Η τελευταία παραλία (L'ultima spiaggia) PosterΗ τελευταία παραλία

των Θάνου Αναστόπουλου και Davide Del Degan


Θάλασσα αρρένων και θηλέων!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Μπανάκι μανάκι!

Αυτή είναι η τέταρτη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο Θάνος Αναστόπουλος (ο οποίος ζει και η πρώτη σε συν-σκηνοθεσία (μαζί με τον Davide Del Degan). Οι προηγούμενες τρεις ήταν ταινίες μυθοπλασίας: «Όλο το βάρος του κόσμου» (2003), «Διόρθωση» (2007) και «Η κόρη» (2012). Όλες τους, άλλη λιγότερο κι άλλη περισσότερο, υποδεικνύουν έναν δημιουργό με ταλέντο κι έναν άνθρωπο που δεν διστάζει να ασχοληθεί με τα δύσκολα και τα λιγότερο προφανή.

Η τελευταία παραλία (L'ultima spiaggia) Wallpaper
Η συγκεκριμένη ταινία, γυρισμένη σε διάρκεια δύο χρόνων, αποτέλεσε ένα από τα ελάχιστα ντοκιμαντέρ που επιλέχθηκαν φέτος για το επίσημο πρόγραμμα του 69ου Φεστιβάλ των Καννών. Έκανε την ελληνική της πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας παρουσία των σκηνοθετών Θάνου Αναστόπουλου και Davide Del Degan και την ιταλική πριν από λίγες μέρες στον τόπο που γυρίστηκε, στην Τεργέστη, παρουσία συντελεστών και πρωταγωνιστών στο θέατρο Sala Tripcovich όπου πλήθος κόσμου έμεινε εκτός αίθουσας καθώς καλύφθηκαν και οι 1.000 θέσεις! Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία προβάλλεται εμπορικά με το νέο της cut (διάρκειας 118’) που έκαναν οι σκηνοθέτες για την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες της Ελλάδας και του εξωτερικού όπου η ταινία θα διανεμηθεί στη Γαλλία και την Ιταλία, μεταξύ άλλων. Ήτοι, είναι κατά 17 λεπτά μικρότερη από την κόπια που προβλήθηκε στις Κάννες.

Η υπόθεση: Μια λαϊκή παραλία στην Τεργέστη. Η επίσημη ονομασία της; δημόσιο θέρετρο «Λα Λαντέρνα». Όλοι πάντως στην Τεργέστη την αποκαλούν απλά «Ελ Πεντοτσίν», μια δημοτική παραλία στην καρδιά της ιταλικής πόλης, που ακόμα και σήμερα χωρίζεται στα δύο από έναν τοίχο. Στη μία πλευρά είναι οι άντρες και στην άλλη οι γυναίκες. Ένας άλλος κόσμος με θέα σε μια θάλασσα που χωρίζει κι ενώνει την ίδια στιγμή, που διευρύνει και συγχέει τα σύνορα, τα επανακαθορίζει και φέρνει κοντά Ιταλούς και Σέρβους, Έλληνες και Σλοβένους, Εβραίους και Γερμανούς, Αυστριακούς και Αμερικανούς.

Την ίδια στιγμή, η παραλία αυτή αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για τους ανθρώπους που της εμπιστεύονται ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους. Στις 30 Σεπτεμβρίου, η πύλη ανοίγει για το ετήσιο πάρτι του τέλους της σεζόν. Άντρες και γυναίκες ετοιμάζονται. Φαγητό, κρασί, τραγούδια και κέφι. Στις 12 ακριβώς, ο τοίχος ανοίγει μέσα σε γενική αδιαφορία και όλως περιέργως σχεδόν κανείς δεν περνά στην άλλη πλευρά. Σε μια πόλη όπου τα σύνορα άλλαζαν αδιάκοπα, όπου τα φράγματα, αληθινά ή συμβολικά, έχουν καταρρεύσει, ο τοίχος του Πεντοτσίν στέκει ακόμα...

Η άποψή μας: Οι γάτες κινούνται με άνεση στο «Ελ Πεντοτσίν». Τα ρολόγια χαλάνε καθώς τα τρώει η αλμύρα της θάλασσας. Τα ακυρωτικά μηχανήματα δεν δουλεύουν – εντάξει, μπορείς να ακυρώσεις το εισιτήριο σχίζοντάς το στην άκρη. Ένα ευρώ κοστίζει η είσοδος στη δημοτική αυτή πλαζ. Ως παραλία δεν λέει πολλά: βότσαλα έχει κι όχι άμμο, κοντά στο κέντρο της πόλης βρίσκεται άρα πόσο καθαρή μπορεί να είναι, πλοία της γραμμής περνάνε τρεις και λίγο κουβαλώντας απόνερα. Κι όμως, η παραλία είναι δημοφιλής. Κόσμος πάει και ξαναπάει και δεν την αλλάζει. Μέχρι και ξαπλώστρες έχουν κρατημένες και φυλαγμένες – κλειδωμένες, όπως κλειδώνουμε ποδήλατα και μηχανάκια ξέρω 'γω.

Το κουλόν της υπόθεσης: ένας τοίχος χωρίζει άντρες από γυναίκες. Εννοείται ότι στη θάλασσα μπροστά στην παραλία τα δύο φύλα μπορούν να βρεθούν. Όπως και έξω από την πλαζ, εκεί, στο χώρο του πάρκινγκ, στην είσοδο και στις κοντινές καντίνες. Δεν κάνουν όμως κάτι ιδιαίτερο για να βρεθούν οι άντρες με τις γυναίκες, δεν το επιδιώκουν. Τους βολεύει αυτό το ιδιότυπο σύνορο: δεν χρειάζεται να επιδείξουν τον εαυτό τους, δεν βρίσκονται εκεί για να ελκύσουν άτομα του αντίθετου φύλου. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, πηγαίνουν στη συγκεκριμένη παραλία για να κάνουν μια βουτιά, να ξαπλώσουν στον ήλιο, να συζητήσουν με φίλους, να παίξουν, να χαλαρώσουν βρε αδελφέ. Και το όλον λειτουργεί μια χαρά.

Σε τούτο το ντοκιμαντέρ, οι δύο σκηνοθέτες δεν σχολιάζουν ποτέ ούτε έχουν κινούμενες κεφαλές με ειδικούς να λένε διάφορες θεωρίες - απλώς καταγράφουν: εικόνες, ανθρώπους, συμπεριφορές. Και όσο περνάει η ώρα αντιλαμβάνεσαι ως θεατής πως το όλον έχει «πλάκα» αν και κινείται στις παρυφές του δραματικού. Και πως με χαλαρό στυλ εντέλει τίθενται μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα: περί συνόρων, τοίχων και τειχών, σεξουαλικότητας, εθνότητας, εντέλει ταυτότητας. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι συναρπαστική, μερικές φάτσες σου μένουν στο μυαλό, οι συζητήσεις για θαμώνες που έφυγαν από τη ζωή, σου μεταφέρουν κάτι οικείο, να ξορκίσουμε το χρόνο παιδιά, να πίνουμε, να τραγουδάμε και να ευτυχούμε, όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία, ο τοίχος έχει τη δική του ιστορία, μερικές κρεμάστρες βρίσκονται καρφωμένες επάνω του για να μπορούν οι άνθρωποι να βάζουν τα ρούχα τους για να μείνουν με τα απαραιτήτως απαραίτητα, με το θνητό σώμα τους είτε σε πλήρη άνθιση είτε σε πορεία αποδόμησης, έτσι είναι αυτά, και η θάλασσα εκεί, να περιμένει να δεχτεί τους πάντες στην υγρή της αγκάλη, αδιαφορώντας για το πόσα λεφτά βγάζουν, τι θεό πιστεύουν, αν είναι άσπροι ή μαύροι, ψηλοί ή κοντοί, χοντροί ή αδύνατοι ή πόσο γκόμενοι είναι στην τελική – ουφ, ξέφυγα ρε παιδιά, συγχωρέστε με, μια χαρά ντοκιμαντέρ είναι τούτο, δύο σε ένα, και μάθημα ιστορίας κατά μία έννοια και ανθρωπολογική μελέτη, ίσως να ήθελε λίιιιιγο ακόμα τριμάρισμα αλλά πολλές φορές είναι πιο δύσκολο να «κόψεις» παρά να «προσθέσεις». Πιο δύσκολο να χτίσεις παρά να γκρεμίσεις...

Η τελευταία παραλία (L'ultima spiaggia) Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Οκτωβρίου 2016 από την One From The Heart

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική