Ρισάλτο PosterΡισάλτο

του Βασίλη Βαφέα. Με τους Νίκο Πουρσανίδη, Αμαλία Αρσένη, Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Τάκη Παπαματθαίου, Ρίτα Αντωνοπούλου, Θανάση Κουρλαμπά, Πάνο Βίτσικα, Τάσο Ράπτη


«Μια ταινία για το δικαίωμα να είσαι νέος»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα τα αβγά τα μάτια...

Αυτή είναι η 9η μεγάλου μήκους ταινία του Βασίλη Βαφέα, του οποίου η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ήταν η «Ανατολική περιφέρεια» (1979). Είναι η τρίτη φορά που συνεργάζεται με τον Νίκο Πουρσανίδη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, επτά χρόνια μετά τις «Γυναικείες συνωμοσίες» και 16 χρόνια μετά το «Κάθε Σάββατο». Η Αμαλία Αρσένη κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο σε ταινία μεγάλου μήκους και η γνωστή τραγουδίστρια Ρίτα Αντωνοπούλου, κάνει επίσης της πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση – έτσι κι αλλιώς τη μουσική της ταινίας έχει συνθέσει ο άνθρωπος με τον οποίο συνεργάζεται χρόνια, ο Θάνος Μικρούτσικος.

Ρισάλτο Wallpaper
Φως στην ταινία του δίνει ο ίδιος ο Βαφέας με το σημείωμα του σκηνοθέτη: «Πάντα με ενδιέφερε η σχέση μεταξύ Ιστορίας (με κεφαλαίο γιώτα) και των ατομικών ιστοριών (με μικρό γιώτα) που αναπόφευκτα καθορίζονται από αυτήν. Όταν τα ιστορικά γεγονότα οδηγούν σε δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, η ζωή των ανθρώπων γίνεται επώδυνη. Οι νέοι είναι πάντα αυτοί που υφίστανται τις μεγαλύτερες επιπτώσεις, αφού βρίσκονται στη φάση που ξεκινούν τη ζωή τους και το μέλλον τους γίνεται δυσκολότερο. Στην έβδομη δεκαετία που διανύω, νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για το δικαίωμα των νέων να καθορίζουν οι ίδιοι τις ζωές τους. Δεν θέλω να περάσουν αυτά που πέρασε η δική μου γενιά. Όταν είσαι νέος είσαι ευάλωτος κι ευαίσθητος δέκτης και βιώνεις τα πάντα σαν εφιάλτη. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η ταινία κινείται σε μια τέτοια ατμόσφαιρα. Η ταινία δεν αφορά ούτε το παρελθόν, ούτε το παρόν. Αφορά αυτά που δεν θέλω να συμβούν στο μέλλον. Η δράση εξελίσσεται σε ένα χρόνο ά-χρονο και σε ένα χώρο πραγματικό, αλλά όχι αυστηρά καθορισμένο. Και βέβαια όπως πάντα βλέπω και τα πιο τραγικά πράγματα μέσα από ένα χιουμοριστικό πρίσμα. Είναι το σωσίβιό μου για τις δύσκολες ώρες».

Η υπόθεση: Ο Άρης είναι ένας νέος που ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία ο επαγγελματικός του χώρος στον κόσμο του θεάματος που διψάει για λάμψη, χρήμα και εξουσία. Από την άλλη, η ασφυκτική οικογένεια και η κρίση που έχει χτυπήσει τη χώρα και επιδεινώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, που ούτως ή άλλως είναι περίπλοκες και τραυματικές. Ο Άρης προσπαθεί να βρει την ισορροπία του μέσα από τον έρωτα αλλά κι αυτός τον προδίδει. Θα βρει τελικά τη διέξοδο;

Η άποψή μας: Περισσότερο με εξομολόγηση θα μοιάζει αυτό το τμήμα του κειμένου που αφορά τη νέα ταινία του Βασίλη Βαφέα, παρά με εκφορά άποψης. Περισσότερο με απολογία παρά για τεκμηρίωση, οπότε αν θέλετε, ας έχετε λίγη υπομονή. Είμαι (σχεδόν) 47 ετών. Έχω δει χιλιάδες ταινίες. Είμαι μάλλον μέτριος γραφιάς – το καλύτερο κομπλιμέντο που μου έχουν δώσει είναι πως γράφω όπως μιλάμε. Δεν έχω διαβάσει πολύ, ως όφειλα να κάνω. Διαβάζω πάντως κείμενα συναδέλφων συνεχώς και πάρα πολλά τα ζηλεύω. Ιδίως τα πιο νεαρά παιδιά, εν αντιθέσει με όσα θέλει να μας πείσει η τρέχουσα προπαγάνδα, και διαβασμένα είναι, και τα επιχειρήματά τους ξέρουν να τα τεκμηριώνουν, και να φτάσουν στον πυρήνα μιας ταινίας μπορούν, και... γράφουν και ελκυστικά ρε παιδί μου. Όχι ξύλινα. Όχι για χάρη εντυπωσιασμού – έστω, όχι μόνο για χάρη αυτού. Με τα χρόνια χαίρομαι που δεν έχω κουραστεί και κορεσθεί. Θέλω να πω, μπορούν ακόμα οι ταινίες και με εκπλήσσουν. Και με συγκινούν. Και με κάνουν να σκεφτώ. Και να γελάσω. Και να θυμώσω. Το πως γράφω γι' αυτές είναι ένα άλλο θέμα.

Λευκή σελίδα με τον κέρσορα να αναβοσβήνει επί ώρα; Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί ούτε μία στο εκατομμύριο! Μετά από τόσα χρόνια η «δουλειά» γίνεται και λίγο φασόν. Ο καθένας ξέρει τις ευκολίες του, ξέρει πως να καλύψει τα κενά του, τα κείμενα γράφονται. Με μία εξαίρεση: όταν είναι να γράψω για ελληνική ταινία! Εδώ, με μεγάλη ευκολία (ίσως πολύ μεγαλύτερη από το πρέπον...) θάβουμε και τσεκουρώνουμε ταινίες από καλλιτέχνες όπως ο Terrence Malick, ο Steven Spielberg, ο Martin Scorsese! Όχι ότι ιδρώνει το αυτί κάποιου από όλους αυτούς τους τιτανομέγιστους, αλλά ρε παιδί μου, αν δεν μας αρέσει μια ταινία τους, τέλος, άπλωμα στο κρεβάτι του Προκρούστη (εντάξει, «προκρούστειο κλίνη») και που σε πονεί και που σε σφάζει! Όταν όμως έχω να αντιμετωπίσω μια ελληνική ταινία παθαίνω πανικό. Στην περίπτωση που δεν είναι καλή, έτσι; Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, μια χαρά μπορούμε να υποστηρίξουμε ενδιαφέρουσες δουλειές.

Το σύνηθες σχήμα που μπορεί κάποιος αναγνώστης να δει όταν βγαίνει μια ελληνική ταινία είναι: α) να είναι εμπορική του αίσχιστου είδους, οπότε πέφτει θάψιμο από παντού, β) να είναι εμπορική, φτιαγμένη από πρόσωπα που προκαλούν ίντριγκα, οπότε έχουμε τον διχασμό ανάμεσα στους lovers και τους haters, γ) να είναι καλλιτεχνική, να την αγαπήσεις γιατί μιλάει μέσα σου και να προσπαθήσεις να την υποστηρίξεις με όλο σου το είναι, δ) να είναι καλλιτεχνική, μα τόσο ολοφάνερα κακή, που να βγάλεις κατευθείαν το φτυάρι το καλό, εκεί που σκάβει γερά και ε) να είναι καλλιτεχνική μα τόσο έξω από εσένα, τόσο μακριά σου, τέτοια που να μην σε έχει πείσει καθόλου – πώς μπορείς να πείσεις έναν θεατή να πάει να τη δει; Ε, η συγκεκριμένη ταινία ανήκει στην περίπτωση ε). Γυρισμένη στο 95% σε ασπρόμαυρο, είναι θαρρείς σαν να παρακολουθούμε το όνειρο κάποιου. Δεν υπάρχει «λογική» στο πως εναλλάσσονται οι σκηνές, η πορεία είναι ονειρική. Δεν βγάζεις και πολύ άκρη, να τα λέμε αυτά. Ακολουθούνται θαρρείς οι επιταγές της νουβέλ βαγκ, υπάρχει μπόλικη μνήμη μέσα στην ταινία (όλες οι σκηνές που έχουν να κάνουν με τη δικτατορία), υπάρχουν νύξεις και αναφορές για το πόσο κατευθυνόμενη είναι η τέχνη, πως το χρήμα αγοράζει τα πάντα, πως μονάχα ο έρωτας μας μένει ως σανίδα σωτηρίας – ίσως ούτε καν αυτός. Να σας πω τη μαύρη αλήθεια όμως; Μόνο η τελευταία ασπρόμαυρη σκηνή, με τους γηραιούς κύριους που σηκώνονται ο ένας μετά τον άλλο και ρίχνουν μια ζεϊμπεκιά, μου «είπε» κάτι. Και το έγχρωμο πλάνο, στο πλοίο, με τον νέο να μπαρκάρει, έχει κάτι το ελπιδοφόρο. Η θάλασσα είναι μπροστά, μπορεί να υπάρχουν φουρτούνες, υπάρχει όμως και φυγή με πιθανότητες για κάτι καλύτερο. Με τρύπια βάρκα και ναυτία/ βγαίνω λοιπόν στην πειρατεία! Ρισάλτο!

Πώς όμως να «ψήσω» έναν υποψήφιο θεατή να πάει να δει την ταινία, όταν εμένα, που γράφω γι' αυτήν, δεν με έπεισε; Πώς να του πω: «πήγαινε να δεις την ταινία»; Αμαρτία εξομολογημένη δεν είναι αμαρτία, σωστά;

Ρισάλτο Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Οκτωβρίου 2016 από την New Star

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική