν να βρισκόμαστε σε μαζική ύπνωση. Κάθε φορά που ο Πάτερσον γράφει ένα ποίημα, ακούμε τη φωνή του να το αφηγείται off αλλά το βλέπουμε να γράφεται κι επί της μεγάλης οθόνης: ναι, το ποίημα γράφεται πάνω στο πανί, πάνω σε αυτήν την τεράστια λευκή επιφάνεια που ζωντανεύει εικόνες φτιαγμένες από φως! Αυτές οι στιγμές της ποίησης είναι οι πιο μελαγχολικές κι όμως, τόσο μα τόσο μαγικές. Βέβαια, ειρωνικότατα, ο Jarmusch κάνει ένα σχόλιο λίγο πριν από το φινάλε σχετικά με την ποίηση, καθώς το σημειωματάριο του Πάτερσον θα έχει απροσδόκητη τύχη. Η ποίηση λοιπόν είναι εφήμερη, η ζωή είναι εφήμερη αλλά την ίδια στιγμή είναι αιώνιες, ε;
Ο Adam Driver (χα, το επίθετό του σημαίνει «οδηγός» και υποδύεται έναν οδηγό – τυχαίο;) έχει τη φωνή και τη φάτσα για το ρόλο και είναι άψογος σε αυτόν. Εκείνη που λάμπει από ομορφιά, ταλέντο και δίψα για ζωή είναι η Golshifteh Farahani στο ρόλο της Λάουρας. Πάει και τελείωσε, οι Ιρανές είναι οι πιο όμορφες γυναίκες στον πλανήτη! Νοσταλγικό, γλυκόπικρο, ονειρικό, γεμάτο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες (η παρουσία των διδύμων ως μοτίβο καθ' όλη της διάρκεια της ταινίας), γεμάτο πληροφορίες (για τον ποιητή William Carlos Williams που έζησε στην πόλη Πάτερσον, για τα άλλα διάσημα τέκνα της φαινομενικά άσημης αυτής πόλης), γεμάτο φατσάρες (ο Ινδός ή μήπως Πακιστανός συνάδελφος του Πάτερσον που αραδιάζει τα χίλια κακά της μοίρας του όταν ο Πάτερσον δείχνει ειλικρινά χαρούμενος) το «Paterson» δείχνει το αταίριαστον του σκηνοθέτη με την εποχή του. Η σκηνή με τον Ιάπωνα στο παγκάκι είναι μυθική, όσα λένε οι δύο νεαροί losers εργάτες μέσα στο λεωφορείο για τις γκόμενες που... σχεδόν έριξαν έχουν πλάκα αλλά με την πικρή έννοια, γενικώς, υπάρχουν δεκάδες πράγματα για να πιαστεί κανείς από την ταινία – ακόμα και ο σκύλος έχει σημαντική προσφορά! Είθε να μπορούσαμε, όπως ο Πάτερσον, να δούμε την ποίηση στη ζωή μας και να βιώνουμε κάθε μέρα ως μοναδική κι ας είναι ντάλε κουάλε όπως η προηγούμενη μέρα και η προηγούμενη πριν από αυτήν κτλ κτλ. «Or would you rather be a fish?»...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 20.00, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Ama Films με ημερομηνία εξόδου 5/1/2017)
Μιας που έχουμε δει αρκετές ταινίες που προβάλλονται στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σε άλλα φεστιβάλ – και κυρίως τα προηγούμενα φεστιβάλ Βερολίνου και Καννών – θα σας τις παρουσιάζουμε αυτές ως προτάσεις, κάτι ως οδηγό, ως χάρτη, για να μπορέσετε να κάνετε καλύτερο προγραμματισμό. Αρκεί να σας πείσουμε, σωστά; Τα κείμενα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ελάχιστα παραλλαγμένα σε σχέση με την πρώτη ανταπόκριση.
Την ταινία «Όταν ξέσπασε η βία» (Caini) την είδαμε στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Σκηνοθέτης της είναι ο Bogdan Mirica κι αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Η υπόθεση: Ο Ρόμαν είναι ένας τυπικός αστός. Ζει στην πόλη και δεν βλέπει τον εαυτό του να μπορεί να ζήσει πουθενά αλλού. Ο παππούς του, ο Αλέκου, μόλις έχει αποβιώσει και του έχει κληρονομήσει μια τεράστια έκταση άγονης γης στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Ο Ρόμαν επισκέπτεται την απομακρυσμένη περιοχή. Στόχος του, να πουλήσει τη γη, καθώς δεν έχει τις γνώσεις να την αξιοποιήσει διαφορετικά. Ο τοπικός γηραιός χωροφύλακας, όμως, τον ενημερώνει και συνάμα τον προειδοποιεί. Ο Αλέκου ήταν ο μεγαλομαφιόζος της περιοχής. Η απέραντη έκταση γης είναι «σπαρμένη» πρόχειρους τάφους. Και οι πρώην συνεργάτες του Αλέκου δεν θα αφήσουν εύκολα τον Ρόμαν να προχωρήσει το σχέδιό του. Δεν προτίθενται ν’ αφήσουν τη γη – και το λαθρεμπόριο στο οποίο επιδίδονται – χωρίς να παλέψουν.
Η άποψή μας: Πρώτο πλάνο: από τα ήσυχα νερά μιας λίμνης βλέπουμε να βγαίνουν μπουρμπουλήθρες και μετά από λίγο ένα κομμένο πόδι μαζί με το παπούτσι του (!) αναδύονται στην επιφάνεια. Σαν να λέμε, μια σκηνή που παραπέμπει στο «Μπλε βελούδο» του David Lynch και τη σκηνή με την ανεύρεση του κομμένου αυτιού. Γενικά, πάντως, ως αίσθηση η ταινία προσωπικά με παρέπεμψε στο «Όταν ξέσπασε η βία» του Burman. Εκεί ήταν πολιτισμός εναντίον ορεσίβιων αγριάνθρωπων. Εδώ είναι πολιτισμός εναντίον μαφιόζων, απομονωμένων, αποκομμένων από τον έξω κόσμο, από το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι, από τον πολιτισμό. Ο Mirica συνεχίζει στην παράδοση της σχολής που έχει φτιάξει η Ρουμανία, όπου καμία ταινία που βλέπουμε από εκεί στερείται ενδιαφέροντος. Με σταθερά πλάνα, με έλλειψη μουσικής και οποιουδήποτε στοιχείου που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από τα δρώμενα, ο σκηνοθέτης δείχνει αυτήν τη μάχη των δύο διαφορετικών κόσμων ψυχρά και ρεαλιστικά. Ο γηραιός σκύλος που κληρονομεί μαζί με τη γη ο Ρόμαν ονομάζεται «Αστυνομία» - είναι κι αυτό ένα αστείο σχετικά με το πόσο «γραμμένο» έχουν το Νόμο οι παράνομοι σε μέρη όπου τους παίρνει. Έτσι κι αλλιώς ο τοπικός γηραιός χωροφύλακας, διεφθαρμένος είναι κι αυτός, αλλά καθώς πλησιάζει η ημέρα της συνταξιοδότησής του, κι ενώ η υγεία του είναι κατεστραμμένη (μονίμως με ένα τσιγάρο στο στόμα ενώ φτύνει αίμα) σαν να αποκτά συνείδηση, σαν να θέλει να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να πράξει το σωστό.
Τον αρχικακό τον υποδύεται ο Vlad Ivanov, αυτή η απίστευτη φάτσα που πρωτογνωρίσαμε ως γιατρό στο «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δυο μέρες». Υπάρχουν στιγμές χιούμορ (πχ, ο βοηθός του αστυνομικού βρίσκει φρόνιμο να πάρει το μήλο που βρίσκεται μέσα σε ένα αυτοκίνητο – τόπο εγκλήματος κι όταν το αφεντικό του τον αγριοκοιτάζει, ο μικρός τον ρωτάει «τι, είναι στοιχείο; μα εγώ πεινάω, δεν έφαγα τίποτα από το πρωί!»). Και υπάρχει και πολύ βία: χρησιμοποιώντας ένα σφυρί ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ivanov κοπανάει έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας, ενώ οδηγεί το αυτοκίνητο, τουλάχιστον 20 φορές με μανία και μίσος στο κεφάλι! Όχι και από τις καλύτερες ρουμάνικες ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια μα σαφέστατα πολύ ενδιαφέρουσα.
(η ταινία θα προβληθεί μία και μοναδική φορά το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 20.30, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Ama Films χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα την ημερομηνία εξόδου της)
Το «Αλόις» (Aloys) του Ελβετού Tobias Nölle το είδαμε στην περασμένη Berlinale (στο τμήμα Panorama Special). Αποτέλεσε για τον δημιουργό του ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο στις μεγάλου μήκους ταινίες. Κλασικά, δάνεια και αναφορές υπάρχουν μπόλικες, το όλον όμως είναι και πολύ προσωπικό και πολύ ιδιαίτερο.
Η υπόθεση: Ο Αλόις Άντορν είναι ένας μεσήλικας ιδιωτικός ντετέκτιβ. Οι παρακολουθήσεις είναι το φόρτε του. Τακτοποιεί όλα τα dv από τις παρακολουθήσεις του και τις βλέπει από καιρό εις καιρό ως χόμπι, ως κάτι που τον ευχαριστεί. Όταν πεθαίνει ο γηραιός πατέρας του, ο Αλόις κινηματογραφεί μέχρι και την κηδεία του. Στεναχωρημένος, γίνεται στουπί και αποκοιμιέται μέσα σε ένα λεωφορείο. Όταν ξυπνάει διαπιστώνει πως τόσο η κάμερά του όσο και οι ταινίες του έχουν κλαπεί! Απελπισμένος και τσαντισμένος, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια νεαρή κοπέλα. Η οποία είναι «υπεύθυνη» για την κλοπή. Γιατί προέβη όμως, σε αυτήν την ενέργεια; Ποια η σχέση της με τον Αλόις; Θα καταφέρει να τον βγάλει από το μοναχικό και μονόχνοτο καβούκι του;
Η άποψή μας: Δεν παλεύεται με τίποτε η μοναξιά. Κι όταν δεν έχεις κάποιον να μοιραστείς τη ζωή σου βρίσκεις άμυνες για να αντέξεις. Αυτό κάνει και ο Αλόις της ταινίας μας. Είναι ένας μοναχικός λύκος. Παραγγέλνει από το κινέζικο για ένα άτομο. Μοναδική του παρέα είναι μία γάτα. Όταν τον αναγνωρίζουν παλιοί συμμαθητές φέρεται απότομα και λέει πως είναι κάποιος άλλος γιατί θεωρεί αυτές τις γνωριμίες ενοχλητικές. Και τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνει παρακολουθώντας τις ζωές των άλλων και βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες στις οποίες έχει κάθε υπόθεσή του καταχωρημένη. Εύκολα κανείς στις αρχικές σκηνές βρίσκει συγγένειες με την αριστουργηματική «Συνομιλία» του Κόπολα. Βέβαια, εδώ λείπει εντελώς το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο. Έχουμε όμως μια υπέροχη σπουδή στη μοναξιά.
Γρήγορα λοιπόν η ταινία λες και αλλάζει κατεύθυνση και από δραματικό θρίλερ με μικρές δόσεις χιούμορ, δίνει τη θέση της σε ένα ρομάντζο μαγικού ρεαλισμού. Η κοπέλα στο τηλέφωνο «αναγκάζει» τον Αλόις να βρει ποια είναι. Είναι κάποια που γνωρίζει. Και του δίνει στοιχεία για να την ανακαλύψει. Τα βρύα και οι λειχήνες στον κορμό ενός δέντρου αποτελούν βασικό στοιχείο αναφοράς. Άραγε, θα καταφέρει ο Αλόις να σπάσει τις αλυσίδες με τις οποίες ο ίδιος έχει δέσει τον εαυτό του για να μοιραστεί τη ζωή του με κάποιον άλλο; Ο σκηνοθέτης (και ταυτόχρονα σεναριογράφος) ελέγχει με στιβαρότητα τα εκφραστικά του μέσα και πετυχαίνει να στήσει υπέροχες εικόνες αλλά και να εκμαιεύσει σπουδαίες ερμηνείες τόσο από τον καταξιωμένο Georg Friedrich στο ρόλο του Αλόις όσο και από την πρωτοεμφανιζόμενη Tilde von Overbeck στο ρόλο της κοπέλας που θα αλλάξει τη ζωή του. Είναι πολύ δύσκολα να βγει κάποιος από το καβούκι του. Με λίγη θέληση, όμως, και επιμονή αλλά και προσπάθεια από μέρος του άλλου, υπάρχει η δυνατότητα να τα καταφέρει...
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 21.30, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 12.45 στο Ολύμπιον – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο David Mackenzie είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Ο Σκοτσέζος δημιουργός μπορεί να έχει αποδείξει στην καριέρα του ότι είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, αλλά το καλύτερό του είναι πάρα πολύ καλό. Με την ταινία του «Πάση θυσία» (Hell or High Water) περνάει για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πηγαίνει στο Τέξας για να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σε ένα φιλμ που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα».
Η υπόθεση: Ο Τόμπι και ο Τάνερ είναι δύο αδέλφια. Ο μεγάλος αδελφός, ο Τάνερ, έχει κάνει χρόνια φυλακή. Ο Τόμπι από την άλλη είναι παντρεμένος, χωρισμένος κι έχει να δει τα παιδιά του πάνω από ένα χρόνο, καθώς πέρα όλων των άλλων, δεν διαθέτει χρήματα για να πληρώσει διατροφή. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία που η τράπεζα θα τους κατάσχει το οικογενειακό ράντζο (στο οποίο έχουν βρει πετρέλαιο κι άρα εν δυνάμει μπορούν να πλουτίσουν), μιας που δεν διαθέτουν χρήματα για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, τα δύο αδέλφια καταστρώνουν ένα έξυπνο σχέδιο: να «χτυπάνε» υποκαταστήματα της συγκεκριμένης τράπεζας σε όλο το Τέξας, να τα ληστεύουν δηλαδή, κι αφού μαζέψουν το ποσό που απαιτείται, να ξεχρεώσουν το δάνειο και να σταματήσουν τις παρανομίες. Ξοπίσω τους θα βρεθεί ένας Ρέιντζερ που βρίσκεται τρεις βδομάδες μακριά από τη συνταξιοδότηση, ο Μάρκους και ο συνεργάτης του, ο κατά το ήμισυ Ινδιάνος Κομάντσι, Αλμπέρτο. Καθώς τα δυο αδέλφια σχεδιάζουν την τελευταία ληστεία, τα πάντα θα κορυφωθούν σε μια τελική αναμέτρηση ανάμεσα στις αξίες του Παλαιού και του Νέου Γουέστ.
Η άποψή μας: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που σε κρατάει τόσο σε ότι αφορά το σασπένς όσο και σε ότι αφορά τα ηθικά διλήμματα με τα οποία μας φέρνει ως θεατές αντιμέτωπους. Αν το έπος των αδελφών Κοέν με την ανάλογη (περίπου δηλαδή) θεματική είχε τον τίτλο «No Country for Old Men» ετούτη η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «No Country for Poor Guys». Πολύ έξυπνα ο Mackenzie κάνει το κοινωνικό του σχόλιο χωρίς καθόλου διδακτικό ύφος. Αρκούν οι επιγραφές στις άκρες των highways: «έχετε χρέος;», «θέλετε χρήματα;» και τέτοια, δίπλα σε μικρές και μεγάλες πόλεις κατεστραμμένες από μια οικονομία που ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών κι έχει χεσμένους τους μεσο- και μικροαστούς αλλά και τους εργάτες της γης, τους white trash, αυτούς που κάποτε έβγαζαν χρήματα με έντιμο τρόπο, έχοντας δουλειά και πλέον έχουν μπει στο περιθώριο. Ως θεατές δεν μπορούμε παρά να υποστηρίζουμε τους «κακούς». Γιατί αυτοί οι κακοί δεν γεννήθηκαν τέτοιοι. Έγιναν τέτοιοι. Γιατί τους ανάγκασαν οι τράπεζες, οι πραγματικοί κακοί της ιστορίας. Ή λοιπόν αντιστέκεσαι – κι ένας τρόπος είναι η παρανομία, όπως και να το κάνουμε – ή γίνεσαι λίπασμα αυτοκτονώντας ή περιθωριοποιείσαι. Σε ότι αφορά τη δράση αυτή καθαυτή, ο Mackenzie σκηνοθετεί ωσάν να ζούσε στην Αμερική και δει στο Νότο της, στο Τέξας, μια εντελώς ιδιάζουσα πολιτεία δηλαδή, από γεννησιμιού του.
Οι σκηνές κυνηγητού με τα αυτοκίνητα είναι πάρα πολύ καλά γυρισμένες, οι σκηνές των ληστειών επίσης, υπάρχει ένταση, υπάρχει ρυθμός, υπάρχει πάθος, υπάρχει ένα καλογραμμένο σενάριο από τον Taylor Sheridan (που υπέγραφε και το σενάριο για το «Sicario») και υπάρχουν και πάρα πολύ καλές ερμηνείες. Ο Chris Pine δείχνει πως δεν είναι απλά ένα ακόμα όμορφο αγόρι στο Χόλιγουντ. Η ερμηνεία του είναι χαμηλότονη, ειλικρινής, γλυκιά, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από εκείνη του Ben Foster που υποδύεται τον αδελφό του με πραγματική τρέλα, τέρμα τα γκάζια και μια περίεργη αίσθηση του δικαίου. Πείθουν ως αδέλφια κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αξιοπιστία της ταινίας. Ο Jeff Bridges στο ρόλο του Ρέιντζερ, ε, τι να πούμε για τον άνθρωπο. Απίστευτος. Και ατακαδόρος. Γενικά, παρά το σκοτεινό του θέμα, το φιλμ δεν έχει κανένα πρόβλημα να έχει και χιούμορ! Αυτό προκύπτει κατά βάση μέσω των ατακών – προσβολών που ρίχνει ο Bridges στον συνεργάτη του, αλλά με κορυφαία κωμική σκηνή εκείνη μέσα στο dinner όπου η γραία σερβιτόρα ουσιαστικά επιβάλλει στους δύο συνεργάτες τι θα παραγγείλουν! Η μουσική των Nick Cave και Warren Ellis είναι ένα ακόμα plus σε τούτο το ελεγειακό νεο-γουέστερν που τελειώνει με... ισοπαλία. Στον τελικό διάλογο ανάμεσα στον Bridges και τον Pine η κάθε πλευρά παρουσιάζει τα επιχειρήματά της και ο θεατής καλείται να πάρει την τελική του απόφαση για το ποιος είναι ο δικαιωμένος από όλη αυτήν την ιστορία ανεξαρτήτως των νόμιμων ή μη νόμιμων μέσων που χρησιμοποίησε. Μια πραγματικά πολύ καλή ταινία.
(η ταινία θα προβληθεί μία και μοναδική φορά το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 23.15, στο Ολύμπιον - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Tanweer με ημερομηνία εξόδου 19/1/2017)
Η υπόθεση: Ο Πάτερσον είναι ένας οδηγός λεωφορείου στην πόλη... Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ! Κάθε μέρα ο Πάτερσον ακολουθεί την ίδια ρουτίνα: κάνει τη βάρδιά του περιτριγυρίζοντας την πόλη και κρυφακούγοντας τις κουβέντες των ανθρώπων που ανεβαίνουν στο λεωφορείο. Μετά, θα γράψει ποίηση στο κρυφό σημειωματάριό του, θα βγάλει βόλτα το αγγλικό μπουλντόγκ του, θα σταματήσει στο ίδιο μπαρ για να πιει μία και μόνο μπύρα και να συνδιαλαγεί με τους θαμώνες και τον ιδιοκτήτη και θα γυρίσει στο διαμέρισμα στο οποίο διαμένει με την υπέροχη σύζυγό του, τη Λάουρα. Η Λάουρα από την άλλη έχει μια καθημερινότητα που διαρκώς αλλάζει.
Είναι δημιουργική και εφευρετική και χαρούμενη κάθε μέρα. Έχει εμμονή λίγο με άσπρο και μαύρο (μην είναι και Παοκσάκι...) και τη μία φτιάχνει κουρτίνες, την άλλη μια καινούργια, παράξενη συνταγή, την παράλλη εκατομμύρια cupcakes. Ένα τόσο διαφορετικό ζευγάρι κι όμως αγαπιούνται πραγματικά. Εκείνη υποστηρίζει την ποίησή του κι ας μην της έχει διαβάσει ούτε έναν στίχο του κι εκείνος υποστηρίζει κάθε της δημιουργική έμπνευση. Θα μπορούσε αυτή να είναι η ευτυχία;
Η άποψή μας: Αυτή λοιπόν είναι η πιο «μικρή» ταινία στη φιλμογραφία του τεράστιου Τζιμ! Μια ταινία που υμνεί την καθημερινότητα. Μια ταινία που σφύζει ζωή και ποίηση. Παρακολουθούμε τη ζωή ενός αγαπημένου ζευγαριού στη διάρκεια μιας βδομάδας. Μιας συνηθισμένης ζωής. Με τα πάνω και τα κάτω της. Μιας ζωής μέσα στη ρουτίνα. Ναι, αλλά λίγο την έχουμε υποτιμήσει τη ρουτίνα, έτσι; Θέλω να πω, καλοί και οι υπερήρωες αλλά ας πει κάποιος μια καλή κουβέντα για τους ήρωες της καθημερινότητας. Ο Πάτερσον είναι ένας από αυτούς. Ένας άνθρωπος που νιώθει σίγουρος μέσα στη ρουτίνα του. Που μπορεί να «σκέφτεται καμιά φορά άλλα κορίτσια», όπως λέει σε ένα από τα ποιήματά του αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει χωρίς τη Λάουρα, τη γυναίκα της ζωής του, τη γυναίκα που λατρεύει κι ας φτιάχνει κάποιες φορές φαγητά που δεν τρώγονται με τίποτα.
Ο Πάτερσον λοιπόν είναι (προσ)γειωμένος, αυτάρκης και βρίσκει διέξοδο στην ποίηση. Στην ποίηση που μπορεί να βγει από ένα κουτάκι σπίρτα με μπλε κεφαλές! Στην ποίηση της καθημερινότητας. Ένας Δον Κιχώτης που έχει βρει την Δουλτσινέα του κι έπαψε να τα βάζει με ανεμόμυλους. Η Λάουρα είναι πιο αισιόδοξη, πιο χαμογελαστή, πιο έξω καρδιά, πιο δημιουργική, πιο πρακτική. Μπορεί να βρει χαρά με το οτιδήποτε! Δεν είναι βλαμμένη η κοπέλα ούτε χαζοχαρούμενη: απλά βλέπει πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και ποτέ μισοάδειο. Σε κάποια σημεία ο Jarmusch θυμίζει... Kaurismaki σε τούτη την ταινία. Πχ η δήλωση του ερωτευμένου αφροαμερικάνου μέσα στο μπαρ που την «βλέπει» «Ρωμαίος» από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» αλλά η... Ιουλιέτα απλά δεν ανταποκρίνεται, πως «τι είναι η ζωή αν δεν έχουμε αγάπη;» είναι μια δήλωση κατευθείαν από το σύμπαν του Φινλανδού δημιουργού... Όλη η ταινία κυλάει σαν να βρισκόμαστε σε μαζική ύπνωση. Κάθε φορά που ο Πάτερσον γράφει ένα ποίημα, ακούμε τη φωνή του να το αφηγείται off αλλά το βλέπουμε να γράφεται κι επί της μεγάλης οθόνης: ναι, το ποίημα γράφεται πάνω στο πανί, πάνω σε αυτήν την τεράστια λευκή επιφάνεια που ζωντανεύει εικόνες φτιαγμένες από φως! Αυτές οι στιγμές της ποίησης είναι οι πιο μελαγχολικές κι όμως, τόσο μα τόσο μαγικές. Βέβαια, ειρωνικότατα, ο Jarmusch κάνει ένα σχόλιο λίγο πριν από το φινάλε σχετικά με την ποίηση, καθώς το σημειωματάριο του Πάτερσον θα έχει απροσδόκητη τύχη. Η ποίηση λοιπόν είναι εφήμερη, η ζωή είναι εφήμερη αλλά την ίδια στιγμή είναι αιώνιες, ε;
Ο Adam Driver (χα, το επίθετό του σημαίνει «οδηγός» και υποδύεται έναν οδηγό – τυχαίο;) έχει τη φωνή και τη φάτσα για το ρόλο και είναι άψογος σε αυτόν. Εκείνη που λάμπει από ομορφιά, ταλέντο και δίψα για ζωή είναι η Golshifteh Farahani στο ρόλο της Λάουρας. Πάει και τελείωσε, οι Ιρανές είναι οι πιο όμορφες γυναίκες στον πλανήτη! Νοσταλγικό, γλυκόπικρο, ονειρικό, γεμάτο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες (η παρουσία των διδύμων ως μοτίβο καθ' όλη της διάρκεια της ταινίας), γεμάτο πληροφορίες (για τον ποιητή William Carlos Williams που έζησε στην πόλη Πάτερσον, για τα άλλα διάσημα τέκνα της φαινομενικά άσημης αυτής πόλης), γεμάτο φατσάρες (ο Ινδός ή μήπως Πακιστανός συνάδελφος του Πάτερσον που αραδιάζει τα χίλια κακά της μοίρας του όταν ο Πάτερσον δείχνει ειλικρινά χαρούμενος) το «Paterson» δείχνει το αταίριαστον του σκηνοθέτη με την εποχή του. Η σκηνή με τον Ιάπωνα στο παγκάκι είναι μυθική, όσα λένε οι δύο νεαροί losers εργάτες μέσα στο λεωφορείο για τις γκόμενες που... σχεδόν έριξαν έχουν πλάκα αλλά με την πικρή έννοια, γενικώς, υπάρχουν δεκάδες πράγματα για να πιαστεί κανείς από την ταινία – ακόμα και ο σκύλος έχει σημαντική προσφορά! Είθε να μπορούσαμε, όπως ο Πάτερσον, να δούμε την ποίηση στη ζωή μας και να βιώνουμε κάθε μέρα ως μοναδική κι ας είναι ντάλε κουάλε όπως η προηγούμενη μέρα και η προηγούμενη πριν από αυτήν κτλ κτλ. «Or would you rather be a fish?»...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στις 20.00, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Ama Films με ημερομηνία εξόδου 5/1/2017)
Μιας που έχουμε δει αρκετές ταινίες που προβάλλονται στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σε άλλα φεστιβάλ – και κυρίως τα προηγούμενα φεστιβάλ Βερολίνου και Καννών – θα σας τις παρουσιάζουμε αυτές ως προτάσεις, κάτι ως οδηγό, ως χάρτη, για να μπορέσετε να κάνετε καλύτερο προγραμματισμό. Αρκεί να σας πείσουμε, σωστά; Τα κείμενα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ελάχιστα παραλλαγμένα σε σχέση με την πρώτη ανταπόκριση.
Την ταινία «Όταν ξέσπασε η βία» (Caini) την είδαμε στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος «Ένα κάποιο βλέμμα» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Σκηνοθέτης της είναι ο Bogdan Mirica κι αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Η υπόθεση: Ο Ρόμαν είναι ένας τυπικός αστός. Ζει στην πόλη και δεν βλέπει τον εαυτό του να μπορεί να ζήσει πουθενά αλλού. Ο παππούς του, ο Αλέκου, μόλις έχει αποβιώσει και του έχει κληρονομήσει μια τεράστια έκταση άγονης γης στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Ο Ρόμαν επισκέπτεται την απομακρυσμένη περιοχή. Στόχος του, να πουλήσει τη γη, καθώς δεν έχει τις γνώσεις να την αξιοποιήσει διαφορετικά. Ο τοπικός γηραιός χωροφύλακας, όμως, τον ενημερώνει και συνάμα τον προειδοποιεί. Ο Αλέκου ήταν ο μεγαλομαφιόζος της περιοχής. Η απέραντη έκταση γης είναι «σπαρμένη» πρόχειρους τάφους. Και οι πρώην συνεργάτες του Αλέκου δεν θα αφήσουν εύκολα τον Ρόμαν να προχωρήσει το σχέδιό του. Δεν προτίθενται ν’ αφήσουν τη γη – και το λαθρεμπόριο στο οποίο επιδίδονται – χωρίς να παλέψουν.
Η άποψή μας: Πρώτο πλάνο: από τα ήσυχα νερά μιας λίμνης βλέπουμε να βγαίνουν μπουρμπουλήθρες και μετά από λίγο ένα κομμένο πόδι μαζί με το παπούτσι του (!) αναδύονται στην επιφάνεια. Σαν να λέμε, μια σκηνή που παραπέμπει στο «Μπλε βελούδο» του David Lynch και τη σκηνή με την ανεύρεση του κομμένου αυτιού. Γενικά, πάντως, ως αίσθηση η ταινία προσωπικά με παρέπεμψε στο «Όταν ξέσπασε η βία» του Burman. Εκεί ήταν πολιτισμός εναντίον ορεσίβιων αγριάνθρωπων. Εδώ είναι πολιτισμός εναντίον μαφιόζων, απομονωμένων, αποκομμένων από τον έξω κόσμο, από το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι, από τον πολιτισμό. Ο Mirica συνεχίζει στην παράδοση της σχολής που έχει φτιάξει η Ρουμανία, όπου καμία ταινία που βλέπουμε από εκεί στερείται ενδιαφέροντος. Με σταθερά πλάνα, με έλλειψη μουσικής και οποιουδήποτε στοιχείου που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από τα δρώμενα, ο σκηνοθέτης δείχνει αυτήν τη μάχη των δύο διαφορετικών κόσμων ψυχρά και ρεαλιστικά. Ο γηραιός σκύλος που κληρονομεί μαζί με τη γη ο Ρόμαν ονομάζεται «Αστυνομία» - είναι κι αυτό ένα αστείο σχετικά με το πόσο «γραμμένο» έχουν το Νόμο οι παράνομοι σε μέρη όπου τους παίρνει. Έτσι κι αλλιώς ο τοπικός γηραιός χωροφύλακας, διεφθαρμένος είναι κι αυτός, αλλά καθώς πλησιάζει η ημέρα της συνταξιοδότησής του, κι ενώ η υγεία του είναι κατεστραμμένη (μονίμως με ένα τσιγάρο στο στόμα ενώ φτύνει αίμα) σαν να αποκτά συνείδηση, σαν να θέλει να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να πράξει το σωστό.
Τον αρχικακό τον υποδύεται ο Vlad Ivanov, αυτή η απίστευτη φάτσα που πρωτογνωρίσαμε ως γιατρό στο «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δυο μέρες». Υπάρχουν στιγμές χιούμορ (πχ, ο βοηθός του αστυνομικού βρίσκει φρόνιμο να πάρει το μήλο που βρίσκεται μέσα σε ένα αυτοκίνητο – τόπο εγκλήματος κι όταν το αφεντικό του τον αγριοκοιτάζει, ο μικρός τον ρωτάει «τι, είναι στοιχείο; μα εγώ πεινάω, δεν έφαγα τίποτα από το πρωί!»). Και υπάρχει και πολύ βία: χρησιμοποιώντας ένα σφυρί ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ivanov κοπανάει έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας, ενώ οδηγεί το αυτοκίνητο, τουλάχιστον 20 φορές με μανία και μίσος στο κεφάλι! Όχι και από τις καλύτερες ρουμάνικες ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια μα σαφέστατα πολύ ενδιαφέρουσα.
(η ταινία θα προβληθεί μία και μοναδική φορά το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 20.30, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Ama Films χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα την ημερομηνία εξόδου της)
Το «Αλόις» (Aloys) του Ελβετού Tobias Nölle το είδαμε στην περασμένη Berlinale (στο τμήμα Panorama Special). Αποτέλεσε για τον δημιουργό του ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο στις μεγάλου μήκους ταινίες. Κλασικά, δάνεια και αναφορές υπάρχουν μπόλικες, το όλον όμως είναι και πολύ προσωπικό και πολύ ιδιαίτερο.
Η υπόθεση: Ο Αλόις Άντορν είναι ένας μεσήλικας ιδιωτικός ντετέκτιβ. Οι παρακολουθήσεις είναι το φόρτε του. Τακτοποιεί όλα τα dv από τις παρακολουθήσεις του και τις βλέπει από καιρό εις καιρό ως χόμπι, ως κάτι που τον ευχαριστεί. Όταν πεθαίνει ο γηραιός πατέρας του, ο Αλόις κινηματογραφεί μέχρι και την κηδεία του. Στεναχωρημένος, γίνεται στουπί και αποκοιμιέται μέσα σε ένα λεωφορείο. Όταν ξυπνάει διαπιστώνει πως τόσο η κάμερά του όσο και οι ταινίες του έχουν κλαπεί! Απελπισμένος και τσαντισμένος, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια νεαρή κοπέλα. Η οποία είναι «υπεύθυνη» για την κλοπή. Γιατί προέβη όμως, σε αυτήν την ενέργεια; Ποια η σχέση της με τον Αλόις; Θα καταφέρει να τον βγάλει από το μοναχικό και μονόχνοτο καβούκι του;
Η άποψή μας: Δεν παλεύεται με τίποτε η μοναξιά. Κι όταν δεν έχεις κάποιον να μοιραστείς τη ζωή σου βρίσκεις άμυνες για να αντέξεις. Αυτό κάνει και ο Αλόις της ταινίας μας. Είναι ένας μοναχικός λύκος. Παραγγέλνει από το κινέζικο για ένα άτομο. Μοναδική του παρέα είναι μία γάτα. Όταν τον αναγνωρίζουν παλιοί συμμαθητές φέρεται απότομα και λέει πως είναι κάποιος άλλος γιατί θεωρεί αυτές τις γνωριμίες ενοχλητικές. Και τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνει παρακολουθώντας τις ζωές των άλλων και βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες στις οποίες έχει κάθε υπόθεσή του καταχωρημένη. Εύκολα κανείς στις αρχικές σκηνές βρίσκει συγγένειες με την αριστουργηματική «Συνομιλία» του Κόπολα. Βέβαια, εδώ λείπει εντελώς το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο. Έχουμε όμως μια υπέροχη σπουδή στη μοναξιά.
Γρήγορα λοιπόν η ταινία λες και αλλάζει κατεύθυνση και από δραματικό θρίλερ με μικρές δόσεις χιούμορ, δίνει τη θέση της σε ένα ρομάντζο μαγικού ρεαλισμού. Η κοπέλα στο τηλέφωνο «αναγκάζει» τον Αλόις να βρει ποια είναι. Είναι κάποια που γνωρίζει. Και του δίνει στοιχεία για να την ανακαλύψει. Τα βρύα και οι λειχήνες στον κορμό ενός δέντρου αποτελούν βασικό στοιχείο αναφοράς. Άραγε, θα καταφέρει ο Αλόις να σπάσει τις αλυσίδες με τις οποίες ο ίδιος έχει δέσει τον εαυτό του για να μοιραστεί τη ζωή του με κάποιον άλλο; Ο σκηνοθέτης (και ταυτόχρονα σεναριογράφος) ελέγχει με στιβαρότητα τα εκφραστικά του μέσα και πετυχαίνει να στήσει υπέροχες εικόνες αλλά και να εκμαιεύσει σπουδαίες ερμηνείες τόσο από τον καταξιωμένο Georg Friedrich στο ρόλο του Αλόις όσο και από την πρωτοεμφανιζόμενη Tilde von Overbeck στο ρόλο της κοπέλας που θα αλλάξει τη ζωή του. Είναι πολύ δύσκολα να βγει κάποιος από το καβούκι του. Με λίγη θέληση, όμως, και επιμονή αλλά και προσπάθεια από μέρος του άλλου, υπάρχει η δυνατότητα να τα καταφέρει...
(η ταινία έχει την πρώτη προβολή της το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 21.30, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης και ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στις 12.45 στο Ολύμπιον – δεν έχει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο David Mackenzie είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Ο Σκοτσέζος δημιουργός μπορεί να έχει αποδείξει στην καριέρα του ότι είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, αλλά το καλύτερό του είναι πάρα πολύ καλό. Με την ταινία του «Πάση θυσία» (Hell or High Water) περνάει για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πηγαίνει στο Τέξας για να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σε ένα φιλμ που είδαμε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα».
Η υπόθεση: Ο Τόμπι και ο Τάνερ είναι δύο αδέλφια. Ο μεγάλος αδελφός, ο Τάνερ, έχει κάνει χρόνια φυλακή. Ο Τόμπι από την άλλη είναι παντρεμένος, χωρισμένος κι έχει να δει τα παιδιά του πάνω από ένα χρόνο, καθώς πέρα όλων των άλλων, δεν διαθέτει χρήματα για να πληρώσει διατροφή. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία που η τράπεζα θα τους κατάσχει το οικογενειακό ράντζο (στο οποίο έχουν βρει πετρέλαιο κι άρα εν δυνάμει μπορούν να πλουτίσουν), μιας που δεν διαθέτουν χρήματα για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, τα δύο αδέλφια καταστρώνουν ένα έξυπνο σχέδιο: να «χτυπάνε» υποκαταστήματα της συγκεκριμένης τράπεζας σε όλο το Τέξας, να τα ληστεύουν δηλαδή, κι αφού μαζέψουν το ποσό που απαιτείται, να ξεχρεώσουν το δάνειο και να σταματήσουν τις παρανομίες. Ξοπίσω τους θα βρεθεί ένας Ρέιντζερ που βρίσκεται τρεις βδομάδες μακριά από τη συνταξιοδότηση, ο Μάρκους και ο συνεργάτης του, ο κατά το ήμισυ Ινδιάνος Κομάντσι, Αλμπέρτο. Καθώς τα δυο αδέλφια σχεδιάζουν την τελευταία ληστεία, τα πάντα θα κορυφωθούν σε μια τελική αναμέτρηση ανάμεσα στις αξίες του Παλαιού και του Νέου Γουέστ.
Η άποψή μας: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που σε κρατάει τόσο σε ότι αφορά το σασπένς όσο και σε ότι αφορά τα ηθικά διλήμματα με τα οποία μας φέρνει ως θεατές αντιμέτωπους. Αν το έπος των αδελφών Κοέν με την ανάλογη (περίπου δηλαδή) θεματική είχε τον τίτλο «No Country for Old Men» ετούτη η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «No Country for Poor Guys». Πολύ έξυπνα ο Mackenzie κάνει το κοινωνικό του σχόλιο χωρίς καθόλου διδακτικό ύφος. Αρκούν οι επιγραφές στις άκρες των highways: «έχετε χρέος;», «θέλετε χρήματα;» και τέτοια, δίπλα σε μικρές και μεγάλες πόλεις κατεστραμμένες από μια οικονομία που ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών κι έχει χεσμένους τους μεσο- και μικροαστούς αλλά και τους εργάτες της γης, τους white trash, αυτούς που κάποτε έβγαζαν χρήματα με έντιμο τρόπο, έχοντας δουλειά και πλέον έχουν μπει στο περιθώριο. Ως θεατές δεν μπορούμε παρά να υποστηρίζουμε τους «κακούς». Γιατί αυτοί οι κακοί δεν γεννήθηκαν τέτοιοι. Έγιναν τέτοιοι. Γιατί τους ανάγκασαν οι τράπεζες, οι πραγματικοί κακοί της ιστορίας. Ή λοιπόν αντιστέκεσαι – κι ένας τρόπος είναι η παρανομία, όπως και να το κάνουμε – ή γίνεσαι λίπασμα αυτοκτονώντας ή περιθωριοποιείσαι. Σε ότι αφορά τη δράση αυτή καθαυτή, ο Mackenzie σκηνοθετεί ωσάν να ζούσε στην Αμερική και δει στο Νότο της, στο Τέξας, μια εντελώς ιδιάζουσα πολιτεία δηλαδή, από γεννησιμιού του.
Οι σκηνές κυνηγητού με τα αυτοκίνητα είναι πάρα πολύ καλά γυρισμένες, οι σκηνές των ληστειών επίσης, υπάρχει ένταση, υπάρχει ρυθμός, υπάρχει πάθος, υπάρχει ένα καλογραμμένο σενάριο από τον Taylor Sheridan (που υπέγραφε και το σενάριο για το «Sicario») και υπάρχουν και πάρα πολύ καλές ερμηνείες. Ο Chris Pine δείχνει πως δεν είναι απλά ένα ακόμα όμορφο αγόρι στο Χόλιγουντ. Η ερμηνεία του είναι χαμηλότονη, ειλικρινής, γλυκιά, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από εκείνη του Ben Foster που υποδύεται τον αδελφό του με πραγματική τρέλα, τέρμα τα γκάζια και μια περίεργη αίσθηση του δικαίου. Πείθουν ως αδέλφια κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αξιοπιστία της ταινίας. Ο Jeff Bridges στο ρόλο του Ρέιντζερ, ε, τι να πούμε για τον άνθρωπο. Απίστευτος. Και ατακαδόρος. Γενικά, παρά το σκοτεινό του θέμα, το φιλμ δεν έχει κανένα πρόβλημα να έχει και χιούμορ! Αυτό προκύπτει κατά βάση μέσω των ατακών – προσβολών που ρίχνει ο Bridges στον συνεργάτη του, αλλά με κορυφαία κωμική σκηνή εκείνη μέσα στο dinner όπου η γραία σερβιτόρα ουσιαστικά επιβάλλει στους δύο συνεργάτες τι θα παραγγείλουν! Η μουσική των Nick Cave και Warren Ellis είναι ένα ακόμα plus σε τούτο το ελεγειακό νεο-γουέστερν που τελειώνει με... ισοπαλία. Στον τελικό διάλογο ανάμεσα στον Bridges και τον Pine η κάθε πλευρά παρουσιάζει τα επιχειρήματά της και ο θεατής καλείται να πάρει την τελική του απόφαση για το ποιος είναι ο δικαιωμένος από όλη αυτήν την ιστορία ανεξαρτήτως των νόμιμων ή μη νόμιμων μέσων που χρησιμοποίησε. Μια πραγματικά πολύ καλή ταινία.
(η ταινία θα προβληθεί μία και μοναδική φορά το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στις 23.15, στο Ολύμπιον - έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Tanweer με ημερομηνία εξόδου 19/1/2017)